π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός Ὁμότιμος Καθηγητής Παν/μίου Ἀθηνῶν
Γιά τόν Ὀρθόδοξο Χριστιανό τό οἰκονομικό μας πρόβλημα εἶναι πρώτιστα πνευματικό, συνδέεται δέ μέ τήν ἀποδυνάμωση τῆς πολιτιστικῆς μας ταυτότητας, κύριο συστατικό τῆς ὁποίας εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Χαίρω δέ, πού μοῦ ἀνετέθη ἡ παρουσίαση τῆς δυναμικῆς, πού ἀνέπτυξε ἡ Ὀρθοδοξία στήν διαμόρφωση καί ἱστορική συνέχεια τοῦ πολιτισμοῦ μας.
Πολιτισμός εἶναι ἡ πραγμάτωση τοῦ περιεχομένου τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό ἐνσαρκώνεται καί ἀποτυπώνεται στό περιβάλλον του, τό ὁποῖο -ἒτσι- διαμορφώνεται σύμφωνα μέ τήν κουλτούρα–καλλιέργεια τῆς ψυχῆς του. Ὀρθά ὁ Arnold Toynbee εἶπε, ὃτι «ἡ ψυχή τοῦ πολιτισμοῦ εἶναι ὁ πολιτισμός τῆς ψυχῆς». Ἀπό τόν κανόνα αὐτό δέν μπορεῖ νά ἐξαιρεθεῖ τό δικό μας Ἒθνος. Ὁ ἑλληνικός πολιτισμός καταξιώθηκε σέ παγκόσμιο ἀγαθό καί μορφωτικό θησαυρό τῆς Οἰκουμένης.
Στήν ἱστορική διαμόρφωση τοῦ πολιτισμοῦ μας ὑπάρχει πνευματική συνέχεια. Θεμελιακό στοιχεῖο τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ εἶναι, κατά τόν Κλήμεντα τόν...
Ἀλεξανδρέα (+235 μ.Χ.), ἡ «ζήτησις τῆς ἀληθείας», καί ὁδήγησε ἱστορικά στήν ἓνωση τοῦ Ἑλληνισμοῦ μέ τόν Χριστιανισμό, τῆς ἑλληνικότητας μέ τήν Ὀρθοδοξία, ὡς αὐθεντική χριστιανικότητα. Ἡ ἓνωση αὐτή, θεανθρώπινη στήν οὐσία της, παρήγαγε τόν ἑλληνορθόδοξο πολιτισμό, τόν πολιτισμό τῶν Ἡρώων καί Ἁγίων μας.
α) Ἡ Ἑλληνική Ἐκκλησία ἢδη ἀπό τόν β΄- γ΄ αἰώνα, ἀναδείχθηκε σέ παράγοντα καί φορέα τοῦ Ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ (γλώσσας, παιδείας, τέχνης, λαϊκοῦ βίου κ.λπ.), πού μεταλαμπαδεύθηκε καί σέ ὃλους τούς Ὀρθόδοξους Λαούς στά ὃρια τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, στήν προχριστιανική καί χριστιανική ἐκδοχή της (αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ρώμης). Οἱ λαοί καλοῦνται ὁλόκληροι, μέ ὃλη τήν κοινωνική δομή τους, στό Κυριακό σῶμα. Αὐτό συνέβη καί μέ τό Ἑλληνικό Ἒθνος, τό ὁποῖο βαθμιαῖα εἰσῆλθε ὁλόκληρο στήν Ἐκκλησία, μεταμορφώνοντας τίς κοινωνικές καί πολιτιστικές δομές καί ἐκφράσεις του μέ τήν ἀναγέννησή του στούς κόλπους της.
Κύριο στοιχεῖο τοῦ Ὀρθοδόξου πολιτισμοῦ εἶναι ἡ ζήτηση Χάρης, λόγω τῆς πίστεως στήν ἀνάγκη τῆς Χάρης γιά τήν πραγμάτωση τοῦ ἀνθρώπου ἐνδοϊστορικά καί αἰώνια. Ὁ Ὀρθόδοξος Ἓλληνας (Ρωμηός) ζεῖ μόνιμα μέ τήν αἲσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Ἀκτίστου στή ζωή του καί μέ τήν προσδοκία τοῦ θαύματος, τό ὁποῖο εἶναι ἡ ἐγκυρότερη ἐπιβεβαίωση τῆς θείας παρουσίας. Στήν ἑλληνική γλώσσα ἡ ἀξία ἢ ἀπαξία τοῦ ἀνθρώπου προσδιορίζεται μέ βάση τή θεόνομη σχέση.
Ἒτσι λέμε: θεοφοβούμενος, ἀθεόφοβος, θεομπαίκτης ἢ «δέν ἒχει Θεό μέσα του», διότι ἡ ἐνοίκηση τοῦ Θεοῦ ἰσχύει στή συλλογική λαϊκή συνείδηση ὡς στοιχεῖο καταξίωσης τοῦ ἀνθρώπου. Ἒτσι, ἀποβαίνει ὁ ὀρθόδοξος πολιτισμός βίωση τῆς προτεραιότητας τοῦ προσώπου, ὡς ἑτερότητας καί ἐλευθερίας, στά ὃρια τῆς ἐν Χριστῷ κοινωνίας.
Ἡ ἐκκλησιαστική ἱστορία τῆς Ἑλλάδος ἀποτελεῖ μιά πλευρά ἱστορίας τοῦ πολιτισμοῦ τῆς χώρας (Kulturgeschichte). Ὃλα τά πολιτισμικά άγαθά μας ἐξελίχθηκαν ὑπό τήν ἐπίδραση τοῦ Χριστιανισμοῦ. Οἱ μορφές καί ἐκφράσεις τοῦ Ἑλλαδικοῦ πολιτισμοῦ, ἒλαβαν περιεχόμενο χριστιανικό, ἀκόμη καί ὃλες οἱ ἐπιβιώσεις τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ.
Ἡ Ἐκκλησία, ἂλλωστε, χρησιμοποίησε καί στήν περίπτωση τῆς Ἑλλάδος τίς πολιτιστικές ἐκφράσεις γιά τήν ἐκχριστιάνιση τοῦ λαϊκοῦ βίου. Καρδιά τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ ἒγινε ἡ δύναμη τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θέωσης. Ὃ,τι συνεπῶς χαρακτηρίζεται ἐκ τῶν ὑστέρων «πολιτιστική δημιουργία» δέν εἶναι παρά φανέρωση τῆς ζυμωμένης μέσα στή Χάρη ἑλληνικῆς ὑπάρξεως. Ἡ ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας ἒγινε σημαντικότατο κεφάλαιο τῆς ἱστορίας τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί σπονδυλική στήλη τῆς ἐθνικῆς ἐπιβιώσεως καί διαχρονικῆς παρουσίας του.
β) Ἐκκλησία καί ἑθνικός ἑλληνικός βίος: Ἡ ἀναγεννητική διασύνδεση Ἑλληνισμοῦ καί Χριστιανισμοῦ ὑπῆρξε εὐεργετική γιά τό Ἑλληνικό Ἒθνος, τό ὁποῖο μέσα στή νέα αὐτή συζυγία του μέ τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, ἀπέκτησε στήν ἱστορική του πορεία μιά νέα ταυτότητα, συνεχίζοντας τή μεγαλουργία του μέ ἓνα νέο τρόπο καί ἒκφραση. Κατά τόν ἀείμνηστο ἱστορικό, διδάσκαλό μας, Γεράσιμο Κονιδάρη, «ἡ ἡμετέρα Ἐκκλησία, ἐκτός τῆς γλώσσης καί τοῦ δικαίου, ἀποτελεῖ τόν πλέον ζωντανόν σύνδεσμον τοῦ δισχιλιετοῦς ἐν τῇ Ὀρθοδοξίᾳ παρελθόντος τῆς Ἑλλάδος ... μετά τοῦ παρόντος».
Ἡ θρησκευτική καί ἐθνική ἑνότητα τῶν Ἑλλήνων ἐξασφαλίζεται μέ τήν ἀδιατάρακτη ἐκκλησιαστική συνέχεια, κυρίως σέ μή ὁμαλές ἱστορικές περιόδους τοῦ Γένους (δουλεία). Τό λεγόμενο, ὃτι ἡ ἐκκλησιαστική κοινωνία λειτουργεῖ ἱστορικά ὡς «κιβωτός» τοῦ Ἒθνους συνιστᾶ ἱστορική πραγματικότητα, μή ἐπιδεχομένη ἀμφισβήτηση.
Τό Ἒθνος σώζεται μέσα στήν Ἐκκλησία-Ὀρθοδοξία καί γι’ αὐτό οἱ ὃροι «τουρκεύω»καί «φραγκεύω» στίς περιπτώσεις ἀλλαξοπιστίας δέν σημαίνουν μόνον ἀλλαγή θρησκευτικοῦ, ἀλλά καί ἐθνικοῦ φρονήματος, δηλαδή ἀφελληνισμό. Αὐτό ὃμως δείχνει τή συνείδηση ταυτίσεως ἐθνικοῦ καί ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος, ἡ ἀπώλεια δέ τοῦ δευτέρου, ὡς θεμελιώδους ψυχογραφικοῦ στοιχείου, ἐπιφέρει καί τήν ἀπώλεια τοῦ πρώτου. Καί αὐτό ἰσχύει σέ κάθε ἐποχή.
Στά ὃρια τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας τό ὀρθόδοξο αἲσθημα στόν ἑλλαδικό χῶρο ἐναρμονίσθηκε μέ τή συνείδηση τῆς καταγωγῆς. Ἒτσι, τό ἐθνικό φρόνημα, ὡς ἑλληνορθοδοξία, σώζεται διαχρονικά ἀκμαῖο στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο. Μέσα στό ἐκκλησιαστικό σῶμα λειτουργεῖ, σ’ ὃλη τή βυζαντινή περίοδο, ἡ ἑλληνική ἐθνική συνείδηση, ἐναρμονιζόμενη μέ τήν εὐρύτερη ὑπερφυλετική συγγένεια, τή ρωμαίικη, μέ ἀκατάλυτο ἑνωτικό σύνδεσμο τή χριστιανική πρωτεύουσα τοῦ οἰκουμενικοῦ Ἑλληνισμοῦ, τήν Κωνσταντινούπολη-Νέα Ρώμη.
Βασικός ὃμως παράγων τοῦ πολιτισμοῦ μας ἀπέβη καί ἡ διαφοροποίηση, στήν πορεία τοῦ χρόνου, τῆς Δύσεως ἀπό τήν ὀρθόδοξη Ἀνατολή. Ἡ συνειδητοποίηση, μέσω πατερικῶν μορφῶν, ὃπως ὁ Μέγας Φώτιος, ὁ ἃγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ἃγιος Μάρκος Ἐφέσου ὁ Εὐγενικός ἢ οἱ Κολλυβάδες πατέρες, τῆς καθολικῆς ἀλλοτριώσεως τῆς χριστιανικῆς Δύσης, καί ὁ παρατεινόμενος «άντιδυτικισμός» τῆς ἡσυχαστικῆς ἀνθενωτικῆς παραδόσεως, συνέβαλε στή συνεχῆ ἀφύπνιση τῆς συνειδήσεως τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἒθνους γιά τήν ἰδιαιτερότητα καί πολιτιστική αὐθυπαρξία τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀπό τόν η΄ αίώνα (Καρλομάγνος) ἓως σήμερα.
Ἂν δέ ἡ Ἐκκλησία ὑπῆρξε πάντοτε πολύτιμο καταφύγιο τοῦ ἐμπερίστατου Ἒθνους/Γένους, οἱ Μονές, λειτουργώντας ὡς κολυμβῆθρες συνεχοῦς ἀναβαπτισμοῦ τοῦ Ἒθνους, ὑπῆρξαν -καί ὑπάρχουν μόνιμα- πηγή συνοχῆς ἐθνικῆς καί ἂντλησης παντοίων δυνάμεων. Στό πλαίσιο αὐτό μπορεῖ νά κατανοηθεῖ καί ἑρμηνευθεῖ ἡ γένεση καί ἐκκλησιαστική συντήρηση τῆς Μεγάλης Ἰδέας τοῦ Γένους, ἡ ὁποία ὃμως δέν ἒχει μόνο ἐθνικό χαρακτήρα, ἀλλά τελικά ταυτίζεται μέ τήν οἰκουμενική ἐν Χριστῷ ἀποστολή του.
Τό ὑπόβαθρο τῆς Μεγάλης Ἰδέας δέν εἶναι ἐπεκτατικό-πολιτικό, ἀλλά πνευματικό-ἐκκλησιαστικό, ὡς ὃραμα τῆς ἑνότητας τῆς πίστεως καί ἐν Χριστῷ κοινωνίας. Εἶναι ἡ συνείδηση τῆς οἰκουμενικῆς εὐθύνης καί ἀποστολῆς τοῦ ὀρθοδόξου Ἑλληνισμοῦ, ἀλλά καί τό μόνιμο χρέος τοῦ Ἑλληνισμοῦ ὡς φωτιστοῦ τῆς Οἰκουμένης. Ἡ συναισθηματική σύνδεση τοῦ Γένους μέ τήν «Πόλιν τῶν Ἑλλήνων», τήν Κωνσταντινούπολη-Νέα Ρώμη, ἀπόλυτο στόχο κάθε ἀναθερμάνσεως τοῦ μεγαλοϊδεατισμοῦ του, στήν πλατιά λαϊκή συνείδηση δέν μπορεῖ νά λάβει ποτέ νοηματοδότηση φυλετική, ἀλλ’ ἐκείνη πού εἶχε στή διάρκεια τῆς Ὀθωμανοκρατίας ἓως τόν ιθ΄ αί., στή συνείδηση τῶν Κολλυβάδων καί τῶν πνευματικῶν τους τέκνων, νόημα δηλαδή ἐκκλησιαστικό-οἰκουμενικό.
Ἒτσι κατανοεῖται καί ἡ ἀστασίαστη παρουσία τοῦ Ράσου στούς ἀγῶνες τοῦ Γένους/Ἒθνους γιά τήν ἀνάκτηση ἢ διατήρηση τῆς ἐλευθερίας του. Ἡ Ἑλληνική Ἐπανάσταση τοῦ 1821, πνευματικά καί πολιτικά, σέ μεγάλο μέρος, ὑπῆρξε ἒργο τῆς Ἐκκλησίας. Πρωταρχικός, βέβαια, στόχος τοῦ ὀρθοδόξου Κλήρου δέν εἶναι ἡ διάσωση τῆς ἱστορικῆς διαστάσεως τοῦ Ἒθνους, ἀλλά ἡ ἒνταξή του στό Κυριακό σῶμα γιά τήν ἐν Χριστῷ ὁλοκλήρωσή του.
Ἐπειδή ὃμως ἡ ἐξωτερική ἐλευθερία συνάπτεται στήν Ὀρθοδοξία μέ τήν ἐσωτερική (ἀπελευθέρωση τῆς καρδιᾶς ἀπό τή δουλεία τῶν παθῶν), ἡ Ἐκκλησία διασώζει μόνιμα μιά θεολογία ἐλευθερίας, πού νομιμοποιεῖ τήν ἡγετική παρουσία τοῦ Κλήρου καί στούς ἱερούς (ἀμυντικούς καί ἀπελευθερωτικούς) τοῦ Ἒθνους ἀγῶνες. Ἀκριβῶς δέ τά γεγονότα τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως «ἐδικαίωσαν τόν χαρακτηρισμόν τῆς Ἐκκλησίας μας ὡς Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως» (Γεράσιμος Κονιδάρης). Ἡ ὀρθόδοξη πίστη καί ἡ δυναμική της στή συνείδηση τοῦ Ἒθνους ἀποτελεῖ καί σήμερα τόν ἰσχυρότερο καί βαθύτερο δεσμό, πού στηρίζει τήν ἑνότητά του, στόν ἐκκλησιαστικό δέ χῶρο σώζεται πάντα ὁ ἁγνότερος πατριωτισμός.
γ) Ἡ ζωἠ καί τό πνεῦμα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας διαμορφώνουν ἐπί αἰῶνες τήν ἑλληνική κοινωνία, ἀσκώντας εύεργετική ἐπιρροή σ’ αὐτήν, κυρίως, μέσω τῆς λατρείας, στήν ὁποία διαπλάσσεται κυριολεκτικά ἡ ζωή καί συνείδηση τοῦ λαϊκοῦ σώματος. Τό ὀρθόδοξο ἦθος μορφώνεται στά ὃρια τῆς λατρείας, διαποτίζοντας τή συλλογική ἑλληνική ὓπαρξη. Τό λαϊκό (ἑλληνικό) ἦθος εἶναι στήν οὐσία του εὐχαριστιακό, ὡς ὀργανική συνέχεια τῆς λατρείας, «λειτουργία μετά τή λειτουργία», ὡς ἀγώνας γιά τή μεταμόρφωση τῆς σωματικότητας εἰς «θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ» (Ρωμ. 12,1), καί τῆς καθημερινότητας σέ λατρεία ἀγάπης, ἀμοιβαιότητας, θυσίας (ἑλληνικό φιλότιμο).
Ἡ Ἐκκλησία ἐξασφάλιζε κοινωνικά τό πλαίσιο ἀναπτύξεως σύνολης τῆς ζωῆς, στή λειτουργική σύναξη, ἡ ὁποία συνήθως περιλαμβάνει ὁριακά ὃλο τό χωριό-κοινότητα. Ἡ «ἐνορία», στήν ἀγροτική προπάντων κοινωνία, διασώζει ἀκόμη καί τό ὀρθόδοξο ἦθος ὡς καθολική στάση ζωῆς. Ἡ ἐνοριακή-λατρευτική σύναξη εἶναι ἡ μόνη, πού δέν διακόπηκε ποτέ στήν πορεία τοῦ Γένους. Ἡ λατρεία ὃμως ὀρθόδοξα δέν μένει ποτέ ἁπλή θρησκευτική ἒκφραση (πρβλ.Πράξ. 2,42 ἑ., 4,32 ἑ.), ἀλλ’ εἶναι προπάντων κοινωνικό γεγονός.
Τά ἐκκλησιαστικά μυστήρια (βάπτισμα, γάμος, εὐχέλαιο), ἀλλά καί ἡ νεκρώσιμος Ἀκολουθία (κηδεία), ὃπως καί τά ἐκκλησιαστικά πανηγύρια στίς μνῆμες τῶν Ἁγίων, ἀσκοῦν κοινωνική δυναμική, ὡς φυσικές καί ἀβίαστες λαοσυνάξεις. Τά λείψανα τῶν ἁγίων, μέ τήν ἀφθαρσία καί τά θαύματά τους, ἀσκοῦν μόνιμη πνευματική ἐπιρροή στό Λαό, ὡς καί οἱ γνωστές θαυματουργές ἃγιες εἰκόνες. Γι’ αὐτό τά ἱερά προσκυνήματα ἀποβαίνουν σημαντικοί παράγοντες ἑνότητας στό Ἒθνος, σέ μιά βάση μάλιστα καθολικά ἀστασίαστη.
Οἱ ἐκκλησιαστικές πανηγύρεις σέ ναούς λαοφιλῶν Ἁγίων, μέ πανορθόδοξη ἀκτινοβολία μάλιστα, ὃπως ἡ Παναγία (Τῆνος, Σουμελᾶ, Ἑκατοντπυλιανή Πάρου, Προυσιώτισσα), ὁ ἃγιος Δημήτριος (Θεσσαλονίκη), οἱ Ἃγιοι τῆς Ἑπτανήσου (Σπυρίδων, Γεράσιμος, Διονύσιος), ὁ ἃγιος Νεκτάριος (Αἲγινα) κ.λπ. λειτουργοῦν ἐθνικά καί πανενωτικά, ὡς οὐσιαστικός ἑνωτικός παράγοντας, ἀκόμη καί στήν ἐποχή μας.
Ίδιαίτερα δέ οἱ Μονές, ὡς μόνιμα προσκυνήματα τοῦ Λαοῦ, συντελοῦν στή διαρκῆ θέρμανση τοῦ φρονήματος, μέ τήν πνευματική προσφορά τους (ἐξομολόγηση, πνευματική καθοδήγηση), τή διδασκαλία (ἰδίως στήν περίοδο τῆς δουλείας–«κρυφό σχολειό»), τίς συλλογές χειρογράφων καί ἐντύπων (ἐπιστημονικά κέντρα)καί τή συντήρησή τους σέ βιβλιοθῆκες, ἀναγνωριζόμενες καθολικά ὡς ἀνεκτίμητα θησαυροφυλάκια τῆς ἀνθρώπινης σοφίας.
Ἡ κοινωνική ὃμως δυναμική τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δυνατόν νά ἐκτιμηθεῖ καί στατιστικά-ποσοτικά μέ τή μελέτη τῶν βασικῶν ἐξωτερικεύσεων τοῦ λαϊκοῦ πνεύματος (παραδόσεις, παραμύθια, ἒθιμα, συνήθειες), πού ἀποτυπώνουν τήν ἠθικοθρησκευτική συνείδηση καί θεόνομη ἒκφραση τοῦ Λαοῦ. Ἡ Ἐκκλησία, ἐξ ἂλλου, μερίμνησε μέσω τῶν φωτεινῶν ἐκπροσώπων της τή διακρῆ καί ζῶσα ἐπικοινωνία μέ τό Λαό. Ἒτσι, ἢδη τόν ις΄ αἰ. ἀνταποκρίθηκε στήν ΄Εθναρχική ἀποστολή της καί ἐνῶ στή λατρεία διατηρήθηκε ἡ καθιερωμένη γλωσσική μορφή (μόνιμος ζωντανός σύνδεσμος μέ τήν παράδοση καί τίς πηγές), στό κήρυγμα, κατά κανόνα, χρησιμοποίησε τή δημώδη.
Ἀλλά καί ὃσον ἀφορᾶ στίς οἰκονομικές σχέσεις, τό κοινωνικό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας σωζόμενο στήν παράδοσή της ὡς κοινοτισμός, διαποτίζει τή ζωή σύνολη τοῦ Ἒθνους, προσφέροντας τή μοναστική Ἐνορία ( τό μοναστήρι), ὡς πρότυπο (μοντέλο) κοινωνικῆς συσσωματώσεως. Ἀπό τούς πρώτους χριστιανικούς αἰῶνες διαμορφώθηκε στόν Ἑλληνικό κόσμο ἓνα κοινωνικό πρότυπο «μέσα ἀπό τή σύνθεση τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν «κοινῶν» καί τῶν πρώτων χριστιανικῶν κοινοτήτων» (Louis Bréhier).
Τόν δ΄ αἰ. ὁ Μ. Βασίλειος, ἐξ ἂλλου, ὀργάνωσε τό μοναστήρι κοινοβιακά, προσφέροντας μόνιμη ἒκφραση κοινωνικῆς ὑπάρξεως, ἀλλά καί μόνιμο κοινωνικό πρότυπο στή διαχρονική πορεία τοῦ Ὀρθοδόξου Γένους. Ὁ Ναός ἀπέβη, ἒτσι, κέντρο τῆς κοινωνικῆς ζωῆς, κάτι ἀνάλογο μέ τό «Καθολικόν» στή μοναστική ἐνορία-ἀδελφότητα. Ἡ θέαση δέ τῆς ζωῆς ὡς ἑνιαίας καί ἀδιάσπαστης ἑνότητας καί ὁλότητας, χωρίς διάσταση ἀνάμεσα στή θρησκευτική καί τήν κοινωνική-πολιτική σφαίρα, θά ἰσχύει καθολικά καί ἀπαράβατα στή βυζαντινή καί μεταβυζαντινή κοινωνία. Ἡ ἰσορροπία ὃμως αὐτή θά διαταραχθεῖ μέ τήν εἰσβολή τοῦ πνεύματος αὐτονομήσεως τοῦ κοινωνικοῦ χώρου ἀπό τό τέλος τῆς Τουρκοκρατίας, ὡς καθαρά δυτική ἐπίδραση.
Ἡ Ἐκκλησία μέ τό κήρυγμά της ἐνίσχυε τόν κοινοτικό θεσμό, ὡς θεμελιακό παράγοντα στήν ἐπιβίωση τοῦ Γένους (συναδέλφωση τοῦ Λαοῦ), ἀλλά καί πεδίο μοναδικό γιά τήν πολιτική ἒκφραση τῆς κοινωνικῆς δυναμικῆς. Σημαντική δέ προέκταση τοῦ κοινοτικοῦ θεσμοῦ ὑπῆρξε ἡ διαμόρφωση τῆς οἰκονομικῆς ζωῆς μέ τή μορφή τῶν συντεχνιῶν καί τῶν ποικίλων σωματειακῶν συσπειρώσεων καί συσσωματώσεων ἐμπορικοῦ χαρακτήρα.
Ἡ συχνή χρήση στίς περιπτώσεις αὐτές τοῦ ὃρου «’αδελφότης» φανερώνει τήν ἐκκλησιαστική ἐπίδραση, ἀφοῦ ἂλλωστε κάθε συντεχνιακή συσσωμάτωση εἶχε τόν προστάτη Ἃγιό της καί πανηγύριζε (λειτουργικά) στή μνήμη του. Τήν ἀκατάλυτη αὐτή διασύνδεση Ὀρθοδοξίας καί Κοινοτισμοῦ διακήρυξε ὁ Ἲων Δραγούμης, ὁ θεωρητικός τοῦ νεοελληνικοῦ πολιτισμοῦ: Ὃπου βρεθοῦνε δέκα Ρωμιοί φτειάνουν κοινότητα. Συνάζουν πρῶτα χρήματα γιά τήν ἐκκλησιά. Ἂμα τή χτίσουνε, φέρνουν παπά. Ἒπειτα καί τίς γυναῖκες τους. Ὓστερα, μέ τούς δίσκους τῆς ἐκκλησιᾶς, συνάζουν χρήματα καί φτειάνουνε σκολειό... Ὁ Ἑλληνισμός εἶναι μιά οἰκογένεια ἀπό Ἑλληνικές κοινότητες...».
δ) Μεγαλεπήβολη ὃμως ἀποδεικνύεται καί ἡ ἐπίδραση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ χώρου στήν καλλιτεχνική δημιουργία τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ, σέ κάθε ἒκφραση τῆς Τέχνης. Ἐκκλησιαστικά ἡ Τέχνη νοηματοδοτεῖται ὡς φανέρωση τοῦ «ἒσω ἀνθρώπου», τοῦ περιεχομένου τῆς καρδίας. Ἡ κατάφαση ὃμως τῆς Τέχνης, σέ ὃλες τίς μορφές της ἀπό τήν Ἐκκλησία συνιστᾶ συγχρόνως καί ἐν Χριστῷ ἀνανοηματοδότηση καί μεταμόρφωσή της, ἀφοῦ παύει νά εἶναι αὐτοσκοπός, μεταβαλλόμενη σέ ποιμαντικό μέσο διακονίας καί ἁγιασμοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου.
Καί αὐτό γίνεται πρῶτα μέ τή λειτουργική καταξίωση τῶν μορφῶν τῆς καλλιτεχνικῆς δημιουργίας καί ἰδιαίτερα μέ τήν ὑμνογραφια, τήν εἰκονογραφία καί τή μουσική, προσφέροντας λαλήματα, ὁράματα καί ἀκούσματα, πού διεισδύουν στήν καθημερινότητα καί τή διαποτίζουν. Ἒπειτα μέ τήν ἐπέκταση τοῦ ὓφους καί τοῦ ἢθους τῆς ἐκκλησιαστικῆς καλλιτεχνικῆς δημιουργίας στόν κοινωνικό χῶρο. Κυρίως ἡ μουσική τοῦ λαϊκοῦ κοινωνικοῦ βίου διέσωζε ἐπί αἰῶνες τήν ταύτισή της μέ τή λειτουργική μουσική τῆς Ἐκκλησίας, δημιουργώντας ἒτσι συνείδηση ἑνότητας τοῦ ἐθνικοῦ βίου.
Ἡ ἑνότητα αὐτή σήμερα διατηρεῖται κυρίως μέ τή λεγόμενη «δημοτική» μουσική, πού εἶναι στήν οὐσία λαϊκή καί γι’ αὐτό ἐθνική. Εἶναι δέ ἀξιοπρόσεκτο τό γεγονός, ὃτι ἡ ἀναγέννηση τῆς μουσικῆς τέχνης καί δημιουργία καθαρά ἐθνικῆς-κοσμικῆς (Μ. Καλομοίρης, Μ. Χατζηδάκης, Μ. Θεοδωράκης κ. ἂ.) ἀναζήτησε πάλι τά πρότυπά της στήν ἐκκλησιαστική («βυζαντινή») μουσική καί στή μουσική τῶν δημοτικῶν τραγουδιῶν, δηλαδή στήν ἑνιαία ἐθνική μουσική παρακαταθήκη.
Ἐξ ἲσου ὃμως ἐνδεικτική γιά τήν ἐκκλησιαστική δυναμική στή λαϊκή καλλιτεχνική δημιουργία εἶναι ἡ λογοτεχνία, καί μάλιστα ἡ ποίηση. Τό δημοτικό τραγούδι δείχνει καθαρά αὐτή τή σχέση καί τή διασύνδεση ἀρχαιοελληνικοῦ καί ὀρθοδόξου στοιχείου. Τό στοιχεῖο τῆς πίστεως ἀναδύεται κυρίως στήν ἀντιπαράθεση μέ τούς «ἀθέους Ἀγαρηνούς» καί στόν ἀγώνα τῆς «εὐσεβοῦς τῶν Χριστιανῶν πίστεως» κατά τῶν «ἀπίστων». Τό ἡρωϊκό πνεῦμα, στρεφόμενο κατά τοῦ Ἰσλάμ, ἀναζητεῖ συχνά στό χῶρο τῆς ὀρθόδοξης πίστεως δυνάμεις ἀντιστάσεως γιά τήν ὑπέρβαση τῆς μοιρολατρίας. Γενικά ἡ λαϊκή δημιουργία μας εἶναι Χριστοκεντρική. Ἡ ἐκκλησιαστική ἐπιρροή δέν περιορίζεται στή ζωγραφική ἢ τή μουσική, ἀλλά ἐκτείνεται καί στήν ξυλουργική, τήν ξυλογλυπτική, τήν ἀργυροχοΐα καί χρυσοχοΐα, πού ἒχουν νά παρουσιάσουν πλούσια παραγωγή ὂχι μόνο γιά τή λειτουργική χρήση, ἀλλά καί γιά τόν καθημερινό βίο, μέ παραστάσεις καί θέματα ἐμπνεόμενα συχνά ἀπό τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
ε) Στή χαλάρωση τῆς συζεύξεως, ἂν ὂχι καί στήν ἀποσύνδεση -σέ κάποιες περιπτώσεις- Ἑλληνισμοῦ καί Ὀρθοδοξίας, συμβάλλουν δραστικά οἱ διάφορες θρησκευτικές προπαγάνδες καί πολιτικοκοινωνικές ἰδεολογίες, πού κατά τούς τελευταίους αἰῶνες εἰσβάλλουν κατά συρροή στόν ἑλλαδικό χῶρο. Ἀληθινή ἐπιβίωση τῆς παραδόσεως εἶναι δυνατή μόνο ἐκεῖ, ὃπου σώζεται ἡ συνέχεια τοῦ τρόπου ζωῆς, πού διαμόρφωσε ἡ πατερική Όρθοδοξία.
Ὃταν ἀδρανοῦν τά ὀρθόδοξα κριτήρια, ἡ Ὀρθοδοξία ἐκλαμβάνεται εὒκολα ὡς σύνολο θρησκευτικῶν ἐθίμων, ἀναγκαίων γιά τή διάσωση τοῦ ἐθνικοῦ φρονήματος. Ὁ πολιτισμός μας σήμερα εἶναι «τό κινδυνευόμενον».
Μέ τήν παράδοσή μας στήν Εὐρώπη καί τήν γραικυλική αὐτοϋποδούλωσή μας στόν πολιτισμό της ἀνατρέπεται ἡ πατερική ἰσορροπία στή σύζευξη Ἑλληνισμοῦ-Χριστιανισμοῦ, μολονότι στό θέμα αὐτό παρατηρεῖται σαφής ἀντίθεση ἀνάμεσα στή λογιοσύνη καί τό εὐρύ λαϊκό στρῶμα, πού συνεχίζει ἐν πολλοῖς νά δηλώνει ἐμμονή στήν πίστη του.
Εἶναι ὃμως γεγονός, ὃτι ἡ μικροαστική κοινωνία χριστιανικά, ἒχει τραφεῖ μέ τό πνεῦμα τοῦ δυτικοῦ εὐσεβισμοῦ, στό ὁποῖο τό πατερικό ἰδανικό τοῦ «θεουμένου» (Ἁγίου) ἒχει οὐσιαστικά ὑποχωρήσει πρός ὂφελος τοῦ δυτικά θεωρουμένου «χρηστοῦ πολίτη» καί στήν οὐσία εὐχρήστου ἀπό τήν μόνιμα φράγκικα προσανατολισμένη ἐξουσία, δηλαδή τοῦ ἀνθρώπου «ρομπότ» κατά τόν ὃσιο π. Ἰουστῖνο Πόποβιτς.
Μόνιμες φυγόκεντρες τάσεις διακρίνονται καί στό χῶρο τῆς Τέχνης, ἢδη ἀπό τόν ιθ΄ αἰώνα, πού τροφοδοτοῦν τό λαό μέ ἀκούσματα, ἀναιρετικά τῆς ἐθνικῆς μουσικῆς παραδόσεως, προερχόμενα ἀπό τή Δύση. Ὁ ἑλληνισμός ἢδη ἀπό τήν ἀπώτατη ἀρχαιότητά του, εἶναι ἀνοικτός σέ ὃλο τόν κόσμο, καταφάσκοντας τήν πολιτισμική ἑτερότητα καί προσλαμβάνοντας ἀπό αὐτήν ὁμοούσια στοιχεῖα πρός τήν δική του πολιτισμική ταυτότητα, πού συντελοῦν στήν διάσωση καί αὒξησή της. Εἶναι γνωστή ἡ ἐπισήμανση τοῦ Πλάτωνος στήν Ἐπινομίδα του: «Ὃ,τι περ Ἓλληνες βαρβάρων παραλάβωσι, κάλλιον τοῦτο εἰς τέλος ἐξεργάζονται».
Ἀπό τά τέλη ὃμως τῆς Τουρκοκρατίας ἂνοιξαν ὃλες οἱ κερκόπορτές μας ἀπό τούς δυτικόπληκτους –εὐρωπαϊστές μας –κατά Ζουράρη εὐρωλιγούρηδες- καί μετακενώνονται συνεχῶς αὐτούσια στοιχεῖα τοῦ εὐρωπαϊκοῦ χώρου, γεννήματα μιᾶς διαφορετικῆς διαχρονικῆς πολιτιστικῆς διαδικασίας, πού νοθεύουν τήν ἑλληνορθόδοξη πολιτιστική παράδοση καί τελικά τήν ἀναιροῦν, ὑποκαθιστώντας τά συστατικά της.
Καί αὐτό λόγω τῆς καλλιεργούμενης, κυρίως στό χῶρο τῆς ἐκπαίδευσης, εὐρωμανίας, συνέπεια τῆς ὁποίας εἶναι καί ἡ ἀπό τό 1833 ἀρξαμένη εὐρωπαϊκή/φραγκική κατοχή στή χώρα μας, τήν κορύφωση τῆς ὁποίας ζοῦμε σήμερα ὡς Ἒθνος. Λόγῳ τῆς οἰκονομικῆς καταρράκωσης ἡ κατοχή γίνεται σήμερα περισσότερο αἰσθητή.
Ὁ ἐκκλησιαστικός μας ὃμως χῶρος, ἀπό τή φύση του, καί λόγω τῆς παράδοσής του, ἒχει τή δύναμη να ἀποτρέψει τήν πολιτιστική ἀλλοτρίωση τοῦ Ἒθνους, πού συνδέεται ἂμεσα μέ τήν πνευματική καί ὑπαρκτική διάλυσή του , μέσα στήν νεοεποχίτικη χοάνη. Τή δύναμη αὐτή διασώζει καί σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας, στά πρόσωπα τῶν ἀξίων καί γνήσια Ὀρθοδόξων ἐκπροσώπων της. Αὐτοί οἱ γνήσιοι ἡγέτες μας, μαζί μέ τό ὀρθόδοξο λεῖμμα τοῦ λαοῦ μας, μποροῦν νά ἀντιμετωπίσουν τήν νεοεποχίτικη –καί φραγκοκατασκευασμένη- Ἡγεσία τῆς Χώρας μας.
11.1.2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου