
Ὁ μοναχισμὸς δὲν εἶναι θεσμός, ἂν καὶ ἀπὸ πολλοὺς ἐν τὴ ρύμη τοῦ λόγου λέγεται καὶ γράφεται. Εἶναι χαρισματούχα κατάσταση καὶ χαρισματούχα κλήση τοῦ Θεοῦ ἐν τὴ Ἐκκλησία. Γι’ αὐτὸ τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιο λέγει «οἶς δέδοται» καὶ «ὁ δυνάμενος χωρεῖν χωρείτω». Απ’ ὅλους τους χώρους τῆς Ἐκκλησίας στὸν μοναχισμὸ φαίνεται περισσότερο τὸ ὑπερφυσικό της στοιχεῖο. Ὅταν ἀκούω ὁρισμένους νὰ λέγουν: «Ὁ κόσμος ἔχει ἀνάγκη. Τί κλειστήκατε ἐσεῖς στὰ μοναστήρια;», αἰσθάνομαι πὼς δὲν ἐρωτοῦνε τοὺς μοναχούς, ἀλλὰ τὸν ἴδιο τὸν Θεό: «Τί τοὺς κάλεσες, Θεέ, στὶς ἐρημιὲς καὶ στὰ μοναστήρια; Δὲν βλέπεις πόσες ἀνάγκες ἔχουμε στὸν κόσμο;». Ἔτσι, ἄθελά του ὁ ἄνθρωπος κάνει ὑποδείξεις στὸν Θεὸ τί πρέπει νὰ πράττει.
Στὰ νεανικά μου χρόνια κυκλοφοροῦσε περιζήτητο βιβλίο ἂν κάποιον περίφημο συγγραφέα μὲ τίτλο «Γιὰ νὰ ἄνοιξη ὁ δρόμος σου» τὸ ὅποιο ἔμμεσα χτυποῦσε τὴν χαρισματικὴ κλήση. «Δὲν χρειάζεται -ἔγραφε- νὰ ὑπάγουμε στὰ βουνά, στὰ μοναστήρια καὶ τὶς σπηλιές, γιὰ νὰ βροῦμε τοὺς ἁγίους». Ἀπὸ αὐτὴν τὴν θέση προῆλθε ἡ κρίση στὸν μοναχισμό, ἂν καὶ αὐτὸ σήμερα τὰ παιδιά τους δὲν τὸ ἀποδέχονται μὲ τίποτα. Ἔτσι, κινδύνεψε νὰ ἔκλειψη ὁ μοναχισμὸς ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ νὰ καταντήσει προτεσταντικὴ...
ὀργάνωση.Ἀκόμη μία ἐπεξήγηση: Ὅταν λέγουμε ὅτι ὁ μοναχισμὸς εἶναι χαρισματικὴ κατάσταση, ἐννοοῦμε πὼς τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἄσκησης τοῦ μονάχου εἶναι στοεγγύς μελλον ἄγνωστο καὶ στὸ παρὸν ἐν πολλοῖς ἀβέβαιο. Εἶναι ἐσχατολογικό. Εἶναι αὐτὸ ποὺ θὰ φανεῖ τὴν ἡμέρα τῆς θείας ἐπιφανείας. Ἐνῶ τὸ θεσμικὸ εἶναι βέβαιο καὶ ἄμεσο, ἀνεξάρτητο ἀπὸ τὴν προσωπικὴ ζωὴ τοῦ ἱερουργοῦντος. Λειτουργεῖ ἕνας ἱερεύς; Ἐφόσον εἶναι κανονικὸς ἱερέας καὶ ἐπικαλεῖται τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, χωρὶς καμία ἀμφιβολία θὰ γίνει ἡ μεταβολὴ τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου σὲ σῶμα καὶ αἷμα Χρίστου. Βαπτίζει; Ἐφόσον ἔχει ἐνεργὸ τὴν ἵερωσυνη, ἂς εἶναι ὁ χειρότερος τῶν ἀνθρώπων, βαπτίσθηκε ὁ ἄνθρωπος.
Ἐνῶ ὁ μοναχὸς ἂν εἶναι φαυλόβιος καὶ προσεύχεται, ποιὰ ἐνέργεια θὰ ἔχει ἡ προσευχή του; Γέγραπται γάρ: «Ἁμαρτωλῶν οὐκ ἀκούει ὁ Θεός».
Ἀλλὰ ἂς γυρίσουμε τὸ δοιάκι τοῦ λόγου στὸν μοναχισμό, ὅπως στὴν ἀρχὴ τὸ συλλογίστηκα. Ὁ μοναχισμὸς εἶναι ἕνας βράχος, εἶναι μία πέτρα γρανιτένια σὰν ἐκεῖνα τὰ ἀπόκρημνα βράχια τῶν Μετεώρων. Ὁ μοναχισμὸς στήθηκε στὴν γῆ, στὴν Ἐκκλησία, ὄχι ὡς φυσικὸ φαινόμενο, ἀλλ' ὡς ὑπερφυσικό. Τὸν ἐφτίαξαν οἱ σταλαγμίτες τῶν δακρύων τῶν ἀπ’ αἰῶνος Ὁσίων, ποὺ ἔπεσαν στὴν γῆ ἀπὸ τὰ μετανοιωμένα μάτια.
Ἔγινε τόσο σκληρὸς ὁ βράχος τοῦ μοναχισμοῦ, ποὺ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὸν λαξέψει ἡ νὰ τὸν σαλέψει ἂν τὴν ρίζα του. Τὸ μακραίωνο μαρτύριο τῆς συνειδήσεως τὸν ἔκανε πιὸ σκληρὸ ἂν τὸ σμυρίγλι καὶ τὸν γρανίτη. Πολλοὶ ἀποτυχημένα σκέφθηκαν νὰ τὸν κλονίσουν, ἀλλὰ ἐκεῖνος ἔμεινε ἄσειστος, γιατί εἶναι ποτισμένος μὲ τὸ πιὸ καυτὸ ὑγρὸ ποὺ ὑπάρχει στὴ γῆ, τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας. Ποτίστηκε, ποτίστηκε καὶ ἕσφιξε. Ἔγινε ἕνα πολύγωνο διαμάντι ποὺ ἂν παντοῦ ἀστράφτει. Ὅσο πιὸ πολὺ τὸν χτυπᾶς, τόσο πιὸ ἀστραφτερὸς γίνεται. Ὅσο πιὸ πολὺ προσπαθεῖς νὰ τὸν κρύψεις, τόσο πιὸ πολὺ φαίνεται. Καὶ ὅσο πιὸ πολὺ προσπαθεῖς νὰ τὸν ἀμαύρωσης, τόσο πιὸ περιζήτητος γίνεται. «Πολλὰ δύνανται τὰ δάκρυα» ψάλλει ἡ Ἐκκλησία τὴν περίοδο αὐτή. Στάλα-στάλα τὰ δάκρυα ἐφτίαξαν τὸν βράχο τοῦ μοναχισμοῦ κυματοθραύστη στοὺς χειμαζόμενους, ἀνάπαυση τῶν κουρασμένων. Ἔγινε ὁ μεγαλύτερος ἐκφορτωτὴς τῶν πεφορτισμένων καὶ ὁ ὕψιστος κοσμημένος χιτώνας τῶν ἐραστῶν τοῦ Χριστοῦ, ὅπου συναντᾶται τὸ ἀκρότατον ἐφετὸν καὶ ἀπολαμβάνεται τὸ ἀπόθετον κάλλος. Αὐτὸν τὸν βράχο ἀνεβαίνουμε ὅλοι ἐμεῖς ποὺ γονεῖς, πατρίδες, συγγενεῖς, καὶ γνωστοὺς ἀφήσαμε. Οἱ ὁλοκληρωτικὰ δοσμένοι στὸ Θεό, ποὺ δὲν κρατήσαμε τίποτε γιὰ τὸν ἑαυτό μας, οὔτε μίας βραδιᾶς ἁλάτι, ὅπως λέγει ὁ λαός μας.
Αδελφοί μοῦ, εἴμαστε ὀρειβάτες στὸν ἱερὸ βράχο τοῦ μοναχισμοῦ, ἀκολουθώντας τὰ ἴχνη τῶν ἁγίων Πατέρων. Ἂν θελήσουμε νὰ φτιάξουμε δικά μας πατήματα, σίγουρα θὰ γκρεμιστοῦμε ὅπως ὁ ἑωσφόρος. Στὰ δικά μας πατήματα θὰ πιαστεῖ κάθε ἐχθρὸς καὶ πολέμιος τοῦ μοναχισμοῦ, εἴτε κληρικὸς εἶναι εἴτε λαϊκός. Ὁ ἱερὸς βράχος ἀλεξιπτωτιστᾶς δὲν δέχεται. Ἡ προσγείωση γίνεται πάντα μὲ ἀνάβαση, ὅπως τὴν χάραξαν οἱ ἅγιοι Πατέρας. Οἱ ἄλλοι δρόμοι δὲν φτιάχνουν οὔτε μοναχὸ οὔτε μοναχούς. Στὸ τέλος, παρὰ τὰ τάλαντά τους θὰ ὁμολογήσουν τὸν λόγο τοῦ Κυρίλλου Καστανοφύλλη: «Καὶ τὸν μοναχὸν ἀπώλεσα καὶ μοναχοὺς οὐκ ἐποίησα».
Καυχῶνται πολλοὶ γόητες καὶ πλάνο, τοῦ κόσμου πὼς εἰσῆλθαν τάχατες στὰ ἄδυτα τοῦ μοναχισμοῦ. Λὲς καὶ τὰ ἄδυτα αὐτὰ εἶναι πὼς τρώγει καὶ τί τρώγει, πὼς πλαγιάζει καὶ κοιμᾶται ὁ μοναχός, ἡ πόσο θυμώνει ὁ ἡγούμενος, ὅπως καμαρώνουν οἱ ἀνόητοι δημοσιογράφοι, ποὺ δὲν συνειδητοποίησαν ἀκόμη ὅτι ἐφημερίδα γράφουν καὶ ὄχι Εὐαγγέλιο. Τὸ ἄδυτα τοῦ Ὅρους καὶ κάθε καλογερικοῦ ὅρους δὲν εἶναι τὰ σκευοφυλάκια οὔτε τὰ θησαυροφυλάκια οὔτε οἱ ἀδυναμίες τῶν ἐγκαταβιούντων ἀλλὰ οἱ καρδιὲς τῶν μοναχῶν. Ἐκεῖ βλέπεις καὶ ἀπολαμβάνεις τὸν πλοῦτο ἢ τὴν φτώχεια τὸν μοναχισμοῦ. Ἐκεῖ καθορᾶς ἂν ὑπάρχει ὄντος Θησαυρὸς ἡ ἄνθρακες. Αὐτὴ ὅμως ἡ εἴσδυσις εἶναι προνόμιο τῶν ἐχόντων λεπτὲς κεκαθαρμένες αἰσθήσεις, καὶ ὄχι τῶν ἐχόντων τὶς αἰσθήσεις κεκαυτηριασμένες. Αὐτοὶ καὶ καλὸ νὰ δοῦνε, θὰ τὸ διαστρέψουνε.
Ἀδελφοί μου, ὁ βράχος ποὺ ἀνεβαίνουμε εἶναι δυνατός, καταγερός. Ἐμεῖς εἴμαστε ἀδύναμοι καὶ ἀνήμποροι. Ἂς προσέχουμε, παρακαλῶ, γιατί ἐμεῖς οἱ μοναχοὶ καὶ γενικὰ οἱ ρασοφόροι ἔχουμε τὴν τύχη τῶν ποντικῶν: Ἕνα τρώγει τὸ τυρί, «τὰ ποντίκια ἔφαγαν τὸ τυρί. Ἕνας μοναχὸς ὠλίσθησε, «ὅλοι οἱ μονάχοι ὀλισθαίνουν». Οἱ πλάνοι καὶ γόητες αὐξήθηκαν στὶς μέρες μας σαν τοὺς κοπρομανίτες. Ὅλοι τάχατες πονοῦν τὸν μοναχισμὸ καὶ μιλοῦν γιὰ ἐκκοσμίκευση. Αὐτοὶ ποὺ τὸ Εὐαγγέλιο δὲν εἶχε ποτὲ τὴν παραμικρὴ ἰσχὺ στὴν ζωή τους. Δὲν ἔχουμε ἀπὸ πουθενὰ ὑποστήριξη. Καὶ δὲν θέλουμε τὰ δεκανίκια τῶν ἀναπήρων, παρὰ μόνον τὴν βοήθεια τῆς Παναγίας. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ μᾶς πλησιάζουν δὲν ἔχουν λαλιά, δὲν ἔχουν φωνὴ νὰ διαψεύσουν, νὰ βουλώσουν τὰ ἀπύλωτα στόματα. Τοὺς φίλους μας καὶ τοὺς γνωστούς μας πρέπει νὰ τοὺς προσέχουμε πιὸ πολὺ ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μας. Νὰ προσέχουμε τί μᾶς ὑπαγορεύουν καὶ τί μᾶς ὑποδεικνύουν. Πίσω ἀπὸ τὶς ἀβρότητες ὑπάρχει πάντα ἕνας μεγάλος διάβολος. Πόσες φορὲς «φίλοι» του μοναστηριοῦ ξεμαδέρωσαν ἀδελφοὺς ἀπὸ τὴν ἀδελφότητα, ὅπως ἡ φουρτούνα τὶς κουπαστὲς τοῦ καραβιοῦ! Ἡ πορεία μᾶς γίνεται ἐν μέσω παγίδων πολλῶν. «Στῶμεν καλῶς», γιατί ὅπως εἶπε καὶ ὁ μέγας πατέρας μᾶς Ἀντώνιος: «Ἐν ταῖς ἐσχάταις ἡμέραις οἱ συνετοὶ θὰ θεωροῦνται τρελοὶ καὶ οἱ τρελοὶ συνετοί».
Σήμερα ὁ λόγος θὰ ἔπρεπε νὰ ἀναφέρεται στὸ ἄλλο μεγάλο βουνό, τοῦ μαρτυρίου, ὅπως ταιριάζει στὴν ἑορτή. Ἀλλὰ λόγω τῶν γεγονότων τῆς ἐποχῆς, πιαστήκαμε μὲ τὸ ὅρος τοῦ μοναχισμοῦ. Μακάρι νὰ παραμείνει καὶ γιά μας καὶ γιὰ ὅλο τὸ κόσμο αὐτὸ τὸ ἱερὸ βουνὸ τὸ πιὸ ψηλό του κόσμου, γιὰ νὰ βρίσκουν οἱ ἄνθρωποι τὸ μέτρο τῆς ὀρθῆς πίστης καὶ ζωῆς.
Χριστιανικὴ Σπίθα,
Ἔτος ξς’ Πάρος
Νοέμβριος 2010
Ἀριθμ. Φύλ. 689.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου