
Παιδιά μου! Εἰς τόν τόπο τοῦτο, ὁπού ἐγώ πατῶ σήμερα, ἐπατοῦσαν καί ἐδημηγοροῦσαν τόν παλαιό καιρό ἄνδρες σοφοί, καί ἄνδρες μέ τούς ὁποίους δέν εἶμαι ἄξιος νά συγκριθῶ καί οὔτε νά φθάσω τά ἴχνη τῶν. Ἐγώ ἐπιθυμοῦσα νά σᾶς ἰδῶ, παιδιά μου, εἰς τήν μεγάλη δόξα τῶν προπατόρων μας, καί ἔρχομαι νά σᾶς εἰπῶ, ὅσα εἰς τόν καιρό τοῦ ἀγῶνος καί πρό αὐτοῦ καί ὕστερα ἄπ αὐτόν ὁ ἴδιος ἐπαρατήρησα, καί ἄπ αὐτά νά κάμωμε συμπερασμούς καί διά τήν μέλλουσαν εὐτυχίαν σας, μολονότι ὁ Θεός μόνος ἠξεύρει τά μέλλοντα. Καί διά τούς παλαιούς Ἕλληνας, ὁποίας γνώσεις εἶχαν καί ποία δόξα καί τιμήν ἔχαιραν κοντά εἰς τά ἄλλα ἔθνη τοῦ καιροῦ τῶν, ὁποίους ἥρωας, στρατηγούς, πολιτικούς εἶχαν, διά ταῦτα σᾶς λέγουν κάθ ἡμέραν οἱ διδάσκαλοί σας καί οἱ πεπαιδευμένοι μας. Ἐγώ δέν εἶμαι ἀρκετός. Σᾶς λέγω μόνον πώς ἦταν σοφοί, καί ἀπό ἐδῶ ἐπῆραν καί ἐδανείσθησαν τά ἄλλα ἔθνη τήν σοφίαν τῶν.
Εἰς τόν...
τόπον, τόν ὁποῖον κατοικοῦμε, ἑκατοικοῦσαν οἱ παλαιοί Ἕλληνες, ἀπό τούς ὁποίους καί ἠμεῖς καταγόμεθα καί ἐλάβαμε τό ὄνομα τοῦτο. Αὐτοί διέφεραν ἀπό ἠμᾶς εἰς τήν θρησκείαν, διότι ἐπροσκυνοῦσαν τές πέτρες καί τά ξύλα. Ἀφοῦ ὕστερα ἦλθε στόν κόσμο ὁ Χριστός, οἱ λαοί ὅλοι ἐπίστευσαν εἰς τό Εὐαγγέλιό του, καί ἔπαυσαν νά λατρεύουν τά εἴδωλα. Δέν ἐπῆρε μαζί του οὔτε σοφούς οὔτε προκομμένους, ἄλλ ἁπλούς ἀνθρώπους, χωρικούς καί ψαράδες, καί μέ τή βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔμαθαν ὅλες τές γλῶσσες τοῦ κόσμου, οἱ ὁποῖοι, μολονότι ὅπου καί ἄν ἔβρισκαν ἐναντιότητες καί οἱ βασιλεῖς καί οἱ τύραννοί τους κατέτρεχαν, δέν ἠμπόρεσε κανένας νά τούς κάμη τίποτα. Αὐτοί ἐστερέωσαν τήν πίστιν.Οἱ παλαιοί Ἕλληνες, οἱ πρόγονοί μας, ἔπεσαν εἰς τήν διχόνοια καί ἐτρώγονταν μεταξύ τους, καί ἔτσι ἔλαβαν καιρό πρῶτα οἱ Ρωμαῖοι, ἔπειτα ἄλλοι βάρβαροι καί τούς ὑπόταξαν. Ὕστερα ἦλθαν οἱ Μουσουλμάνοι καί ἔκαμαν ὅ,τι ἠμποροῦσαν, διά νά ἀλλάξη ὁ λαός τήν πίστιν του. Ἔκοψαν γλῶσσες εἰς πολλούς ἀνθρώπους, ἄλλ ἐστάθη ἀδύνατο νά τό κατορθώσουν. Τόν ἕνα ἔκοπταν, ὁ ἄλλος τό σταυρό τοῦ ἔκαμε. Σάν εἶδε τοῦτο ὁ σουλτάνος, διόρισε ἕνα βιτσερέ [ἀντιβασιλέα], ἕναν πατριάρχη, καί τοῦ ἔδωσε τήν ἐξουσία τῆς ἐκκλησίας. Αὐτός καί ὁ λοιπός κλῆρος ἔκαμαν ὅ,τι τούς ἔλεγε ὁ σουλτάνος. Ὕστερον ἔγιναν οἱ κοτζαμπάσηδες [προεστοί] εἰς ὅλα τά μέρη. Ἡ τρίτη τάξη, οἱ ἔμποροι καί οἱ προκομμένοι, τό καλύτερο μέρος τῶν πολιτῶν, μήν ὑποφέρνοντες τόν ζυγό ἔφευγαν, καί οἱ γραμματισμένοι ἐπῆραν καί ἔφευγαν ἀπό τήν Ἑλλάδα, τήν πατρίδα τῶν, καί ἔτσι ὁ λαός, ὅστις στερημένος ἀπό τά μέσα τῆς προκοπῆς, ἐκατήντησεν εἰς ἀθλίαν κατάσταση, καί αὐτή αὔξαινε κάθε ἡμέρα χειρότερα• διότι, ἄν εὐρίσκετο μεταξύ του λαοῦ κανείς μέ ὀλίγην μάθηση, τόν ἐλάμβανε ὁ κλῆρος, ὅστις ἔχαιρε προνόμια, ἡ ἐσύρετο ἀπό τόν ἔμπορο τῆς Εὐρώπης ὡς βοηθός του ἡ ἐγίνετο γραμματικός του προεστοῦ. Καί μερικοί μήν ὑποφέροντες τήν τυραννίαν τοῦ Τούρκου καί βλέποντας τές δόξες καί τές ἡδονές ὁπού ἀνελάμβαναν αὐτοί, ἄφηναν τήν πίστη τους καί ἐγίνοντο Μουσουλμάνοι. Καί τοιουτοτρόπως κάθε ἡμέρα ὁ λαός ἐλίγνευε καί ἐπτώχαινε.
Εἰς αὐτήν τήν δυστυχισμένη κατάσταση μερικοί ἀπό τούς φυγάδες γραμματισμένους ἐμετάφραζαν καί ἔστελναν εἰς τήν Ἑλλάδα βιβλία, καί εἰς αὐτούς πρέπει νά χρωστοῦμε εὐγνωμοσύνη, διότι εὐθύς ὁπού κανένας ἄνθρωπος ἀπό τό λαό ἐμάνθανε τά κοινά γράμματα, ἐδιάβαζεν αὐτά τά βιβλία καί ἔβλεπε ποίους εἴχαμε προγόνους, τί ἔκαμεν ὁ Θεμιστοκλῆς, ὁ Ἀριστείδης καί ἄλλοι πολλοί παλαιοί μας, καί ἐβλέπαμε καί εἰς ποίαν κατάσταση εὐρισκόμεθα τότε. Ὅθεν μας ἦλθεν εἰς τό νοῦ νά τούς μιμηθοῦμε καί νά γίνουμε εὐτυχέστεροι. Καί ἔτσι ἔγινε καί ἐπροόδευσεν ἡ Ἑταιρεία.
Ὅταν ἀποφασίσαμε νά κάμωμε τήν Ἐπανάσταση, δέν ἐσυλλογισθήκαμε οὔτε πόσοι εἴμεθα οὔτε πώς δέν ἔχομε ἅρματα οὔτε ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἐβαστοῦσαν τά κάστρα καί τάς πόλεις οὔτε κανένας φρόνιμός μας εἶπε «πού πάτε ἐδῶ νά πολεμήσετε μέ σιταροκάραβα βατσέλα», ἀλλά ὡς μία βροχή ἔπεσε εἰς ὅλους μας ἡ ἐπιθυμία τῆς ἐλευθερίας μας, καί ὅλοι, καί ὁ κλῆρος μας καί οἱ προεστοί καί οἱ καπεταναῖοι καί οἱ πεπαιδευμένοι καί οἱ ἔμποροι, μικροί καί μεγάλοι, ὅλοι ἐσυμφωνήσαμε εἰς αὐτό τό σκοπό καί ἐκάμαμε τήν Ἐπανάσταση.
Εἰς τόν πρῶτο χρόνο τῆς Ἐπαναστάσεως εἴχαμε μεγάλη ὁμόνοια καί ὅλοι ἐτρέχαμε σύμφωνοι. Ὁ ἕνας ἐπῆγεν εἰς τόν πόλεμο, ὁ ἀδελφός του ἔφερνε ξύλα, ἡ γυναίκα τοῦ ἐζύμωνε, τό παιδί τοῦ ἐκουβαλοῦσε ψωμί καί μπαρουτόβολα εἰς τό στρατόπεδον καί ἐάν αὐτή ἡ ὁμόνοια ἐβαστοῦσε ἀκόμη δυό χρόνους, ἠθέλαμε κυριεύσει καί τήν Θεσσαλία καί τήν Μακεδονία, καί ἴσως ἐφθάναμε καί ἕως τήν Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τούς Τούρκους, ὁπού ἄκουγαν Ἕλληνα καί ἔφευγαν χίλια μίλια μακρά. Ἑκατόν Ἕλληνες ἔβαζαν πέντε χιλιάδες ἐμπρός, καί ἕνα καράβι μίαν ἁρμάδα…
Ἐγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, ἐξ αἰτίας τῶν περιστάσεων, ἔμεινα ἀγράμματος καί διά τοῦτο σᾶς ζητῶ συγχώρηση, διότι δέν ὁμιλῶ καθώς οἱ δάσκαλοί σας. Σᾶς εἶπα ὅσα ὁ ἴδιος εἶδα, ἤκουσα καί ἐγνώρισα, διά νά ὠφεληθῆτε ἀπό τά ἀπερασμένα καί ἀπό τά κακά ἀποτελέσματα τῆς διχονοίας, τήν ὁποίαν νά ἀποστρέφεσθε, καί νά ἔχετε ὁμόνοια. Ἐμᾶς μή μᾶς τηρᾶτε πλέον. Τό ἔργο μας καί ὁ καιρός μᾶς ἐπέρασε. Καί αἵ ἡμέραι τῆς γενεᾶς, ἡ ὁποία σᾶς ἄνοιξε τό δρόμο, θέλουν μέτ ὀλίγον περάσει. Τήν ἡμέρα τῆς ζωῆς μᾶς θέλει διαδεχθῆ ἡ νύκτα τοῦ θανάτου μας, καθώς τήν ἡμέραν τῶν Ἁγίων Ἀσωμάτων θέλει διαδεχθῆ ἡ νύκτα καί ἡ αὐριανή ἡμέρα. Εἰς ἐσᾶς μένει νά ἰσάσετε καί νά στολίσετε τόν τόπο, ὁπού ἠμεῖς ἐλευθερώσαμε• καί, διά νά γίνη τοῦτο, πρέπει νά ἔχετε ὡς θεμέλια της πολιτείας τήν ὁμόνοια, τήν θρησκεία, τήν καλλιέργεια τοῦ θρόνου καί τήν φρόνιμον ἐλευθερία.
Τελειώνω τό λόγο μου. Ζήτω ὁ βασιλεύς μᾶς Ὄθων! Ζήτω οἱ σοφοί διδάσκαλοι! Ζήτω ἡ Ἑλληνική Νεολαία!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου