1. Ἂς εὐχαριστήσουμε πρῶτα-πρῶτα τὸν ἅγιο Θεό, ποὺ εὐδόκησε νὰ συναχθοῦμε σήμερα ὅλοι μας ἐδῶ ὕστερα τὸν ἅγιο Ἐπίσκοπο καὶ Σεβαστό μας Ποιμενάρχη κ. κ. Γερμανό, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ ὁποίου λειτουργεῖ τὸ Πνευματικό μας Κέντρο καὶ μετὰ τὸν δωρητὴ αὐτοῦ του Κέντρου καὶ ἐκλεκτὸ συμπολίτη μᾶς κ. Δημήτριο Γούργουρα, εὐχόμενοι γιὰ τὴν ὑγεία ψυχῆς καὶ σώματος τοῦ ἰδίου καὶ τῶν συγγενῶν του ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῶν κεκοιμημένων προσφιλῶν του προσώπων.
Ἐγὼ δὲ προσωπικὰ θὰ ἤθελα ἀκόμη νὰ εὐχαριστήσω ἐκ βάθους καρδίας τὸν Αἰδεσιμολογιώτατο καὶ σεβαστό μας πατέρα Παναγιώτη Βασιλείου γιὰ τὴν ἐξαιρετικὴ τιμή, πού μου ἔκανε μὲ τὴν πρόσκλησή του, νὰ παρουσιάσω τὴν εἰσήγησή μου γιὰ ἕνα τόσο σοβαρὸ θέμα στοὺς εὐλαβεῖς ἀκροατὲς τοῦ Πνευματικοῦ Κέντρου τῆς Ἐνορίας τοῦ ἁγίου Γεωργίου.
Εἰσήγηση βάσει τοῦ βιβλίου τοῦ εἰσηγητοῦ Ο ΓΑΜΟΣ καὶ ἡ μετασκευὴ τοῦ «ἐξ ἀρρώστιας εἰς ρῶσιν», ποὺ δόθηκε στὸ Ἐνοριακὸ Πνευματικὸ Κέντρο τοῦ ἁγίου Γεωργίου Ἀμαλιάδος στὶς 27 Νοεμβρίου 2002.
Ὁμολογῶ ὅτι μὲ διακατέχει ἕνας φόβος. Ὁ φόβος μου εἶναι δικαιολογημένος, γιατί δὲν διαθέτω οὔτε πανεπιστημιακὲς περγαμηνές, οὔτε ἐμπειρία εἰσηγητού. Παρὰ ταῦτα, ὑπακούοντας στὴν πρόσκληση τοῦ Αἰδεσιμολογιωτάτου π. Παναγιώτου, παίρνω θάρρος νὰ...
ἀπευθυνθῶ πρὸς ἐσᾶς καὶ νὰ σᾶς παρουσιάσω ἐλάχιστα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ γνώρισα, μελετώντας τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅσα βεβαιώθηκα ὅτι ὠφελοῦν τὴν ψυχὴ καὶ ἀποκαλύπτουν πὼς μόνον ἡ ἄνωθεν καταπεμπόμενη ἀγάπη συσφίγγει, ἁγιάζει καὶ καθιστὰ ἄρρηκτη τὴν συζυγικὴ κοινωνία. Ἀκόμη πὼς ὁ γάμος εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ κατακτήσει τὴν ἁγία ταπείνωση, νὰ μάθει νὰ ἀγαπᾶ καὶ νὰ γίνει ἔτσι φιλόθεος καὶ φιλάνθρωπος, χρησιμοποιώντας ὅλα τὰ θεραπευτικὰ καὶ ἀσκητικὰ μέσα ποὺ μεταχειρίζεται ἡ Ἐκκλησία. 2. Εἶναι κοινὴ λοιπὸν διαπίστωση ὅτι σήμερα οἱ παραδοσιακοὶ θεσμοὶ τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας διέρχονται παγκοσμίως μία βαθύτατη κρίση. Ἡ κυριότερη γενεσιουργὸς αἰτία αὐτῆς τῆς κρίσεως, κατὰ τὴν γνώμη μας, ἀποτελεῖ ἡ ἀποτυχία τοῦ γάμου καὶ τῆς οἰκογενείας νὰ ἐκπληρώσουν τὴν ἀποστολήτους ἢ εἶναι τουλάχιστον στενὰ συνδεδεμένη μὲ αὐτήν.
Ἡ δὲ ἀποτυχία τοῦ γάμου ὀφείλεται στὴν ἔλλειψη συνειδητοποίησης ἀπὸ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, ποὺ ζεῖ στὸ ἄθεο κλίμα τῆς ἐποχῆς, πὼς ὁ γάμος εἶναι ψυχοσωματικὴ καὶ σωματικοπνευματικὴ ἕνωση, μυστήριο ἑνώσεως τῶν συζύγων ἐν Χριστῷ καὶ ἐν τὴ Ἐκκλησία, εἰκόνα τῆς σχέσεως Χριστοῦ καὶ Ἐκκλησίας· καὶ ὅτι ὁ σκοπὸς τοῦ γάμου εἶναι ἡ κατάκτηση τῆς μεγαλύτερης δυνατῆς βελτίωσης τοῦ προσώπου μὲ ἀμοιβαία ταπείνωση ὅτι εἶναι πορεία πρὸς τὴν κατὰ χάριν θέωση.
Ἀκόμη δυσκολοτερο εἶναι νὰ κατανοηθεῖ καὶ αὐτὴ ἀκόμη ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸν γάμο ὡς «μυστηρίου εἰς Χριστὸ καὶ εἰς τὴν Ἐκκλησία», γιατί οἱ περισσότεροι δὲν ἔχουμε ὀρθὴ ἀντίληψη τῆς Ὀρθόδοξης Πίστεως γιὰ τὸν ἀρχικὸ προορισμὸ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ δὲν ἦταν ἡ αὐτοθέωση, ἐξαιτίας τῆς ὁποίας ἀρχικὰ ματαιώθηκε, ἀλλὰ ἡ θέωση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, ποὺ ἀργότερα πραγματοποιήθηκε διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος μᾶς Χριστοῦ.
Γι' αὐτὸ τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ ὁ γάμος καὶ ἡ οἰκογένεια βάλλονται ἀπὸ παντοῦ καὶ ἔχουν νὰ ἀντιμετωπίσουν ἄπειρες ἀντιξοότητες καὶ δυσκολίες, ποὺ ἀναπόφευκτα ὁδηγοῦν στὴν κρίση. Οἱ ἄνθρωποι μολονότι τὴν διαπιστώνουν, ἀδυνατοῦν νὰ τὴν ξεπεράσουν.
Αὐτὴ ἡ ἀδυναμία θὰ πρέπει νὰ ἀναζητηθεῖ ὄχι στοὺς αἰτιακοὺς παράγοντες τῆς ἐπιστήμης οὔτε στὶς ἀντιλήψεις τοῦ κόσμου, ἀλλὰ στὴν διδασκαλία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στὴν προπτωτικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου καὶ στὴν πτώση του. Γιατί, κατὰ τοὺς θεοφόρους Πατέρες, ἐκείνη ἡ κατάσταση ποὺ καθορίζει τὸν ἄνθρωπο, ἀκόμη καὶ μετὰ τὴν πτώση, καὶ δίνει βαρύτητα στὸν γήϊνο προορισμό, εἶναι ἡ προπτωτικὴ κατάσταση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, εἶναι ὁ Παράδεισος.
Ὁ ἐρευνητὴς ὅμως εὔκολα μπορεῖ νὰ διαπιστώσει ὅτι ὅλα ὅσα ἀφοροῦν στὸν ἄνθρωπο (ὅπως ὁ γάμος, ἡ οἰκογένεια) ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος ἐξετάζονται ἀπὸ τὴν σύγχρονη ἔρευνα καὶ μελετῶνται στὴν παραμορφωμένη καὶ νοσηρὴ κατάσταση τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου. δὲν λογαριάζεται οὔτε ἡ προπτωτικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, οὔτε ἡ πτώση του καὶ οἱ συνέπειές της, οὔτε ἡ Ἐνσάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ ἡ σωτήρια διδασκαλία Του, οὔτε ἡ ὕπαρξη τοῦ διαβόλου.
Ἡ ἄγνοια ἢ ἡ περιφρόνηση τῆς πτώσεως, ἡ αὐτοθέωση καὶ ἡ αὐτοδικαίωση εἶναι οἱ γενεσιουργὲς αἰτίες ποὺ τὰ συμπεράσματα τῶν μελετητῶν ὁδηγοῦνται καὶ ὁδηγοῦν σὲ πλανεμένες ἀντιλήψεις ἀναφορικὰ μὲ τὴν ὀρθὴ κατανόηση τοῦ ἰδίου τοῦ ἀνθρώπου, τῶν κοινωνικῶν θεσμῶν, καὶ συνεπῶς τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου, ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει.
Ἡ ἀποτυχία τοῦ γάμου καὶ τῆς οἰκογενείας νὰ ἐκπληρώσουν τὴν ἀποστολὴ τοὺς φαίνεται ὅτι ὀφείλεται σὲ ἐξωγενεῖς παράγοντες. Στὴν πραγματικότητα ὅμως ἡ αἰτία τῆς εἶναι ἐνδογενής· ἀνάγεται στὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου, ὄχι ἁπλῶς τῶν Πρωτοπλάστων τότε, ἀλλὰ καὶ τοῦ καθενός μας σήμερα στὴν ἀποκοπή του ἀπὸ τὸν Θεὸ στὴν διαστροφὴ τῆς ἀγάπης στὴν ἐπάρατη φιλαυτία δηλαδὴ στὴν ἀκόρεστη λαχτάρα καὶ φλογερὴ ἐπιθυμία τοῦ ἀτόμου γιὰ ἱκανοποίηση τῶν παθῶν του, τὰ ὁποία ταυτίζει ἀπὸ πλάνη ἢ ἀπὸ ἄγνοια μὲ τὸν ἑαυτό του.
Οἱ περισσότεροι ἀντιλαμβάνονται τὸν γάμο μόνον ὡς φυσικό, βιολογικὸ ἢ κοινωνικοοικονομικὸ γεγονός. Δὲν μποροῦν νὰ τὸν κατανοήσουν ὡς ψυχοσωματικὴ καὶ σωματικοπνευματικὴ ἕνωση, ὡς μυστήριο ἑνώσεως τῶν συζύγων ἐν Χριστῷ καὶ ἐν τὴ Ἐκκλησία.
Ἀπὸ δειγματοληπτικὴ ἀπεικόνιση τῆς κοινῆς γνώμης διαπιστώθηκε ὅτι ἔρχονται εἰς γάμου κοινωνίαν:
μερικοὶ εἰκῆ καὶ ὡς ἔτυχεν,
ἄλλοι γιὰ τὴν ἀπόκτηση γνησίων διαδόχων καὶ κληρονόμων,
οἱ περισσότεροι γιὰ τὴν ἱκανοποίηση οἰκονομικῶν σκοπῶν ἢ τὴν ἀντιμετώπιση τοῦ τυραννικοῦ αἰσθήματος τῆς μοναξιᾶς ἢ ἄλλων ψυχολογικῶν ἀδυναμιῶν τους,
μερικὲς γυναῖκες παντρεύονται γιὰ νὰ βιώσουν τὸ μητρικό τους φίλτρο, χωρὶς ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν σύζυγο καὶ πατέρα τῶν παιδιῶν τους,
ἄλλες γιὰ νὰ «φτιάξουν» ἢ νὰ «κάνουν» τὴν ζωή τους, δηλαδὴ νὰ ζήσουν ὅπως ἐκεῖνες θέλουν, δίχως νὰ δεσμεύονται ἀπὸ γνῶμες ἢ κανόνες ἄλλων,
οἱ πιὸ πολλὲς γιατί πιστεύουν ὅτι ἀγαποῦν τὸν ὑποψήφιο σύζυγο. Διακρινόμενες ὅμως ἀπὸ ἀρνητικὴ διάθεση γιὰ τοὺς γονεῖς του, τὸν θέλουν ἀποκομμένο ἀπὸ τὸ σόϊ του,
πολλοὶ ἄλλοι θεωροῦν ὅτι ὁ γάμος εἶναι μία κοινωνικὰ ἀναγνωρισμένη καὶ νόμιμη ἐρωτικὴ σχέση χωρὶς καμία συνείδηση βαθύτερης εὐθύνης καὶ ἀποστολῆς,
τὸ ἰδεῶδες του γάμου γιὰ αὐτοὺς εἶναι ἡ ἱκανοποίηση τοῦ ἀτομικοῦ τους ἐγωϊσμοὺ ὅπου ἐπιδιώκουν τὴν πραγματοποίηση τῶν ἐπιθυμιῶν τους, χωρὶς ποτὲ νὰ νοιάζονται γιὰ τὸν ἄλλον τὸν βλέπουν σὰν ἀντικείμενο ἡδονῆς καὶ συνάμα τὸν ἀποστρέφονται ἀπὸ κακότητα καὶ μίσος
ὑπάρχουν καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ προσφέρουν, ἀλλὰ κυρίως ποὺ ἀξιώνουν νὰ λαμβάνουν. Ἡ «ἀγάπη» τοὺς καθορίζεται σχεδὸν πάντοτε ἀπὸ τὴν καλὴ συμπεριφορὰ τοῦ ἄλλου καὶ γι' αὐτό, ὅταν γιὰ κάποιον λόγο λείψει ἡ ἀνταπόδοση, ὁ «ἐρωτευμένος» ἀνακαλύπτει ὅτι κάτω ἀπὸ τὴν φαινομενικὴ ἁρμονία ὑπάρχει ἕνα ἀγεφύρωτο ρῆγμα, καὶ τότε ὁ ἔρωτάς του μετατρέπεται σὲ σφοδρὴ ἀπέχθεια.
Ἀποδείχθηκε ἐπίσης ἀπὸ τὴν ἔρευνα, ὅτι οἱ μελλόνυμφοι ἢ οἱ σύζυγοι ἀγνοοῦν, ἀδυνατοῦν ἢ δὲν θέλουν νὰ κατανοήσουν τὸν γάμο ὡς κοινωνία ἀγαπητικὴ ἀγαπωμένων καὶ μετανοούντων προσώπων ποὺ ἀνήκουν στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, στὴν Ἐκκλησία ὡς κοινωνία ἀγάπης ποὺ στηρίζεται στὴν προσφορὰ χωρὶς ἴδιον ὄφελος, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Ἰησοῦ, Χριστοῦ, ποὺ σταυρώθηκε γιὰ μᾶς χωρὶς κανένα ἀντάλλαγμα καὶ δίχως νὰ τὸ ἀξίζουμε.
Σὲ αὐτὴ τὴν ἄγνοια ἢ τὴν ἀδυναμία κατανόησης τοῦ γάμου ὡς μυστηρίου ἐν Χριστῷ καὶ ἐν τὴ Ἐκκλησία, συντελοῦν οἱ ἀντιλήψεις τοῦ «πολιτισμένου» κόσμου κάθε ἐποχῆς, οἱ μελέτες τῶν τεχνοκρατῶν, οἱ θεωρίες τῶν φιλοσόφων καὶ οἱ παρατηρήσεις τῶν ἐπιστημόνων, οἱ ὁποῖοι, ἐπειδὴ δὲν ἐμφοροῦνται ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, θεωροῦν τὸν γάμο ἀλλὰ καὶ τὴν οἰκογένεια, μόνο ὡς κοινωνικό, φυσικό, βιολογικὸ καὶ οἰκονομικὸ γεγονός.
Γὶ αὐτὸ καὶ προσπαθοῦν νὰ «ἐξασφαλίσουν» τὴν βιωσιμότητα τοῦ γάμου καὶ νὰ ἀντιμετωπίσουν τὰ δραματικὰ προβλήματα τῆς οἰκογενείας μὲ νομοσχέδια, κοινωνικὰ καὶ οἰκονομικοτεχνικὰ μέτρα. Ἀλλὰ παρ' ὅλες τὶς φιλότιμες προσπάθειές τους παρατηρεῖται σὲ ὅλες τὶς πολιτισμένες χῶρες μεγάλη αὔξηση διαζυγίων, ἐπίταση τῆς διαφθορᾶς, ἐπιδείνωση τῶν ψυχικῶν νοσημάτων καὶ ἔξαρση τῆς βίας καὶ τῆς ἐγκληματικότητας.
Ἡ σκληρὴ δηλαδὴ πραγματικότητα φανερώνει ὅτι τὰ αἴτια τῶν οἰκογενειακῶν προβλημάτων, τῆς κρίσεως τοῦ γάμου, ἀλλὰ καὶ τῆς γενικώτερης κατάπτωσης τῶν ἠθικῶν ἀξιῶν τῆς κοινωνίας δὲν ἀντιμετωπίζονται μὲ νομικά, ἐπιστημονικὰ ἢ τεχνοκρατικὰ μέτρα.
Ἡ ρίζα τῆς κρίσεως τοῦ γάμου ἐντοπίζεται, κατὰ τὴν ἄποψή μας, στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ τὴν ὁποία οἱ ἀνθρώπινοι νόμοι καθίστανται ἀπολύτως ἀνίσχυροι, ἐπειδὴ αὐτὴ ὑπόκειται ἀποκλειστικὰ στοὺς πνευματικοὺς νόμους, ποὺ ὅσο καὶ ἂν ἀμφισβητοῦνται, ἀγνοοῦνται ἢ περιγελοῦνται ἀπὸ τοὺς πολλούς, ὑπάρχουν καὶ λειτουργοῦν.
Πολλοὶ λοιπὸν ἐπιστήμονες καὶ φιλόσοφοι θεωροῦν ὅτι ὁ κλονισμὸς τοῦ γάμου ὀφείλεται σὲ διάφορα αἴτια, μερικὰ ἀπὸ τὰ ὁποία ἐκτιμοῦν ὅτι εἶναι:
τὰ αὐξημένα ἔξοδα λόγω τῆς ἐξέλιξης τῆς τεχνολογίας καὶ τῆς κατευθυνόμενης ὑπερκατανάλωσης,
ἡ ἐξωσπιτικὴ ἐργασία τῆς μητέρας, ποὺ γίνεται ἀπὸ ἀνάγκη,
ἡ ἔλλειψη προσωπικῆς ἐπαφῆς καὶ ἐπικοινωνίας τῶν μελῶν τῆς οἰκογενείας,
ἡ τεχνητὴ ἐξίσωση τῆς γυναίκας μὲ τὸν ἄνδρα καὶ οἱ συνέπειές της,
ἡ παράλληλη σχέση τῶν συζύγων, δηλαδὴ ἡ μοιχεία,
ἡ σεξουαλικὴ ἐλευθεριότητα, ἡ μοναξιὰ καὶ οἱ ψυχο-νευρωτικὲς διαταραχές,
ἡ δυσκολία προσαρμογῆς τῶν συζύγων,
οἱ διαφορὲς τῶν ἀντιλήψεων, οἱ ὁποῖες συνήθως ὁδηγοῦν σὲ συγκρούσεις,
ἡ πεισματικὴ ἢ ἐγωϊστικὴ συμπεριφορὰ τῶν συζύγων,
ἡ ἰδιοσυγκρασία καὶ ὁ χαρακτήρας τους,
ἡ κοσμοθεωρία τους γιὰ τὸν γάμο, καὶ
πολλὲς ἄλλες ὑποκειμενικὲς ἢ ἀντικειμενικὲς αἰτίες.
Ὅλα αὐτὰ πράγματι δυσχεραίνουν τὴν συζυγία, ἀλλὰ δὲν ἀποτελοῦν τὶς γενεσιουργὲς αἰτίες τῆς κρίσεως τοῦ γάμου. Γιατί, ἂν αὐτὰ ἢ ὁποιοιδήποτε ἄλλοι ἐξωτερικοὶ παράγοντες ἢ καὶ ἄλλοι ἄνθρωποι προκαλοῦσαν τὸν κλονισμὸ τῆς ἔγγαμης διαβίωσης, τότε θὰ ἔπρεπε νὰ γίνει δεκτὸ ὅτι οἱ σύζυγοι δὲν εὐθύνονται γιὰ τὶς πράξεις τους, ἀφοῦ ἀναγκάζονται παρὰ τὴν θέλησή τους νὰ τὶς διαπράξουν.
Ὅλοι ὅμως ἀναγνωρίζουμε ὅτι ὁ κάθε ἄνθρωπος εὐθύνεται γιὰ τὶς πράξεις του, ἐπειδὴ τὶς διαπράττει ἢ τὶς ἀποφεύγει μὲ τὴν θέλησή του ὕστερα ἀπὸ δική του σκέψη καὶ ἀπόφαση. σὲ ἀντίθετη περίπτωση θὰ εἶχε τὸ ἀκαταλόγιστο τῶν πράξεών του.
Συνεπῶς ἡ ἀναζήτηση καὶ ἡ θεραπεία τῶν αἰτίων τῆς κρίσεως τοῦ γάμου θὰ πρέπει νὰ προσανατολισθεῖ στὴν προσωπικὴ εὐθύνη, δηλαδὴ στὰ πάθη καὶ στὶς ἐγγενεῖς ἀδυναμίες τῶν φορέων τοῦ θεσμοῦ. καὶ ἐπειδὴ ὁ καθένας ὄντως εὐθύνεται γιὰ τὶς πράξεις του, βοήθεια χρειάζονται οἱ σύζυγοι καὶ μάλιστα τὴν Ποιμαντικὴ βοήθεια τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλὰ γιὰ νὰ τὴν λάβουν, θὰ πρέπει οἱ ἴδιοι νὰ καταλάβουν καὶ νὰ ἔχουν διάθεση νὰ παραδεχθοῦν ὅτι τὴν ἔχουν ἀνάγκη, ὥστε μετὰ νὰ τὴν ἀναζητήσουν.
Ἀκόμη χρειάζεται νὰ κατανοήσουν οἱ σύζυγοι ὅτι λόγω τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, τῆς ἀποκοπῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Δημιουργό του, δηλαδὴ τῆς αὐτοθέωσης, ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος, ἡ ζωή, ἡ κοινωνία, ἡ φύση ἔχουν δηλητηριασθεῖ καὶ νοσοῦν θανάσιμα.
Ἔτσι καὶ ὁ γάμος ὡς φυσικὸ ἢ κοινωνικὸ μόνον γεγονός, μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ εἶναι ἀσθενὴς καὶ ἀδύνατος ἀπὸ τὴν φύση του, γιὰ νὰ σωθεῖ καὶ νὰ λυτρώσει τὸν ἄνθρωπο, νὰ τοῦ χαρίσει ἀκεραία καὶ ὁλοκληρωμένη ζωή. Γὶ αὐτὸ χρειάζεται νὰ περάσει μέσα στὴν Ἐκκλησία, τὴν Βασιλεία αὐτὴν τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μεταμορφωθεῖ, νὰ γίνει «μυστήριον».
Ὅταν γίνει «μυστήριον», μεταθέτει τοὺς συζύγους καὶ τὴν φυσική τους ἕνωση, ἀπὸ τὸν παλαιό, ἀλύτρωτο καὶ χωρὶς Θεὸ κόσμο τοῦ ἐγωϊσμοῦ, τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου στὸν καινούργιο, στὸν θεανθρώπινο κόσμο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀγάπης, τῆς Ἐκκλησίας.
Πολλοὶ ὅμως κοινωνιολόγοι, ψυχολόγοι, φιλόσοφοι καὶ ἄλλοι ἐπιστήμονες, ποὺ ἐμφοροῦνται ἀπὸ τὸ κοσμικὸ καὶ ἄθεο κλίμα τῆς ἐποχῆς, διακηρύττουν καὶ προτείνουν ἀναδιάρθρωση τοῦ γάμου μὲ κύρια φροντίδα τὴν «ἐξασφάλιση» τῆς φυσιολογικῆς καὶ ψυχοδιανοητικῆς ἀνάπτυξης τῶν παιδιῶν.
Οἱ κυριότερες ἀπὸ τὶς προτάσεις τοὺς εἶναι:
ἡ ἐξασφάλιση ἑνὸς γάμου θεμελιωμένου στὴν ἀλληλεγγύη καὶ ὄχι στὴν ἀνεξαρτησία τῶν συζύγων, μὲ ἰδεῶδες τὴν εὐχαρίστηση ἀπὸ τὴν ἱκανοποίηση τῶν ἐπιθυμιῶν τοῦ ἑνὸς ἀπὸ τὸν ἄλλον,
ἡ μετατροπὴ τῆς μνηστείας σὲ συμβιωτικὴ ἢ δοκιμαστικὸ γάμο μὲ δυνατότητα ἰσόβιας συμβίωσης, ἡ ὁποία νὰ μπορεῖ νὰ διαλύεται χωρὶς συνέπειες καὶ διατυπώσεις, ἂν δὲν ὑπάρχουν παιδιά, κάτι ποὺ κατὰ τὴν γνώμη τοὺς προστατεύει τὴν νεότητα ἀπὸ τὴν διαφθορά, τὴν πορνεία, τὶς νευρώσεις, τὰ ναρκωτικὰ καὶ λοιπὰ ἐγκλήματα,
ἡ ἀπαγόρευση τῆς τεκνογονίας κατὰ τὴν περίοδο τῆς δοκιμασίας καὶ γιὰ ἕνα χρόνο μετὰ τὸν γάμο, ὥστε νὰ βεβαιωθοῦν οἱ συμβιοῦντες γιὰ τὴν ἁρμονικὴ συμβίωση καὶ νὰ ἀποφευχθεῖ ἡ γέννηση νόθων παιδιῶν, τὰ διαζύγια καὶ οἱ σοβαρὲς συνέπειες στὰ παιδιά,
ἡ διάλυση τοῦ γάμου πρὶν ἀπὸ τὴν τεκνογονία νὰ γίνεται μὲ ἁπλὲς διατυπώσεις καὶ χωρὶς συνέπειες. Μετὰ ὅμως τὴν τεκνογονία νὰ ἀπαγορεύεται τὸ διαζύγιο μέχρι νὰ τελειώσουν τὶς σπουδὲς τοὺς τὰ παιδιά. σὲ ἀντίθετη περίπτωση, οἱ γονεῖς νὰ τιμωροῦνται αὐστηρότατα,
ἡ νομικὴ καὶ θρησκευτικὴ γαμικὴ ὑποχρέωση ἰσόβιας συμβίωσης δύο ἀνθρώπων ποὺ δὲν γνωρίζονται καλὰ νὰ θεωρεῖται ὡς παράνομη,
τὸ ἐπίκεντρό του ἐνδιαφέροντος νὰ μετατεθεῖ ἀπὸ τὴν γυναίκα ἀποκλειστικὰ στὸ παιδί, γιὰ τὴν δημιουργία μιᾶς καλύτερης ἀνθρωπότητας,
νὰ μετριασθεῖ ἡ σημασία τοῦ γάμου τῶν ἄτεκνων συζύγων καὶ νὰ μεγιστοποιηθεῖ ἐκείνου μὲ παιδιά, ἀλλὰ μὲ δύο μόνο, γιὰ τὴν ἀποφυγὴ τοῦ ὑπερπληθυσμοῦ καὶ τῶν καταστροφικῶν συνεπειῶν του,
γιὰ κάθε διένεξη τῶν συζύγων μετὰ τὴν τεκνογονία θὰ προσφεύγουν σὲ εἰδικοὺς σταθμοὺς τοῦ ὑπουργείου Κοινωνικῶν Ὑπηρεσιῶν. Δηλαδὴ σὲ διοικητικοὺς ὑπαλλήλους ἢ ἐπιστήμονες, οἱ ὁποῖοι ἀσκοῦν τὸ λειτούργημά τους μὲ γνώμονα τὶς ὑπαρκτὲς κοινωνικὲς ἢ οἰκονομικὲς συνθῆκες καὶ ἀπαιτήσεις, χωρὶς νὰ προτάσσουν ὡς κριτήριο τὶς συνέπειες τῶν ἐπιλογῶν τους γιὰ τὸν ἀνθρώπινο παράγοντα.
Ἂν προσέξει κανεὶς τὶς προτάσεις τῶν εἰδικῶν, θὰ ὁδηγηθεῖ ἀβίαστα στὸ συμπέρασμα ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐξετάζεται μόνο σὰν βιολογικὴ ὀντότητα ὅπως ἕνα πρόβατο ἢ ἕνα μοσχάρι καὶ ὄχι ὡς ψυχοσωματικὸ ὄν, ὡς εἰκόνα Χριστοῦ, καὶ πὼς ἀγνοεῖται ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ τὰ εἰσαγόμενα ἀπὸ τὴν δύση μέτρα, πολλὰ ἀπὸ τὰ ὁποία ἰσχύουν δυστυχῶς καὶ στὴν δική μας κοινωνία, ἀποδεικνύονται ὅλο καὶ περισσότερο ἀναποτελεσματικὰ καὶ ἀνεπαρκῆ.
Ἡ φυσιολογικὴ ἐξέλιξη τῶν παιδιῶν, ἔστω καὶ ἂν ἡ συμπεριφορὰ τῶν συζύγων ἔχει μία αὐτόβουλη ἢ ἀπὸ τὸ νόμο ἀναγκαστικὴ ἐπίφαση εὐγένειας καὶ καλωσύνης, εἶναι ἀδύνατη.
Ἡ ἔλλειψη βαθιᾶς ἀνθρωπινῆς σχέσεως καὶ καρδιακῆς ἑνότητας, ποὺ κατορθώνεται μόνο ἐν Χριστῷ, πληγώνει ἀνεπανόρθωτα τὶς παιδικὲς ψυχές, πράγμα ποὺ συμβαίνει τόσο συχνὰ καὶ φαίνεται τόσο καθαρὰ στὶς μέρες μας σὲ οἰκογένειες, ὅπου οἱ σύζυγοι ζοῦν συμβατικὰ κάτω ἀπὸ τὴν ἴδια στέγη. Αὐτὴ εἶναι μία κατάσταση πολὺ δυσάρεστη, ἀλλὰ -πρέπει νὰ τονισθεῖ- χίλιες φορὲς προτιμότερη ἀπὸ τὸν χωρισμό. Γιατί στὴν πρώτη περίπτωση τὰ παιδιά, ποὺ ἡ ἐλπίδα εἶναι ἡ ζωή τους, συνεχίζουν νὰ ἐλπίζουν ὅτι οἱ γονεῖς τοὺς μία μέρα θὰ ἀγαπηθοῦν, ἄρα νὰ ζοῦν. Στὴν δεύτερη ὅμως περίπτωση, δηλαδὴ τοῦ διαζυγίου, παύουν νὰ ἐλπίζουν καὶ ζοῦν ἔτσι τὴν πιὸ ἀπάνθρωπη καὶ βάρβαρη ζωή, ἐξαιτίας αὐτῶν ποὺ τὰ γέννησαν.
Γὶ αὐτὸ τὸν λόγο τὰ κάθε μορφῆς προβλήματα τοῦ γάμου καὶ τῆς οἰκογενείας θεραπεύονται μόνο στὸ Θεανθρώπινο Σῶμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὴν Ἐκκλησία, καὶ ὄχι σὲ ψυχολόγους ἢ ἄλλους παρεμφερεῖς «εἰδήμονες», ποὺ δὲν ζοῦν τὴν κατὰ Χριστὸν ζωή, καὶ ἀκόμη χειρότερα στὴν τηλεόραση, ἡ ὁποία στὸ ὄνομα τοῦ κέρδους καταρρακώνει τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο καὶ προκαλεῖ μείζονα προβλήματα.
Ἡ ἀπουσία θεανθρωποκεντρικὴς ζωῆς μέσα στὴν οἰκογένεια ὄχι μόνο δὲν συντελεῖ στὴν ὁμαλὴ ἐξέλιξη τῶν παιδιῶν, ἀλλὰ εἶναι ἡ σημαντικώτερη γενεσιουργὸς αἰτία τῶν κάθε μορφῆς προβλημάτων τους, ποὺ ἀπαρηγόρητα ἀπὸ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ καλοῦνται νὰ σηκώσουν τὸ ἀβάσταχτο φορτίο τῆς σκληρῆς καὶ ἀπάνθρωπης ζωῆς. τὰ διαζύγια, τὰ ἐγκαταλειμμένα παιδιὰ καὶ τὰ συνακόλουθα (ψυχοπάθειες, βία, ἐγκλήματα, ναρκωτικὰ κ.λπ.) αὐξάνουν ἀπὸ μέρα σὲ μέρα καὶ περισσότερο.
Ἡ βασικὴ αἰτία τῆς ἀποτυχίας τῶν προσπαθειῶν τῶν καλοπροαίρετων κοινωνιολόγων, νομικῶν καὶ ἄλλων παραγόντων, γιὰ τὴν «ἀναδιοργάνωση» τοῦ γάμου καὶ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν οἰκογενειακῶν καὶ κοινωνικῶν προβλημάτων ὀφείλεται στὴν λανθασμένη προσέγγιση τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου.
Ἡ ἐκκοσμικευμένη ἀντίληψη τῆς κοινωνίας μᾶς θεωρεῖ τὸν ἄνθρωπο-ὅπως προαναφέρθηκεμε ἐγκόσμια, ὑλικὴ μόνο ζωὴ καὶ ἀποστολή, ποὺ μὲ τὸν θάνατό του χάνεται ὅπως καὶ οἱ ἄλλες ὑλικὲς ὑπάρξεις, ζῶα, πτηνά, ψάρια, φυτά, δένδρα. Γὶ αὐτὸ πολλοὶ πιστεύουν ὅτι οἱ προϋποθέσεις ποὺ μποροῦν νὰ ἐξασφαλίσουν τὴν εὐτυχία τοὺς εἶναι:
ἡ ἐπιλογὴ συζύγου μὲ ἐξωτερικὰ καὶ κυρίως οἰκονομικὰ προσόντα,
ἡ μεγιστοποίηση τοῦ ἀτομικοῦ συμφέροντος τοῦ ἑνὸς διὰ τοῦ ἄλλου, ποὺ ἐπιτυγχάνεται, ὅπως τὸ ἀντιλαμβάνονται, μὲ τὴν ἀλληλεγγύη καὶ τὴν ἀβρότητα,
οἱ ἁρμονικὲς ἐρωτικὲς σχέσεις,
ἡ δεσποτικὴ κυριαρχία ἢ ἡ δουλικὴ ὑποταγὴ τοῦ ἑνὸς στὸν ἄλλο,
ἡ ἀγάπη σὰν συναίσθημα, πόθος καὶ εὐχαρίστηση ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ τὸν ἄλλον.
Κάτω ἀπὸ τέτοιες συνθῆκες, εἶναι μᾶλλον ἀναπόφευκτη συνέπεια ἡ ἐπιλογὴ συζύγου νὰ γίνεται σύμφωνα μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τοῦ συρμοῦ, τὶς ἔμφυτες φυσικὲς παρορμήσεις, τὶς φοβίες, τὶς ἰδιοτελεῖς ἐπιδιώξεις καὶ ὑπολογισμούς, ἀλλὰ ὄχι σπάνια καὶ γιὰ ἐκδίκηση ἢ ἐγκατάλειψη τῆς πατρικῆς οἰκογενείας.
Γίνεται δηλαδὴ ἡ ἐπιλογὴ ἀνάλογα μὲ τὶς πραγματικὲς ἢ τὶς τεχνητὰ προκαλούμενες ἀνάγκες καὶ ψυχολογικὲς ἀδυναμίες ἐκείνου ποὺ κάνει τὴν ἐπιλογή, ἀφοῦ πρῶτα ἔχει ἐκτιμήσει, ἂν καὶ κατὰ πόσο μπορεῖ νὰ ἀξιοποιήσει τὶς δυνατότητες τοῦ ἄλλου, γιὰ τὴν ἱκανοποίηση τῶν ἀτομικῶν του ἀδυναμιῶν, ἀναγκῶν καὶ συμφερόντων. μὲ ἄλλα λόγια, ἐξωθεῖται σήμερα ὁ νέος νὰ ἐκλέξει ὡς σύζυγο τὸ καλύτερο διαθέσιμο «προϊὸν στὴν ἀγορά».
Αὐτὴ ἡ ἀντίληψη, μολονότι εἶναι ἀχαρακτήριστη, δὲν πρέπει νὰ θεωρεῖται καθόλου παράξενη στὴν ἀτομοκρατούμενη κοινωνία, ὅπου ἐπικρατεῖ γιὰ τὸ ἄτομο τὸ συμφέρον καὶ γιὰ τὸν πολιτισμὸ τὸ πνεῦμα τῆς ἐμπορικῆς ἀνταλλαγῆς καὶ δοσοληψίας.
Στὴν ἐποχή μας ὅπου ὁ ἀλτρουϊσμός, ἡ συμπόνια, ἡ συμφιλίωση, ἡ ὑπακοή, ἡ ταπεινοφροσύνη καὶ ἡ πίστη στὸν ἀληθινὸ Θεὸ σπανίζουν ἢ περιφρονοῦνται, θὰ ἀποτελοῦσε γιὰ κάποιον πράξη εὐγενῆ καὶ γενναία, ἂν ἐπέλεγε σύζυγο γιὰ νὰ ἀφοσιωθεῖ σὲ αὐτήν, νὰ τὴν φροντίζει καὶ νὰ ἀγαπᾶ τὴν ἴδια καὶ τοὺς συγγενεῖς της, χωρὶς νὰ ἀποβλέπει σὲ κανένα προσωπικό του ὄφελος, οὔτε ἀκόμα καὶ στὴν ἀνάγκη νὰ τὸν ἀγαποῦν.
Ἡ ἐπιτυχία τοῦ σκοποῦ καὶ τῆς ἀποστολῆς τοῦ γάμου καὶ τῆς οἰκογενείας χωρὶς τὴν καρδιακὴ ἐν τῷ Θεανθρώπω ἕνωση τῶν μελῶν, δίχως τὴν προοπτικὴ αἰώνιας ζωῆς μὲ τὸν Θεάνθρωπο Χριστὸ καὶ ἐν Αὐτῶ εἶναι μία καθαρὴ οὐτοπία.
Ἂν ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου τελείωνε στὸν τάφο, ἂν δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος ἦταν μόνο μία βιολογικὴ ὕπαρξη, τότε οἱ μελέτες καὶ τὰ προγράμματα τῶν εἰδικῶν θὰ εἶχαν πλήρη ἐφαρμογὴ καὶ ἐπιτυχία, ὅπως ἄλλωστε ἔχουν ἄλλες οἰκονομοτεχνικὲς μελετεςγιὰ τὴν βιωσιμότητα κτηνοτροφικῶν μονάδων καὶ τόσων ἄλλων ἐμπορικῶν καὶ πολεμικῶν βιομηχανιῶν. Οὔτε θὰ ὑπῆρχε λόγος νὰ ἀγωνίζεται κανεὶς ἐναντίον τῆς φιλαυτίας του γιὰ νὰ ἀγαπήσει τοὺς συνανθρώπους του ἢ κατὰ τῶν ἄλλων παθῶν του γιὰ νὰ καλυτερέψει τὴν ὑγεία τῆς ἀνύπαρκτης γιὰ «τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας» ψυχῆς του.
Ὁ γάμος δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ὑγιὴς οὔτε ἁρμονικὸς οὔτε σταθερός, ὅταν οἱ σύζυγοι βρίσκονται ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Γιατί τότε ὡς πεπτωκότες νοσοῦν θανάσιμα, χωρὶς νὰ τὸ συνειδητοποιοῦν.
Οἱ κοινωνικὲς λοιπὸν πολιτιστικὲς καὶ λοιπὲς ἀντιλήψεις, ποὺ ἑκάστοτε ἐπικρατοῦν, ἐπηρεάζουν βεβαίως τὸν γάμο, τὴν οἰκογένεια καὶ τὸν χαρακτήρα τοῦ ἀνθρώπου, ὄχι ὅμως γιατί αὐτὲς καθαυτὲς ἔχουν κάποια φυσικὴ ἐξουσία πάνω του, ἀλλὰ γιατί ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος τὶς υἱοθετεῖ καὶ ἐπιθυμεῖ νὰ ζεῖ σύμφωνα μὲ τὸ πνεῦμα τους. Ἄρα ἡ εὐθύνη τῶν πράξεων τοῦ καθενὸς βαρύνει πρωτίστως τὸν ἴδιο καὶ δευτερευόντως τὴν κοινωνία καὶ τὸν πολιτισμό της.
Ἀλλὰ ὁποιεσδήποτε προσπάθειες καὶ ἂν καταβάλλει μόνος του κανείς, γιὰ νὰ ἀντισταθεῖ στὶς διαβρωτικὲς καὶ δηλητηριώδεις κοινωνικὲς ἐπιδράσεις, ἀποφέρουν συνήθως πολὺ πενιχρὰ ἀποτελέσματα. Γὶ αὐτὸ χρειάζεται μαζὶ μὲ τὴν δική του συμμετοχὴ στὴν μυστηριακή, στὴν ἀσκητικὴ καὶ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, τὴν λυτρωτική της βοήθεια, γιατί μόνον ἡ Μία, Ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ θεραπεύει τὰ ἀνθρώπινα πάθη καὶ μόνον αὐτὴ μεταμορφώνει τὸν γάμο ἀπὸ θεσμὸ ἀρρωστημένο σὲ ὑγιῆ καὶ ἐπωφελῆ, σὲ πραγματικὸ μυστήριο γιὰ τὴν σωτηρία καὶ τὴν θέωση τῶν συζύγων καὶ τῶν τέκνων τους.
Γι' αὐτὸ οἱ φιλότιμες προσπάθειες καὶ ἐπιδιώξεις τῶν προαναφερθέντων ἐπιστημόνων νὰ προσδιορίσουν ἀρχὲς καὶ διατάξεις ποὺ θὰ προστάτευαν κατὰ τὴν γνώμη τοὺς ἀσφαλέστερα τὸν γάμο καὶ τὴν οἰκογένεια, ὅπως εἶναι:
ὁ ἀμοιβαῖος σεβασμός, ἡ φιλαλληλία καὶ ἡ ἀλληλεγγύη,
ἡ ἐκτίμηση καὶ πίστη μεταξὺ τῶν συζύγων,
ἡ κατανόηση καὶ ἀνεκτικότητα,
οἱ ἡδονιστικὲς σαρκικὲς σχέσεις,
ἡ τεκνογονία, καὶ
κατοικία ἀνεξάρτητη ἀπὸ τοὺς γονεῖς,
ἡ ἔγγαμη συμβίωση συνεχίζει νὰ ἔχει περισσότερα προβλήματα, ὀδυνηρότερες θλίψεις καὶ δυσκολοτέρες καταστάσεις νὰ ἀντιμετωπίσει.
Πράγματι ὁ σύγχρονος τρόπος ζωῆς γίνεται πρόξενος πολλῶν δυσκολιῶν καὶ προβληματικῶν καταστάσεων. Στὴν οὐσία ὅμως ὁ πρωτεύων αἰτιακὸς παράγοντας, κατὰ μία χριστιανικὴ ἄποψη, ποὺ κάνει δυσάρεστη μέχρι καὶ ἀφόρητη τὴν ἔγγαμη συμβίωση εἶναι: ἡ λήθη τοῦ Θεοῦ. Γιατί αὐτὴ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα:
τὴν αὐτοθέωση τῆς λογικῆς καὶ τὴν ἐξαχρείωση τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσώπου,
τὴν αὐτονομία καὶ τὴν αὐτάρκεια,
τὴν διαφθορὰ τῆς ἀγάπης καὶ τὴν διαστροφή της σὲ φιλαυτία,
τὸν φόβο τῆς ὀδύνης καὶ τὴν ἐπιθυμία τῆς ἡδονῆς,
τὴν ἀσυμφωνία τῆς γνώμης καὶ τὴν αὐτοδικαίωση,
τὴν προσωπολατρία, τὴν εἰδωλοποίηση τῶν συζύγων καὶ τῆς οἰκογενείας,
τὴν προσήλωση στὴν ἰδιοκτησία ὄχι μόνον κινητῶν ἢ καὶ ἀκινήτων ἀλλὰ καὶ γνώμης, ἀπόψεων, ἰδεῶν, γνώσεων, φίλων μὲ σκοπὸ τὴν αὐτοπεποίθηση καὶ τὴν αὐτοεκτίμηση,
τὸν φόβο πρὸς τὸ ἄλλο φύλο ἀλλὰ καὶ ἀπώλειας τῶν στοιχείων τῆς ἰδιοκτησίας,
τὴν ἀποξένωση καὶ τὴν μοναξιὰ καὶ
τὴν πλανεμένη πεποίθηση τοῦ κάθε συζύγου ὅτι φταίει ὁ ἄλλος.
Ἡ ἀλήθεια ὅμως εἶναι πὼς ὁ καθένας εἶναι προσωπικὰ ὑπεύθυνος γιὰ ὅσα πράττει, λέγει ἢ τοῦ συμβαίνουν στὸν γάμο του. Ἔτσι ὁ καθένας θὰ
πρέπει νὰ στραφεῖ πρὸς τὸν ἑαυτό του καὶ μόνο σὲ αὐτόν, ὡς ὑπαίτιου γιὰ ὅλα τὰ προβλήματα ποὺ ἀνακύπτουν στὸν γάμο του. γιὰ ὅλα αὐτὰ οὐδόλως καὶ οὐδαμῶς εὐθύνεται ὁ ἄλλος ἀλλὰ μόνος ὑπεύθυνος εἶναι ὁ ἴδιος. Γι' αὐτό, γιὰ νὰ ἀγαπᾶς ἄλλος τρόπος δὲν ὑπάρχει παρὰ μόνον αὐτός: «νὰ κατηγορεῖς καὶ νὰ κατακρίνεις πάντοτε τὸν ἑαυτό σου».
Ἀλλὰ στὴν ἀνθρωποκεντρικὴ κοινωνία μας δὲν φαίνεται νὰ εἶναι προσφιλὴς ἡ ἀνάληψη εὐθύνης καὶ μάλιστα γιὰ ἄλλα πρόσωπα οὔτε γίνεται εὐρύτερα ἀποδεκτὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος θὰ πρέπει νὰ ζεῖ μὲ ταπείνωση καὶ ὑπακοὴ μία εὐχαριστιακὴ ζωὴ νὰ ἀγαπᾶ χωρὶς νὰ περιμένει νὰ ἀγαπηθεῖ.
Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ οἱ περισσότεροι σήμερα νοιάζονται πὼς νὰ ἀγαπηθοῦν ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ ὄχι πὼς νὰ ἀγαπήσουν αὐτοὶ ἐκείνους. Προκειμένου δὲ νὰ πετύχουν στὸν σκοπὸ τοὺς ἀκολουθοῦν διάφορους τρόπους, ὅπως πλουτισμό, κοινωνικὴ θέση, ὑποκριτικὴ εὐγένεια καὶ γλυκύτητα καὶ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ συνδυάζουν τὴν συμπάθεια μὲ τὴν ἐρωτικὴ ἕλξη. Θεωροῦν ὅτι ἡ ἀγάπη εἶναι τὸ πιὸ εὔκολο πράγμα καὶ ὅτι τὸ δύσκολο εἶναι νὰ βρεθεῖ τὸ κατάλληλο ἄτομο, γιὰ νὰ τοὺς ἀγαπήσει.
Ὅλοι διψοῦν γιὰ ἀγάπη, ἀλλὰ οἱ περισσότεροι ἀγνοοῦν ἢ συγχέουν τὴν γνήσια ἀγάπη-ποῦ εἶναι σκληρὸς ἀγώνας καὶ θεῖο δῶρο-μὲ ἀφηρημένες ἔννοιες, παρορμήσεις ἢ αἰσθήματα. Γὶ αὐτὸ καὶ ἀποτυγχάνουν σὲ αὐτὴν τόσο συχνά, ὅσο σὲ τίποτα ἄλλο σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο.
Ἐντούτοις δὲν φαίνονται πρόθυμοι νὰ ἐξετάσουν τοὺς λόγους τῆς ὀδυνηρῆς αὐτῆς ἀποτυχίας, ἀλλὰ οὔτε καὶ μποροῦν ἀπὸ μόνοι τους νὰ μάθουν, ὅτι:
ἡ ἀγάπη εἶναι ἐλευθερία, τρόπος ζωῆς, ὀφειλὴ καὶ ὑποχρέωση πρὸς τοὺς ἑαυτούς τους καὶ πρὸς τοὺς ἄλλους χωρὶς δικαιώματα ἢ ὀφέλη,
αὐτὸ μαθαίνεται μέσα στὴν Ἐκκλησία ζώντας τὴν ἀσκητική, τὴν λειτουργικὴ καὶ τὴν μυστηριακή της ζωή,
ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι συναίσθημα εἶναι σταυρικὴ ζωὴ γιὰ ταπείνωση, ἡ ὁποία ἑλκύει τὴν χάρι τοῦ Παναγίου Πνεύματος ποὺ φέρνει στὸ ἀνδρόγυνο καὶ στὴν οἰκογένεια ἀληθινὴ χαρά.
3. Ἀποτελεῖ κοινὴ διαπίστωση ὅτι ὅποιος ζεῖ χωρὶς Χριστὸ καὶ πιστεύει ὅτι ἀδικεῖται, συνήθως γίνεται τυφλὸ ἐκτελεστικὸ ὄργανο τοῦ μίσους, τοῦ φθόνου, τῆς ἐκδίκησης καὶ τῶν ἄλλων παθῶν του μὲ βλαπτικὲς συνέπειες γιὰ τὸν ἴδιο καὶ γιὰ ὅσους ἐξαρτῶνται ἢ σχετίζονται ἄμεσα μὲ αὐτόν.
Πρέπει ἐξάλλου νὰ σημειωθεῖ ὅτι, ἀκόμη καὶ εὐλαβεῖς χριστιανοὶ σύζυγοι, ὅταν συγκρούονται, δὲν μποροῦν νὰ σκέπτονται τὸν Θεό. Αὐτὸ συμβαίνει, γιατί ὁ ἕνας προσέχει τὰ λόγια του ἄλλου ποὺ πηγάζουν ἀπὸ τὰ πάθη ἢ ἀπὸ λογισμοὺς τοῦ διαβόλου. Τότε ὁ νοῦς τοὺς σκοτίζεται ἀπὸ τὰ πάθη καὶ ἀντὶ νὰ σκέπτεται τὸν Θεό, γίνεται ἕρμαιο τῶν παθῶν. Ἔτσι ἡ σύγκρουση καθίσταται σχεδὸν ἀναπόφευκτη.
Ἂν ὅμως ἔστω ὁ ἕνας σύζυγος, μολονότι «περιλούζεται» ἀπὸ τὸν ἄλλον μὲ ἀκατονόμαστες ὕβρεις, κατορθώνει νὰ ἔχει τὸν νοῦ του στὸν Θεό, τότε ὄχι μόνο δὲν χάνει τὴν νηφαλιότητά του καὶ τὴν ὑπομονὴ τοῦ ἀλλὰ μὲ τὴν γαλήνη τοῦ συνήθως ἠρεμεῖ καὶ τὸν ἄλλον.
Οἱ νοσηρὲς καταστάσεις, ποὺ προκαλοῦνται ἀπὸ τὰ πάθη, θεραπεύονται μόνο ζώντας ὁ ἄνθρωπος τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Γιατί ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία βασιλεύει ὁ ἀνθρωποκεντρισμός, ἐνῶ μέσα σὲ αὐτὴν ὁ θεανθρωποκεντρισμός. Συνεπῶς μπαίνοντας κανεὶς στὴν Ἐκκλησία ἀποτοξινώνεται ἀπὸ ὅσα πνευματικὰ δηλητήρια παίρνει κάθε μέρα ἔξω στὴν κοινωνία ποὺ ζεῖ. Γίνεται ἀποτοξίνωση πνευματική. Ἔτσι υἱοθετεῖ τὴν ἀγάπη καὶ τὸ πνεῦμα τῆς θυσίας, τῆς ὑπομονῆς, τῆς ταπεινοφροσύνης τοῦ Χριστοῦ. Κέντρο τῆς ζωῆς τοῦ γίνεται ὁ Χριστός.
Αὐτὴ ἡ ζωὴ συνεπάγεται βέβαια σκληροὺς ἀγῶνες καὶ πραγματικὲς θυσίες, δηλαδὴ Σταυρό, ἀλλὰ ἔτσι μπορεῖ κανεὶς νὰ γίνεται λίγο-λίγο μάρτυρας τοῦ Σταυρωθέντος καὶ Ἀναστάντος Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ ζεῖ τὴν ἀληθινὴ χαρά. νὰ κατανοεῖ καὶ νὰ συμπονεῖ τὸν ἄλλον.
4. ἂν δὲν ἀποκτήσουμε ἐπίγνωση:
ὅτι βρισκόμαστε σὲ πτώση,
πῶς ἐκπέσαμε ἀπὸ «τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ»,
ὅτι ὁ ἄνθρωπος καὶ τὰ «περὶ τὸν ἄνθρωπον» μποροῦν νὰ κατανοηθοῦν καὶ νὰ θεραπευθοῦν ξεκινώντας μόνον ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ μὲ κέντρο τὸν Θεάνθρωπο, καὶ
πῶς τὰ πάθη μᾶς μποροῦμε νὰ τὰ μεταμορφώσουμε σὲ ἀρετὲς καὶ νὰ ἀποκτήσουμε βεβαῖα πίστη καὶ πραγματικὴ ἀγάπη μόνο μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ,
θὰ ὁδηγούμεθα σὲ πλανεμένες ἀντιλήψεις καὶ ἐσφαλμένες λύσεις.
5. Ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε ἐλεύθερος ὄχι γιὰ νὰ κάνει «ὅ,τι τοῦ κατέβει»-πράγμα ποὺ καὶ αὐτὸ μπορεῖ νὰ κάνει-ἀλλὰ γιὰ νὰ μάθει νὰ ἀγαπᾶ, χωρὶς ποτὲ νὰ προσδοκᾶ νὰ ἀγαπηθεῖ. Γιατί ὅσο περισσότερο ἡ ἀγάπη ἀποσπᾶται ἀπὸ τὸ «συμφέρον», τόσο περισσότερο καθορίζεται ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς αὐταπάρνησης, τῆς θυσίας καὶ τῆς ἐλευθερίας.
Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ μὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα, στὴν πράξη ἔχει καταργήσει κάθε περιορισμὸ εἶναι πράγματι ἐλεύθερος καὶ ἀληθινὸς καὶ μπαίνει στὴν καθολικὴ διάσταση. Ἀνήκει ὄντας ἐλεύθερος σὲ ὅλους καὶ πολὺ περισσότερο στὴν σύζυγό του χωρὶς νὰ θέλει, οὔτε κὰν νὰ σκέπτεται, νὰ ἀνήκει αὐτὴ σὲ αὐτόν.
Γιὰ νὰ ἑνωθεῖ ὅμως κανεὶς καὶ νὰ ἀνήκει σὲ ὅλους χρειάζεται νὰ μεταμορφώσει τὰ πάθη του, ὥστε νὰ μπορέσει νὰ ταυτίσει τὸ θέλημά του μὲ ἐκεῖνο τοῦ Θεοῦ. ἂν τὸ κατορθώσει, ἀκόμη καὶ ὅταν προσπαθεῖ νὰ τὸ πετύχει, διαπιστώνει ὅτι εὑρίσκεται σὲ ἀγαστὴ σύμπνοια, σὲ συμφιλίωση καὶ σὲ ὁμοφροσύνη μὲ ὅλους τους ἄλλους ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν κατορθώσει ἢ ποὺ προσπαθοῦν τὸ ἴδιο μὲ αὐτόν. καὶ ὅλοι μαζὶ εἶναι ἑνωμένοι μὲ τὸν Σωτήρα Χριστό. Εἶναι ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον καὶ ὁ ἕνας μέσα στὸν ἄλλον. Ἔτσι μόνο μποροῦν νὰ ἀνήκουν στὸν Θεό. Διαφορετικὰ ὁ ἄνθρωπος ἀδυνατεῖ νὰ κατανοήσει τὸν προορισμό του καὶ ἐν προκειμένω τὸν σκοπὸ τοῦ γάμου νὰ εἶναι ὁ ἕνας μέσα στὸν ἄλλον νὰ εἶναι ἕνα ἀνδρόγυνο: «ὃ ὁ Θεὸς συνέζευξεν».
Ἀντίθετα, ὁ χωρισμὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεὸ τοῦ προξενεῖ αὐτοστιγμεὶ μία ρωγμὴ στὴν ψυχή του. Ἕνα ξένο στοιχεῖο εἰσέρχεται στὶς σχέσεις ὅλων ἡ διάσπαση. Ἡ ἀμοιβαία οἰκειότητα χάνεται καὶ ὁ ἕνας προσπαθεῖ μάταια νὰ συναντήσει, νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν ἄλλον.
Ἔτσι προκύπτει ὅτι ἡ διάσπαση τοῦ ἀνδρογύνου σὲ ἄνδρα καὶ σὲ γυναίκα εἶναι πρωτίστως πρόβλημα πνευματικῆς πτώσεως καὶ δευτερευόντως φυσικῆς ἀντιπαλότητας ἢ ψυχολογίας. Γὶ αὐτὸ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει: «οὔτε γυνὴ χωρὶς ἀνδρὸς οὔτε ἀνὴρ χωρὶς γυναικὸς ἐν Κυρίω».
Ἡ ἐκ νέου ὁλοκλήρωση τοῦ ἀνδρογύνου βρίσκεται στὸ μυστήριο τοῦ γάμου. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ζήσει αὐτὸ τὸ μυστήριο ἀνάλογα μὲ τὸν βαθμὸ τῆς πνευματικότητός του.
Στὴν ἀληθινὴ ὀρθόδοξη χριστιανικὴ οἰκογένεια δὲν βασιλεύει αὐταρχικὰ ὁ ἄνδρας ἢ ἡ γυναίκα, ἀλλὰ ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος ἐξαγιάζει τὰ ἀνθρώπινα, ἑνώνει τοὺς συζύγους καὶ ἐξασφαλίζει στὶς ἀδυναμίες τοὺς νίκη καὶ σωφροσύνη. Ἐπειδὴ καὶ οἱ δύο ἐπιθυμοῦν καὶ ἀγωνίζονται νὰ ἐφαρμόσουν στὴν ζωὴ τοὺς τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ ὄχι νὰ κάνει ὁ καθένας τοὺς τὸ δικό του θέλημα.
Ἡ ἀμοιβαιότητα ἀνάμεσα στὸν ἄνδρα καὶ στὴν γυναίκα βρίσκεται κὰτ ἀρχὴν στὴν σχέση τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του. Γὶ αὐτὸ ὀφείλουμε νὰ ἀναζητήσουμε τὴν μόνη ἀληθινὴ λύση τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων μέσα στὸ κλίμα τῶν σχέσεων τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν Ἐκκλησία Του. Μόνο μέσα ἀπὸ αὐτὲς τὶς σχέσεις εἶναι δυνατὸ νὰ χειραγωγηθοῦν καὶ νὰ ἀναπτύξουν σωστὲς σχέσεις ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλο καὶ οἱ δύο μὲ τὰ παιδιά τους. Ἡ ὑλοποίηση ὅμως αὐτὴ συνιστᾶ ἔργο ὁλόκληρης ζωῆς καὶ μόνο διαδοχικὰ μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ προσεγγίζει.
6. Οἱ σύζυγοι ποὺ συγκρούονται μεταξύ τους, ποὺ κάνουν τὸν βίο τοὺς ἀβίωτο καὶ πιστεύουν ὅτι μόνον ἕνα διαζύγιο θὰ τοὺς λυτρώσει ἀπὸ τὰ βάσανα καί, πὼς ἕνας δεύτερος γάμος μὲ ἕνα καλύτερο πρόσωπο θὰ τοὺς βοηθήσει, νὰ βροῦν καταφύγιο καὶ παρηγοριά, νὰ ἔχουν εἰρήνη, ὁμόνοια, ἀλληλοκατανόηση, πλανῶνται οἰκτρά, ἀφοῦ φορέας τῆς ἀσθένειας εἶναι ὁ καθένας μόνος του καὶ ὄχι, κατὰ τὴν πλανεμένη ἀντίληψη, ὁ ἄλλος.
Ἐφόσον κουβαλᾶμε τὰ πάθη μας καὶ ζοῦμε γιὰ αὐτά, ὅπου καὶ νὰ πᾶμε, μὲ ὅποιον καὶ νὰ συζήσουμε, ὅσες φορὲς καὶ ἂν παντρευτοῦμε τίποτα δὲν θὰ κερδίσουμε, ἀλλὰ θὰ κάνουμε τὰ ἴδια καὶ θὰ ὑποφέρουμε δεινότερη δυστυχία.
Ἐκεῖνο πάλι ποὺ ἀπωθεῖ τοὺς συζύγους, σὰν τὴν μαγνητικὴ δύναμη τοὺς ἀντίθετους πόλους, εἶναι ὄχι μόνο τὸ μίσος καὶ ὁ φθόνος ἀλλὰ καὶ ἡ ἐμπαθὴς ἀγάπη ἡ ἐγωϊστικὴ ἀγάπη. Αὐτὴ ἐκδηλώνεται ἀγαπητικὰ μόνον ὅταν ὁ ἄλλος ἀνέχεται νὰ χρησιμοποιεῖται σὰν ἀντικείμενο ἰδιοκτησίας καὶ σκεῦος ἡδονῆς. Εἶναι δαιμονικὴ ἀγάπη. Γι' αὐτὸ-ὄχι σπάνια-ὁδηγεῖ ἀκόμη καὶ σὲ αὐτὸν τὸν φόνο.
Ἡ ἀνιδιοτελὴς ὅμως ἀγάπη, ἡ ἐλεύθερη ἀπὸ τὰ πάθη μᾶς ἀγάπη, δὲν ἐξαρτᾶται οὔτε ἀπὸ τὴν συμπεριφορὰ οὔτε ἀπὸ τὶς ἐνέργειες οὔτε ἀπὸ τὶς πράξεις τοῦ ἄλλου. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη εἶναι ἀγάπη πόνου καὶ θυσίας εἶναι ἀγάπη σταυροαναστάσιμη ἀλλὰ καὶ ἐλευθερίας ἔχει ὡς θεμέλιο τὸν Χριστὸ καὶ ἀγαπᾶμε τὸν ἢ τὴν σύζυγο καὶ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ἐπειδὴ ἐμεῖς θέλουμε νὰ τοὺς ἀγαπᾶμε ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ δοξάζεται τὸ Πανάγιο ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Γι' αὐτὸ αὐτὴ ἡ ἀγάπη ζεῖ εἰς τὸν αἰώνα καὶ φέρνει εἰρήνη τὴν εἰρήνη καὶ τὴν γλυκύτητα τοῦ Χριστοῦ. ἂν δὲν ἦταν ἔτσι, ὁ Χριστὸς δὲν θὰ μᾶς ἔδινε ἐντολὴ νὰ ἀγαπᾶμε ἀκόμα καὶ τοὺς ἐχθρούς μας. Ἐπιπλέον, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ἡ ἀγάπη συνδέει τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὸν ἑαυτό της καὶ μὲ ἐκεῖνον ποὺ τὴν ἔχει.
Ἔτσι λοιπὸν ὅσοι θέλουν νὰ χωρίσουν, ζητοῦν τὸ χωρισμὸ ἀπὸ φθόνο πρὸς τὸν ἢ τὴν σύζυγο, ποὺ μέχρι πρὶν λίγο διεκήρυτταν πὼς τάχα θὰ θυσίαζαν καὶ αὐτὴν τὴν ζωή τους γιὰ αὐτὸν ἢ γιὰ αὐτήν, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἄγνοια γιὰ τὸ καλύτερο. τὸ καλύτερο εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ «ὃ ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω» εἶναι ἡ σὺν-χώρηση, ἡ ὑπομονή, ἡ ταπείνωση, ἡ ἀγάπη, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Σταυρὸς μέν, Ἀνάσταση δέ.
Ἀντίθετα, τὸ διαζύγιο παρακάμπτει τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ Εἶναι ὅμως καὶ αὐτὸ σταυρός, ἀλλὰ σταυρὸς χωρὶς σωτηρία εἶναι ὁ σταυρὸς τοῦ «ἐξ εὐωνύμων» ληστοῦ εἶναι ἐπικύρωση τῆς φιλαυτίας τῶν συζύγων καὶ δρόμος πρὸς τὴν κόλαση, πρὸς τὴν οἰκογενειακὴ καὶ κοινωνικὴ συμφορά.
7. Ἀναμφιβόλως ἐκεῖνο ποὺ μπορεῖ νὰ βοηθήσει τοὺς συζύγους εἶναι πράγματι ἡ ἀλλαγή. νὰ ἀλλάξουν ὅμως ὄχι ὁ ἕνας τὸν ἄλλον μὲ κάποιο ἄλλο πρόσωπο, ἀλλὰ ὁ καθένας τὴν δική του γνώμη καὶ θέληση καὶ τὸν προσωπικό του τρόπο σκέψεως. νὰ μετανοήσουν νὰ μεταμορφώσουν μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ τὴν ἐπάρατη φιλαυτία τους σὲ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τοὺς ἄλλους, νὰ ταυτίσουν τὴν θέλησή τους μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ γίνουν πάλι ἕνα.
Νὰ παραβλέπουν καὶ νὰ συγχωροῦν τὰ λάθη καὶ τὶς παραλείψεις τοῦ ἄλλου, νὰ προσπαθοῦν νὰ κατανοοῦν καὶ νὰ συμμετέχουν στὴν ψυχική του κατάσταση. νὰ συγχωροῦν καὶ νὰ ἐνδιαφέρονται ὁ ἕνας γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἄλλου. Ἀριθμητικὰ ὅρια γιὰ τὸ πόσες φορὲς ὀφείλει κανεὶς νὰ συγχωρεῖ τὸν ἄλλον δὲν ὑπάρχουν. Γιατί ὁ Θεὸς συγχωρεῖ τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀνθρώπων μόνον ὅταν κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ οἱ ἴδιοι συγχωροῦν τὰ μεταξύ τους παραπτώματα.
8. Φυσικὰ γιὰ τοὺς περισσότερους εἶναι πράγματα ὑπερβολικὰ δύσκολα, ἂν ὄχι ἀδύνατα, ἀλλὰ μέσα στὴν Ἐκκλησία μὲ μετάνοια, ἐξομολόγηση, θεία Κοινωνία ὅλα ἀλλάζουν μὲ πολλοὺς κόπους καὶ θλίψεις, μὲ μεγάλη ὑπομονή, ἀλλὰ πάντοτε μὲ ἐπιτυχία.
Ὅσοι δὲν γεύτηκαν τοὺς καρποὺς τῆς μετανοίας δὲν μποροῦν νὰ καταλάβουν τὴν γλυκύτητα τῆς θείας χάριτος καὶ τὴν παρηγοριὰ τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Γὶ αὐτὸ καταγίνονται μὲ ἐπίγειες καὶ ἀνθρώπινες μικροχαρές, οἱ ὁποῖες στὸ βάθος κρύβουν ὀδύνη, λύπη καὶ μοναξιά.
Ὅσοι ὅμως γεύτηκαν μέσα ἀπὸ τὴν μετάνοια τὶς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀνακούφιση, τὴν παρηγοριά, τὴν ἡδύτητα, τὸ χαροποιὸ πένθος καὶ τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὶς ἐνοχές, αὐτοὶ καταλαβαίνουν τὸ νόημα καὶ τὴν πραγματικὴ χαρὰ τῆς πνευματικῆς ζωῆς.
Ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἀγαπᾶ ἀληθινά, δονεῖται σὲ ὁλόκληρο τὸ εἶναι του καὶ ὠθεῖται μὲ ἰσχυρὴ ὠστικὴ δύναμη πρὸς τὸ πρόσωπο ποὺ ἀγαπᾶ, μὲ τὸ ὁποῖο γίνεται ἕνα, ἀλλὰ ταυτοχρόνως διατηρεῖ τὴν μοναδικότητα καὶ ἀκεραιότητα τοῦ ἑαυτοῦ του, ἐνῶ ἡ ἀγάπη του δὲν περιορίζεται μόνο σὲ αὐτὸ τὸ πρόσωπο. Μέσω αὐτοῦ ἑνώνεται μὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο.
Γι' αὐτὸ καὶ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ διαρρήξει τὰ δεσμὰ αὐτῆς τῆς ἀγάπης, ἀφοῦ ἑνώνει, ὅπως λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, καὶ ἐκείνους ποὺ τοὺς χωρίζουν οἱ ὠκεανοί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου