Ἡ περίπτωση τοῦ Ἁγιορείτη π. Νικόδημου, ποὺ προτίμησε νὰ πεθάνει παρὰ νὰ δεχτεῖ μεταμόσχευση καρδιᾶς, ἀσφαλῶς θὰ βυθίσει σὲ ὠκεανὸ φρίκης καὶ ὀργῆς πολλοὺς ὀρθολογιστὲς -ἢ εὐαίσθητους ἀνθρωπιστὲς- ἀναγνῶστες. Ἂς σκεφτοῦν ὅμως νηφάλια κι ἂς ξαναδιαβάσουν ὁλόκληρο τὸ κείμενο. Θὰ καταλάβουν τότε πὼς ὁ ἅγιος αὐτὸς ἀγωνιστὴς δὲν ἦταν ἕνας φανατικός, ἀλλὰ ἕνας νεομάρτυρας. Δὲν ἀρνήθηκε τὴ μεταμόσχευση ἀπὸ περιφρόνηση πρὸς τὴν Ἰατρική, οὔτε ἔχοντας τὴν ψευδαίσθηση πὼς εἶναι ἅγιος καὶ πὼς ὁ Θεὸς θὰ τρέξει νὰ τὸν γιατρέψει μ' ἕνα θαῦμα. Ἀντίθετα, σεβόταν τὴν Ἰατρική, ἀγαποῦσε τὸ νοσηλευτικὸ προσωπικό του Ὠνάσειου, τὸ ὁποῖο χαρακτήριζε "δεύτερο μοναστήρι" του, δήλ. χῶρο ἱερὸ καὶ ἀγαπημένο γι' αὐτόν. Ἐπίσης, δὲν ἀρνήθηκε θεωρώντας πὼς οἱ μεταμοσχεύσεις γενικὰ εἶναι ἀντίθετες μὲ τὴ θρησκευτική του πίστη (ὅπως οἱ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβὰ π.χ., ποῦ ἀρνοῦνται χωρὶς λόγο τὴ μετάγγιση αἵματος). Ὁ λόγος ποὺ ἀρνήθηκε τὴ μεταμόσχευση εἶναι ὅτι ὁ δότης τοῦ μοσχεύματος θὰ ἦταν σίγουρα ἕνας συνάνθρωπός μας ἐγκεφαλικὰ νεκρός, καὶ ὁ ἐγκεφαλικὰ νεκρός, κατὰ τὸν π. Νικόδημο καὶ πολλοὺς ὀρθόδοξους ἀγωνιστὲς (ἡ θεσμικὴ Ἐκκλησία θεωρῶ πὼς δὲν ἔχει πάρει σαφῆ ἐπίσημη θέση), δὲν εἶναι νεκρός, ἀλλὰ ζωντανὸς σοβαρὰ ἀσθενής. Ἡ μεταμόσχευση ποὺ προκαλεῖ τὸ θάνατο τοῦ δότη (καὶ ὄχι ΓΕΝΙΚΑ κάθε μεταμόσχευση) ἀπορρίπτεται, καὶ αὐτὸ ἦταν ποὺ ὁδήγησε τὸν π. Νικόδημο ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό.
Περιπτώσεις σὰν τοῦ π. Νικόδημου -ἐξτρεμιστὲς τῆς ἐλευθερίας, ποὺ ἐλεύθερα ἐπιλέγουν τὸ Χριστὸ κι ὄχι αὐτὰ ποὺ θὰ ἐπιλέγαμε ἐμεῖς- συχνὰ τὶς κρύβουμε, γιὰ νὰ μὴ χαρακτηριστοῦμε μεσαιωνικοί. Ἴσως, ἂν τὶς ἐμφανίζαμε περισσότερο, πολὺς κόσμος νὰ καταλάβαινε πὼς ἔχει καί...
ἄλλες ἐπιλογές, ἐκτὸς ἀπ' αὐτὲς ποὺ προβάλλονται ἀπὸ τὰ ΜΜΕ... Τὴν ἐπιλογὴ ν' ἀγωνιστεῖ μέχρι θανάτου, ἂς ποῦμε, γιὰ νὰ ἐκτοξευτεῖ πρὸς τὸ Χριστό, τὸν Ἀγαπημένο. Καὶ πὼς ἕνας τέτοιος ἀγώνας εἶναι ἐφικτὸς & ρεαλιστικός. Καὶ τὸ λέω χωρὶς περιστροφές: ἂν ἀντέχεις αὐτὸ τὸ post, διάβασε τό. Ἀλλιῶς, ἕνα κλὶκ θὰ σὲ πάει σ' ἄλλα μπλογκονήσια.
Κι ἐπειδή, ὀργισμένος ἢ μὲ αἴσθημα ψύχραιμης ἀνωτερότητας, μπορεῖ νὰ μὲ ρωτήσεις: θὰ τολμοῦσα ἐγώ;, ἀπαντῶ: Μᾶλλον θὰ ἔβρισκα πολλὲς δικαιολογίες, π.χ. ὅτι ἔχω οἰκογένεια, ἐνῶ ἐκεῖνος, ὡς μοναχός, μποροῦσε νὰ πεθάνει ἀνὰ πάσα στιγμή. Μᾶλλον ἦταν ἤδη "Νεκρὸς γιὰ τὸν κόσμο", δήλ. ζωντανὸς γιὰ τὸ Χριστό, τὸ Θεό.
Ἂς εἶναι μακάρια κι εὐλογημένη ἡ μνήμη του. Ἂν ἔχει παρρησία στὸ Θεό, δήλ. ἂν εἶναι ἅγιος (ὅπως νομίζω ταπεινὰ καὶ εὔχομαι), ἂς πρεσβεύει γιὰ ὅλους ἐμᾶς κι ἂς φωτίζει ὅλο τὸν κόσμο γιὰ σωστὲς ἐπιλογὲς στὶς κρίσιμες στιγμὲς τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου μας, ποὺ κι αὐτὸς εἶναι μία στιγμὴ τῆς (αἰώνιας) ζωῆς μας.
Ἀναδημοσιεύουμε ἀπὸ Misha.
«Ἕνας ἄγγελος ἔφυγε ἀπὸ ἀνάμεσά μας».
