14 Απρ 2012

"Ἐπιτάφιος"

Στεκόταν στό στασίδι τοῦ σ’ ὅλη τή διάρκεια τῆς πρωινῆς ἀκολουθίας τῆς Μ. Παρασκευῆς. Εἶχε ἀκούσει ἀλληλοδιαδόχως ἀναγνώσματα καί τροπάρια, ψαλμούς καί προφητεῖες, εἶχε δεῖ τό σῶμα τό ἀκήρατο νά κατεβαίνει καί νά τυλίγεται στό λευκό σεντόνι. Εἶχε φθάσει ἡ ὥρα νά ψαλλεῖ τό ὑπέροχο ἐκεῖνο δοξαστικό πού τόσο ἀγαποῦσε, τό δοξαστικό τῶν ἀποστίχων τοῦ Ἑσπερινοῦ: «Σέ τόν ἀναβαλλόμενον τό φῶς ὥσπερ ἱμάτιον…». Ἔψελνε κι αὐτός μαζί ἀκολουθώντας τούς δρόμους πού μόνο ἕνας μεγάλος ποιητής ἔχει τή δύναμη νά σέ ὁδηγήσει. Κι ὁ ποιητής τοῦ δοξαστικοῦ ἦταν ὄντως μεγάλος.
Κάπου στή δεύτερη φράση τῆς πρώτης προτάσεως, ἐκεῖ πού τά ἀνθρώπινα ἐπίθετα πάλευαν νά ζωγραφίσουν τό πῶς ἔβλεπε ὁ Ἰωσήφ τόν γλυκύτατο Ἰησοῦ, κάπου ἀνάμεσα στά «νεκρόν, γυμνόν, ἄταφον» σήκωσε τό βλέμμα πρός τό μέρος τοῦ ἐπιταφίου. Δέ φαινόταν ἀπό τό σημεῖο πού στεκόταν παρά μονάχα ὁ μαῦρος, ξύλινος σταυρός, ἄδειος πιά ἀπό τό σῶμα τοῦ Ἀγαπημένου. Κι ἐκεῖ πίσω ἀπό τά σταυρό, σέ δεύτερο πλάνο πρόβαλλε κατά τό ἥμισυ ἕνα πρόσωπο. Τό πρόσωπο μίας γυναίκας, γιαγιᾶς πιά. Εἶχε ἐπάνω του τήν πατίνα τοῦ χρόνου, σκληρή καί....

 γλυκιά μαζί, μέ ρυτίδες καί λακκουβάκια, μέ τά λευκά μαλλιά τραβηγμένα πίσω νά ἀφήνουν ἐλεύθερο ἕνα μέτωπο πού ‘χέ ζωγραφισμένο τό χρόνο ἐπάνω του. Τά μάτια τῆς ἦταν κορνιζαρισμένα στά γυαλιά τῆς πρεσβυωπίας ἔτσι ὅπως κορνιζάρουμε γιά νά προστατέψουμε καί νά ἀναδείξουμε κάτι πολύτιμο. Τό στόμα γέρικο πιά, ἐλαφρά σουρωμένο ἔψαλλε. Καί μαζί του ἔψαλλε μέ πάθος ὅλο τό πρόσωπο, ὅλη ἡ ὕπαρξη. «Πῶς σέ κηδεύσω Θεέ μου; Ἤ πῶς σινδόσιν εἰλήσω; ποῖες χερσίν δέ προσψαύσω τό σόν ἀκήρατο σῶμα;» 
Τό ἤξερε ἐκεῖνο τό πρόσωπο. Δέν ἦταν ἡ πρώτη φορά πού τό ἔβλεπε. Ὡστόσο ἦταν τέτοια ἡ δύναμη, τέτοιο τό πάθος πού τό κατέκλυζε σήμερα ὥστε τόν καθήλωσε πάνω της κι ἄς ἦταν ἡ μέρα τῆς ἀποκαθηλώσεως.
Τότε θυμήθηκε.
Τότε κατάλαβε.
Θυμήθηκε τήν ἱστορία τῆς γυναίκας ἐκείνης καί ἐννόησε τό γιατί μποροῦσε ἐκείνη νά καταλάβει τόν Ἰωσήφ, τόν Νικόδημο, τήν Παναγία Μητέρα. Νά ταυτιστεῖ μαζί τους.
Νέα μητέρα εἶχε φέρει στόν κόσμο τρία παιδιά μέ μοναδικό σκοπό ὅπως ἀποδείχτηκε νά τά ξεπροβοδίσει στήν αἰωνιότητα.
Τρία μικρά, γλυκά παιδιά πού ἦρθαν ἐδῶ στόν κόσμο χωρίς νά χαροῦν τίποτε ἄλλο παρά τό μητρικό χάδι της, τήν ἀκατάπαυστη καί ἀλύγιστη φροντίδα της, τό πάντοτε γελαστό μπροστά τους πρόσωπό της.
Τρία παιδιά, ὄχι ταυτόχρονα μά τό ἕνα μετά τό ἄλλο, νά γεννιοῦνται, νά ζοῦν ἀρκετά γιά νά σέ δέσουν συναισθηματικά κοντά τους καί μετά νά ἀναχωροῦν ἀφήνοντας πίσω τή σπαραγμένη καρδιά σου.
Κι ἐσύ νά πρέπει κάθε φορᾶ νά ζεῖς τό ἴδιο δράμα,
τήν ἴδια ἀνάβαση στό Γολγοθά,
τήν ἴδια ἀναμονή τοῦ τέλους.
Τί γρήγορα ποῦ γίνονται οἱ σκέψεις μας! Μόλις δύο φράσεις παρακάτω ξαναπίασε τόν ἦχο: «Πῶς σέ κηδεύσω Θεέ μου;…» Τήν ἔβλεπε νά συνεχίζει μέ τό ἴδιο πάθος καί οἱ ρυτίδες στό πρόσωπό της –συγχώρεσε μέ Ἐσταυρωμένε!- τοῦ φάνηκαν τώρα σάν τίς δικές της πληγές ἀπ’ τά καρφιά, ἐπουλωμένες ἴσως μά ἀκόμα ὁρατές, σημεῖα πόνου καί θριάμβου, σημεῖα νίκης.
Καί τότε, μόνον τότε κατάλαβε τό πάθος. Κατάλαβε τήν ἐλπίδα μά καί τή βεβαιότητα τῆς ἀναστάσεως ἐκείνης τῆς γριᾶς πιά μάνας. Τῆς βεβαιότητας πώς ὁ Θάνατος νικήθηκε, καί πώς μαζί μέ τό γλυκύτατο Ἰησοῦ θά ἀναστηθοῦν καί τά δικά της λατρεμένα. 
Ἦταν πιά σίγουρος πιό πολύ ἀπό ποτέ. Νενίκηται ὁ Θάνατος.
Γύρισε στό πλάι τό κεφάλι νά ἀδειάσουν πιό εὔκολα τά μάτια του. Μία ἄλλη μάνα στεκόταν ἀμίλητη ἐκεῖ. Τό δικό της ἐννιάχρονο εἶχε ξαμολυθεῖ γιά τόν οὐρανό καβάλα σέ ἕνα ποδήλατο…
Ἀλεξανδρεύς
anastasiok.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.