6 Δεκ 2011

Ἀγάπη γιὰ τὴν πατρίδα (Μέρος Ά)

Ἀρχιμ. Ἰωὴλ Κωνστάνταρος
Ὅπως ὅλοι βλέπουμε καὶ ζοῦμε, ὁ Οἰκουμενισμὸς καὶ ἡ Παγκοσμιοποίησις, ἔχουν περάσει γιὰ τὰ καλὰ στὴ ζωή μας καὶ ἔχουν διαβρώσει συνειδήσεις μὲ ἀποτέλεσμα νὰ κινδυνεύουν νὰ πλανηθοῦν ἀκόμα καὶ οἱ ἐκλεκτοὶ κατὰ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου μας: «Ἐγερθήσονται γὰρ ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφῆται καὶ δώσουσι σημεῖα μεγάλα καὶ τέρατα, ὥστε πλανῆσαι, εἰ δυνατόν, καὶ τοὺς ἐκλεκτοὺς» (Μάτθ. κδ’ 24). Ἕνα βασικὸ κεφάλαιο ποὺ ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν ἐθνική μας ζωὴ καὶ ὁπωσδήποτε μὲ αὐτὴ τὴν Ὀρθόδοξη Χριστιανική μας συνείδηση καὶ ποὺ ἐπηρεάζεται ἄμεσα ἀπὸ τὸ διεθνιστικὸ πνεῦμα τῆς παγκοσμιοποίησης καὶ ἀπὸ τὸν θρησκευτικὸ συγκρητισμό, εἶναι καὶ τὸ θέμα Πατρίδα.
Δυστυχῶς, ἀκούγονται φωνὲς οἱ ὁποῖες καλυμμένες μὲ ἕνα διάτρητο θεολογικὸ μανδύα, προσπαθοῦν νὰ πείσουν τοὺς πιστοὺς Χριστιανοὺς ὅτι ἡ ἀγάπη καὶ ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν πατρίδα εἶναι κάτι ποὺ δὲν στέκει στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Ἀκόμα ἰσχυρίζονται ὅτι τὰ Ἑλληνοχριστιανικὰ ἰδανικά μας, Ὀρθοδοξία, Πατρίδα, Οἰκογένεια εἶναι ἀντιλήψεις παρωχημένων ἐποχῶν καὶ δὲν ἀπηχοῦν τὴ σύγχρονη πραγματικότητα τῆς ζωῆς. Γιὰ νὰ δοῦμε ὅμως, πὼς πραγματικὰ ἔχουν τὰ πράγματα. Ποία εἶναι ἡ μαρτυρία τῆς παραδόσεώς μας; Τί ἀκριβῶς ἀναφέρει ἡ Ἁγία Γραφὴ Π & Κ.Δ. γιὰ τὸ θέμα τῆς Πατρίδας; Πῶς ἔζησαν οἱ...

 πρόγονοί μας τὴν ἔννοια Πατρίδα καὶ τὰ ἰδανικά μας;
Σίγουρα οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἀγάπησαν μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῆς καρδίας τοὺς τὸν Κύριό μας καὶ ποὺ ἔφθασαν σὲ πολὺ ὑψηλὰ ἐπίπεδα ἀρετῆς καὶ ἁγιότητας, δὲν ἔκαναν λάθος ὅταν ἔγραφαν καὶ κήρυτταν γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν προστασία τῆς ἐπίγειας Πατρίδας.
Καὶ μετὰ βεβαιότητας, ὅσοι κηρύττουν διαφορετικὲς ἀπόψεις ἐπάνω στὸ θέμα αὐτὸ δὲν μποροῦν νὰ ἰσχυρίζονται ὅτι ἐκφράζουν τὴν γνήσια παραδοσιακὴ γραμμή, ἡ ὁποία ἀναπαύει τὴν συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου.

Π. Διαθήκη
Στὸ πρῶτο τμῆμα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, στὰ βιβλία τῆς Π. Διαθήκης, θὰ βροῦμε ἀρκετὰ χωρία ὅπου φαίνεται τὸ πνεῦμα τῆς ἀγάπης πρὸς τὴν πατρίδα. Ἂν καὶ ἐκφράζει τὴν Πρωτοχριστιανικὴ ἐποχή, γίνεται φανερὸς ὁ τονισμὸς αὐτοῦ του πατριωτισμοῦ.
Περίφημος ὁ ρλστ’ (136) ψαλμὸς γιὰ τὸ θέμα αὐτό. «Ἐπὶ τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος ἐκεῖ ἐκαθίσαμεν καὶ ἐκλαύσαμεν ἐν τῷ μνησθῆναι ἠμᾶς τῆς Σιῶν… Ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου, Ἱερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιὰ μοὺ• κολληθείη ἡ γλῶσσά μου τῷ λάρυγγί μου, ἐὰν μὴ σοὺ μνησθῶ». Στὶς ὄχθες τῶν ποταμῶν τῆς Βαβυλώνας (τοῦ Τίγρη καὶ τοῦ Εὐφράτη) ἐκεῖ καθίσαμε καὶ κλάψαμε, ὅταν θυμηθήκαμε ἐμεῖς τὴν Ἱερουσαλήμ…Ἐὰν σὲ λησμονήσω Ἱερουσαλήμ, ἂς ξεραθεῖ τὸ δεξί μου χέρι. Ἂς κολλήσει ἡ γλῶσσά μου στὸ λάρυγγά μου ἐὰν δὲν σὲ θυμηθῶ.
Ὁ ψαλμὸς αὐτὸς χαρακτηρίζεται ὡς «ἐλεγεῖον θαυμάσιον καὶ ὡς ἕνα τῶν ἀριστουργημάτων τῆς λυρικῆς ποιήσεως τῶν Ἑβραίων».
Πράγματι ἡ ἀγάπη πρὸς τὴν πατρίδα καὶ πρὸς τὸν Θεὸ δύσκολα μποροῦν νὰ φθάσουν σὲ ψηλότερο ἐπίπεδο. Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ τὸ βιβλίο τῶν ψαλμῶν, δήλ. στὸν πατριωτισμό, γίνεται ἀξεπέραστο.
Ἀλλὰ καὶ πολὺ πρὸ τοῦ Δαβὶδ βλέπει κανεὶς τὸν γέροντα Πατριάρχη Ἰακώβ, νὰ δεσμεύει μὲ ὅρκο τὸν υἱὸ τοῦ Ἰωσήφ, ὅταν αὐτὸς φύγει ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτή, νὰ μὴ τὸν θάψουν στὴν ξένη γῆ τῆς Αἰγύπτου, ἀλλὰ τὴν εὐλογημένη γῆ τῆς ἐπαγγελίας, στὸν τάφο τῶν πατέρων του.
Ἂς δοῦμε τὸ ἱερὸ κείμενο τῆς Γραφῆς, ποὺ μὲ τόση χάρη μετέφρασαν ἀπὸ τὴν ἑβραϊκὴ στὴν εὐλογημένη μᾶς Ἑλληνικὴ γλώσσα οἱ Ἑβδομήκοντα δύο ἑρμηνευτές.
«Ἤγγισαν δὲ αἳ ἡμέραι Ἰσραὴλ τοῦ ἀποθανεῖν καὶ ἐκάλεσε τὸν υἱὸν αὐτοῦ Ἰωσὴφ καὶ εἶπεν αὐτῶ. Εἰ εὕρηκα χάριν ἐναντίον σου, ὑπόθες τὴν χεῖρά σου ὑπὸ τῶν μηρῶν μου καὶ ποιήσεις ἐπ’ ἐμὲ ἐλεημοσύνην καὶ ἀλήθειάν του μὴ μὲ θάψαι ἐν Αἰγύπτω, ἀλλὰ κοιμηθήσομαι μετὰ τῶν πατέρων μου, καὶ ἄρης μὲ ἐξ Αἰγύπτου καὶ θάψεις μὲ ἐν τῷ τάφω αὐτῶν. Ὁ δὲ εἴπεν• Ἐγὼ ποιήσω κατὰ τὸ ρῆμά σου. Εἶπε δὲ• Ὅμοσον μοί. Καὶ ὤμοσεν αὐτῶ. Καὶ προσεκύνησεν Ἰσραὴλ ἐπὶ τὸ ἄκρον τῆς ράβδου αὐτοῦ» (Γέν. μζ 29-31).
Ὅταν δήλ. πλησίαζαν οἱ ἡμέρες τοῦ θανάτου τοῦ Ἰσραὴλ ἔστειλε καὶ κάλεσε κοντὰ τοῦ τὸν υἱὸ τοῦ Ἰωσὴφ καὶ τοῦ εἶπε: «Ἐὰν βρῆκα χάριν ἐνώπιόν σου, βάλε τὸ χέρι σου κάτω ἀπὸ τὸν μηρόν μου καὶ ὁρκίσου ὅτι θὰ συμπεριφερθεῖς ἀπέναντί μου μὲ ἐλεημοσύνη, μὲ πιστή, ὑπακοὴ καὶ ἀκρίβεια• ὅτι θὰ ἐκπληρώσεις τὴν τελευταία μου ἐπιθυμία ἡ ὁποία εἶναι: Ὅταν θὰ πεθάνω, νὰ μὴ μὲ θάψεις στὴν Αἴγυπτο. Θέλω νὰ ταφῶ στὴν Χαναᾶν, στὸν ἴδιο τόπο μὲ τοὺς πατέρες μου. Θὰ μὲ μεταφέρεις λοιπὸν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο στὴ Χαναᾶν καὶ θὰ μὲ θάψεις στὸ δικό τους μνημεῖο». Καὶ ὁ Ἰωσὴφ τοῦ ἀπάντησε: «Σοὺ ὑπόσχομαι ὅτι θὰ κάνω ὅπως μου εἶπες». Ὁ Ἰακὼβ ὅμως ἐπέμεινε καὶ τοῦ εἶπε: «Ὁρκίσου μου ὅτι θὰ τὸ κάνεις». Καὶ ὁ Ἰακὼβ ὁρκίστηκε στὸν πατέρα του. Τότε ὁ Ἰσραήλ, ἐπειδὴ πίστευσε ὅτι ὁ Θεὸς θὰ βοηθοῦσε, ὥστε νὰ μεταφερθεῖ ἡ σορός του στὴ Χαναᾶν γιὰ νὰ ταφεῖ ἐκεῖ, ἔσκυψε καὶ προσκύνησε τὸν Θεό, ἀφοῦ ἀκούμπησε τὸ μέτωπό του στὴν ἄκρη τοῦ ραβδιοῦ του, στὸ ὁποῖο στηριζόταν.
Ἡ ἐπιθυμία αὐτὴ τοῦ Ἰακὼβ γιὰ τὴν πατρώα γῆ ἐκφράζει καὶ τὴν ἱερὴ ἐπιθυμία πρὸς τὴν πατρίδα ὅλων τῶν πατριαρχῶν καὶ τῶν ἐκλεκτῶν τέκνων τῆς Π.Δ. Ὁ ἴδιος Πατριάρχης Ἰακὼβ ὅταν βρισκόταν στὴ Μεσοποταμία, ζοῦσε μὲ τὸ γλυκὺ ὄνειρο νὰ ἐπιστρέψει στὴ γῆ Χαναᾶν. Καὶ τώρα, ποὺ λόγω ἀνάγκης πῆγε μὲ τὰ παιδιά του στὴν Αἴγυπτο καὶ δὲν ἔβλεπε τοὺς ἀπογόνους του νὰ κληρονομοῦν τὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας, ζητεῖ μὲ ὅρκο, νὰ καλύψει τουλάχιστον τὸ ἄψυχο σῶμα τοῦ τὸ εὐλογημένο χῶμα της.
Δὲν μπορεῖ κανεὶς παρὰ νὰ συγκινηθεῖ ἀπὸ τὴν ἱερὴ αὐτὴ ἐπιθυμία. Ἀφήνει συγκλονιστικὸ παράδειγμα ὁ γέροντας Πατριάρχης στοὺς ἀπογόνους του. Δὲν μποροῦν παρὰ καὶ αὐτοὶ ποὺ θ’ ἀκολουθήσουν νὰ ἀγαπήσουν μὲ ὅλη τους τὴν καρδία τὴν γῆ τῶν πατέρων τους.
(Συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.