Μὲ αὔτη τὴν φράση, τὴν ὁποία πολλὲς φορὲς ἐπανέλαβε ὃ σεβαστὸς Γέροντας μᾶς π. Γεώργιος [ἡγούμενος τῆς μονῆς Γρηγορίου τοῦ Ἁγίου Ὅρους], ἐξέφρασε αὐτὸ ποῦ ἐνοίωθε ὅλη ἢ ἀδελφότητά μας ἀλλὰ καὶ ὅλοι ὅσοι ἔζησαν τὸν π. Νικόδημο στὸ σύντομο χρονικὸ διάστημα ποῦ ἢ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τὸν ἄφησε κοντά μας. Καὶ ὄντως! Ὃ π. Νικόδημος ἦταν μία ἀγγελικὴ ὕπαρξης, ὁλοκληρωτικὰ ἀφιερωμένη στὸν Θεὸ ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων.
Ὅπως οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι ἔχουν ὡς κύριο ἔργο τοὺς τὴν ἀκατάπαυστο δοξολογία τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καὶ ὃ π. Νικόδημος. Λάτρευε ἀπὸ μικρᾶς ἡλικίας τὸν Ἅγιο Θεὸ μὲ ὅλη τὴν ψυχή του καὶ τὴν καρδία του καὶ Τὸν δόξαζε μὲ ἔργα καὶ λόγους.
Ὅπως οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι ἀγαποῦν καὶ λατρεύουν μὲ ὅλη τὴν ὕπαρξη τοὺς τὸν Πανάγιο Τριαδικὸ Θεό, ἐξ οὒ «πασὰ δόσις ἀγαθὴ καὶ πᾶν δώρημα τέλειον» γιὰ ὅλη τὴν κτίσι, γὶ` αὐτὸ καὶ ὑπακούουν ἀδιακρίτως στὸ θέλημά Του, καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ γι' αὐτοὺς ὑπόθεση ἀπέραντου χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης, ἔτσι καὶ ὃ π. Νικόδημος. Λάτρευε μὲ ὅλο του τὸ εἶναι τὸν Θεό, τὸ ὄνομα Τοῦ εἶχε συνεχῶς στὸ στόμα καὶ τὴν καρδιά του καὶ μέχρι τελευταίας του ἀναπνοῆς ἕνα μόνο ζητοῦσε, πῶς θὰ ἐκτελεῖ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐν πάση πληρότητι καὶ τελειότητα Καὶ ἐπειδὴ γνώριζε ἐκ πείρας ὅτι ἐκφραστῆς τοῦ θείου θελήματος γιὰ τὸν ὑποτακτικὸ εἶναι ὃ Γέροντάς του καὶ ὅτι κάθε εὐλογία τοῦ Θεοῦ ἔρχεται στὸν ὑποτακτικὸ μέσω τοῦ Γέροντός του, ὑπεραγαπούσε τὸν Γέροντα. Τὸ ὄνομα τοῦ Γέροντος ἦταν πάντοτε στὴν καρδιὰ καὶ τὰ χείλη τοῦ π. Νικόδημου καὶ τὸ θέλημα τοῦ Γέροντος ἀπαρέγκλιτος κανὼν γιὰ τὴν ζωή του. Ἔλεγε χαρακτηριστικά:
«Χριστέ μου, θέλω νὰ σὲ ἀπολαύσω. Ὅμως δὲν θέλω νὰ σὲ ἀπολαύσω ἄμεσα, ἐπειδὴ δὲν εἶμαι ἄξιος γι' αὐτό, ἀλλὰ μέσω τοῦ Γέροντός μου. Βλέποντας τὸν Γέροντα, θέλω νὰ βλέπω Ἐσένα. Ἀκούοντας τὴν φωνὴ τοῦ Γέροντος, θέλω νὰ ἀκούω τὴν δική Σου φωνή. Τὸ θέλημα τοῦ Γέροντος νὰ εἶναι γιὰ μένα τὸ θέλημά Σου».
Εἶχε ἀπόλυτη ἐφαρμογὴ γιὰ τὸν π. Νικόδημο αὐτὸ ποῦ ἀναφέρει ὃ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος στὸν λόγο τοῦ «περὶ ὑπακοῆς», ὅπου περιγράφει τὴν θαυμαστὴ ζωὴ τῶν μοναχῶν ἑνὸς κοινοβίου: «Ἐσωτερικᾶ, στὰ βάθη τῆς ψυχῆς τοὺς ἀνέπνεαν σὰν ἄκακα νήπια τὸν Θεὸν καὶ τὸν Γέροντα» .
Ἢ ὑπακοὴ τοῦ π. Νικόδημου στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἦταν μαρτυρική. Ὅλη ἢ ζωὴ τοῦ ἦταν ἕνα ἀτελείωτο μαρτύριο, τὸ ὅποιο ὅμως ὑπέμεινε ἀγόγγυστα, μὲ χαρὰ καὶ αἰσιοδοξία ἀξιοθαύμαστη, δοξάζοντας τὸν Θεό. Γὶ αὐτὸ καὶ πῆρε πολλὴ Χάρι ἀπὸ τὸν Θεό.
Ἡ σχέσις τοῦ π. Νικόδημου μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν ἁγία Του Ἐκκλησία δὲν ἦταν συμφεροντολογική. Δὲν διάλεξε τὸν Χριστό, γιὰ νὰ πέραση καλὰ στὴν παροῦσα ζωή. Ἀγάπησε τὴν σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, γὶ αὐτὸ καὶ ἀξιώθηκε καὶ τῆς ἀναστάσεώς Του. Ἀποδέχθηκε ὁλοκαρδίως τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ: «Εἰ τὶς θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοὶ» (Μάτθ. ἰστ' 24). Γὶ αὐτὸ καὶ ἔλαβε τὴν παρὰ τοῦ Θεοῦ ἐνίσχυση στὰ μακρὰ καὶ ἐπίπονα ἀγωνίσματα τῆς ὑπομονῆς: «Ἐν τῷ κοσμῶ θλίψιν ἔξετε, ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον» (Ἰωάν. ἰστ' 33).
Ὅπως οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι ἔχουν ἀνεπιφύλακτη πίστη καὶ ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό, ἔτσι καὶ ὃ π. Νικόδημος. Ἢ ἀδιάκριτος ὑπακοή του στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὸν π. Νικόδημο ἦταν ἕνα συνεχὲς πέρασμα μέσα ἀπὸ τὸν πόνο καὶ τὸ μαρτύριο, αὐτὸ ἀπέδειξε.
Ὅπως γνώρισμα τῶν ἁγίων Ἀγγέλων εἶναι ἡ τελεία καθαρότης, ἢ παρθενία καὶ ἡ ἁγιότης, ἔτσι καὶ ὃ π. Νικόδημος, ἂν καὶ ἀναγκάσθηκε νὰ ζήση μεγάλο μέρος τῆς ζωῆς τοῦ ἐν μέσω τοῦ κόσμου, διατήρησε τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴ τοῦ καθαρὰ καὶ παρθένα ἕως καὶ ψιλοῦ λογισμοῦ, κατὰ τὸν λόγο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ: «ἀκριβὴς παρθενία ἢ πρὸς πάσαν κακίαν ἀσυνδύαστος γνώμη» (Εἰς τὸν Εὐαγγελιστὴν Ἰωάννην, 3). Γὶ` αὐτὸ καὶ ἐξομολογεῖτο συνεχῶς, ἀκόμη καὶ τὸν παραμικρὸ λογισμὸ ποῦ πήγαινε νὰ τὸν χωρίσει ἀπὸ τὸν Θεό. Ἢ συνείδησίς του ἦταν λεπτότατη. Ἀμέσως συνελάμβανε κάθε τί τὸ ἀντίθεο, τὸ ὅποιο ἀμέσως ἐξομολογεῖτο.
Ὅπως οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι εἶναι «λειτουργικὰ πνεύματα εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενα διὰ τοὺς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν» (Ἑβρ. ἃ' 14), ἔτσι καὶ ὁ π. Νικόδημος κατεφλεγετο ἀπὸ ἀνείκαστο πόθο νὰ εὐεργέτη τοὺς ἄλλους καὶ νὰ κερδίζη ψυχὲς πρὸς σωτηρίαν. Ἔλεγε: «Χριστέ μου, θέλω μὲ ὅ,τι συμβαίνει στὴν ζωή μου νὰ δοξάζεται τὸ Πανάγιό σου Ὄνομα, νὰ ὠφελοῦνται οἱ ἀδελφοί μου καὶ ἐγὼ νὰ σώζωμαι».
Ἡ ἀγάπη καὶ ἡ πνευματικότητά του
Γιὰ τὸν π. Νικόδημο ὁ ἐαυτὸς τοῦ ἦταν πάντοτε σὲ δεύτερη μοίρα. Πρῶτα ἔπρεπε νὰ ἀναπαυθοῦν οἱ ἄλλοι. Ἀναφέρουμε στὸ σημεῖο αὐτὸ τὴν μεγάλη ἀγάπη μὲ τὴν ὁποία διακόνησε τοὺς ἀδελφούς του, μοναχοὺς καὶ λαϊκούς, ὅσο καιρὸ ἦταν στὸ μοναστήρι, τακτοποιώντας μὲ ὑπερβολικὴ σχολαστικότητα τὰ τοῦ διακονήματός του, στὸ ὅποιο παρέμενε ἀτελείωτες ὧρες, καὶ ὑπηρετώντας ὅλους μὲ αὐτοθυσία, εἴτε ὡς παραηγουμενιάρης εἴτε ὡς ἀρχοντάρης εἴτε ὡς γηροκόμος εἴτε ὡς διακονητὴς ὁποιουδήποτε ἀλλοῦ διακονήματος. Τίποτε δὲν κρατοῦσε γιὰ τὸν ἑαυτό του. Χαρὰ τοῦ ἦταν νὰ χαίρωνται καὶ νὰ ὠφελοῦνται οἱ ἄλλοι. Ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ πέρασαν πολλὰ ὑλικὰ ἀντικείμενα καὶ χρήματα, γιατί οἱ ἄνθρωποι τὸν ἀγαποῦσαν καὶ τοῦ τὰ ἐμπιστεύονταν. Ὅμως ὅλα τὰ χρησιμοποιοῦσε γιὰ νὰ δίνη χαρὰ στοὺς ἄλλους. «Γιὰ νὰ χαροῦν», ὅπως πολὺ χαρακτηριστικὰ ἔλεγε: «Ἔδωσα στὸν τάδε τὸ τάδε ἀντικείμενο γιὰ νὰ χάρη» ἢ «τοῦ ἔψαλα τὸ τάδε τροπάριο γιὰ νὰ χάρη».
Ὅμως ἐκεῖ ποὺ δαπάνησε ἁπλόχερα τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἦταν στὸ νὰ παρήγορη ἀτελείωτες ὧρες τοὺς ἀπελπισμένους, νὰ χαροποιοί τους λυπημένους, νὰ γλυτώνει ἀπὸ τὰ νύχια τοῦ νοητοῦ δράκοντος τοὺς πλανεμένους, νὰ ὁδηγεῖ στὴν πνευματικὴ ζωὴ τοὺς ἀπομακρυσμένους ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν σωτηρία, νὰ εἰρηνεύει τοὺς ταραγμένους καὶ νὰ προσπαθεῖ νὰ λυτρώνει ἀπὸ τὴν σύγχυση τῶν λογισμῶν καὶ τῶν παθῶν τοὺς συγχυσμένους ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς μας. Ἢ μεγάλη κοσμοσυρροὴ κατὰ τὴν νεκρώσιμη ἀκολουθία, ποῦ τελέσθηκε στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του, τὸν Πειραιά, καθὼς καὶ οἱ αὐθόρμητες ἐκδηλώσεις ἀκόμη καὶ ἀγνώστων ἀνθρώπων ποῦ ἔτυχε νὰ γευθοῦν τὰ γλυκύτατα καὶ παρηγορητικά του λόγια, ἀποτελοῦν ἔκφραση τῆς μεγάλης ἀγάπης ποῦ ὃ λαὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ μάλιστα τῆς ἰδιαιτέρας τοῦ πατρίδος, ἔτρεφε πρὸς τὸν π. Νικόδημο, χάριν τῆς ἰδικῆς τοῦ ἀγάπης καὶ οὐσιαστικῆς προσφορᾶς του πρὸς αὐτόν.
Τί νὰ ποῦμε γιὰ τὴν θεομίμητη ταπείνωσή του; Ἦταν ἀπὸ τοὺς ἀρχαιότερους μονάχους της Μονῆς μας. Ἦταν καθαρότατος ψυχὴ καὶ σώματι καὶ ὑπεράξιος γιὰ τὴν ἱεροσύνη. Ὁ πόθος του γιὰ τὸν Θεὸ ἀνείκαστος καὶ γιὰ τὴν ἁγία ἱεροσύνη ἀνείπωτος. Γι' αὐτὸ ἐξ ἄλλου τελείωσε καὶ τὴν Ριζάρειο ἐκκλησιαστικὴ σχολή. Ὅμως ὅταν ὁ Γέροντας τοῦ ἀνακοίνωσε ὅτι δὲν θὰ τὸν προώθηση στὴν ἱεροσύνη, ἀποδέχθηκε ἀναντίρρητα τὴν ἀπόφαση τοῦ αὐτή. Ἤρχοντο νεώτεροί του στὴν Μονὴ καὶ ἐγίνοντο ἱερεῖς. Καὶ ὃ π. Νικόδημος οὔτε ζήλευε, οὔτε φθονοῦσε γι' αὐτό. Ἀπεναντίας ἐχαίρετο μὲ τοὺς νέους ἱερεῖς καὶ ἐξέφραζε τὸν πόθο του πρὸς τὴν ἁγία ἱεροσύνη μὲ τὴν βαθειὰ τιμὴ καὶ τὸν σεβασμὸ ποὺ ἀπέδιδε σὲ αὐτούς. Μᾶς ἔλεγε τελευταία ὃ σεβαστὸς Γέροντάς μας: «Ἀναρωτιόμουν πῶς ὃ π. Νικόδημος διατηροῦσε ἀδιάλειπτα τὴν μνήμη τοῦ Θεοῦ μέσα του». Καὶ βρῆκα τὴν ἀπάντηση: «Διότι εἶχε πάντοτε βαθειὰ ταπείνωση».
Οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι ὡς ἀσώματοι δὲν ἔχουν ἀνάγκη πραγμάτων καὶ ὑπαρχόντων, ἀλλὰ καὶ ὃ π. Νικόδημος δὲν θησαύρισε ποτὲ θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γής, «ὁπού σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει καὶ ὅπου κλέπται διορύσσουσι καὶ κλέπτουσι» (Μάτθ. στ' 19), ἀλλὰ «ἐν οὐρανῶ», διαμοιράζοντας, ὅπως προείπαμε, ὅλα ὅσα περνοῦσαν ἀπὸ τὰ χέρια του στοὺς ἄλλους.
Ὃ π. Νικόδημος -κατὰ κόσμον Ἰωάννης Κάντζας-γεννήθηκε στὸν Πειραιὰ ἀπὸ ἁπλούς, εὐλαβεῖς καὶ ἐνάρετους γονεῖς, τὸν Χρῆστο καὶ τὴν Χρυσούλα, τὸ 1955. Εἶχε ἀκόμη ἕνα ἀδελφό, νεώτερο, τὸν Παρασκευά, ὃ ὅποιος κρίμασιν οἶς οἶδε Κύριος ἐφονεύθη σὲ τροχαῖο δυστύχημα παραμονὲς τοῦ γάμου του σὲ ἡλικία μόλις 25 ἐτῶν.
Ὁ π. Νικόδημος ἀπὸ πολὺ μικρὴ ἡλικία πόθησε τὴν ἀγγελικὴ ζωὴ τῶν μοναχῶν. Ἦταν ἐκ κοιλίας μητρὸς ἀφορισμένος γιὰ νὰ ἀφιερωθεῖ στὴν λατρεία τοῦ Θεοῦ.
Ἀπὸ νεαρῆς ἡλικίας διεκρίνετο γιὰ τὴν εὐλάβειά του, τὸν Θεῖο τοῦ ἐρωτά, τὴν ἁγνότητά του, τὴν σοβαρότητά του, τὴν πίστη του στὸν Θεό, τὴν δοξολογικὴ τοῦ στάση ἀπέναντί Του, τὴν ταπείνωσή του, τὴν ὑπομονή του στὶς θλίψεις, τὴν ἀνυπόκριτη ἀγάπη του πρὸς ὅλους.
Εὐρισκόμενος ἤδη στὴν ἐπιθανάτιο κλίνη ἐκμυστηρεύθηκε σὲ κάποιο ἀδελφό: «Ἀπὸ μικρὸ παιδὶ πολὺ ἀγάπησα τὸν Θεό. Ζήλευα τοὺς ἁγίους Μάρτυρας καὶ τοὺς παρακαλοῦσα: "Ἅγιοι Μάρτυρες, σᾶς παρακαλῶ, δῶστε μου μία σταγονίτσα ἀπὸ τὴν ἀγάπη σας πρὸς τὸν Χριστό"». Καὶ συνέχισε: «Ἀδελφέ μου, εἰλικρινά σου λέω. Αὐτὸ ποὺ τότε ζητοῦσα, τώρα τὸ γεύομαι». Καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο πρόσθεσε: «Δὲν μποροῦσα νὰ καταλάβω τὸν λόγο τοῦ Ἀποστόλου "ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός". Εἰλικρινά σου λέγω, ἀδελφέ μου, τώρα τὸν ζῶ». Ἔλεγε τὰ λόγια αὐτὰ λίγο πρὶν τὴν κοίμησή του, ἐνῶ ἔφερε στὸ σῶμα τοῦ τὰ στίγματα τῶν παθημάτων ποὺ ὑπέμεινε ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τὸν πλησίον. Θὰ μπορούσαμε νὰ διαβεβαιώσουμε ὅτι ὃ π. Νικόδημος ξεπλήρωσε μὲ κάθε δυνατὴ τελειότητα τὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης της καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης της ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης της διανοίας σου καὶ ἐξ ὅλης της ἰσχύος σου... καὶ τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτὸν» (Μάρκ. Ἰβ' 30-31). Δὲν εἶναι λοιπὸν παράδοξο ποὺ ἀξιώθηκε νὰ λάβη μικρὴ γεύση ἀπὸ αὐτὰ ποὺ οἱ Ἅγιοι ἔζησαν, ἐφ' ὅσον καὶ ὁ π. Νικόδημος ἀκολούθησε τὸ παράδειγμα τῶν.
Ὅταν συνέβη τὸ θλιβερὸ γεγονὸς τοῦ τραγικοῦ θανάτου τοῦ ἀδελφοῦ του, ὃ π. Νικόδημος ἦταν ἤδη μοναχὸς στὸ Ἅγιον Ὅρος. Πληροφορήθηκε τὸ λυπηρὸ ἄκουσμα μὲ πολλὴ ἠρεμία. Πόνεσε βαθύτατα μὲν ἀλλὰ δὲν ἄφησε τὸν ἑαυτό του νὰ σκεφτεῖ, νὰ εἰπεῖ ἢ νὰ πράξη κάτι ἀνάρμοστο. Ἔφυγε ἐσπευσμένα ἀπὸ τὸ Ἅγιον Όρος γιὰ νὰ παρευρέθη στὴν κηδεία. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς νεκρώσιμου Ἀκολουθίας στέκεται πλησίον του νεκροῦ, σύννους [=σκεφτικός], ἐκστατικὸς καὶ μετὰ δακρύων. Ὅταν ἀργότερα ἐρωτήθηκε τί σκέπτεται τὴν ὥρα ἐκείνη, αὐτὸς ἀπήντησε: «Μελετοῦσα καὶ θαύμαζα τὰ μεγαλεία τοῦ Θεοῦ». Ἰδοὺ τεκμήριο ψυχῆς θεοφιλοῦς, ποὺ ζῆ καὶ ἀναπνέει μόνο γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὴν δόξα Του! Εὐρισκόμενος πρὸ τοῦ κεκοιμημένου φίλτατου ἀδελφοῦ του δὲν λυγίζετε τὰ βλεπόμενα λυπηρά, ἀλλὰ κινεῖτο πρὸς δοξολογία τοῦ Θεοῦ γιὰ τὰ μὴ βλεπόμενα ἀγαθὰ τῆς βασιλείας Του, στὰ ὅποια μετέβαινε ὃ ἀδελφός του.
Ὅμως ὁ ἀπροσδόκητος θάνατος τοῦ ἀδελφοῦ του βύθισε σὲ ἀνέκφραστο πένθος τὴν οἰκογένειά του. Ὃ πατέρας του, μὴ ὑποφέροντας τὸ τραγικὸ γεγονός, πολὺ σύντομα ἐγκατέλειψε τὴν παροῦσα ζωὴ προσβεβλημένος ἀπὸ βαρεία καὶ ἀνίατο νόσο.
Ὅταν ἡ συνοδεία τοῦ Γέροντος μεταφυτεύθηκε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γεώργιο Ἅρμα Χαλκίδος στὸ Ἅγιον Ὅρος, τὸ καλοκαίρι τοῦ 1974, ὡς ἕνας ἐξ αὐτῶν καὶ ὃ π. Νικόδημος εὑρέθη στὸ Ἅγιον Ὅρος. Πιστὸς τηρητὴς τῶν ἐπιταγῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων σκέφθηκε ὅτι δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ξαναβγεῖ ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὅρος. Γὶ αὐτὸ καὶ δὲν κατανοοῦσε πῶς θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ βοηθῆ τοὺς ἄλλους, μὲ ἔργα καὶ λόγους, πόθος ποὺ ὅπως προείπαμε κατέφλεγε ἀπὸ μικρας ἡλικίας τὴν ψυχή του. Ὅμως ὃ Ἅγιος Θεὸς δὲν ἄφησε ἀνεκπλήρωτη οὔτε τὴν ἐπιθυμία τοῦ αὐτή.
Ὁ π. Νικόδημος, ἀξιώθηκε πολλῶν χαρισμάτων ἀπὸ τὸν Θεό, τῆς ὑπομονῆς, τῆς καρδιακῆς χαρᾶς, τῆς ἀτελεύτητου δοξολογίας τοῦ Θεοῦ, τοῦ παρηγορητικοῦ λόγου πρὸς τοὺς τεθλιμμένους, τῆς ἀγάπης πρὸς ὅλους, λόγω τῆς καθαρότητας τοῦ αὐτῆς, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου: «μακάριοι οἱ καθαροὶ τὴ καρδία, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» (=εὐτυχισμένοι οἱ καθαροὶ στὴν καρδιά, γιατί αὐτοὶ θὰ δοῦν τὸ Θεό, Μάτθ. ἐ' 8). Αὐτὰ εἶναι τὰ θαυμαστὰ ἔργα ποὺ ἐπιτελεῖ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, ὅταν βρεῖ ἀνθρώπους ἄξιους Ἑαυτοῦ καὶ δεκτικοὺς τῶν θείων ἐπιλάμψεων.
Ποτὲ δὲν ἀργολογοῦσε οὔτε ἀστειευόταν. Μιλοῦσε ἀτελείωτες ὧρες, εἴτε διὰ ζώσης εἴτε τηλεφωνικά, χωρὶς ὅμως ποτὲ νὰ ἐκστομίζει πράγματα μάταια ἡ ψυχοβλαβῆ. Μοναδικὸς σκοπὸς τοῦ ἦταν πάντοτε ἢ ὠφέλεια τοῦ πλησίον. Ἀγαποῦσε ὅλους ὡς γνησίους ἀδελφούς του. Μέχρι τὰ τελευταία του, ἂν καὶ ἢ δύσπνοια τὸν δυσκόλευε νὰ ὁμιλεῖ ἐλεύθερα, δὲν σταμάτησε νὰ διδάσκει, νὰ παρήγορη καὶ νὰ ἐνισχύει τοὺς ἄλλους.
*****
Δὲν ὑστέρησε ὅμως καθόλου καὶ στὴν ἔμπρακτη ἐλεημοσύνη αὐτῶν ποῦ εἶχαν ἀνάγκη. Θὰ μπορούσαμε ἀνεπιφύλακτα νὰ ἐπαναλάβουμε καὶ γιὰ τὸν π. Νικόδημο τὸν ψαλμικὸ λόγο: «σκόρπισε, ἔδωκε τοῖς πένησιν ἢ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰώνα τοῦ αἰῶνος» (Ψάλμ. ρια' 9). Πέρασαν ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ πολλὰ πράγματα ἀξίας ἀλλὰ καὶ χρήματα ποῦ τοῦ ἐμπιστεύονταν εὐλαβεῖς Χριστιανοί. Τὴν ἴδια στιγμὴ ὅμως τὰ χάριζε ἁπλόχερα σὲ ὅσους ἢ ἀγαπώσα καρδία τοῦ ἔκρινε ὅτι τὰ εἶχαν ἀνάγκη.
Ὅταν μετὰ τὴν κοίμηση τῆς μητέρας τοῦ εὑρέθη καὶ πάλι γιὰ λίγο στὸ Μοναστήρι μας, συμπεριφερόταν σὰν νὰ μὴ εἶχε λείψει καθόλου ἀπὸ τὴν Μονή, ἀποδεικνύοντας ἔτσι ὅτι οὐδέποτε ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ Αὐτὴν νοερὰ καὶ καρδιακά.
Ἡ περιπέτεια τῆς ὑγείας του
Ἡ μακρὰ ἐνασχόλησής του μὲ τὰ προβλήματα τῆς ὑγείας τῆς μητέρας του δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ κάποια προβλήματα τῆς δικῆς του ὑγείας, τῶν ὁποίων ἡ σοβαρότης ἀπὸ λάθος ἐκτίμηση τῶν ἰατρῶν δὲν εἶχε γίνει ἀντιληπτή. Ὅταν ὅμως μετὰ τὴν κοίμηση τῆς μητέρας τοῦ θέλησε νὰ ἀσχοληθεῖ πιὸ προσεκτικὰ μὲ αὐτά, διεγνώσθη βαρεία καρδιακὴ ἀνεπάρκεια τελικοῦ σταδίου.
Ἀνθρωπίνως ἡ μόνη δυνατὴ θεραπεία ποὺ ὑπῆρχε ἦταν ἢ μεταμόσχευσης καρδίας.
Ὅμως παρὰ τὶς ἐπανειλημμένες προτάσεις τῶν ἰατρῶν μέχρι καὶ τὴν τελευταία ἥμερά της ζωῆς του, δὲν δέχθηκε νὰ μεταμοσχευθεῖ.
Ἀγαποῦσε καὶ ἐχαίρετο τὴν ζωή.
Μὲ πολὺ μεγάλη σχολαστικότητα τηροῦσε τὶς ὁδηγίες τῶν ἰατρῶν, θεωρώντας τὴν ἀμέλεια ὡς ἔφαμαρτη κατὰ τὸν ἀποστολικὸ λόγο:
«οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς θεοῦ ἔστε καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμίν; εἰ τὶς τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὃ Θεὸς» (Ἃ' Κόρ. γ' 16).
Ἔλεγε χαρακτηριστικά:
«Θέλω νὰ ζήσω. Βάλτε μου τὴν τεχνητὴ καρδιὰ ἢ ὅ,τι ἄλλο τεχνικὸ μέσο διαθέτει ἢ ἐπιστήμη. Ὅμως ποτὲ δὲν πρόκειται νὰ δεχθῶ μία καρδιὰ ποῦ θὰ προέρχεται ἀπὸ ἕνα "ἐγκεφαλικὰ νεκρό", ὃ ὅποιος γιὰ μένα δὲν εἶναι νεκρὸς ἀλλὰ ζῶν καὶ βαρύτατα πάσχων ἀσθενής».
Τὴν πεποίθηση τοῦ αὐτή, τὴν ὁποία πολλὲς φορὲς εἶχε ὑπερασπιστὴ στὸ παρελθόν, πρὶν ἀκόμη ἐμφανιστῆ τὸ πρόβλημα τῆς ὑγείας του, ὑπεστήριξε καὶ τώρα μὲ ἀπολυτη εἰρήνη καὶ σταθερότητα ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ παραδειγμά του.
Στὸ νοσοκομεῖο, συμπαραστάτης ὅλων...
Ὁ π. Νικόδημος αἰσθανόταν τὸ «Ὠνάσειο Καρδιοχειρουργικὸ Κέντρο» σὰν «δεύτερο μοναστήρι του», ὅπως χαρακτηριστικὰ ἔλεγε. Ἀγαποῦσε ὅλους τους ἐργαζομένους στὸ Ἵδρυμα, ἰατρούς, νοσηλευτικὸ καὶ ὑπηρετικὸ προσωπικό, ἀλλὰ καὶ πολὺ ἤγαπατο ἀπὸ αὐτούς. Βοηθήθηκε πολὺ ἀπὸ ὅλους, καὶ μάλιστα ἀπὸ τὸν κ. Γ. Α., ποῦ τὸν θεωροῦσε κατ' ἐξοχὴν ἰατρό του, ἄριστο ἐπιστήμονα, ἀνιδιοτελῆ, γεμάτο ἀπὸ ἀγάπη γιὰ ὅλους τους ἀσθενεῖς του καὶ ὅλως ἰδιαιτέρως γιὰ τὸν π. Νικόδημο. Ὁ συγκεκριμένος ἰατρὸς ἀγωνίσθηκε μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις του νὰ παρατείνει τὴν ζωὴ τοῦ π. Νικόδημου, ἐλπίζοντας καὶ σὲ κάποιο νεώτερο ἐπίτευγμα τῆς ἐπιστήμης, «προκειμένου νὰ συνέχιση τὴν ὑψηλὴ ἀποστολή του», ὅπως ἔλεγε, ἐπειδὴ ἔβλεπε τὴν μεγάλη βοήθεια ποὺ ἐλάμβαναν ὅσοι τὸν πλησίαζαν. Παρετάθη μάλιστα ἢ ζωὴ τοῦ π. Νικόδημου μὲ τὴν θεία βοήθεια καὶ χάρις στὶς προσπάθειες τῶν ἰατρῶν πολὺ περισσότερο ἀπὸ ὅσο προέβλεπαν τὰ κατὰ καιροὺς δημοσιευόμενα στὰ ἐπιστημονικὰ περιοδικὰ πορίσματα τῆς ἐπιστήμης.
Ὅμως καὶ ὁ π. Νικόδημος παραμένοντας στὸ «Ὠνάσειο» βοήθησε πολὺ μὲ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ καὶ τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τοὺς συνοδοὺς τῶν καὶ τὸ νοσηλευτικὸ προσωπικό του. Ἡ ὑπερβάλλουσα ἀγάπη τοῦ π. Νικόδημου γιὰ τὸν Θεὸ ξεχείλιζε ὡς ποταμὸς μὲ γλυκύρροα νάματα καὶ ἀγκαλίαζε κάθε εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ποῦ τὸν πλησίαζε. Δὲν ὑπῆρχε ψυχὴ πονεμένη, λυπημένη, ταραγμένη, συγχυσμένη, ποὺ νὰ ἔφυγε ἀπὸ κοντὰ τοῦ χωρὶς νὰ λαβὴ βάλσαμο, παρηγοριὰ καὶ ἀνάπαυση.
Ἦταν πολὺ συνηθισμένη στὰ χείλη του ἢ φράσις: «Νὰ χαίρεσαι! Νὰ χαίρεσαι!» ποὺ ἀπηύθυνε πρὸς ὅλους. Ἀναφέρουμε σὰν παράδειγμα τὴν περίπτωση μίας εὐλαβοῦς νοσηλεύτριας, ποῦ κάποια Μ. Παρασκευὴ ἦταν ὑποχρεωμένη νὰ μείνει στὸ Νοσοκομεῖο λόγω ὑπηρεσίας. Ἦταν πολὺ λυπημένη ποῦ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἐκκλησιασθεῖ. Ὃ π. Νικόδημος, νοσηλευόμενος τότε καὶ αὐτός, κατόρθωσε μὲ τοὺς θεοπρεπεῖς τοῦ λόγους νὰ τὴν ἐνίσχυση καὶ νὰ τὴν χαροποίηση, τονίζοντας τῆς τὴν ἀλήθεια ὅτι ὃ Χριστὸς ἦταν γι' αὐτὴν πολὺ περισσότερο ἐκεῖ στὸ Νοσοκομεῖο, στὰ πρόσωπα τῶν ἀσθενῶν ποῦ ὑπηρετοῦσε, ἀπὸ ὅτι ἦταν στὴν Ἐκκλησία.
Τὸ ἔργο τοῦ αὐτὸ δὲν τὸ σταμάτησε μέχρι τὸ τέλος. Ὃ ἴδιος πέθαινε, ἐφ' ὅσον δὲν ἐδέχετο τὴν μεταμόσχευση, καὶ ζωοποιοῦσε τοὺς ἄλλους. Ἂν καὶ εὔρισκετο στὴν κλίνη τῆς ἀσθενείας, δὲν ἔπαυε νὰ δίνη χαρὰ καὶ ἀνακούφιση στοὺς γύρω του. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ἢ οὐσιαστικὴ συμπαράστασή του μὲ εὐλογίες τῶν εὐλαβῶν Χριστιανῶν καὶ μὲ οἰκονομίες του στὸν ἀγαπητὸ ἀδελφὸ Ἰωάννη, εὐλογημένο λαϊκὸ ἀδελφό, ποὺ μὲ αὐτοθυσία τοῦ συμπαραστάθηκε σὲ ὅλες τὶς δύσκολες ὧρες τοῦ μέχρι τέλους.
Ἡ ἀσθένεια τοῦ π. Νικόδημου ἦταν πολὺ βασανιστική, λόγω τῆς μεγάλης δύσπνοιας ἀκόμη καὶ ἐν ἠρεμία, ποὺ δὲν τοῦ ἐπέτρεπε οὔτε καὶ τὸν ὕπνο. Παρὰ τὴν ταλαιπωρία, τὶς ἀϋπνίες καὶ τὴν σαφῆ γνῶσι ὅτι ὁ θάνατος πλησιάζει, βασίλευε μονίμως στὴν ψυχή του ἡ θεϊκὴ χαρά, τῆς ὁποίας ἔκανε κοινωνοὺς ὅλους ὅσους τὸν προσέγγιζαν. Τὸν τελευταῖο καιρὸ τραγουδοῦσε πολὺ συχνὰ μὲ πολλὴ χάρι ἕνα τραγουδάκι, ἐκφραστικὸ τῶν βιωμάτων του:
«Ὄμορφη μικρὴ βαρκούλα, γιὰ ποῦ ἔβαλες πανί, ἔχει θάλασσα κι ἀγέρα, δὲν φοβᾶσαι μοναχή;
Μὴ μὲ βλέπετε μικρούλα κι ἀραγμένη στὸ γιαλό, τ' ὄνομά μοῦ εἶναι πίστης καὶ τὰ κύματα' ἀψηφῶ...».
Ὁμιλώντας τηλεφωνικῶς μὲ ἕνα ἀδελφὸ στὴν Μονή, τοῦ ἔψαλε μὲ τὴν γλυκεία φωνὴ τοῦ τὸν Ἀναστάσιμο Κανόνα, πανηγυρικὰ καὶ μεγαλόπρεπα: «Ἀναστάσεως ἡμέρα λαμπρυνθῶμεν λαοί...». Ἔψαλε ὅλη τὴν ἃ' ὠδὴ μαζὶ μὲ τὰ τρία ἀκροτελεύτια «Χριστὸς Ἀνέστη» καὶ τὸ «Ἀναστᾶς ὃ Ἰησοῦς ἀπὸ τοῦ τάφου». Ἐὰν ὃ ἀδελφὸς δὲν τὸν διέκοπτε, θὰ συνέχιζε καὶ τὶς ὑπόλοιπες ὠδὲς τοῦ Κανόνος.
Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κίτρους κ. Ἀγαθόνικος εὑρέθη στὸ «Ὤνασειο», γιὰ νὰ συμπαρασταθεῖ στὴν ἐγχείρηση τῆς εὐλαβέστατης ἀδελφῆς του, τότε ποὺ καὶ ὃ π. Νικόδημος νοσηλεύετε ἐκεῖ. Ἡ συνάντησης τοῦ Σεβασμιότατου μὲ τὸν π. Νικόδημο ἦταν ἀφορμὴ μεγάλης χαρᾶς γιὰ τὸν π. Νικόδημο ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν ἄγιο Κίτρους. Ἐρχόταν καθημερινῶς γιὰ τὴν ἀδελφή του, ἀλλὰ παρέμενε πολλὴ ὥρα στὸν θάλαμο τοῦ π. Νικοδήμου ρουφώντας κυριολεκτικὰ τὰ λόγια του. Ἔβλεπε κανεὶς τότε ἕνα παράδοξο πράγμα: Ὁ Ἀρχιερεὺς νὰ ἀκούει σιωπηλὸς ὁμιλοῦντα ἕνα ἁπλὸ μοναχό. Ἀπόδειξης τῆς ἁγιότητας τοῦ Σεβασμιότατου ἀλλὰ καὶ τῆς χαριτωμένης ψυχῆς τοῦ π. Νικόδημου. Αὐτὸ βέβαια δὲν εἶναι ἀφύσικο, ἐφ' ὅσον μόνον οἱ ἅγιοι καταλαβαίνουν τοὺς ἁγίους. Ἀργότερα ἔλεγε ὁ Ἀρχιερεὺς πρὸς τοὺς παρευρισκομένους: «Τὸ πρόσωπο τοῦ -τοῦ π. Νικόδημου- εἴναι σὰν τοῦ Χριστούλη», μαρτυρία ποὺ ἐπιβεβαίωναν καὶ πολλοὶ ἄλλοι.
*****
Τὸν π. Νικόδημο ἐπισκέφθηκε στὸ «Ὤνασειο» καὶ ὃ ἐπίσκοπός της ἰδιαιτέρας τοῦ πατρίδος, ὃ Μητροπολίτης Πειραιῶς κ. Σεραφείμ. Πολὺ χάρηκε, ἐνισχύθηκε καὶ παρηγορήθηκε ἀπὸ τὴν ἐπίσκεψι αὐτή. Συγχρόνως βρῆκε τὴν εὐκαιρία νὰ ἔκφραση τὴν εὐγνωμοσύνη του στὸν Σεβασμιότατο γιὰ τὸ πολυσχιδὲς ποιμαντικὸ ἔργο του στὴν Ἐπαρχία του καὶ νὰ τὸν ἐνθαρρύνει στοὺς πεπαρρησιασμένους ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀγώνας του.
Ὅμως πολὺ σύντομα ὃ π. Νικόδημος καθηλώθηκε στὴν ἐπιθανάτιο κλίνη μὲ πολὺ ἰσχυροὺς πόνους καὶ βαρεία δύσπνοια. Ὅμως ἢ θεολόγος γλώσσα του δὲν ἔπαυε νὰ κελαηδῆ ὕμνους καὶ δοξολογίες στὸν Θεό. Έλεγε μὲ φωνὴ σβησμένη καὶ συνεχῶς διακοπτόμενη ἀπὸ τὴν δύσπνοια:
«Μὲ ἐρωτοῦν: "Γιατί π. Νικόδημε ὅλες οἱ συμφορὲς σὲ σένα; Θάνατος τοῦ ἀδελφοῦ, τοῦ πατέρα, βαρεία ἀσθένεια τῆς μητέρας, ἀπομάκρυνσης ἀπὸ τὴν ἀγαπημένη σου Μονή, βαρεία καὶ ἀνίατη ἀσθένεια;" Καὶ ἐγὼ τοὺς ἀπαντῶ: "Γιατί πολὺ μὲ ἀγαπᾶ ὃ Χριστός. Καὶ ἐγὼ πολὺ Τὸν ἀγαπῶ. Πολὺ Τὸν ἀγαπῶ"»
καὶ συνέχισε κλαίων μὲ τὰ δάκρυα τοῦ θείου ἔρωτος.
Λίγο ἀργότερα πάλι ἔλεγε:
«Μέσα ἀπὸ τὸν βυθὸ τῆς πολυκύμαντης ζωῆς μου αἰσθάνομαι χαρά, εἰρήνη, δοξολογία, εὐχαριστία, εὐγνωμοσύνη, τὸν Χριστό. Τώρα χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου».
Αὐτὰ ἦταν καὶ τὰ τελευταία λόγια του π. Νικόδημου. Μετὰ ἀπὸ λίγο ἡ τρισευλογημένη καὶ χαριτωμένη καρδιὰ τοῦ π. Νικόδημου ἔπαυσε νὰ πάλλη.
Ἡ κοίμησή του
Ὁ θάλαμος τοῦ γέμισε ἀπὸ τὸ προσωπικό του Νοσοκομείου. Ὅλοι ἔτρεξαν γιὰ νὰ διαδηλώσουν μὲ τὸν τρόπο τοὺς τὸν θαυμασμὸ καὶ τὴν ἐκτίμησή τους πρὸς τὸν ταπεινὸ μοναχὸ π. Νικόδημο, τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔθεσε ὡς στόχο τῆς ζωῆς τοῦ ὄχι τὸ ἴδιον ὄφελος ἀλλὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀνάπαυση τοῦ ἀδελφοῦ, τὸν ἄνθρωπο ποὺ παρὰ τὶς μεγάλες δοκιμασίες του δὲν ἔπαυσε οὐδὲ ἐπὶ στιγμὴν νὰ δοξολογεῖ τὸν Θεό, τὸν ἄνθρωπο τῆς ἀκράδαντου πίστεως καὶ ἐλπίδος στὸν Θεό, ποὺ ἐστάλη ἀπὸ τὸν Θεὸ κατὰ τὶς πονηρὲς ἥμερές μας γιὰ νὰ μᾶς δείξει μὲ τὸ παράδειγμα τοῦ τὴν ὁδὸ τοῦ ἁγιασμοῦ καὶ τῆς σωτηρίας. Γι' αὐτὸ δὲν εἶναι παράδοξο ὅτι ὁμολογήθηκε ἀπὸ τοὺς θεράποντές του ὅτι «δὲν πέρασε ἄλλος ἄρρωστος ἀπὸ τὸ Ὤνασειο σὰν τὸν Νικόδημο».
Καὶ ὃ ἀγαπητός του ἰατρός, κ. Γ. Α., μετὰ τὴν Ἀγρυπνία-κηδεία ποὺ ἐτελέσθη στὸν Ί. Ναὸ τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Πειραιᾶ ἐξέφρασε τὴν θερμὴ ἐπιθυμία νὰ συγκεντρώνονται ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν ὅσοι γνώρισαν τὸν π. Νικόδημο, γιὰ νὰ τὸν θυμοῦνται καὶ νὰ ἀνανεώνουν μέσα τοὺς ὅλα αὐτὰ ποὺ ἔζησαν κοντά του. Ὃ ἴδιος σὲ ἄλλη στιγμὴ εἶχε πεῖ: «Πολύ μου μιλᾶ στὴν καρδιὰ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος».
Μετὰ τὴν νυκτερινὴ ἀκολουθία στὸν Πειραιὰ τὸ σκήνωμα τοῦ μετεφέρθη στὴν Ἱερὰ Μονή μας, ὅπου ἐπανελήφθη ἢ νεκρώσιμος Ἀκολουθία.
Τὸ σκήνωμα τοῦ π. Νικόδημου ἐναπετέθη στὸ κοιμητήριο τῆς Μονῆς προσδοκώντας «ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος», ἡ δὲ ψυχὴ τοῦ χαίρεται καὶ ἀγάλλεται «ἐν χώρα ζώντων» καὶ «ἐν σκηναῖς δικαίων», ἔνθα καταλάμπει τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, τὸν ὅποιο θερμῶς ἐξ ὅλης ψυχῆς καὶ καρδίας ἀγάπησε.
Αἰωνία σου ἡ μνήμη, ἀξιομακάριστε καὶ ἀείμνηστε ἀδελφὲ ἠμῶν π. Νικόδημε!
Πηγή: ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ
Π.ΝΙΚΟΔΗΜΕ ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ ΤΩΡΑ ΠΡΕΣΒΕΥΕ ΥΠΕΡ ΗΜΩΝ ΤΩΝ ΑΝΑΞΙΩΝ ΚΑΙ ΥΠΕΡ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΑπάντησηΔιαγραφή