
Λύκοι ἁρπακτικοὶ ἐπιτέθηκαν στὴν ποίμνη καὶ σκόρπισαν τὸ ποίμνιο. Οἳ δυνάμεις αὐτού του κόσμου ξεσηκώθηκαν κατὰ τοῦ θυσιαστηρίου καὶ ἐπέβαλαν τὸ σφετερισμὸ καὶ τὸ σχίσμα.Τί σημαίνει αὐτό;Δὲν συνέβη ποτὲ τίποτε παρόμοιο στὸν κόσμο; Σὰν νὰ μὴ μεγάλωσε ἢ Ἐκκλησία τοῦ Χρίστου ἀνάμεσα σὲ ἀταξίες!Κι ὃ ἴδιος ὃ Χριστὸς σὰν νὰ μὴν περικυκλώθηκε ἀπὸ σκάνδαλα ἀπὸ τὸ λίκνο μέχρι τὸ θάνατό του!” Ἂν εἶναι ἔτσι, γιατί νὰ παραπονιόμαστε; Τί εἶναι τὰ δικά μας παθήματα, ὅταν ὃ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ οἳ ἀπόστολοι Τοῦ μᾶς μετέφεραν τὴν ἀλήθεια μέσα σὲ διωγμοὺς καὶ βάσανα; Ἂς ἐξετάσουμε τὴ σκέψη σου, ὅταν ἀφήνεται νὰ ταράσσεται ἀπὸ τὶς ἀταξίες ποῦ μᾶς ἐνοχλοῦν. “Οταν τὰ ἀγαπητά σου πρόσωπα ὑποφέρουν, ὑποφέρεις κι ἐσύ, καὶ κλαῖς γιὰ τόσες δυστυχίες, στὶς ὅποιες δὲν διακρίνεις ὀϋτε τὸ σκοπὸ ὀϋτε τὸ πιθανὸ τέλος. Σκοτεινές καὶ ζοφερὲς ἰδέες σὲ πολιορκοῦν, σύννεφο λύπης σὲ καλύπτει. Πέφτεις στὴν ἀποθάρρυνση, διότι δὲν καταλαβαίνεις τίποτε ἂπ’ ὅλα ὅσα συμβαίνουν. Α, δὲν θέλω νὰ σοὺ καλύψω τὸ κακὸ ποῦ σὲ τρομάζει. Δὲν θέλω οὔτε νὰ τὸ ἀρνηθῶ, οὔτε νὰ τὸ ἐλαχιστοποιήσω, θέλω ἀντίθετα νὰ τὸ ἀντικρίζεις ὅπως εἶναι, δηλαδὴ πιὸ τρομερό, πιὸ βαθὺ ἂπ’ ὅ,τι σου φαίνεται. Ναί, περιπλανιόμαστε στοὺς κόλπους μίας ἀτέλειωτης φουρτουνιασμένης θάλασσας. Τὸ πλοῖο, μᾶς μεταφέρει, κλυδωνίζεται χωρὶς...
κατεύθυνση, παραδομένο στὴ θέληση τῶν...μανιασμένων ὠκεάνιων κυμάτων. Οἳ μισοί του ναῦτες βρίσκονται στὴ θάλασσα καὶ τὰ πτώματα τοὺς ἐπιπλέουν μπροστὰ στὰ μάτια μας στὴν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ. Σχίστηκαν τὰ πανιά, ἔσπασαν τὰ κατάρτια. Τὰ κουπιὰ ἐγκαταλείφθηκαν, τὸ πηδάλιο ἔσπασε καὶ οἳ πλοηγοί, καθισμένοι στὴ θέση τους, δὲν μποροῦν παρὰ μὲ τὰ χέρια τους νὰ συσφίγγουν τὰ γόνατά τους, ἀνήμποροι νὰ καταστρώσουν κάποιο σχέδιο καὶ μὴ ἔχοντας πιὰ δύναμη παρὰ μόνο γιὰ νὰ θρηνοῦν. Σκοτεινὴ νύχτα τοὺς καλύπτει καὶ κινδυνεύουν νὰ σκοντάψουν σὲ Ῥφαλο. Τὰ αὐτιά τους δὲν συλλαμβάνουν πλέον παρὰ τὸν ἐκκωφαντικὸ θόρυβο τῶν κυμάτων.Ἢ Ῥδια ἢ θάλασσα ἀνασηκώνει ἀπὸ τὸν πυθμένα τῆς ἀπαίσια τέρατα καὶ τὰ ρίχνει πάνω στὸ πλοῖο. Ἢ φρίκη τῶν ἐπιβατῶν εἶναι μεγάλη… Μάταια προσπαθῶ μὲ τὴ συσσώρευση τῶν εἰκόνων αὐτῶν νὰ ἐκφράσω τὸ πλῆθος τῶν κακῶν ποῦ μᾶς καταθλίβουν. Πραγματικά, ποιὰ ἀνθρώπινη γλώσσα θὰ μποροῦσε νὰ τὰ περιγράψε; Κι ὡστόσο ἐγώ, ποῦ περισσότερο ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἄλλο θὰ ἔπρεπε νὰ ἤμουν ταραγμένος, δὲν χάνω τὴν ἐλπίδα. Σηκώνω τὰ μάτια μου ψηλὰ πρὸς τὸν ὕψιστο κυβερνήτη τοῦ σύμπαντος, ποῦ δὲν τοῦ εἶναι ἀναγκαία ἢ εὐφυΐα, γιὰ νὰ καθησυχάσει τὴν τρικυμία…Δὲν πρέπει, λοιπόν, νὰ ἀποθαρρυνόμαστε, ἀλλὰ ἀντίθετα νὰ ἔχουμε πανιὰ στὸ νοῦ μᾶς αὐτὴ τὴν ἀλήθεια: Δὲν ὑπάρχει παρὰ μία δυστυχία, ποῦ πρέπει νὰ φοβόμαστε στὸν κόσμο, τὴν ἁμαρτία καὶ τὶς ἀδυναμίες τῆς ψυχῆς, ποῦ ὁδηγοῦν στὴν ἁμαρτία.Ὅλα τὰ ὑπόλοιπα δὲν εἶναι παρὰ μύθος. Ἐπιβουλὲς καὶ ἐχθρότητες, ἀπάτες καὶ συκοφαντίες, ἀδικίες κὰi καταδύσεις, δημεύσεις, ἐξορίες, ξίφη ἀκονισμένα, θάλασσες ταραγμένες, πόλεμος ὅλης της οἰκουμένης, ὅλα αὖτα δὲν ἐΐναι τίποτε καὶ δὲν μποροῦν νὰ ταράξουν ψυχὴ ποῦ ἀγρυπνᾶ. Ὃ ἄπ. Παῦλος μας τὸ διδάσκει μ’ αὔια τὰ λόγια: «τὰ βλεπόμενα πρόσκαιρα» (Β’ Κόρ. 4,18). Γιατί, λοιπόν, νὰ φοβόμαστε σὰν νὰ εἶναι ἀληθινὲς συμφορὲς γεγονότα ποῦ ὃ χρόνος παρασύρει ὅπως ἒ’νὰ ποτάμι ἰὰ νερά του; «Ἀλλά», θὰ μοῦ πεῖ κανείς, «εἶναι σκληρὸ καϊ βαρὺ φορτίο ἢ ἐχθρότητα». Ἀναμφίβολα.Ὡστόσο, ἂς τὴ δοῦμε ἀπὸ μία ἄλλη πλευρὰ καὶ θὰ μάθουμε νὰ τὴν καταφρονοῦμε.Οἳ προσβολές, οἳ περιφρονήσεις, οἳ σαρκασμοί, ποῦ προέρχονται ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μας, τί εἶναι; Τὸ μαλλὶ ἀπὸ ἕνα φθαρμένο ἐπανωφόρι, ποῦ τὸ τρῶνε τὰ σκουλήκια καὶ τὸ λειώνει ὃ χρόνος. «Ἐντούτοις», προσθέτει κάποιος, «μέσα σ’ αὖτες τὶς δοκιμασίες ποῦ ἐπιβάλλονται στὸν κόσμο,πολλοὶ χάνονται καὶ πολλοὶ σκανδαλίζονται».Ἀσφαλῶς, κι αὐτὸ συμβαίνει ἀρκετὲς φορές. Στὴ συνέχεια ὅμως, μετὰ τὶς καταστροφές, τοὺς θανάτους, τὰ σκάνδαλα, ξαναπροβάλλει ἢ τάξη, βασιλεύει ἢ ἠρεμία καὶ ἢ ἀλήθεια ξαναβρίσκει τὸ δρόμο της. Α! θέλετε νὰ εἶστε πιὸ συνετοὶ ἀπὸ τὸν Θεό! Βολιδοσκοπεῖτε τὶς ἀποφάσεις τῆς θείας πρόνοιας! Ὑποκλιθεῖτε καλύτερα στοὺς νόμους ποῦ θέτει. Μὴ κρίνετε, μὴ γογγύζετε. Νὰ ἐπαναλαμβάνετε μόνο μὲ τὸν Ῥδιο ἀπόστολο: «Βαθιὰ σχέδια τοῦ Θεοῦ, ποιὸς θὰ μποροῦσε νὰ διεισδύσει σὲ αὐτά;» (Ρώμ. 11, 33) .”Ας ὑποθέσουμε ὅτι κάποιος ἄνθρωπος δὲν εἶδε ποτὲ τὸν ἥλιο ν’ ἀνατέλλει καὶ νὰ δύει. Δὲν θὰ σκανδαλιζόταν, ἂν ἔβλεπε τὸ ἄστρο τῆς μέρας νὰ ἐξαφανίζεται ἀπὸ τὸ στερέωμα καὶ τὴ νύχτα νὰ καταλαμβάνει τὴ γῆ;Θὰ πίσιευε ὅτι ὃ Θεὸς τὸν ἐγκατέλειψε. Κι ἐκεῖνος ποῦ δὲν εἶδε παρὰ τὴν ἄνοιξη, δὲν θὰ σκανδαλιζόταν βλέποντας νὰ φτάνει ὃ χειμώνας, ὃ θάνατος αὐτὸς τῆς φύσης; θὰ νόμιζε Ἴσως ὅτι ὃ Θεὸς ἀπαρνήθηκε τὸ ἔργο του κι ἐγκαταλείπει τὸν κόσμο ποῦ δημιούργησε. Κι αὐτὸς ποῦ βλέπει νὰ σπέρνουν τὸ σπόρο πάνω στὴ γῆ καὶ τὸν ἴδιο τὸ σπόρο νὰ σαπίζει κάτω ἀπὸ τὴ γῆ καὶ τὴν πάχνη, δὲν σκανδαλίζεται καὶ δὲν ἀναρωτιέται γιατί νὰ χάνεται αὐτὸς ὃ σπόρος; Ἂλλ’ ἀργότερα θὰ τὸν δεῖ νὰ ξαναζωντανεύει σὲ χρυσοκίτρινα στάχυα. Ὃ ἄλλος θὰ δεῖ τὸν ἥλιο ν’ ἀνατέλλει ξανὰ στὸν ὁρίζοντα καὶ τὴν ἄνοιξη νὰ διαδέχεται πάλι τὸ χειμώνα. Αὐτοὶ οἳ ἄνθρωποι θὰ μετανοήσουν τότε γιὰ τὴν τύφλωσή τους καὶ θὰ ὑποκλιθοῦν μὲ σεβασμὸ μπρὸς στὴν τάξη, ποῦ ὅρισε ἢ θεία πρόνοια. Ἀκριβῶς τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὰ ἠθικὰ πράγματα καὶ τὰ γεγονότα τῆς ζωῆς.Ἀρκεῖ νὰ τὰ παρατηρήσουμε, γιὰ ν’ ἀναγνωρίσουμε σὲ λίγο μὲ πόνο ὅτι ἢ ἀμφιβολία ποῦ μᾶς κατέλαβε δὲν ἦταν παρὰ βλασφημία…
κατεύθυνση, παραδομένο στὴ θέληση τῶν...μανιασμένων ὠκεάνιων κυμάτων. Οἳ μισοί του ναῦτες βρίσκονται στὴ θάλασσα καὶ τὰ πτώματα τοὺς ἐπιπλέουν μπροστὰ στὰ μάτια μας στὴν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ. Σχίστηκαν τὰ πανιά, ἔσπασαν τὰ κατάρτια. Τὰ κουπιὰ ἐγκαταλείφθηκαν, τὸ πηδάλιο ἔσπασε καὶ οἳ πλοηγοί, καθισμένοι στὴ θέση τους, δὲν μποροῦν παρὰ μὲ τὰ χέρια τους νὰ συσφίγγουν τὰ γόνατά τους, ἀνήμποροι νὰ καταστρώσουν κάποιο σχέδιο καὶ μὴ ἔχοντας πιὰ δύναμη παρὰ μόνο γιὰ νὰ θρηνοῦν. Σκοτεινὴ νύχτα τοὺς καλύπτει καὶ κινδυνεύουν νὰ σκοντάψουν σὲ Ῥφαλο. Τὰ αὐτιά τους δὲν συλλαμβάνουν πλέον παρὰ τὸν ἐκκωφαντικὸ θόρυβο τῶν κυμάτων.Ἢ Ῥδια ἢ θάλασσα ἀνασηκώνει ἀπὸ τὸν πυθμένα τῆς ἀπαίσια τέρατα καὶ τὰ ρίχνει πάνω στὸ πλοῖο. Ἢ φρίκη τῶν ἐπιβατῶν εἶναι μεγάλη… Μάταια προσπαθῶ μὲ τὴ συσσώρευση τῶν εἰκόνων αὐτῶν νὰ ἐκφράσω τὸ πλῆθος τῶν κακῶν ποῦ μᾶς καταθλίβουν. Πραγματικά, ποιὰ ἀνθρώπινη γλώσσα θὰ μποροῦσε νὰ τὰ περιγράψε; Κι ὡστόσο ἐγώ, ποῦ περισσότερο ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἄλλο θὰ ἔπρεπε νὰ ἤμουν ταραγμένος, δὲν χάνω τὴν ἐλπίδα. Σηκώνω τὰ μάτια μου ψηλὰ πρὸς τὸν ὕψιστο κυβερνήτη τοῦ σύμπαντος, ποῦ δὲν τοῦ εἶναι ἀναγκαία ἢ εὐφυΐα, γιὰ νὰ καθησυχάσει τὴν τρικυμία…Δὲν πρέπει, λοιπόν, νὰ ἀποθαρρυνόμαστε, ἀλλὰ ἀντίθετα νὰ ἔχουμε πανιὰ στὸ νοῦ μᾶς αὐτὴ τὴν ἀλήθεια: Δὲν ὑπάρχει παρὰ μία δυστυχία, ποῦ πρέπει νὰ φοβόμαστε στὸν κόσμο, τὴν ἁμαρτία καὶ τὶς ἀδυναμίες τῆς ψυχῆς, ποῦ ὁδηγοῦν στὴν ἁμαρτία.Ὅλα τὰ ὑπόλοιπα δὲν εἶναι παρὰ μύθος. Ἐπιβουλὲς καὶ ἐχθρότητες, ἀπάτες καὶ συκοφαντίες, ἀδικίες κὰi καταδύσεις, δημεύσεις, ἐξορίες, ξίφη ἀκονισμένα, θάλασσες ταραγμένες, πόλεμος ὅλης της οἰκουμένης, ὅλα αὖτα δὲν ἐΐναι τίποτε καὶ δὲν μποροῦν νὰ ταράξουν ψυχὴ ποῦ ἀγρυπνᾶ. Ὃ ἄπ. Παῦλος μας τὸ διδάσκει μ’ αὔια τὰ λόγια: «τὰ βλεπόμενα πρόσκαιρα» (Β’ Κόρ. 4,18). Γιατί, λοιπόν, νὰ φοβόμαστε σὰν νὰ εἶναι ἀληθινὲς συμφορὲς γεγονότα ποῦ ὃ χρόνος παρασύρει ὅπως ἒ’νὰ ποτάμι ἰὰ νερά του; «Ἀλλά», θὰ μοῦ πεῖ κανείς, «εἶναι σκληρὸ καϊ βαρὺ φορτίο ἢ ἐχθρότητα». Ἀναμφίβολα.Ὡστόσο, ἂς τὴ δοῦμε ἀπὸ μία ἄλλη πλευρὰ καὶ θὰ μάθουμε νὰ τὴν καταφρονοῦμε.Οἳ προσβολές, οἳ περιφρονήσεις, οἳ σαρκασμοί, ποῦ προέρχονται ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μας, τί εἶναι; Τὸ μαλλὶ ἀπὸ ἕνα φθαρμένο ἐπανωφόρι, ποῦ τὸ τρῶνε τὰ σκουλήκια καὶ τὸ λειώνει ὃ χρόνος. «Ἐντούτοις», προσθέτει κάποιος, «μέσα σ’ αὖτες τὶς δοκιμασίες ποῦ ἐπιβάλλονται στὸν κόσμο,πολλοὶ χάνονται καὶ πολλοὶ σκανδαλίζονται».Ἀσφαλῶς, κι αὐτὸ συμβαίνει ἀρκετὲς φορές. Στὴ συνέχεια ὅμως, μετὰ τὶς καταστροφές, τοὺς θανάτους, τὰ σκάνδαλα, ξαναπροβάλλει ἢ τάξη, βασιλεύει ἢ ἠρεμία καὶ ἢ ἀλήθεια ξαναβρίσκει τὸ δρόμο της. Α! θέλετε νὰ εἶστε πιὸ συνετοὶ ἀπὸ τὸν Θεό! Βολιδοσκοπεῖτε τὶς ἀποφάσεις τῆς θείας πρόνοιας! Ὑποκλιθεῖτε καλύτερα στοὺς νόμους ποῦ θέτει. Μὴ κρίνετε, μὴ γογγύζετε. Νὰ ἐπαναλαμβάνετε μόνο μὲ τὸν Ῥδιο ἀπόστολο: «Βαθιὰ σχέδια τοῦ Θεοῦ, ποιὸς θὰ μποροῦσε νὰ διεισδύσει σὲ αὐτά;» (Ρώμ. 11, 33) .”Ας ὑποθέσουμε ὅτι κάποιος ἄνθρωπος δὲν εἶδε ποτὲ τὸν ἥλιο ν’ ἀνατέλλει καὶ νὰ δύει. Δὲν θὰ σκανδαλιζόταν, ἂν ἔβλεπε τὸ ἄστρο τῆς μέρας νὰ ἐξαφανίζεται ἀπὸ τὸ στερέωμα καὶ τὴ νύχτα νὰ καταλαμβάνει τὴ γῆ;Θὰ πίσιευε ὅτι ὃ Θεὸς τὸν ἐγκατέλειψε. Κι ἐκεῖνος ποῦ δὲν εἶδε παρὰ τὴν ἄνοιξη, δὲν θὰ σκανδαλιζόταν βλέποντας νὰ φτάνει ὃ χειμώνας, ὃ θάνατος αὐτὸς τῆς φύσης; θὰ νόμιζε Ἴσως ὅτι ὃ Θεὸς ἀπαρνήθηκε τὸ ἔργο του κι ἐγκαταλείπει τὸν κόσμο ποῦ δημιούργησε. Κι αὐτὸς ποῦ βλέπει νὰ σπέρνουν τὸ σπόρο πάνω στὴ γῆ καὶ τὸν ἴδιο τὸ σπόρο νὰ σαπίζει κάτω ἀπὸ τὴ γῆ καὶ τὴν πάχνη, δὲν σκανδαλίζεται καὶ δὲν ἀναρωτιέται γιατί νὰ χάνεται αὐτὸς ὃ σπόρος; Ἂλλ’ ἀργότερα θὰ τὸν δεῖ νὰ ξαναζωντανεύει σὲ χρυσοκίτρινα στάχυα. Ὃ ἄλλος θὰ δεῖ τὸν ἥλιο ν’ ἀνατέλλει ξανὰ στὸν ὁρίζοντα καὶ τὴν ἄνοιξη νὰ διαδέχεται πάλι τὸ χειμώνα. Αὐτοὶ οἳ ἄνθρωποι θὰ μετανοήσουν τότε γιὰ τὴν τύφλωσή τους καὶ θὰ ὑποκλιθοῦν μὲ σεβασμὸ μπρὸς στὴν τάξη, ποῦ ὅρισε ἢ θεία πρόνοια. Ἀκριβῶς τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὰ ἠθικὰ πράγματα καὶ τὰ γεγονότα τῆς ζωῆς.Ἀρκεῖ νὰ τὰ παρατηρήσουμε, γιὰ ν’ ἀναγνωρίσουμε σὲ λίγο μὲ πόνο ὅτι ἢ ἀμφιβολία ποῦ μᾶς κατέλαβε δὲν ἦταν παρὰ βλασφημία…
“*Ἀποσπάσματα ἀπὸ τiς ἐπιστολὲς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου στὴ διακόνισσα Ὀλυμπιάδα, κατὰ τὴ δεύτερη καὶ ὁριστικὴ ἐξορία του.
·Ἀπὸ τὸ βιβλίο «ἍγιοςΙωαννης ὃ Χρυσόστομος:Μεγαλομάρτυρας μετὰ τοὺς διωγμοὺς»τοῦ S.D.Amedee Thierry, ἔκδ. «Χριστιανικὴ ‘Ἐλπίς», Θὲσ/νίκη 2003
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου