(17 ΑΠΡΙΛΙΟΥ)
Ὁ Ἅγιος Μακάριος ( κατά κόσμον Μιχαήλ) γεννήθηκε τό 1731 στά Τρίκαλα τῆς Κορινθίας καί καταγόταν ἀπό τή σπουδαία οἰκογένεια τῶν Νοταράδων. Ὁ πατέρας τοῦ Γεωργαντᾶς (ἤ Γεώργιος), πρόκριτος τῆς περιοχῆς Κορινθίας, ἀπέκτησε ἀπό τό γάμο του μέ τήν ἐνάρετη Ἀναστασία ἐννιά παιδιά. Ἀπό τόν Εὐστάθιο, δάσκαλο ἀπό τήν Κεφαλληνία, διδάχθηκε τά πρῶτα γράμματα στό μοναστήρι τῆς Παναγίας. Ἔδειξε τήν κλήση του πρός τά ἔργα τῆς εὐσέβειας καί τήν ἀγάπη του πρός τήν Ἐκκλησία ἀπό μικρός. Ὡς ἐπιστάτης τῶν οἰκογενειακῶν κτημάτων ἀπέτυχε ἀφοῦ ὄχι μόνο δέν μποροῦσε νά εἰσπράξει τά ἐνοίκια ἀπό τούς χωρικούς ἀλλά μοίραζε καί τά δικά του στούς φτωχούς. Ὁ πατέρας του δέν τοῦ ἐπέτρεψε νά γίνει μοναχός στή Μονή τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου καί ἔτσι ἐπιδόθηκε στή μελέτη τῶν θείων γραφῶν καί πατερικῶν κειμένων.
Ὁ Ἅγιος Μακάριος ( κατά κόσμον Μιχαήλ) γεννήθηκε τό 1731 στά Τρίκαλα τῆς Κορινθίας καί καταγόταν ἀπό τή σπουδαία οἰκογένεια τῶν Νοταράδων. Ὁ πατέρας τοῦ Γεωργαντᾶς (ἤ Γεώργιος), πρόκριτος τῆς περιοχῆς Κορινθίας, ἀπέκτησε ἀπό τό γάμο του μέ τήν ἐνάρετη Ἀναστασία ἐννιά παιδιά. Ἀπό τόν Εὐστάθιο, δάσκαλο ἀπό τήν Κεφαλληνία, διδάχθηκε τά πρῶτα γράμματα στό μοναστήρι τῆς Παναγίας. Ἔδειξε τήν κλήση του πρός τά ἔργα τῆς εὐσέβειας καί τήν ἀγάπη του πρός τήν Ἐκκλησία ἀπό μικρός. Ὡς ἐπιστάτης τῶν οἰκογενειακῶν κτημάτων ἀπέτυχε ἀφοῦ ὄχι μόνο δέν μποροῦσε νά εἰσπράξει τά ἐνοίκια ἀπό τούς χωρικούς ἀλλά μοίραζε καί τά δικά του στούς φτωχούς. Ὁ πατέρας του δέν τοῦ ἐπέτρεψε νά γίνει μοναχός στή Μονή τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου καί ἔτσι ἐπιδόθηκε στή μελέτη τῶν θείων γραφῶν καί πατερικῶν κειμένων.
Μετά τό θάνατο τοῦ δασκάλου τοῦ ἀνέλαβε δωρεάν γιά ἔξι χρόνια νά διδάξει τούς μαθητές τῆς Κορίνθου. Αὐτό δημιούργησε τό μεγάλο θαυμασμό καί τήν ἐκτίμηση τῶν συμπολιτῶν του μέ ἀποτέλεσμα τό 1764 ὅλος ὁ κλῆρος καί ὁ λαός τῆς περιοχῆς νά ζητήσει ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο νά τόν χειροτονήσει ὡς ἐπίσκοπο Κορίνθου μετά τή χηρεία τοῦ μητροπολιτικοῦ θρόνου. Ὁ ἅγιος Μακάριος θεώρησε τήν ὁμόφωνη γνώμη κλήρου καί λαοῦ ὡς...
κλήση Θεοῦ καί δέχθηκε τό ἀξίωμα τῆς Ἀρχιεροσύνης. Κατά τήν χειροτονία τοῦ ὀνομάσθηκε Μακάριος.
κλήση Θεοῦ καί δέχθηκε τό ἀξίωμα τῆς Ἀρχιεροσύνης. Κατά τήν χειροτονία τοῦ ὀνομάσθηκε Μακάριος.
Ὡς ἀρχιερέας ἔκανε μεγάλο ἀναμορφωτικό ἔργο. Φρόντισε γιά τήν ἐπιμόρφωση τοῦ κλήρου. Ἔπαυσε τούς ἀγράμματους ἤ ὑπέργηρους κληρικούς καί ὅσους εἶχαν ἀναμειχθεῖ σέ πολιτικά ζητήματα. Πρόσεχε πολύ τίς χειροτονίες του καί ἦταν πιστός τηρητής τῶν ἱερῶν κανόνων. Φρόντισε γιά τήν ἵδρυση σχολείων καί γιά τό κήρυγμα τῆς μετανοίας στό ἀκαλλιέργητο λαό τῆς ἐπαρχίας του.
Τό ἔργο τοῦ διέκοψε ὁ Ρωσοτουρκικός πόλεμος (1768-1774). Μετά τήν καταστολή τῆς ἐξέγερσης λόγω τῶν αἱματηρῶν ἀντιποίνων τῶν Τούρκων κατέφυγε μέ τήν οἰκογένειά του στή ἀρχή στή Ζάκυνθο, στήν ὁποία γιά τρία χρόνια δίδασκε τό λαό, καί μετά στή Ὕδρα. Ποτέ δέν ἐπέτρεψε στήν ἐπαρχία του. Ἀντικαταστάθηκε χωρίς νά παραιτηθεῖ ἀπό νέο ἐπίσκοπο πού ἀναγκάσθηκε μετά ἀπό πιέσεις νά διορίσει τό Οἴκ. Πατριαρχεῖο. Ἀπό τότε ὑπογράφει «ὁ ἀπό Κορίνθου Μακάριος».
Στήν Ὕδρα συνάντησε τόν μετέπειτα συνεργάτη τοῦ ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, τότε λαϊκό Νικόλαο, καί τόν «ἑξακουστό Σίλβεστρο τόν ἐρημίτη» μεγάλη ἀσκητική προσωπικότητα. Ἀπό τήν Ὕδρα πῆγε στή Χίο καί μετά στό Ἅγιον Ὅρος τό 1777. Ἔμεινε στό βατοπαιδινό Κελλί τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου κοντά στόν συντοπίτη τοῦ Γερό – Δαβίδ. Ἐκεῖ ἔγινε ἡ σημαντική συνάντησή του μέ τό μοναχό της Μονῆς Διονυσίου ἅγιο Νικόδημο στόν ὁποῖον παρέδωσε χειρόγραφο τή «Φιλοκαλία» γιά νά διορθώσει τά σφάλματα πού ὑπῆρχαν, νά ἑτοιμάσει πρόλογο καί σύντομους βίους τῶν ἁγίων συγγραφέων τοῦ ἔργου. Τό περιεχόμενο τῆς « Φιλοκαλίας» τό ἀντέγραψε ἀπό χειρόγραφα ἁγιορειτικῶν βιβλιοθηκῶν «προπάντων ὅμως εἰς τήν βιβλιοθήκην τῆς ἐνδόξου καί μεγάλης μονῆς τοῦ βατοπαιδίου ἀνακάλυψε θησαυρόν, ἤτοι βιβλίον περί ἑνώσεως τοῦ νοός μετά τοῦ Θεοῦ, συλλεχθέν εἰς ἀρχαίους χρόνους ὑπό μεγάλων ζηλωτῶν ἐκ πάντων τῶν ἁγίων, καί ἕτερα περί προσευχῆς… » ὅπως γράφει σέ ἐπιστολή τοῦ ὁ ὅσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ. Τό πυρήνα τῆς Φιλοκαλίας πῆρε ὁ ἅγιος Μακάριος ἀπό τό Βατοπαιδινό Κώδικα 605 τοῦ 13ου αἰώνα ὅπως ὑποστηρίζει ὁ καθηγητής κ. Α. Ταχιάος. Ἡ «Φιλοκαλία» ἐκδόθηκε τό 1782, ἀποτέλεσε σταθμό στήν ὀρθόδοξη πνευματική ζωή καί δίκαια ὁ ἅγιος Μακάριος ὀνομάσθηκε Γενάρχης τοῦ φιλοκαλισμοῦ.
Ἡ σχέση τοῦ ἁγίου Μακαρίου μέ τή μονή Βατοπαιδίου καλλιεργήθηκε μέσω τῆς σχολῆς τῆς Ἀθωνιάδος. Ὁ Σχολάρχης, μετέπειτα βιογράφος καί ἀκόλουθος τοῦ ἁγίου στή Χίο, Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος ἔχει ὡς σύμβουλό του τόν πρώην Κορίνθου Μακάριο. Ὁ ἅγιος Μακάριος γίνεται ὁ πνευματικός καθοδηγητής τῆς Σχολῆς. Στό Κελλί τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῶν Σκουρταίων ἔγινε μεγαλόσχημος μοναχός ἀπό τόν ἐνάρετο Γέροντα Παρθένιο.
Ἀφοῦ συμμετεῖχε στό ἀναγεννητικό καί ἀναμορφωτικό κίνημα τῶν ἱεροπρεπῶν Κολλυβάδων μετέβει στή Χίο, μετά στή Πάτμο, στήν ὁποία παρέμεινε στό Κάθισμα τῶν Ἁγίων Πάντων Κουμάνας περίπου δέκα χρόνια. Ἀφοῦ τακτοποίησε κληρονομικές του ὑποθέσεις στήν Ὕδρα καί τήν Κόρινθο ἐπέστρεψε στή Χίο στήν ὁποία παρέμεινε τά τελευταία δώδεκα χρόνια της ζωῆς τοῦ ἀσχολούμενος μέ ἄσκηση, μελέτη, συγγραφή καί διδασκαλία.
Τό ταπεινό Κελλί τοῦ βρίσκεται στό ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου, πού μετά τήν κοίμηση τοῦ εἶναι γνωστό μέ τό ὄνομα Ἅγιος Μακάριος ἔγινε «φροντιστήριο, θεραπευτήριο, διδακτήριο καί ἐξομολογητήριο πολλῶν εὐλαβῶν Χιωτῶν ἀλλά καί θύρα ἐλέους». Μέ τό κήρυγμα τοῦ ὠφελοῦσε τούς πάντας. Ὅπως γράφει ὁ βιογράφος του: « Πώς ἦτον βολετόν νά μήν ὠφελοῦνται οἴ Χριστιανοί ἐκεῖνοι, οἴ ὁποῖοι πρῶτον μέν ἔβλεπον ἕνα Ἀρχιερέα Κορίνθου νά τούς διδάσκη μέ ἕνα σχῆμα ταπεινότατον, μέ ἐνδύματα πενιχρότατα, μέ ἕνα φαινόμενον εὐτελέστατον· κατ’ ἀλήθειαν, λέγω τό καλυμμαύχι τῆς κεφαλῆς τοῦ ἄλλος κανένας δέν ἤθελε νά καταδεχθῆ νά φορέση».
Ὁ ἅγιος Μακάριος προετοίμαζε μέσα στά χρόνια της σκλαβιᾶς τοῦ γένους χριστιανούς γιά τό μαρτύριο. Ἔγινε «ἀλείπτης», ἐμπνευστής, χειραγωγός, ἐξομολόγος τῶν νεομαρτύρων Πολυδώρου τοῦ Κυπρίου (+1794), Θεοδώρου Βυζαντίου (+1795), Δημητρίου τοῦ Πελοπονησίου (+1803), Μάρκου τοῦ Νέου (+1801) καί Ἀγγελή τοῦ Ἀργείου (+1813).
Πλῆθος εἶναι τά ἔργα του, κυρίως ἁγιολογικᾶ, προσωπικά ἤ σέ συνεργασία μέ τούς ἁγίους Νικόδημο Ἁγιορείτη καί Ἀθανάσιο Πάριο. Ἐνῶ ἑτοίμαζε τό βιβλίο τοῦ «Νέον Λειμωνάριον» ἀσθένησε ἀπό ἡμιπληγία καί παρέλυσε ἡ δεξιά τοῦ πλευρά. Παρέμεινε κατάκοιτος γιά ὀκτώ μῆνες προσευχόμενος συνεχῶς μέ πολλά δάκρυα, γιατί ὅπως ἔλεγε δέν ἄρχισε νά μετανοεῖ, κοινωνοῦσε καθημερινά καί συμβούλευε ὅσους ἔρχονταν νά πάρουν τήν εὐλογία του.
Μετά τούς μεγάλους ἀγῶνες τοῦ κοιμήθηκε στίς 17.4.1805. Ἐτάφη στή νότια πλευρά τοῦ προαυλίου τοῦ ναοῦ τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου, ὅπου βρίσκεται σήμερα ὁ τάφος του. Ἀνακομιδή τῶν τιμίων λειψάνων τοῦ ἔγινε τό 1808. Πλῆθος θαυματουργικῶν ἰάσεων ἀναφέρονται σέ πιστούς ποῦ ἀσπάζονται τά ἱερά του λείψανα. Οἴ κάτοικοι τῆς Χίου τόν τιμοῦσαν ὅταν ζοῦσε ὡς ἅγιο, τιμή πού διαδόθηκε σέ ὅλη τήν Ἐκκλησία.
Ταῖς αὐτοῦ ἁγίαις πρεσβείαις ὁ Θεός, ἐλέησον ἠμᾶς. Ἀμήν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου