(Ἀποτελεῖ Εἰσήγηση στὸ Διορθόδοξο Ἐπιστημονικὸ Συνέδριο, Γέροντας Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστής, Ἅγιον Ὅρος – Φιλοκαλικὴ Ἐμπειρία, Ἀθήνα 22-24/10/2004.)
Ι. Γενικὰ – Εἰσαγωγικὰ
Ὁ ἀναγνώστης τῶν κειμένων τοῦ π. Ἰωσὴφ τοῦ ἡσυχαστῆ ἔχει τὴν βαθύτατη αἴσθηση, ὅτι μελετᾶ κείμενα τῆς ὄντως ζωῆς. Δὶ’ αὐτῶν ἔχει μπροστά του συμπυκνωμένη ὁλόκληρη τὴν προηγούμενη ἡσυχαστικὴ καὶ φιλοκαλικὴ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, σαρκωμένη σὲ σύγχρονο προσωπικὸ βίωμα, «ἐνταύθα καὶ νῦν» (ἐδῶ καὶ τώρα). Ὁ λόγος τοῦ μακαριστοῦ ἡσυχαστῆ εἶναι ἁγιογραφικὸς καὶ πατερικός, πάντοτε ὅμως ζωντανὰ ἀποκαλυπτικός. Ἔχοντας σαφῆ τὰ πνευματικὰ κριτήρια τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως καὶ τὸ χάρισμα τῆς διακρίσεως τῶν πνευμάτων, παρουσιάζεται ὡς ἄριστος ἀνατόμος τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Ἔτσι, ἀποκωδικοποιεῖ μὲ πολλὴ ἄνεση τὴν ἁγιότητα, τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ τὶς ἀρετὲς ποὺ προκύπτουν ἀπὸ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν, καθιστώντας ἐνεργῶς παροῦσα τὴν ἡσυχαστικὴ καὶ φιλοκαλικὴ Παράδοση στὴν ἐποχή του...
Παράλληλα, ἀπομυθοποιεῖ τὴν κοσμικὴ θεώρηση τῆς ζωῆς καὶ νοηματοδοτεῖ θετικὰ τὶς θλίψεις, τὶς δοκιμασίες, τὸν κόπο καὶ τὸν πόνο, καὶ ἀποδεικνύει ἀπολύτως ἐφικτὴ καὶ σήμερα τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὴν ἀσκητική της Ἐκκλησίας[1]. Μᾶς δίδαξε ἐμπειρικῶς, ὅτι ἡ Φιλοκαλία προϋποθέτει ὁπωσδήποτε τὴν φιλοπονία καὶ τὴν αὐταπάρνηση ἐνάντια στὴ φιλαυτία τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου.
Παράλληλα, ἀπομυθοποιεῖ τὴν κοσμικὴ θεώρηση τῆς ζωῆς καὶ νοηματοδοτεῖ θετικὰ τὶς θλίψεις, τὶς δοκιμασίες, τὸν κόπο καὶ τὸν πόνο, καὶ ἀποδεικνύει ἀπολύτως ἐφικτὴ καὶ σήμερα τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὴν ἀσκητική της Ἐκκλησίας[1]. Μᾶς δίδαξε ἐμπειρικῶς, ὅτι ἡ Φιλοκαλία προϋποθέτει ὁπωσδήποτε τὴν φιλοπονία καὶ τὴν αὐταπάρνηση ἐνάντια στὴ φιλαυτία τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου.
Βάσιμα μποροῦμε νὰ ὑποστηρίξουμε, ὅτι δὲν προβάλλει τίποτε δικό του. Εἶναι ἁπλῶς ἕνας αὐθεντικὸς συνεχιστὴς τῆς ἡσυχαστικῆς Παραδόσεως, τὴν ὁποία...
ἐπαναδιατύπωσε, τὴν ξαναζωντάνεψε καὶ τὴν πλούτισε μὲ σύγχρονα καὶ προσωπικὰ δεδομένα. Τεκμηρίωσε καὶ ἀνέδειξε ὡς ἡσυχαστὴς τὴν ἁγιοπνευματικὴ-φιλοκαλικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, πιστοποιώντας στὴν ὕπαρξή του τὴν πραγμάτωση τοῦ σκοποῦτῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου γιὰ τὴν χαρισματικὴ θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Ἀπέδειξε ἐμπειρικῶς, ὅτι τὸ φρόνημα τῶν «φερομένων ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» εἶναι διαχρονικῶς τὸ αὐτὸ[2]. Ἔτσι, πρόβαλε πειστικὰ τὴν σπουδαιότητα τῆς προσωπικῆς ἐμπειρίας, ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴ βίωση τῆς χαρισματικῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὰ πλαίσια τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς. Ἐπέδρασε ἀναγεννητικὰ σὲ ὁλόκληρη γενιὰ ὡς διακριτικὸς πνευματικὸς Πατέρας. Μὲ τὴ σκληρὴ ἄσκηση καὶ τὴ νοερὰ προσευχή, ποὺ βίωσε καὶ δίδαξε, ἐνδυνάμωσε ἐμπειρικῶς καὶ ἀνέδειξε πραγματικὰ τὸν Ἡσυχασμὸ[3]. Ὑπῆρξε συνεχιστὴς τῆς ἡσυχαστικῆς Παραδόσεως, ἀφοῦ, ὅπως σημειώνει ὁ ἴδιος, τὴν ἡσυχαστικὴ τάξη καὶ τὸ Τυπικό του τὰ παρέλαβε ἀπὸ προγενεστέρους ἁγίους ἀσκητὲς[4]. Στὸ Ἅγιον Ὅρος, κατὰ τὴν μαρτυρία του, βρῆκε τοὺς πνευματικοὺς προγόνους τοῦ[5] «ἐν πράξει καὶ θεωρία»[6]. Αὐτοὶ ἦταν οἱ «ἐν πείρα καὶ πράξει διδάκτορες»[7] κατὰ τὴν πρωτότυπη καὶ ἐπιτυχῆ διατύπωσή του.
Ἔχοντας τὴν εὐαρέστηση τοῦ ἴδιου του Θεοῦ, ἐμπειρικῶς ἐπιβεβαιωμένη στὴ ζωή του, ἀδιαφορεῖ κυριολεκτικὰ γιὰ τὴν κοσμικὴ γνώμη, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἐπώδυνη περιφρόνηση τῶν ἐγγὺς καὶ τῶν μακρὰν[8]. Σηκώνει ἰσοβίως τὸν μαρτυρικὸ σταυρὸ τῆς μομφῆς τοῦ «πλανεμένου»[9] καὶ συνεχίζει ἀπτόητος τὴν ἡσυχαστικὴ καὶ φιλοκαλικὴ Παράδοση, ποὺ παρέλαβε, δίνοντας ταυτόχρονα τὸ προσωπικὸ χαρακτηριστικό του στίγμα.
Οἱ σύγχρονοί του μοναχοὶ στὸ Ἅγιον Ὅρος μένουν κατὰ κανόνα στὸν ἐξωτερικὸ τύπο τοῦ μοναχισμοῦ[10] μὲ ἔντονη τὴν ἀκαμψία στὴν τυπικὴ θρησκευτικότητα. Κατὰ τὴν παροῦσα περίοδο καὶ αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ πνευματικὴ ζωὴ ἔχει θεσμοποιηθεῖ καὶ τυποποιηθεῖ. Ἔτσι, οἱ περισσότεροι μοναχοὶ ἀδιαφοροῦν γιὰ τὴν συνεχῆ πνευματικὴ ἐγρήγορση, τὴν πατερικὴ νήψη, καὶ στρέφονται πρὸς τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ[11]. Οἱ φιλοκαλικοὶ Πατέρες τοῦ σχετικὰ πρόσφατου γι’ αὐτοὺς παρελθόντος, οἱ γνωστοὶ μὲ τὸ εἰρωνικὸ ἐπίθετο «Κολλυβάδες»[12] καὶ τὰ ἔργα τῶν Νηπτικῶν Πατέρων, ποὺ αὐτοὶ φιλοπόνησαν, ἀγνοήθηκαν στὴν πράξη. Ἡ φιλοκαλικὴ ἀναγέννηση, ποὺ ξεκίνησε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὅρος στὰ τέλη τοῦ 18ου αιώνα καὶ προέκυψε ἀπὸ τὸ ἀποκαλούμενο Κίνημα τῶν «Κολλυβάδων» μὲ σκοπὸ τὴν πνευματικὴ ἀναβάπτιση διὰ τῆς ἐπιστροφῆς στοὺς Πατέρες, πέρασε στὸ περιθώριο τῆς περιφρονήσεως. Συνακόλουθα, ἡ νηπτικὴ καὶ ἡσυχαστικὴ βιωτὴ τοῦ γέροντα Ἰωσὴφ ἐμφανίζεται ἐξωτερικῶς καὶ ποιοτικῶς ἀνόμοια πρὸς τὸ εὐρύτερο κοινωνικὸ περιβάλλον του, γι’ αὐτὸ καὶ προκαλεῖ τὴν δυσμένεια[13], τὴν ἀμφισβήτηση, ἀλλὰ καὶ τὴν ἔντονη ἀντιπαράθεση καὶ ἀπόρριψη ἀπὸ τοὺς συγχρόνους του ἀσκητὲς[14]. Τὴν περίοδο αὐτὴ σπανίζει ἡ ἐμφάνιση πρακτικῶν πνευματικῶν ὀδηγὼν μὲ τὴν ἁγιοπνευματικὴ διάκριση τῶν πνευμάτων[15]. Ἡ ἀλλοτρίωση ἀπὸ τὴν ἡσυχαστικὴ καὶ φιλοκαλικὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἀμάθεια καὶ ἡ ἔλλειψη πνευματικῆς διακρίσεως[16] ἔχουν φτάσει σὲ τέτοιο βαθμὸ στὴν ἐποχή του, ὥστε, ὅποιος μιλᾶ γιὰ τὴν θεία Χάρη καὶ τὴν κάθαρση τοῦ ἔσω ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ πάθη νὰ θεωρεῖται πλανεμένος[17], ἐνῶ ἡ νοερὰ ἐργασία καὶ ἡ νοερὰ προσευχὴ νὰ θεωρεῖται κάτι ὡς αἵρεση[18]. Αὐτὰ τὰ τελευταῖα ἀνακαλοῦν στὴ μνήμη μας τὸν πνευματικό του προπάτορα[19] ἅγιο Συμεὼν τὸν Νέο Θεολόγο καὶ τὴν ἐποχή του, ἡ ὁποία ἀντιδροῦσε κατὰ ἀνάλογο τρόπο στὴν ζωντανὴ χαρισματικὴ ἐμπειρία του.
Θὰ πρέπει νὰ ὑπογραμμίσουμε ἰδιαίτερα τὸ γεγονός, ὅτι ὁ φιλοκαλικὸς μᾶς γέροντας Ἰωσὴφ ὑπῆρξε θεοδίδακτος[20]. Ἔτσι, παρότι κατὰ κόσμον ἀγράμματος, μιλᾶ ὡς ὥριμος καὶ ἔμπειρος ἐπιστήμονας[21], ὡς ἐξουσία ἔχων στὰ πνευματικά, γιατί ἔμαθε «παθῶν τὰ θεία[22]. Ἔμαθε ὅσα διδάχθηκε ἀπὸ τὶς θεοπρεπεῖς θεωρίες[23]. Πρῶτα εἶδε τὸν Θεὸ καὶ μετὰ μίλησε γι’ αὐτόν. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ λόγος τοῦ ἔχει ἀποδεικτικὸ χαρακτήρα[24]. Οἰ Επιστολές καὶ ὅλα τὰ κείμενά του γράφονταν μετὰ ἀπὸ πολύωρη προσευχὴ[25]. Ἀλλὰ καὶ τὸ εἰκοσιτετράωρο πρόγραμμά του ἦταν αὐστηρὰ καθορισμένο μέχρι λεπτομερειῶν, καὶ ἀπόλυτα προσαρμοσμένο στὴν ἁγιοπνευματικὴ ἡσυχαστικὴ ζωὴ[26]. Γι’ αὐτό, ἄλλωστε, καὶ ὅταν παραβιάζονταν αὐτὴ ἡ τάξη τῆς ἱερᾶς ἡσυχίας, διαπίστωνε ἐμπειρικῶς, ὅτι βλάπτονταν πνευματικῶς[27].
ΙΙ. Ἐμπειρικὴ Θεολογία
Ἡ ἡσυχαστικὴ καὶ φιλοκαλικὴ Παράδοση καθεαυτὴν ἔχει θεολογικὲς προϋποθέσεις καὶ στέρεη θεολογικὴ ὑποδομή, ποὺ διασφαλίζουν καὶ τὴν ἐκκλησιαστικοῦ χαρακτήρα αὐθεντικότητά της. Ὁ φιλοκαλικὸς λόγος τοῦ μακαριστοῦ ἡσυχαστῆ μᾶς ἔχει βιωμένες τὶς θεολογικὲς προϋποθέσεις, καὶ παρὰ τὴν ἁπλοϊκὴ διατύπωσή του ἔχει μεγάλη θεολογικὴ βαθύτητα. Εἶναι ὀργανικὰ καὶ ἄρρηκτα συνδεδεμένος μὲ τὴν ἁγιοπνευματικὴ ζωὴ καὶ προβάλλει μὲ τὸν δικό του τρόπο τὸν ἐμπειρικὸ χαρακτήρα τῆς πίστεως. Ἡ θεολογία τοῦ εἶναι σύντομη ἀλλὰ ἑλκυστική, γιατί ἀναδύεται ζωντανή, ὡς βιωμένη ἔκφραση τοῦ ζωοποιοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. Ἀποτελεῖ ἀποκωδικοποιημένη ἀνάπτυξη τῆς εὐαγγελικῆς διδασκαλίας, ξένη πρὸς κάθε ὀρθολογισμὸ καὶ θεολογικὸ στοχασμό.
Ἡ θεολογία τοῦ εἶναι ἐμπειρικὴ – βιωματικὴ – χαρισματική. Ἀποτελεῖ κτιστὴ ἔκφραση τῆς ἐμπειρίας τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ καὶ τῶν μυστηρίων τοῦ[28], τοῦ ἀκτίστου φωτὸς[29], τοῦ χώρου καὶ τοῦ τρόπου τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ[30].
Θὰ ἀναφερθοῦμε δειγματοληπτικῶς σὲ ὁρισμένες μόνο πλευρὲς τῆς θεολογίας τοῦ παρακάμπτοντας τὴν ἄριστη καὶ πρωτογενοῦς χαρακτήρα θεολογία του γιὰ τὸ ἄκτιστο φῶς, ἐπειδὴ γι’ αὐτὴν θὰ γίνει λόγος σὲ εἰδικὴ Εἰσήγηση. Θὰ ποῦμε μόνον, ὅτι εἶναι πολὺ σαφὴς καὶ χαρακτηριστικὴ ἡ Τριαδοκεντρικότητα τῆς φιλοκαλικῆς διδασκαλίας του, ἡ ὁποία ἔχει πολλαπλῶς τεκμηριωμένο τὸ ἀντίκρισμά της στὴν ἡσυχαστικὴ ζωή του,[31] πράγμα ποὺ διασφαλίζει τὴν αὐθεντικότητά της. Γνωρίζει καὶ βιώνει τὸν ἀναστάσιμο χαρακτήρα τῆς Κυριακῆς καὶ ὅλης της Πεντηκοστῆς, γι’ αὐτὸ καὶ συνιστᾶ τὴν τήρηση τοῦ Κανόνα (20ος της Ἃ’ Οἴκ. Συνόδου), ποὺ ἀφορᾶ τὴν ἀπαγόρευση τῆς γονυκλισίας[32]. Ἐντυπωσιάζει ἡ Κτισιολογία[33] καὶ ἡ θεολογικὴ Ἀνθρωπολογία τοῦ[34]. Κάνει λόγο γιὰ «ἄφωνη θεολογία τῆς ἀλόγου φύσεως»[35] καὶ μὲ τὰ γυμνασμένα καὶ πνευματικῶς ἐμπλουτισμένα αἰσθητήριά του βλέπει τὰ ὄντα, ἔμψυχα καὶ ἄψυχα, «διὰ τῆς ἐναρμονίου φωνῆς τοὺς»[36] νὰ ὑμνολογοῦν τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἐπαληθεύονται, ἔτσι, ὅσα ψάλλει ἡ Ἐκκλησία στὴ Θεία Λατρεία, («πάσα πνοὴ καὶ πάσα κτίσις Σὲ δοξάζει Κύριε …»), καὶ διαβεβαιώνει ὁ Ψαλμωδός, («οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ …»). Ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἀναφορά του στὴ διήγηση της Γενέσεως σημειωνει εὔστοχα τὴν χαρισματικὴ συγγένεια τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, τὴν ὁποία θεμελιώνει θεολογικὰ στὸ ἐμφύσημα τοῦ Θεοῦ, προκειμένου νὰ προβάλλει τὴν δυνατότητα γιὰ πραγματικὴ-χαρισματικὴ ὁμοίωση μὲ τὸ Θεὸ[37], ὄντας, ἔτσι, ἀπόλυτα σύμφωνος μὲ τὴν ἀντίστοιχη διδασκαλία τοῦ Μ. Βασιλείου, ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καὶ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ. Ἐντοπίζει τὸ «κατ’ εἰκόνα» στὸ λογικό της ψυχῆς καὶ τὸ «καθ’ ὁμοίωσιν» στὶς ἀρετὲς[38], ἐνῶ παράλληλα προσδιορίζει μὲ θεολογικὴ ἀκρίβεια, πότε ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται στὸ «κατὰ φύσιν», στὸ «παρὰ φύσιν» ἢ στὸ «ὑπὲρ φύσιν»[39].
ΙΙΙ. «Πράξις» καὶ «Θεωρία»
Ἡ ἡσυχαστικὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μᾶς στηρίζεται πάνω στὴν «πράξη» καὶ οἰκοδομεῖται φιλοκαλικῶς διὰ τῆς «θεωρίας». Ὁ τιμώμενος μὲ τὸ Συνέδριό μας ἁγιορείτης ἡσυχαστὴς π. Ἰωσὴφ χαρακτηρίζει ὡς «πράξη», ὅσα τελοῦνται «διὰ τοῦ σώματος», καὶ ὡς «θεωρία», «ὅσα ἐργάζεται νοερῶς ἡ διάνοια»[40].
Ἡ ἄσκηση τῆς «πράξεως» ἐντάσσει τὸν πιστὸ στὴν κατάσταση τῆς καθάρσεως τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὰ πάθη. Παρέχει βαθειὲς ρίζες, ποὺ φτάνουν στὸ πνευματικὸ ὕδωρ, τὸ ὁποῖο θὰ φωτίσει τὸ πνευματικὸ σκότος του, ποὺ τώρα ἐναλλάσσεται μέσα του μὲ τὸ φῶς[41]. Καὶ παρὰ «τὴν πολλὴν γλυκύτητα καὶ τὴν ἄμετρη χαρά, ποὺ αἰσθάνεται ἡ καρδιά», ἀλλὰ καὶ ὅταν «ὁ νοῦς γίνει ὅλος ὀφθαλμός», τὰ μέτρα τῆς χαρισματικῆς αὐτῆς καταστάσεως δὲν εἶναι μεγάλα, ἀλλὰ εἶναι τὰ μέτρα τῶν ἀρχαρίων[42], κατὰ τὸν νηπτικό μας Πατέρα.
Ἀπὸ τὴν «πράξη» ὁ ἀγωνιζόμενος πιστὸς φτάνει σταδιακὰ στὴν «θεωρία» διὰ τοῦ «φωτισμοῦ τῆς γνώσεως». Ὁ «φωτισμός», διευκρινίζει ὁ π. Ἰωσήφ, εἶναι οἱ ὀφθαλμοί, διὰ τῶν ὁποίων βλέπει ὁ νοῦς ἐκεῖνο, ὅπου δὲν ἔβλεπε πρῶτα[43].
Ἡ «θεωρία» ἀποτελεῖ τὴν ὑψηλότερη βαθμίδα τῆς πνευματικῆς ἀνόδου[44]. Ὡς πρώτη «θεωρία» κατονομάζει ὁ ἡσυχαστής μας τὴν «θεωρία τῶν ὄντων»[45]. Κατὰ τὴν «θεωρία» αὐτή, τὴν ὁποία περιγράφει ἀναλυτικά, «ὁ νοῦς ἁπλοῦται καὶ γίνεται ἄλλος ἐξ ἄλλου. Φωτίζεται. Εἶναι ὅλα ἀνοικτὰ εἰς αὐτόν. Πληροῦται σοφίας»[46]. Καὶ σὲ ἄλλη συνάφεια θὰ κάνει λόγο γιὰ χαρισματικὴ διεύρυνση τῶν ὀντολογικῶν ὁρίων τοῦ νοῦ· «ὁ νοῦς ἁπλώνει», σημειώνει, «ἔχων μεγάλη χωρητικότητα»[47]. Ἡ πνευματικὴ θεωρία, ποὺ ἀκολουθεῖ, χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸν ἴδιο ὡς ἄνοδος στοὺς οὐρανοὺς διὰ τῆς θείας Χάριτος. «Ἀντικείμενο» τῆς θεωρίας αὐτῆς εἶναι «τὰ ἀπόρρητα κάλλη τοῦ Παραδείσου»[48]. Στὸ στάδιο αὐτὸ ἔχει πλήρως μεταμορφωμένες τὶς αἰσθήσεις καὶ στὴν καρδιὰ τοῦ καίει τὸ πῦρ τῆς θείας ἀγάπης. Πέρα ἀπὸ τὶς πολλὲς φωτοφάνειες ὁ μακαριστὸς ἡσυχαστὴς μιλᾶ συχνὰ γιὰ θεοφάνειες, γιὰ θέα τοῦ ἴδιου του Χριστοῦ καὶ καταθέτει τὴν συνομιλία μαζί του[49].
Ἀποτελεῖ κοινὸ τόπο τῆς ἀσκητικῆς καὶ φιλοκαλικὴς Γραμματείας, ὅτι ἡ θεοπτία ἀποτελεῖ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Ὡστόσο, ἡ δωρεὰ αὐτὴ δὲν εἶναι καὶ ἀπροϋπόθετη. Βασικὴ προϋπόθεση τῆς θεοπτίας, παρατηρεῖ ὁ π. Ἰωσήφ, εἶναι ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ[50]. Τοῦτο μᾶς παραπέμπει τόσο στοὺς λόγους τοῦ Χριστοῦ ὅσο καὶ στοὺς μεγάλους φιλοκαλικοὺς Πατέρες, ὅπως τὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν Νέο Θεολόγο, τὸν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμὰ καὶ τὸν ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα, γιὰ νὰ περιοριστῶ σ’ αὐτούς. Ἡ θεωρία ὅμως καὶ ἡ θεοπτία δὲν διασφαλίζουν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν πτώση. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἔμπειρος ἡσυχαστὴς συνιστᾶ: «Ἐφ’ ὅσον εἴμεθα εἰς τὴν ζωήν, ποτὲ μὴ θαρρεύσης εἰς τὸν ἑαυτόν σου, καν ἀνέβης ἕως ἑβδόμου οὐρανοῦ, καν ἴδης ὄλας τὰς φύσεις τῶν μυστηρίων»[51].
Πέρα ὅμως ἀπὸ τὴν προϋπόθεση τῆς θεοπτίας ἡ βίωση ὁρισμένων ἀρετῶν ἔχει ἰδιάζουσα βαρύτητα στὰ κείμενα τοῦ π. Ἰωσὴφ γιὰ τὴν ἡσυχαστικὴ καὶ φιλοκαλικὴ ζωή. Γι’ αὐτὸ καὶ θὰ τὶς παρουσιάσουμε συνοπτικῶς.
IV. Ἡ βίωση τῶν ἀρετῶν τῆς ὑπακοῆς, τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς ἀγάπης
α) Ἡ ἀρετὴ τῆς ὑπακοῆς
Ἡ ὑπακοὴ ἀποτελεῖ «τὴν ὑψηλοτάτη τῶν ἀρετῶν», σημειώνει ὁ νηπτικὸς πατέρας, γιατί δὶ’ αὐτῆς ὁ ἄνθρωπος γίνεται μιμητὴς τοῦ Χριστοῦ[52]. Τοῦτο ὑπογραμμίζει καὶ ὁ ἡσυχαστὴς ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης. «Ἡ ὑπακοὴ κόβει διὰ μίας ὅλα τὰ πάθη», λέει, «καὶ δὶ’ αὐτῆς γίνεται κανεὶς μιμητὴς καὶ δοῦλος Χριστοῦ»[53]. Τὸ φορτίο τῆς ὑπακοῆς, θὰ μᾶς πεῖ ὁ π. Ἰωσήφ, «λογίζεται σύνοψις τῶν λοιπῶν ἀρετῶν, ὅπως καὶ ὁ σταυρὸς τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου». Γι’ αὐτὸ καὶ μὲ τὴν ὑπακοὴ εἶναι ἄμεσα διασφαλισμένη ἡ εἴσοδος στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. «Διὰ τῆς ὑπακοῆς ὡς διὰ σταυροῦ», παρατηρεῖ, «εἰσερχόμαστε εἰς τὴν Βασιλείαν»[54].
Ἡ ὑπακοὴ προϋποθέτει τὴν ἐκκοπὴ τοῦ ἰδίου θελήματος καὶ ἔχει ὡς συνέπεια τὴν χωρὶς πολὺ κόπο πνευματικὴ προκοπὴ[55]. Ἀποτελεῖ ἀσφάλεια πνευματικὴ καὶ τὸν συντομότερο τρόπο γιὰ νὰ λάβει κανεὶς τὴν θεία Χάρη[56]. Ἡ ὁδὸς τῆς ὑπακοῆς εἶναι ἀπλανής. «Ὁμολογῶ εἰλικρινῶς μεθ’ ὅλης της ἰσχύος, ἐν πλήρει ἐπιγνώσει», διαβεβαιώνει μὲ ἔμφαση ὁ μακαριστὸς γέροντας, «ὅτι ἄλλη ὁδὸς σωτηρίας δὲν ὑπάρχει ἀπέχουσα ἀπὸ κάθε πλάνην καὶ ἐνέργειαν τοῦ ἐχθροῦ ὡς αὐτὴ»[57]. Ὁ διάβολος δὲν ἔχει ἐξουσία νὰ ὑπεισέλθει ἐκεῖ, ὅπου ἀσκεῖται ἡ ὑπακοὴ καὶ κυριαρχεῖ «ὁ σύνδεσμος τῆς ἀγάπης»[58]. Ἀντίθετα, ἡ παρακοὴ ὁδηγεῖ στὴν πλάνη[59]. Ἡ ἀπείθεια στὸ γέροντα, θὰ μᾶς πεῖ ὁ φιλοκαλικώτατος ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, ἐνοικίζει μέσα μας τὸν πονηρὸ[60]. Ἡ ὑπακοὴ ἢ ἡ παρακοή, κατὰ τὸν γέροντα Ἰωσήφ, δὲν ἀποτελεῖ αὐτονομημένη ἀρετὴ ἢ κακία, ἀλλὰ ἔχει τὴν ἀναφορά της στὸν ἴδιο τὸν Θεό, σ’ αὐτὸν διαβιβάζεται[61].
Τὸν δρόμο τῆς ὑπακοῆς χάραξε πρῶτος ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς γενόμενος ὑπήκοος στὸν ἄναρχο Πατέρα μέχρι τοῦ σταυρικοῦ θανάτου[62], καί, ἔτσι, ἔγινε τὸ πρότυπο ὑπακοῆς γιὰ μᾶς[63].
β) Ἡ ἀρετὴ τῆς ταπεινώσεως
Πραγματικὴ ἡσυχαστικὴ ζωὴ χωρὶς αὐτοεπίσκεψη καὶ αὐτοέλεγχο εἶναι πρακτικῶς ἀδύνατη[64]. Ἀπὸ τὴν αὐτοεπίσκεψη προκύπτει ἡ αὐτογνωσία «ὅτι εἶσαι μηδέν. Αὐτὴ εἶναι ἡ ὕπαρξή σου», σημειώνει ὁ ἁγιορείτης ἡσυχαστής. «Ἡ καταγωγή σου εἶναι ὁ πηλὸς»[65]. Ἡ μνήμη τῆς καταγωγῆς τοῦ ἀνθρώπου ταπεινώνει τὸ φρόνημά του. «Ἔλαβε χῶμα, ὅπου εἶναι ἡ ταπεινότερη ὕλη», σημειώνει, «διὰ νὰ εἶναι (ἔνν. ὁ ἄνθρωπος) πάντοτε ταπεινός· οὐδὲν τοῦ χώματος ταπεινότερον»[66]. Αὐτὸ εἶναι ἡ ταπείνωση τοῦ ἀνθρώπου[67]. Ἡ ταπείνωση, ὡς βιωματικὴ ἀποδοχή, ἀπαιτεῖ χρόνο, δοκιμασίες καὶ μεγάλους, ὑπὲρ φύσιν, πειρασμούς, ποὺ πείθουν ἐμπειρικῶς γιὰ τὴν ἀσθένεια τῆς ἀνθρώπινης φύσεως[68]. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ξαναζωντανεύει καὶ ἐπικαιροποιεῖ ὅσα ἀντίστοιχα ἔχει γράψει γιὰ τὴν σχέση τῶν πειρασμῶν μὲ τὴν ταπείνωση ὁ καθηγητὴς τῆς ἡσυχίας ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος, «τὸ καύχημα τῆς ἡσυχίας καὶ ἡ παρηγορία τῶν ἀσκητῶν»[69].
Ἄλλος ἀσφαλὴς τρόπος βιωματικῆς προσεγγίσεως τῆς ταπεινώσεως εἶναι ἡ ἄσκηση τῆς τέλειας καὶ ἀδιάκριτης ὑπακοῆς. «Ἐξ αὐτῆς γεννᾶται ταπείνωσις», σημειώνει χαρακτηριστικὰ[70]. Εἶναι τόσο μεγάλη ἡ σημασία τῆς ταπεινώσεως γιὰ τὴν πνευματικὴ πρόοδο τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε ἡ πρόοδος αὐτὴ νὰ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν βαθμὸ τῆς ταπεινώσεώς του[71]. Καὶ τοῦτο, ἐπειδὴ ἡ ταπείνωση ἀποτελεῖ τὴν «πρώτη αἰτία», ποὺ ἑλκύει, συγκρατεῖ καὶ αὐξάνει τὴν θεία Χάρη στὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ καὶ τὸν προωθεῖ στὴν πρώτη βαθμίδα τῆς θεωρίας, ποὺ εἶναι ἡ θεωρία τῆς φύσεως[72].
Ἡ γνήσια ταπείνωση συνδέεται ἀρρήκτως μὲ τὰ δάκρυα, τὴν νοερὰ προσευχή, τὴν εἰρήνη τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, τὰ ὁποία ἀλληλοδιαδόχως γεννῶνται τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο[73]. Τέλος ἡ ἄκρα ταπείνωση σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ὑπομονὴ στοὺς πειρασμοὺς ἑλκύει σὲ τέτοιο βαθμὸ τὴν θεία Χάρη, ποὺ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο σταθερὰ στὴν κατὰ χάρη θέωσή του[74].
Ἀλλά, ὅπως ἡ αὐτογνωσία γεννᾶ τὴν ταπείνωση, ἔτσι καὶ ἡ ἀγνωσία «τίκτει τὴν ἔπαρση». Ἡ ἀγνωσία καθεαυτὴν εἶναι «σκότος ψυχῆς»[75], ποὺ ὀφείλεται στὴν ἁμαρτία. Ἀπὸ τὴν ἀγνωσία «γεννᾶται ὑπερηφάνεια καὶ σκληρύνεται ἡ καρδία»[76], θὰ μᾶς πεῖ ὁ φωτισμένος ἡσυχαστής, γιὰ νὰ προχωρήσει καὶ σὲ μία πνευματικοῦ χαρακτήρα διάγνωση τῆς σχέσεως τῶν αἱρετικῶν μὲ τὴν Ὀρθοδοξία. Τὸ ἀταπείνωτο φρόνημα, παρατηρεῖ, εἶναι ὁ βασικὸς λόγος της μὴ ἐπιστροφῆς τῶν αἱρετικῶν στὴν Ὀρθοδοξία τῆς πίστεως: «Εἰς αὐτὸ τὸ ἀταπείνωτον φρόνημα ἐμφωλεύει ὁ πολὺς ἐκεῖνος ἐγωισμός, ἡ ἑωσφορικὴ ὑπερηφάνεια, ὅλων τῶν πλανεμένων, ποὺ δὲν θέλουν νὰ ἐπιστρέψουν».[77]
γ) Ἡ βίωση τῆς ἀγάπης
Ἡ ἡσυχαστικὴ ζωὴ στοχεύει οὐσιαστικὰ στὴ βίωση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία προσεγγίζεται μὲ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ[78]. Ἡ ἀγάπη, ἄλλωστε, πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον συνοψίζει κατὰ τὴν λακωνικὴ ρήση τοῦ Χριστοῦ «τὸν Νόμο καὶ τοὺς Προφῆτες». Τηρώντας τὶς δύο αὐτὲς ἐντολές, σημειώνει ὁ ἔμπειρος ἡσυχαστής, «καὶ χωρὶς νὰ κοπιάσεις πολὺ νὰ κάμης ἀγώνας, συντόμως φθάνεις εἰς μεγάλα μέτρα».[79] Τὴν ἀσφαλέστερη ὅμως προσέγγιση τοῦ Θεοῦ διασφαλίζει ἡ τήρηση τῆς πρώτης καὶ μεγάλης ἐντολῆς γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ[80]. Ὁ Θεὸς ἐμφανίζεται κατὰ κάποιο τρόπο ζηλότυπος. «Δὲν θέλει νὰ ἀγαπήσης κανένα πράγμα περισσότερο ἀπ’ αὐτόν».[81] Τηρώντας ὅμως ὁ ἄνθρωπος τὴν πρώτη ἐντολή, δημιουργεῖ τὶς προϋποθέσεις τῆς Θεοφάνειας στὴν καρδιά του, σύμφωνα μὲ τὴν ἀδιάψευστη μαρτυρία τοῦ Χριστοῦ. «Τότε θὰ ἔρθη μέσα σου ὁ Χριστός», σημειώνει, «ὅπου εἶναι ὁ Λόγος, σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Πνεύματι, καὶ μονὴν ὑπεσχέθη, καὶ ἔσει ναὸς»[82].
Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ ἁγιορείτης ἡσυχαστὴς μᾶς κάνει μία θεμελιακοῦ χαρακτήρα διευκρίνιση, ποὺ ἀποδεικνύει περίτρανα τὴν βαθύτητα καὶ λεπτότητα τοῦ φωτισμένου νοῦ του. Ἔχοντας προσωπικὴ-βιωματικὴ ἐμπειρία τῆς ἀκτίστου θεοποιοῦ ἐνεργείας, ὡς «διαβεβηκῶς ἐν θεωρία», κάνει σαφῆ διάκριση κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου. «Ἄλλο μὲν εἶναι ἐντολὴ ἀγάπης ἐξ ἔργων τελουμένης πρὸς τὴν ἀλληλοφιλαδελφίαν», παρατηρεῖ χαρακτηριστικά, «καὶ ἄλλο εἶναι ἐνέργεια τῆς θείας ἀγάπης». Καὶ συνεχίζει διευκρινίζοντας ἀναλυτικότερα: «τὸ μὲν πρῶτον δύνανται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἐὰν θελήσουν καὶ βιαστοῦν νὰ τὸ πληρώσουν, τὸ δὲ δεύτερον ὄχι. Καθότι μήτε ἐξ ἔργων ἠμῶν γίνεται, μηδὲ τῆς ἡμετέρας θελήσεως εἶναι νὰ γένη, ἐὰν θέλωμεν, ὅταν θέλωμεν, καὶ ὅπως θέλωμεν. Ἀλλὰ τοῦτο ἔγκειται εἰς τὴν πηγὴν τῆς ἀγάπης, τὸν γλυκύτατόν μας Ἰησοῦν, ὅπου μας δίδει, ἐὰν θέλη, ὅπως θέλη, καὶ ὅποτε Αὐτὸς θέλη»[83]. Ἄλλο εἶναι ἡ κτιστὴ ἀγάπη μας, ἀκόμη καὶ ὅταν τηροῦμε τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, καὶ ἄλλο ἡ ἄκτιστη ἀγάπη, ὡς ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ[84]. Ἡ κτιστὴ ἀγάπη, καὶ ὡς ἀνταπόκριση τοῦ ἀνθρώπου στὴν κλήση τῆς τηρήσεως τῆς ἐντολῆς τῆς ἀγάπης, ἀποτελεῖ ἁπλῶς τὸν δρόμο πρὸς τὴν ἄκτιστη Πηγή, ὄχι ὅμως τὴν ἴδια τὴν ἄκτιστη Πηγὴ[85]. «Εἶναι μὲν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ», σημειώνει, «ἀλλ’ ὄχι καὶ ὁ Θεὸς»[86].
Κατὰ συνέπεια, εὔλογη εἶναι καὶ ἡ ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἐκφράσει τὴν ἄκτιστη αὐτὴ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μὲ κτιστὸ τρόπο. Ἡ μόνη δυνατότητα ὑπάρχει, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς δώσει στὸν ἄνθρωπο τὴ σοφία, τὴ γνώση καὶ τὴν ἐνέργεια τοῦ λόγου αὐτῆς τῆς ἐκφράσεως[87].
Ὅταν κάποιος βιώνει τὴν ἄκτιστη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὰ συνηθισμένα μέτρα τῶν ἀνθρώπων. Τότε «εἰ τί γράφει, εἰ τί λαλεῖ, κλίνει πρὸς ἀμετρίαν». Παρὰ ταῦτα, «ὅ,τι καὶ ἂν λέγη ἔναντί της πυριφλεγοὺς αἴγλης τῆς θείας ἀγάπης, ὅλα εἶναι μικρὰ ὅπου λάλει»[88]. Μέσα στὸ πλαίσιο αὐτὸ κατανοεῖται καὶ ἡ ὑπερβολὴ τῆς ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης τοῦ γέροντα πρὸς τὸν ὑποτακτικό του, ὅταν τοῦ λέγει: «Ἄκουσον τῆς φωνῆς μου. Μὴ ἀπελπίζεσαι. Μαζὶ θὰ πᾶμε εἰς τὸν Παράδεισον. Καὶ ἂν δὲν βάλω ἐσένα, μήτε ἐγὼ δὲν καθέζομαι μέσα».[89]
Οἱ ἀρετὲς βέβαια καλλιεργοῦνται ὅλες μαζὶ καὶ ὄχι κατὰ τρόπο αὐτονομημένο.[90]
Κλείνοντας θὰ ὑπογραμμίσουμε τὴν συμφωνία τοῦ ἡσυχαστῆ μας μὲ ὅλη τὴν φιλοκαλικὴ Παράδοση στὸ σοβαρότατο θέμα τῆς σχέσεως ἀνάμεσα στὴν παροῦσα καὶ τὴ μέλλουσα ζωή. Ἡ παροῦσα ζωή, κατὰ τὸν ἁγιορείτη γέροντα ἡσυχαστή, προσδιορίζει ἀποφασιστικὰ τὴν ποιοτικὴ κατάσταση τῆς μέλλουσας ζωῆς καὶ ἀποτελεῖ πρόγευσή της. Στὸ μέτρο τῆς καθάρσεως καὶ τοῦ φωτισμοῦ τῆς ψυχῆς, ποὺ πραγματοποιήθηκε στὴν παροῦσα ζωή, θὰ μετάσχει κανεὶς στὴ μέλλουσα αἰώνια ζωή. «Ἀναλόγως δὲ τὴν κάθαρσιν τῆς ψυχῆς καὶ τὸν φωτισμόν, ὅπου ἔλαβεν ὁ καθείς μας ἐδῶ,» σημειώνει, «τόσο θὰ βλέπη τὸν Χριστὸν ἐκεῖ πλησιέστερον, καθαρώτερα, καὶ θὰ ἀπολαμβάνη τὴν Αὐτοῦ εὐωδίαν»[91].Ἀλλὰ καὶ στὴν παροῦσα ζωὴ «ἐντρυφὰ εἰς θεωρίας μυστηρίων. Αὐτός, εἶναι ἀπὸ ἐδῶ μέσα εἰς τὸν Παράδεισον»[92]. Κατὰ συνέπεια, δίνει σαφῶς τὸ μήνυμα γιὰ καταξίωση καὶ τῆς παρούσας ζωῆς, ἀφοῦ σ’ αὐτὴν τὰ ἔσχατα γίνονται παρόντα καὶ βιοῦνται μὲ τὴν μορφὴ ἀρραβώνα. Αὐτὴν τὴν καλὴ ἀγγελία προβάλλει ὁ ἁγιορείτης ἡσυχαστὴς π. Ἰωσὴφ ὡς συνεχιστὴς τῆς ἡσυχαστικῆς καὶ φιλοκαλικὴς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας στὶς μέρες μας. Ἡ μεγαλύτερη τιμὴ καὶ ὁ καλύτερος ἔπαινος γιὰ τὸ πρόσωπό του θὰ ἦταν, κατὰ τὴν γνώμη μας, νὰ λάβουμε αὐτὸ τὸ μήνυμα καὶ νὰ τὸ βιώσουμε μιμούμενοι κατὰ τὸ δυνατὸν τὴν ἁγιοπνευματικὴ ἐν Χριστῷ ζωή του.
Ι.Μ.Παντοκράτορος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου