ΕΝΩΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΜΕΤΑ ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΚΑΙ Ο ΣΗΜΕΡΙΝΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΛΑΤΙΝΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
1. Η ἑνότητα ἀνήκει στὴ φύση τῆς Ἐκκλησίας, ὡς σώματος Χριστοῦ καὶ ἐν Χριστῷ κοινωνίας. Ἡ ἀληθὴς Ἐκκλησία εἶναι «μόνον μία καὶ μοναδική», κατὰ τὸ ἱερὸ Συμβολο1. Ἡ ἐσωτερικὴ δὲ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας φανερώνεται καὶ ἐξωτερικά, ὡς ἑνότητα στὴν Πίστη, τὴν Λατρεία, μὲ τὴν συμμετοχὴ στὰ ἴδια Μυστήρια, ἀλλὰ καὶ στὴν διοίκηση, μὲ κέντρο τοὺς ἐπισκόπους. Εἶναι, λοιπόν, ἑνότητα δογματική, λειτουργικὴ καὶ διοικητικὴ/κανονική2. Οἱ τοπικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἐκφράζουν τὴν «μυστικὴ» ἑνότητά τους στὸ ἕνα σῶμα τοῦ Χριστοῦ, μέσω τοῦ ἀνωτάτου ἐκκλησιαστικοῦ ὀργάνου τους, ποὺ εἶναι ἡ Οἰκουμενικὴ Συνοδος3. Κάθε ἀποστασιοποίηση ἀπὸ τὶς θεμελιακὲς αὐτὲς προϋποθέσεις καὶ ἀναγκαιότητες γιὰ τὴν διασφάλιση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας ἐπιφέρει σχισματικὲς καταστάσεις, μὲ τὴν ἀπόσχιση τῆς καινοτομίας καὶ πλάνης ἀπὸ τὸ ἕνα σῶμα. Διότι μένοντας πιστὸ στὴν ἀποστολικὴ καὶ πατερικὴ παράδοση τὸ σῶμα, καθ’ αὐτὸ δὲν σχίζεται, ἀλλὰ τὸ «σεσηπὸς ἐκκόπτεται» κατὰ τὴν χαρακτηριστικὴ ἔκφραση τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου.
Τὸ σχίσμα τοῦ 1054 εἶναι γεγονὸς συγκλονιστικὸ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, ἀφοῦ «κατέστη τὸ δραματικὸ τέλος μίας μακρᾶς διαδικασίας διαφοροποιήσεως»4της Δυτικῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴν Ἀνατολικὴ καὶ τῆς ἐκπτώσεώς της σὲ «Παπισμὸ»5. Οἱ ἱστορικοὶ ...
ἐπισημαίνουν τὰ ἀκόλουθα βασικὰ αἴτια τοῦ σχίσματος: α) Θεολογικὸ αἴτιο θεωρειται ἡ προσθήκη του Filioque στο ἱερὸ Σύμβολο τὸ 1009 μετὰ τὴν δογματοποίησή του (809) ἀπο τους Φράγκους 6, β) Ἐκκλησιαστικὴ διαφορά ηταν το παπικὸ πρωτεῖο 7, ὡς ἀπαίτηση καθολικῆς ὑποταγῆς τῆς Ἐκκλησίας στὴν ἐξουσία καὶ ὑπεροχὴ τοῦ Πάπα. Τὰ «πρεσβεία τιμῆς»8 του ἐπισκόπου της Ρώμης ἤσαν δεκτὰ στὴν Ἐκκλησία τὴν πρώτη χιλιετία, ὡς ἀρχαιότερα ἔναντι ἐκείνων τῆς Νέας Ρώμης (3ος καν. τῆς Β’, 28ος τῆς Δ’ καὶ 36ος τῆς Πενθέκτης), στὰ ὅρια ὅμως τῆς ἰσότητος ὅλων τῶν ἐπισκόπων9 καὶ τῆς πενταρχίας10. γ) Πολιτικὴ διαφοράηταν τὸ Παπικὸ Κράτος, μετὰ τὴν ἵδρυσή του (754) λόγω ἱστορικῆς ἀναγκαιότητος στὴ Δύση καὶ ἡ καθαρὰ κοσμικὴ ἐξέλιξη του11. Συμφωνοῦμε ὡς ἕνα σημεῖο μὲ τὴ θέση, ὅτι «ὁ πολιτικὸς διχασμὸς ἔφερε τὸν ἐκκλησιαστικὸν χωρισμὸν»12, διότι ὑπῆρχε πάντα διαπλοκὴ θεολογικοῦ καὶ πολιτικοῦ παραγοντος13.
Εἶναι γεγονὸς ὅμως ἀστασίαστο, ὅτι τὸ κύριο αἴτιο τοῦ σχίσματος ἐντοπίζεται στὸ παπικὸ πρωτεῖο καὶ στὴν ἀξίωση ἐπιβολῆς τοῦ σ’ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία14. Τὸ πρωτεῖο ὑπόκειται σ’ ὅλες τὶς θεολογικοεκκλησιαστικὲς καὶ πολιτικὲς παπικὲς ἀξιώσεις. Ἡ ἀνύψωση τοῦ Πάπα πάνω ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἐπισκόπους, ὁδήγησε στὴν ἔξαρσή του καὶ πάνω ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους, συνεπῶς δὲ καὶ πάνω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Η μέσω δὲ τοῦ πρωτείου διαμόρφωση τοῦ Παπισμοῦ ὁδήγησε τὴν Δύση στὴν «ριζικὴ ἀλλοτρίωση τοῦ ἴδιου του πυρήνα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀλήθειας», σὲ ἕνα «διαφορετικὸ χριστιανισμό, στοὺς ἀντίποδες τοῦ εὐαγγελικοῦ τρόπου ζωῆς καὶ σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου15.
2. Η τραγωδία τῆς διαιρέσεως τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου καὶ ἡ ὀδυνηρὴ παράτασή της, ὡς καὶ οἱ καταθλιπτικὲς πολιτικὲς ἐξελίξεις στὸ χῶρο τῆς Ἀνατολῆς, λειτούργησαν ὡς προϋποθέσεις μίας σειρᾶς προσπαθειῶν γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητας. Ἡ Δύση δὲν εἶχε, ἄλλωστε, ἀντίρρηση στὴν ἑνωτικὴ κίνηση τῶν Ἀνατολικῶν, ἀφοῦ ἡ ἕνωση ἦταν πάντα εὐπρόσδεκτη στοὺς Πάπες γιὰ τὴν ἐπέκταση τῆς κοσμοκρατορίας τους καὶ στὴν Ἀνατολή16. Ἡ πρωτοβουλία γιὰ τὶς ἑνωτικὲς αὐτὲς προσπάθειες ἀναλαμβανόταν σχεδὸν πάντοτε ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ ὑπὸ τὴν πίεση τῆς πορείας τῶν πραγμάτων καὶ γι’ αὐτὸ ἡ Ἀνατολὴ ἦταν μόνιμα σὲ μειονεκτικὴ θέση. Ἔτσι, ἐνῶ στὰ τέλη τοῦ 11ου αἰώνα ὁ παπισμὸς εἰσέρχεται στὸν «περὶ περιβολῆς ἀγώνα»17, ποὺ κατὰ τὴν ὀξυδερκέστατη Ἄννα τὴν Κομνηνὴ ἦταν «ἀγώνας γιὰ τὴν διεκδίκηση τῆς παπικῆς κοσμοκρατορίας»18, ἡ Ἀνατολὴ βρέθηκε ἀντιμέτωπη μὲ τὸν κίνδυνο τῆς προέλασης τῶν Σελτζουκιδῶν Τούρκων. Κατὰ ἕναν ὑπολογισμό, σὲ ἕνδεκα συμποσοῦνται οἱ βασικὲς προσπάθειες ἀποκατάστασης τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας Ἀνατολῆς-Δυσεως19.
α) Ὁ αὐτοκράτορας Μιχαὴλ Ζ’ ὁ Παραπινάκης (1071-1078) ἀποτάθηκε στὸν θεμελιωτὴ τῶν παπικῶν ἀξιώσεων πάπα Γρηγόριο Ζ’ τὸν Ἰλδεβράνδη (1073-1085) τὸ ἔτος 107320, ἀλλὰ ὁ «περὶ περιβολῆς ἀγώνας» δὲν ἐπέτρεψε τὴν προώθηση τοῦ παπικοῦ σχεδίου γιὰ τὴν ἐκστρατεία κατὰ τῶν ἀπίστων. Πάντως ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἡ ἕνωση θεωρεῖται ὡς αὐτονόητο ἀντάλλαγμα καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρές, μολονότι διαφορετικὰ κατανοοῦσε τὴν ἕνωση ἡ κάθε μία ἀπὸ αὐτές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου