
Μία κόρη, ἄς ποῦμε πώς τήν ἔλεγαν Μαρία, γεννημένη σέ μία δροσόλουστη κωμόπολη τῆς Κρήτης, βρίσκεται στήν Ἀθήνα γιά σπουδές. Ὁ πατέρας φτωχός ἐργάτης, ἡ μητέρα της, ἐργαζόμενη κι αὐτή. Μεροδούλι-μεροφάι, ἀλλά τό «δόξα σοί, ὁ Θεός!» δέν λείπει ἀπό τό στόμα τους.Ὄμορφη ἡ Κρητικοπούλα! Ὁ λαμπρογάλανος οὐρανός τῆς Κρήτης κ’ ἡ νταντελοπλουμισμένη θάλασσά της, κ’ οἰ ζέφυροι καί τά μαϊστράλια, λές κι ἔβαλαν τά δυνατά τους νά τήν κάμουν σωστή ζωγραφιά!…
Ἀπό τά βάθη τῆς Ἀνατολῆς, ἀπό χώρα ἐξωτική, ἕνα πριγκιπόπουλο, γιός ἑνός Μαχαραγιά, ἕνας νιός μέ περίσσια κι ἐκεῖνος ὀμορφιά, ἔρχεται στήν Ἀθήνα ἀπό τό Λονδίνο ὅπου σπούδαζε. Ἀντάμωσε τό πριγκιπόπουλο τῆς Ἀνατολῆς τήν κόρη τῆς λεβεντογέννας καί, ὅπως στά παραμύθια, μία μεγάλη ἀγάπη τούς ἔνωσε! Τήν κόρη τοῦ ἐργάτη καί τόν γιό τοῦ Μαχαραγιά! Μία θερμή ἀγάπη, πού βάδιζε γοργά γιά γάμο…
Σέ κάμποσο καιρό, ὁ Μαχαραγιάς πατέρας τοῦ παλληκαριοῦ κάλεσε στή μακρινή πατρίδα τοῦ τούς γονεῖς τῆς Μαρίας νάρθουν μαζί μέ τά παιδιά, νά γνωριστοῦν, νά τούς φιλοξενήσουν καί νά ἑτοιμάσουν καί τό γάμο. Φθάνοντας οἱ Κρητικοί στόν τόπο τοῦ γαμπροῦ, στό παλάτι τῶν «συμπεθέρων», νόμισαν πώς...
ὀνειρεύονται. Κῆποι, σωστές ζωγραφιές!… Λιμνοῦλες, πίδακες, πουλιά πολύχρωμα, λουλούδια κάθε λογής!… Σάλες παραμυθένιες! Διάκοσμος, πού μόνο σέ ὄνειρο μποροῦσαν νά δοῦν… Πλημμύρα ἀπό ὑπηρέτες! Χαμόγελα ἀπό γύρω-γύρω. Βασιλικά ἔξοδα καί περιποιήσεις… Ζαλίστηκαν οἱ ἄνθρωποι ἀπό τή «χρυσή τύχη» τῆς κόρης τους!
-Ποιός θά μᾶς τό ‘λέγε, παιδί μας, πώς μία μέρα θά γινόσουν ἡ βασιλοπούλα τοῦ παραμυθιοῦ!…
Ἦρθε ἡ ὥρα νά κουβεντιάσουν γιά τό γάμο. Ἡ Κρητικοπούλα ρωτᾶ:
-Πῶς θά μᾶς στεφανώσει ὁ πάπας, ἐμένα Χριστιανή κι ἐσένα Μουσουλμάνο;
-Ξέρεις, λέει κάπως δειλά τό παλληκάρι, γιά νά γίνει ὁ γάμος μᾶς πρέπει ν’ ἀφήσεις τήν πίστη σου καί νά γίνεις Μουσουλμάνα! Ἐγώ δέν μπορῶ ν’ἀλλάξω πίστη! Ἄν πῶ ὅτι ἀρνοῦμαι τό Ἰσλάμ, χάνω τά δικαιώματά μου, τήν πατρική μου κληρονομιά, χάνω τά πάντα!.. Ἄν μ’ ἀγαπᾶς στ’ ἀλήθεια, ἄφησε τό Χριστιανισμό κι ἔλα στήν πίστη τοῦ Προφήτη!…
-Τό ξέρεις δά πώς σ’ ἀγαπῶ καί πώς γιά τό χατίρι σου ἄφησα τόν τόπο μου κ’ ἦρθα στόν δικό σου. Μά μου ζητᾶς πράγματα πού δέν γίνονται!.. Εἶμαι φτωχή καί ἄσημη. Ναί!… Μά εἶμαι Χριστιανή! Ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ κληρονομιά μου, ὁ πλοῦτος μου! Εἶμαι Ρωμηά κι Ὀρθόδοξη! Στό σπίτι μας δέν ἔσβησε τῆς πίστης τό καντήλι,,. Δέν εἶμαι οὔτε ἁγία, οὔτε ἀναμάρτητη. Μά ξέρεις, δέν μπορῶ νά πάρω ἀψήφιστα οὔτε τή βάφτισή μου, οὔτε τή «μεταλάβωση» πού πῆρα ἀπό παιδί στην Εκκλησία… Δέν γίνεται αὐτό πού μου γυρεύεις! Θά μείνω Χριστιανή. Δέν μπορεῖς νά γίνεις κι ἐσύ Χριστιανός, νά σώσουμε τήν ἀγάπη μας;
-Δέν δέχεσαι, λοιπόν; Λυπᾶμαι!… Χαλάλι σου, ἀγόρι μου, κ’ ἡ ὀμορφιά σου, κι ὁ ἔρωτάς σου. κ’ ἡ λεβεντιά σου καί τά πλούτη σου!… Χαλάλι σου ὅλα!… Νά ‘σαί καλά, παλληκάρι μου!…
…Σέ δύο μέρες τό ἀεροπλάνο ἔφερε τή Μαρία καί τούς γονεῖς της στήν Ἀθήνα. Ἡ περιπέτεια, ἤ -ἄν θέλετε- τ’ ὄμορφο ὄνειρο, τελείωσε…
(Ἀναδημοσίευση ἀπό τό βιβλίο Ὀσμή ζωῆς)
1985 μ.Χ.
Ἡ Μαρία, παντρεμένη μ’ ἕνα εὐλογημένο παλληκάρι, ἕνα Ρωμηόπουλο, χαίρεται τό στεφάνι της, τόν ταπεινό της τόπο, τήν «ἔντιμον πενίαν» τῆς (ὅπως θάλεγε κι ὁ Παπαδιαμάντης) καί πιό πολύ τή γλυκεία γαλήνη τῆς συνείδησής της…
Ποιός εἶπε πῶς ἔλειψαν στίς μέρες μας οἱ φίλοι κι ὁμολογητές τοῦ Χριστοῦ…;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου