
Λογὶς ἀθεϊστές, νεοπαγανιστές, ἀλλὰ καὶ ὀπαδοὶ αἱρετικῶν παραφυάδων, ὅπως Προτεστάντες καὶ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβά, προσάπτουν τὴν κατηγορία στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, ὅτι δῆθεν ἐφαρμόζει μορφὲς ἀκραίας δεισιδαιμονίας, μὲ ἀποκορύφωμα τὴ λατρεία πτωμάτων, λειψάνων, ὑλικῶν ἀντικειμένων κλπ!
Στὸ πόνημα αὐτὸ θὰ προσπαθήσουμε μὲ τρόπο συνοπτικὸ νὰ παρουσιάσουμε τὴν ἐκπεφρασμένη γνώμη τῆς Ἐκκλησίας μας, προκειμένου νὰ ἀπογυμνώσουμε γιὰ μία ἀκόμη φορᾶ τὴ συκοφαντικὴ ἀθλιότητα καὶ νὰ στηρίξουμε τοὺς ἀδελφούς μας πιστοὺς ἀπὸ τὶς...
ἄηθες αὐτὲς ἐπιθέσεις.Τὸ ζήτημα τῆς τιμῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας, πέρα ἀπὸ ὕψιστη θεολογικὴ σημασία, ἐνέχει τεράστιες φιλοσοφικὲς καὶ ὀντολογικὲς προεκτάσεις, ἀποδεικνύοντας περίτρανα τὴν ἀπίστευτη συλλογιστικὴ πενία τῶν ἐκκλησιομάχων ἐπικριτῶν καὶ τὴ γελοία ρηχότητα, ποὺ μεταχειρίζονται, γιὰ νὰ στηρίξουν τὶς συκοφαντίες τους.
Πρὶν προχωρήσουμε στὸ θέμα μας θὰ θέλαμε νὰ πληροφορήσουμε κάθε καλόπιστο ἡ κακόπιστο κριτή, πὼς ἡ ὁποιαδήποτε πρακτική της Ἐκκλησίας μᾶς ἔχει φιλτραριστεῖ ἀπανωτὰ καὶ ἀξιόπιστα ἀπὸ τὰ φίλτρα τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς αὐθεντίας, τὰ ὁποία εἶναι ὁ ἀδιάψευστος λόγος τοῦ Θεοῦ και η ἐν Ἁγίω Πνεύματι λειτουργοῦσα αὐτοσυνειδησία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος.
Τίποτε δὲν εἶναι τυχαῖο, πολλῶ δὲ μᾶλλον ἄτοπο, στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας, ἔστω καὶ ἂν φαντάζει «παράδοξο» στὰ ὄμματα ὁρισμένων «ὀρθολογιστῶν».
Σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ καὶ συνίσταται ἀπὸ σῶμα καὶ ψυχή. Ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα συναποτελοῦν ἀντίστοιχα τὴν πνευματικὴ καὶ τὴν ὑλικὴ σύσταση τῆς διφυοῦς φύσεώς του.
Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ εἰδοποιὸς διαφορά του ἀπὸ τὰ ἄλλα δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ.
Ἐπίσης θεμελιώδης διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μᾶς εἶναι ἡ ἐκ τοῦ μηδενὸς δημιουργία ὅλων τῶν ὄντων. Δὲν ὑπάρχει ἀΐδια φύση κανενὸς ὄντος ἐκτός του Θεοῦ. Οἱ διάφορες, ἐκτός του Χριστιανισμοῦ, θεωρίες, φιλοσοφίες καὶ θρησκευτικὲς ἀντιλήψεις περὶ ἀϊδιότητας τοῦ ὑλικοῦ κόσμου ὄχι μόνο ἀντιτίθενται στὴ χριστιανικὴ διδασκαλία, ἀλλὰ καὶ ἔχουν καταδικαστεῖ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ὡς ἄκρως κακόδοξες πίστεις, διότι συνειδητὰ ἡ ἀσυναίσθητα, ὅσοι δέχονται τὴν αἰωνιότητα τῆς ὕλης, παραδέχονται τὴ «θεότητά» της, ἀφοῦ ἡ ἀϊδιότητα εἶναι ἀποκλειστικὴ ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ!
Ἡ ἐκ τοῦ Θεοῦ δημιουργία τοῦ κόσμου φανερώνει περίτρανα τὴν ἱερότητα σύμπασάς της κτίσεως, διότι εἶναι προϊὸν ἀγαθότητας καὶ ἁγιότητας τοῦ ἀπόλυτα ἀγαθοῦ καὶ ἁγίου Θεοῦ. Τίποτε τὸ κακὸ δὲν ὑπάρχει στὴ φύση τοῦ ὑλικοῦ κόσμου, τὸ ὑπάρχον κακὸ εἶναι παρείσακτο ἀπὸ τὸν ἐφευρέτη τοῦ τὸ διάβολο.
Δυστυχῶς ὅμως ἡ παρουσία τοῦ κακοῦ στὸν κόσμο ταυτίστηκε ἀπὸ κάποιες φιλοσοφικὲς καὶ θρησκευτικὲς ἀντιλήψεις μὲ τὴν φύση τοῦ ὑλικοῦ κόσμου. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες (ὀρφικοί, νέο- πλατωνικοί, νεοπυθαγόρειοι κλπ), οἱ Ἰνδουιστές, οἱ Βουδιστές, οἱ Παρσιστές, οἱ Γνωστικοὶ τῶν πρωτοχριστιανικῶν χρόνων, καὶ διάφοροι αἱρετικοί, ὅπως οἱ Ἐγκρατίτες, οἱ Μοντανιστές, οἱ Καθαροὶ καὶ πολλὲς σύγχρονες προτεσταντικὲς παραφυάδες θεωροῦσαν καὶ θεωροῦν τὴν ὑλικὴ κτίση ὡς φυσικὸ κακὸ καὶ ἀπαξία.
Κύριο χαρακτηριστικὸ ὅλων αὐτῶν εἶναι ἡ ἀπόρριψη τοῦ ὑλικοῦ κόσμου ὡς κακὸ καὶ ἡ καλλιέργεια ἀποστροφῆς πρὸς αὐτόν. Ὁ ἀκραῖος ἀσκητισμὸς ὅλων αὐτῶν τῶν ὁμάδων εἶχε καὶ ἔχει ὡς στόχο τὴν ἀπελευθέρωση τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς «κακῆς» ὕλης.
Ὑπενθυμίζω τὴν πλατωνικὴ ρήση περὶ τοῦ σώματος ὡς φυλακὴ τῆς ψυχῆς, καθὼς καὶ τὶς «ἀπελευθερωτικὲς» αὐτοκτονίες ἐπιφανῶν ἀρχαίων φιλοσόφων (Ἐμπεδοκλῆ, Ζήνωνος, Κλεάνθους, Πλωτίνου, κλπ)!
Οἱ ὀρφικοὶ δίδασκαν πὼς οἱ θεοὶ ἔκλεισαν τὶς ψυχὲς στὰ σώματά μας, γιὰ νὰ μᾶς τιμωρήσουν καὶ οἱ στωικοὶ προέτρεπαν «εὐλόγως ἑξάγειν ἑαυτὸν τοῦ βίου» (Διογ. Λαέρτ. 7,130), δηλαδὴ ὠθοῦσαν στὴν αὐτοκτονία.
Ἀξιοσημείωτη εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ διαβόητου κυρηναϊκοῦ φιλοσόφου Ἡγεσία, ὁ ὁποῖος παρότρυνε τοὺς ἀνθρώπους νὰ αὐτοκτονοῦν καὶ γί? αὐτὸ ὀνομάστηκε «πεισιθάνατος»!
Ἂν ἡ ὕλη ἀποτελοῦσε ἀπαξία γί? αὐτοὺς καὶ ἰδιαίτερα γιὰ τοὺς ἀρχαίους προγόνους μας, περισσότερο ἄπ? ὅλα, φρικιαστικὴ ἀποστροφὴ ἀποτελοῦσε ὅ,τι ὑλικὸ κατάλοιπο (λείψανο) ἄφηνε ὁ θάνατος.
Τὸ πτῶμα τοῦ νεκροῦ καὶ τὰ ὑπάρχοντά του προκαλοῦσαν τρόμο καὶ φόβο ἐξαιτίας τῶν ἐφιαλτικῶν ἀντιλήψεων, ποὺ εἶχαν γιὰ τὴ μεταθανάτιο κατάσταση τῶν νεκρῶν.
Μέσα στὰ ὁμηρικὰ ἔπη καταγράφονται μὲ τὰ πλέον μελανὰ χρώματα ἡ ἀνείπωτη φρίκη καὶ ὁ παντοτινὸς βασανισμὸς τῶν ψυχῶν στὸν σκοτεινὸ καὶ ἀραχνιασμένο τόπο, τὸν Ἅδη.
Ὅλες οἱ ψυχὲς τῶν θνητῶν κατέβαιναν χωρὶς ἐξαίρεση στὸ ὑποχθόνιο βασίλειο τοῦ Πλούτωνα, γιὰ νὰ μένουν ἐσαεὶ ἐκεῖ ὡς σκιές, γιὰ νὰ βασανίζονται αἰώνια!
Σύμφωνα μὲ τὴ βασικὴ δοξασία τῆς ἀρχαιοελληνικῆς θρησκείας, ὁ «θεὸς» Πλούτωνας ἔλαβε ὡς μερίδιο κατὰ τὴ μοιρασιὰ τοῦ κόσμου, τὸν ὑποχθόνιο τόπο, τὸ σκοτεινὸ καὶ αἰώνιο δεσμωτήριο τῶν θνητῶν ψυχῶν! Ὁ ἀπαίσιος καὶ μισάνθρωπος ἐκεῖνος «θεὸς» εἶχε ἀπόλυτη κυριότητα στὶς ψυχὲς τῶν νεκρῶν, τοῦ ἀνῆκαν δικαιωματικὰ καὶ δὲν τὶς ἔδινε πίσω! Ἀκόμη καὶ ψυχὲς «θεῶν» εἶχε ἁρπάξει ἀνεπιστρεπτὶ (Περσεφόνη) στὸ τρομερὸ βασίλειό του!
Τὰ «Ἠλύσια Πεδία» ἡ οἱ «Νῆσοι τῶν Μακάρων» εἶχαν δημιουργηθεῖ ἀπὸ τοὺς «θεοὺς» ὡς προορισμὸ ἀποκλειστικὰ τῶν θνητῶν ἐρωμένων τους καὶ τῶν ἀλλόκοτων ἡμιθέων, δηλαδὴ τῶν κλεψίγαμων παιδιῶν τοὺς (Πίνδ. Ὀλυμπ. 77–78, Ἠσιόδ. Ἔργα καὶ Ἡμέραι,156–173)!
Ὡς τὸν 5ο π. Χ. αἰώνα κανένας συγγραφέας δὲν ἀναφέρει ὅτι στὰ «Ἠλύσια Πεδία» πήγαιναν οἱ θνητοί, ἀλλὰ φυσικὸς προορισμὸς τοὺς ἦταν ὁ σκοτεινὸς καὶ φοβερὸς Ἅδης. Μόνο οἱ «αἱρετικοὶ» ὀρφικοὶ ἀνέπτυξαν τὴ θεωρία ὅτι ὁ ἀνύπαρκτος αὐτὸς «παράδεισος», ἦταν διαθέσιμος γιὰ ὅσους θνητούς, μὲ τὸν ἀκραῖο ἀσκητισμό τους, «μποροῦσαν νὰ ἀπελευθερωθοῦν ἀπὸ τὴν ὕλη» καὶ γιὰ ὅσους «μυοῦν τᾶν» στὰ μακάβρια «μυστήρια»!
Βιώνοντας οἱ ἀρχαῖοι αὐτὴν ἀκριβῶς τὴ φρικώδη μεταθανάτια κατάσταση αἰσθάνονταν τέλεια ἀποστροφὴ πρὸς τὸ θάνατο, ὡς στέρηση τῆς ζωῆς καὶ εἴσοδο στὴν ἀτελεύτητη καταδίκη. Οἱ ἐπιτάφιοι νεκρικοὶ θρῆνοι τοὺς (τὰ μοιρολόγια), οἱ σπαρακτικοὶ κοπετοὶ καὶ τὰ ἔθιμά τους φανερώνουν ξεκάθαρα τὴ φρικτὴ ὀδύνη, ποὺ βίωναν μπροστὰ στὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου.
Ὁ Ἐπίκουρος χαρακτήριζε τὸ θάνατο ὡς «φρικωδέστατον τῶν κακῶν» (Διογ. Λαέρτ. Ἐπικ.10,125) καὶ μάταια προσπαθοῦσε μὲ σοφιστεῖες νὰ μετριάσει τὸν ἐσώψυχό του φόβο γί? αὐτόν. Περισσότερο ἄπ? ὅλα ἀπεχθάνονταν οἱ ἀρχαῖοι τὸ σῶμα τοῦ νεκροῦ, ἡ θέα τοῦ ὁποίου τοὺς προκαλοῦσε φρίκη καὶ φόβο.
Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ μαρτυρία πὼς κατὰ τὸ μεγάλο λοιμὸ τοῦ 250–251 μ.Χ. στὴν Ἀλεξάνδρεια, οἱ εἰδωλολάτρες ἐγκατέλειπαν ἀφρόντιστούς τους ψυχορραγοῦντες καὶ ἄφηναν ἄταφούς τους νεκρούς τους: «ἀπέφευγον τοὺς φιλτάτους καν ταῖς ὀδοῖς ἔρριπτον ἡμιθανεῖς καὶ νεκροὺς ἄταφους ἀπεσκυβαλίζοντο» Εὔσ. Ἐκκλ. Ἰστ. 7,22,9–10).
Τὴν ἐγκληματική τους ἀνεπάρκεια ἀναπλήρωναν οἱ χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι, μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς τοὺς φρόντιζαν ἀδιακρίτως τοὺς ἀσθενεῖς καὶ ἔθαβαν τοὺς νεκρούς, γεγονὸς ποὺ ὁμολόγησε ἀργότερα ὁ ἐμπαθὴς καὶ ὀνειροπαρμένος Ιουλιανος ὁ Ἀποστάτης!
Γενικὰ ὅσοι ἦταν ἐπιφορτισμένοι νὰ φροντίζουν τοὺς νεκροὺς θεωροῦνταν μιασμένοι καὶ ἀποκρουστικοί. Κανένας δὲν τοὺς πλησίαζε, γιὰ νὰ μὴ μολυνθεῖ.
Σὲ περίπτωση ποὺ κάποιος ἐρχόταν σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ σῶμα τοῦ νεκροῦ ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ ὑποστεῖ ἐπίμονους καὶ βασανιστικοὺς καθαρμοὺς ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς, προκειμένου νὰ γίνει ἀποδεκτὸς ἀπὸ τὴν κοινωνία!
Τὰ ἱερατεῖα ἦταν ὑποχρεωμένα νὰ βρίσκονται μακριὰ ἀπὸ κάθε νεκρικὴ διαδικασία, διότι δὲ θὰ μποροῦσαν νὰ «ἱερατεύσουν»! Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι οἱ Ἀθηναῖοι περιγέλασαν τὸ ἀπόστολο Παῦλο, ὅταν στὴν περίφημη ὁμιλία του στὴν Πνύκα, ὅταν ἀναφέρθηκε στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, «ἀκούσαντες δὲ ἀνάστασιν νεκρῶν… ἐχλεύαζον» (Πράξ.17,32).
Ἡ πικρόχολη ἐκείνη χλεύη, φανερώνει ξεκάθαρα τὴν τρομερὴ ὑπαρξιακὴ κενότητα τῆς ἀρχαιοελληνικῆς σκέψεως καὶ τὸ ἀπάνθρωπο πρόσωπο τῆς «ἑλληνικῆς» θρησκείας, ἡ ὁποία τροφοδοτοῦσε μανιωδῶς μὲ δαιμονικὴ ἀπαισιοδοξία τὴν ἀρχαιοελληνικὴ κοινωνία!
Ὁ Κύριος ἠμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἦρθε στὸν κόσμο, γιὰ νὰ ἀπελευθερώσει καθολικὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου καὶ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας, τὰ ὁποία κατὰ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, ὁδηγοῦν ἀναπόφευκτα στὸ θάνατο καὶ τὰ ἴδια χαρακτηρίζονται ὡς «θάνατος» (Ρώμ. 6, 23).
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρει πὼς «ἡ ἁμαρτία εἰς τὸν κόσμον εἰσῆλθε καὶ διὰ τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος καὶ οὕτως εἰς πάντας ἀνθρώπους ὁ θάνατος διῆλθεν» (Ρώμ. 5,12). Ἀντίθετα, κατὰ τὸν ἱερὸ Φώτιο, εἶναι «ἀναίτιος ὁ Θεὸς τοῦ θανάτου» (P.G. 101,1036B).
Ἀλλὰ ἡ ὑπέρτατη δωρεὰ τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο ὑπῆρξε ἡ νίκη Τοῦ κατὰ τοῦ θανάτου.
Ὁ Χριστὸς μὲ τὴν σταυρική Του θυσία, τὸν ἑκούσιο θάνατό Του καὶ τὴν ἔνδοξη ἀνάστασή Του νίκησε ὁλοκληρωτικὰ τὸν ὄλεθρο τοῦ θανάτου, κατάργησε τὸν καταχθόνιο Ἅδη καὶ ἔκλεισε ἑρμητικὰ τὶς πύλες του γιὰ τοὺς πιστούς Του.
Ὁ ἀναστημένος Κύριός μας ἔγινε ἡ «ἀπαρχὴ (τῆς ἀναστάσεως) τῶν κεκοιμημένων» (Ἃ΄Κόρ. 15, 21), δηλαδὴ ἔκαμε τὴν ἀρχή, ἄνοιξε τὸ δρόμο μὲ τὴν λαμπροφόρο ἀνάστασή Του γιὰ τὴν αἰώνια ζωὴ γιὰ ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος.
Ὁ φρικτὸς Ἅδης, τὸ προαιώνιο δεσμωτήριο τῶν ψυχῶν δὲν ὑπάρχει πιά. Ὁ ἀπεχθέστατος καὶ μισάνθρωπος «θεὸς» Πλούτων (δηλαδὴ ὁ Ἑωσφόρος) νικήθηκε κατὰ κράτος, χάνοντας ὁριστικὰ τὴν πολύτιμη λεία του, τὶς ἀπὸ αἰῶνος ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων.
Τὸ τρομερὸ ὑπαρξιακὸ ἄχθος δὲ δικαιολογεῖται πλέον. Ὁ φόβος τοῦ θανάτου ἀνήκει στὸ ἐφιαλτικὸ προχριστιανικὸ παρελθὸν καὶ τὸ ἐξωχριστιανικὸ παρόν, διότι «τὸ χάρισμα τοῦ Θεοῦ (ἐστι) ζωὴ αἰώνιος ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίω ἠμῶν» (Ρώμ. 6,23).
Εἶναι αὐτὸ ποὺ ὀνομάζει ὁ Ἰσαὰκ ὁ Σύρος ὡς «αἴσθησιν ἀθανάτου ζωῆς» (Λόγ.38).
Ὁ θάνατος, ἀπὸ ἀναπόφευκτη φρικιαστικὴ κατάσταση, ἔγινε ἀναπαυτικὸς ὕπνος τοῦ σώματος μέχρι ποὺ θὰ σαλπίσει ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου τὴν ἀνάσταση τῶν κεκοιμημένων (A΄ Κόρ. 15, 52. Ἰωάν. 5, 29).
Ὅπως ὁ Χριστὸς ἀνάστησε τὸ δικό Του σῶμα ἔτσι θὰ ἀναστήσει καὶ τὰ σώματα τῶν πιστῶν Του, ὡς ὀργανικὰ κύτταρα τοῦ σώματός Του, διότι «σύμφυτοι τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀναστάσεως ἐσόμεθα… εἰ ἀπεθάνομεν σὺν Χριστῷ, πιστεύομεν ὅτι καὶ συζήσομεν αὐτῶ, εἰδότες ὅτι Χριστὸς ἐγερθεῖς ἐκ νεκρῶν οὐκέτι ἀποθνήσκει, θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει» (Ρώμ. 6, 5–10).
Βιώνοντας αὐτὴ τὴν ὑπέρτατη δωρεὰ ἡ Ἐκκλησία μας, ὅρισε τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου τῶν ἁγίων ὡς τὴν ἐπισημότερη ἐπέτειό τους, ὡς τὴ «γενέθλιο ἡμέρα» τους, κατὰ τὴν ὁποία ὄχι μόνο δὲν πέθαναν, ἀλλὰ (ἀνὰ)γεννήθηκαν ἐν Χριστῷ στὴ νέα ἀληθινὴ καὶ αἰώνια ζωή!
Ὁ μεγάλος χριστιανὸς φιλόσοφος Μπερδιάγεφ, ἐκφράζοντας τὴ γνήσια χριστιανικὴ ἀντίληψη γιὰ τὸ θάνατο, ἀναφέρει ὅτι αὐτὸς (ὁ θάνατος) «μαρτυρεῖ ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι προορισμένος γιὰ μία ἄλλη ὕψιστη ζωή.
Χωρὶς τὸ θάνατο ἡ ὕπαρξη θὰ ἦταν εὐτελὴς καὶ ἀνόητη» (Περὶ προορισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου, σέλ. 344)!
Κατὰ συνέπεια τίποτε τὸ ἀποκρουστικὸ δὲν ἔχει ὁ θάνατος. Δὲν δικαιολογεῖται πιὰ τὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων νὰ προκαλοῦν φρίκη καὶ φόβο, ἀλλὰ πρέπει νὰ τυγχάνουν τιμῶν καὶ περιποιήσεων, ὡς ἀναπόσπαστο κομμάτι τῆς ὑπόστασης τοῦ κεκοιμημένου, διότι κατὰ τὴ γενικὴ ἀνάσταση τὰ σώματα ὅλων τῶν κεκοιμημένων θὰ ἑνωθοῦν ξανὰ μὲ τὶς ψυχές, ἀφθαρτοποιημένα πλέον, γιὰ νὰ ἀποτελοῦν αἰώνια καὶ ἀτελεύτητα τὴν ψυχοσωματικὴ ὀντότητα τοῦ κάθε ἀνθρωπίνου προσώπου στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἄλλωστε, σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητὴ «εἰς τοῦτο ἠμᾶς πεποίηκεν ὁ Θεός, ἴνα γενώμεθα θείας κοινωνοὶ φύσεως, καὶ τῆς αὐτοῦ ἀϊδιότητος μέτοχοι, καὶ φανῶμεν αὐτῶ ὅμοιοι κατὰ τὴν ἐκ χάριτος θέωσιν» (P.G.90, 1193D).
Γί? αὐτὸ καὶ οἱ χριστιανοὶ δείχνουν πλήρη περιφρόνηση κατὰ τοῦ θανάτου, ἡ ὁποία βιώθηκε καὶ βιώνεται ἀπὸ τοὺς διαχρονικοὺς μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας μας, γεγονὸς ποὺ χαρακτηρίζεται ὡς «παραλογισμὸς» ἀπὸ τὶς δυνάμεις τοῦ κόσμου.
Κατὰ τὸν ἅγιο Ἰππόλυτο «τὸ πνεῦμα τοῦ Πατρὸς διδάσκει τοὺς μάρτυρας… καταφρονεῖν μὲν τοῦ θανάτου, σπεύδειν δὲ πρὸς ἐπουράνια» (Ἰπολ. Εἰς Δᾶν. ΙΙ,21). Ὁ ἐθνικὸς σατιρικὸς συγγραφέας Λουκιανὸς μὲ διάθεση εἰρωνικοῦ θαυμασμοῦ ἔγραψε πὼς οἱ χριστιανοὶ μάρτυρες καὶ ὁμολογητὲς «καταφρονούσι τοῦ θανάτου» (Λούκ. Περὶ τῆς Περεγρίνου τελευτῆς 13).
Οἰ δήμιοι εἰδωλολάτρες στα πρωτοχριστιανικὰ χρόνια ἔμεναν ἔκθαμβοι ἀπὸ τὴν προθυμία τῶν μαρτύρων νὰ πεθάνουν γιὰ τὴν πίστη τους καὶ τὸν ἡρωισμὸ τοὺς μπροστὰ στὰ φρικτὰ μαρτύρια.
Τὸ ἴδιο γινόταν και επὶ τουρκοκρατίας με τοὺς σφαγεῖς μουσουλμάνους, ἀλλὰ καὶ τους σύγχρονους (κόκκινους) διῶκτες τῆς Ἐκκλησίας του μαρξιστικοῦ ὀλέθρου!
Ὁ κόσμος, ὅπως ἀναφέραμε εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, καὶ γί? αὐτὸ ὀνομάζεται κόσμος, δηλαδὴ κόσμημα. Δὲν ταυτίζουμε τὸν κόσμο μὲ τὸ Θεό, ὅπως κάνουν οἱ κακόδοξοι πανθεϊστές, ἀλλὰ κάνουμε τὴ σαφῆ διάκριση μεταξύ του ἄναρχου Θεοῦ Δημιουργοῦ καὶ τῆς ἐν χρόνω δημιουργίας.
Ὁ κόσμος εἶναι προϊόν της ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ ἄρα τυγχάνει τῆς ἰδιαίτερης φροντίδας Του. Ὁλόκληρη τὴν ὑλικὴ κτίση, ζῶσα καὶ ἄψυχη, τὴ διαπερνᾶ ἡ ἄκτιστη ἐνέργειά Του, ἡ ὁποία ἐκδηλώνεται μὲ τὴ λειτουργία τῶν αἰώνιων φυσικῶν νόμων, οἱ ὁποῖοι συγκροτοῦν καὶ συγκρατοῦν τὸ σύμπαν.
Ἡ ἀεὶ ὑπάρχουσα στὸν κόσμο ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ γιὰ τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία τὸ λόγο τῆς ἱερότητάς του. Ἡ εἴσοδος τοῦ κακοῦ στὸν κόσμο ἀποτελεῖ μία ἐπίπονη καὶ θλιβερὴ παρένθεση, ἡ ὁποία ἔκλεισε μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ τὸ ἐπὶ γὴς ἀπολυτρωτικό Του ἔργο.
Ἡ ἐνανθρώπησή Του ἀποτελεῖ ὕψιστο τεκμήριο ὅτι ὁ καλὸς λίαν ὑλικὸς κόσμος (Γέν. 1,31), ἔχει καθαγιαστεῖ ἀπὸ τὴν ὀργανικὴ μετοχή Του σὲ αὐτόν. Τὸ ἄχραντο σῶμα τοῦ Κυρίου ὑπῆρξε ὁ σύνδεσμος τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ὑλικοῦ κόσμου.
Ἡ θεοποίηση τοῦ πραγματικοῦ ὑλικοῦ σώματος τοῦ Κυρίου σημαίνει ὄχι ἁπλὰ τὴν ἱεροποίηση τῆς κτίσεως, ἀλλὰ καὶ αὐτὴν ἀκόμα τὴ θεοποίησή της, ἡ ὁποία θὰ ὁλοκληρωθεῖ μὲ τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου, ἀφοῦ «ὅταν ὑποταγὴ αὐτῶ τὰ πάντα, τότε καὶ αὐτὸς ὁ υἱὸς ὑποταγήσεται τῷ ὑποτάξαντι αὐτῶ τὰ πάντα, ἴνα ἡ ὁ Θεὸς τὰ πάντα ἐν πάσιν» (Ἃ΄ Κόρ. 15,28).
Πιὸ αἰσιόδοξη ἔκβαση γιὰ τὴ θεία δημιουργία δὲν ὑπάρχει! Μέσα σὲ αὐτὴ τὴν προοπτικὴ ὄχι μόνο δικαιολογεῖται ἡ τιμὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τῶν ἁγίων της Ἐκκλησίας μας, ἀλλὰ ἐπιβάλλεται. Δὲν ὑπάρχει, ὅπως ἀναφέραμε, τίποτε τὸ μιαρὸ στὸν ὄμορφο κόσμο τοῦ Θεοῦ, πολλῶ δὲ μᾶλλον στὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο, ποὺ εἶναι ἡ κορωνίδα, τὸ ἐπιστέγασμα καὶ ἡ εὐγενέστερη καὶ τελειότερη μορφὴ τῆς θείας δημιουργίας.
Ἰδιαιτέρως ὁ πιστὸς χριστιανὸς μὲ τὴν συσσωμάτωσή του στὸ μυστικὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, γίνεται μέσω τῶν ἱερῶν μυστηρίων ὀργανικὸ καὶ ἀναπόσπαστο κύτταρό του, καθότι τὰ «σώματα ἠμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστιν» (Ἃ΄Κόρ. 5,15).
Οἱ ἅγιοί της Ἐκκλησίας μᾶς ὑπῆρξαν συνειδητὰ μέλη Χριστοῦ. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἦταν καὶ θὰ εἶναι ἐσαεί, χριστοφόροι, θεοφόροι, φορεῖς τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Τὸ λέει ξεκάθαρα ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης ἁγιᾶσαι ὑμᾶς ὁλοτελεῖς καὶ ὁλόκληρον ὑμῶν τὸ πνεῦμα καὶ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα ἀμέμπτως ἐν τὴ παρουσία τοῦ Κυρίου ἠμῶν Χριστοῦ τηρηθείη» (Ἃ΄Θέσ. 5,23).
Ἔτσι ὁ θάνατός τους (γιὰ τὴν ἀκρίβεια ἡ κοίμησή τους), δὲ διακόπτει αὐτὴ τὴ μακάρια σχέση μὲ τὸ Θεό. Τὰ λείψανά τους, προσωρινὰ χωρισμένα ἀπὸ τὸ πνεῦμα τους, συνεχίζουν νὰ εἶναι μέλη Χριστοῦ καὶ φορεῖς τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, διότι ἀδιαλείπτως «ὁ κολλώμενος τῷ Κυρίω ἐν πνεῦμα ἐστι» (Ἃ΄ Κόρ. 5,17).
Φανερὴ ἀπόδειξη αὐτῶν τὰ ἄπειρα ἄφθαρτα λείψανα ἁγίων σὲ ὁλόκληρο τὸν ὀρθόδοξο κόσμο, τὰ ὁποία εὐωδιάζουν καὶ θαυματουργοῦν, διότι, ὅπως τονίζει ὁ Μ. Βασίλειος, «ὄτε ὑπὲρ Χριστοῦ ὁ θάνατος, τίμια τὰ λείψανα τῶν ὁσίων αὐτοῦ» (P.G. 30,112).
Τὰ πιστοποιοῦν τὰ ἀπειράριθμα τεμάχια ἁγίων λειψάνων, τὰ ὁποία ἀπὸ τὰ πρωτοχριστιανικὰ χρόνια ὡς τὰ σήμερα ἀποτελοῦν πολύτιμους θησαυροὺς σὲ ὅλες τὶς τοπικὲς ἐκκλησίες καὶ τὰ μοναστήρια μας, τὰ ὁποῖα εὐωδιάζουν καὶ θαυματουργοῦν.
Ο Μ. Βασίλειος ἀναφέρει ἐπίσης χαρακτηριστικὰ πὼς τὸ λείψανο τῆς ἁγίας μάρτυρας Ἰουλίττης, τοποθετημένο σὲ περίοπτη θέση τῆς πόλεως «ἁγιάζει μὲν τὸν τόπον, ἁγιάζει δὲ τοὺς εἰς αὐτὸν συνόντας» (Θ.Η.Ε., τόμ.8, 113).
Τὰ τίμια λείψανα τῶν ἁγίων μας εἶναι οἱ ἀείρρευστες πηγὲς ἁγιασμοῦ τῶν πιστῶν, ἀντλώντας τὸν ἀπὸ τὴν ἀστείρευτη πηγὴ τοῦ ἁγιασμοῦ, τὸ Θεό!
Ὡς ὀρθόδοξοι πιστοὶ ὄχι μόνο δὲν μᾶς προκαλεῖ ἀποστροφή, ἀηδία καὶ φόβο ἡ θέα τῶν ἱερῶν λειψάνων, ἀλλὰ τὸ ἀντίθετο χαρά, ἱλαρότητα, ἠρεμία καὶ προπαντὸς ἐλπίδα. Οἱ «Ἀποστολικὲς Διαταγὲς» (4ος αἰών.) συστήνουν στοὺς πιστούς: «μὴ βδελύσεσθε τὰ τούτων (τῶν μαρτύρων) λείψανα» (ΣΤ, 5-7).
Τιμώντας τὰ ἱερὰ λείψανα, τιμᾶμε τὸ Θεό, τὸν δημιουργὸ τῶν σωμάτων. Τιμᾶμε τὸ Χριστὸ καὶ τὰ κύτταρα τοῦ ἁγίου σώματός Του. Τιμᾶμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τοῦ Ὁποίου ἡ χάρη εἶναι ἐναποθηκευμένη σὲ αὐτά, διότι τὰ σώματα τῶν ἁγίων «ναὸς τοῦ ἐν ὑμὶν Ἁγίου Πνεύματος ἐστιν» (Ἃ΄ Κόρ. 5,19).
Γί? αὐτὸ καὶ μᾶς παραγγέλλει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «δοξάσατε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν, ἄτινά ἐστι τοῦ Θεοῦ» (Ἃ΄ Κόρ. 5,20).
Τιμᾶμε ἐπίσης στὰ ἱερὰ λείψανα τὴ θεοδημιούργητη κοινή μας ἀνθρώπινη φύση. Κι ἀκόμη στὰ ἱερὰ λείψανα τιμᾶμε τὴν ὑλικὴ κτίση, τῆς ὁποίας αὐτὰ εἶναι ὁμοούσια καὶ τεθεωμένα μέρη. Ὁρισμένοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μᾶς ὁμιλοῦν γιὰ «ἅγιο ὑλισμό», ἐντελῶς διάφορό του δυστηνου ἀθεϊστικοῦ ὑλισμοῦ!
Ἀλλὰ εἶναι ἀπαραίτητο νὰ κάνουμε καὶ μία ἄλλη διευκρίνιση. Μᾶς κατηγοροῦν οἱ ἐκκλησιομάχοι ὅτι λατρεύουμε πτώματα, ὅτι εἴμαστε «πτωματολάτρες».
ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου