10 Φεβ 2011

Γέροντας Πέτρος ὁ Ἁγιορείτης


ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΕΤΡΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ*
Γέροντας Πέτρος καταγότον ἀπὸ τὴ Λῆμνο, ζοῦσε στὸ σπήλαιο τοῦ ὁσίου Πέτρου τοῦ Ἀθωνίτου, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα ἔφερε καὶ τὸν θαυμαστὸ βίο προσπαθοῦσε, κατὰ τὸ δυνατόν, νὰ μιμηθῆ. Διακρινόταν γιὰ τὴν ἄσκητικοτητα, τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν εὐλάβειά του. Σπάνια ἔβγαινε ἀπὸ τὸ κελλί του, μάζευε τσάϊ τοῦ βουνοῦ, ἐφτίαχνε κομποσχοίνια, πήγαινε στὰ μοναστήρια, τὰ ἔδινε καὶ λάβαινε τρόφιμα.
Κάποτε ὁρισμένοι μοναχοὶ πῆγαν στὶς Καρυὲς καὶ τοιχοκόλλησαν ἀνακοινώσεις ὅτι ὁ βασιλιὰς Γεώργιος ὁ Β' εἶναι μασῶνος. Πῆγε καὶ ὁ Γ. Πέτρος, παρασυρμένος ἀπὸ ἄλλους, ὅμως συνελήφθη κι ἐξορίσθηκε ἕκτος του Ἁγίου Ὅρους στὴ Σπιναλόγκα, κηρύσσοντας σὲ ὅλους μετάνοια. Ὅταν ἐπέστρεψε, κατὰ τὴ Γερμανικὴ κατοχή, πῆγε στὸ Κελλί του κι ἀφιερώθηκε σὲ μεγαλύτερους ἀγῶνες. Ἔλεγε: «Τώρα κάνω διπλοὺς καὶ τρίδιπλους ἀγῶνες καὶ δὲν μπορῶ νὰ φθάσω στὰ μέτρα ἐκεῖνα ποῦ ἤμουν πρὶν πάω ἔξω ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὅρος». Ἔλεγε στὸν Γ. Γεράσιμο τὸν Μικραγιαννανίτη ὁ Γ. Πέτρος: «Τὴ νύχτα ὅταν βγαίνω ἔξω γιὰ προσευχὴ βλέπω κι ἀκούω οὐράνια...
πράγματα..
Ὅταν περιερχόταν τὶς μονὲς καὶ τὰ Κελλιά, γιὰ νὰ δώση τὸ ἐργόχειρό του, τὸν συνάντησε ἕνας ἐνάρετος μοναχὸς καὶ τοῦ εἶπε πὼς θέλει νὰ ἔλθη ὑποτακτικός του. Ο Γ. Πέτρος δὲν τοῦ ἀπάντησε τίποτε κι ἀναχώρησε. Μετὰ λίγες ἡμέρες ἦλθε πάλι στὸ Κελλὶ τοῦ ἐνάρετου μονάχου. Ἀπόρησε πῶς ξανῆλθε τόσο σύντομα, γιατί πολὺ ἀραιὰ ἐπισκεπτόταν τὸν κάθε τόπο. «Γέροντα τί νὰ σοὺ προσφέρω;» τὸν ρώτησε ὁ μοναχός. «Γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χρίστου λίγο ζεστὸ νερό», τοῦ εἶπε ὁ Γ. Πέτρος. Ὁ μοναχός του προσέφερε. Τότε ὁ Γ. Πέτρος ἔβγαλε ἀπὸ τὸ ζωστικὸ τοῦ ἕνα σακκούλι, ὅπου εἶχε τσάϊ, πῆρε ἕνα κλαράκι καὶ τὸ ἀνακίνησε στὸ ζεστὸ νερό. Μετὰ πῆρε ἀπὸ τὸν κόρφο τοῦ ἕνα ἄλλο σακκουλάκι, ὅπου εἶχε ζάχαρι, κι ἔβαλε στὴ μύτη τοῦ κουταλιοῦ λίγη ζάχαρι. «Μ' ἕνα κιλὸ ζάχαρι περνοῦσε ὅλο τὸν χρόνο καὶ τοῦ ἔμενε καὶ λίγη γιὰ τὸν ἑπόμενο», ἔλεγε ὁ μοναχός. «Ἦλθα νὰ σοὺ πῶ, νὰ μὴν κάνης τὸν κόπο νὰ ἔλθης στὸ σπήλαιο, γιατί ἐγὼ θὰ πεθάνω...» εἶπε ὁ Γ. Πέτρος. Ὃ μοναχὸς θαύμασε τὴ λεπτότητά του, ἦλθε ὧρες δρόμο, γιὰ νὰ τοῦ μηνύση, νὰ μὴ πάη καὶ κουρασθῆ.
Μιὰ φορὰ τὸν ἀντάμωσε ὁ Γ. Ἰωακείμ, ἔξω της μονῆς Κουτλουμουσίου, ὅπου πήγαινε νὰ δώση τὸ ἐργόχειρό του. Ό Γ. Ἰωακεὶμ πῆρε μερικὰ κομποσχοίνια καὶ τοῦ ἔδωσε περισσότερα χρήμματα ἀπ' ὅσο ἄξιζαν. Ο Γ. Πέτρος δὲν τὰ δέχθηκε μὲ κανένα τρόπο, λέγοντας: «Καὶ τὰ δικά μου ἄλλοι θὰ τὰ πάρουν...» Τοῦ λέει ὁ Γ. Ἰωακείμ: «θὰ μείνεις ἐδῶ ἀπόψε;» Τοῦ ἅπαντα: «θὰ πάω στοῦ Ξηροποτάμου». Τοῦ λέει ὁ Γ. Ἰωακείμ: «Δὲν προλαβαίνεις, νύχτωσε, πᾶμε στὸ Κελλί μου καὶ πηγαίνεις αὔριο». Τοῦ λέει δ Γ. Πέτρος: «θὰ περπατῶ μέχρι ποὺ δὲν θὰ βλέπω, μετὰ θὰ ζαρώσω σὲ μία καστανιά, μέχρι νὰ φέξη». Ἐκεῖνο τὸ βράδυ ἔκανε καταρρακτώδη βροχή, βράχηκε πολὺ καὶ κρυολόγησε κι ἐπέστρεψε στὴν Καλύβη του, κι ἀποχαιρετοῦσε τοὺς γείτονές του.
Μετὰ τὴν ἐπιστροφή του ἀπὸ τὴν ἐξορία πῆγε καὶ κατοίκησε σὲ μία Καλύβη, δίχως ναό, ποὺ βρίσκεται μεταξὺ τῶν ἡσυχαστηρίων Θωμάδων καὶ Δανιηλαίων. Ἐπειδὴ ὅμως εἶχε ἐντολὴ ἀπὸ τὸν Γέροντά του, νὰ τελειώσει τὸν βίο του στὴ «μετάνοιά» του, τὸν ὁποῖο προαισθάνθηκε, ξεκίνησε γιὰ τὸ σπήλαιο τοῦ ὁσίου Πέτρου. Ο Γ. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης θυμᾶται πῶς ἑτοιμαζόταν γιὰ ταξείδι καὶ τὸν ἐπισκέφθηκε ὁ Γέρο-Πετράκης, ὅπως τὸν ἔλεγαν, λόγω τοῦ μικροῦ ἀναστήματός του, γιὰ νὰ τὸν ἀποχαιρετήση. Ο Γ. Γεράσιμος τοῦ εἶπε πῶς σύντομα θὰ ἐπιστρέψη. Ο Γ. Πέτρος ἐπέμενε: «Δὲν θὰ ξαναϊδωθοῦμε».
Ἐπέστρεψε λοιπὸν στὴν πρώτη του «μετάνοια», παραμονὲς τῆς ἑορτῆς τοῦ ὁσίου Πέτρου τοῦ Ἀθωνίτου, ὅπου ἑόρταζε 6 ναὸς τοῦ σπηλαίου καὶ ὁ ἴδιος. Μετέλαβε τῶν Ἀρχάντων Μυστηρίων τὴν ἥμερά της ἑορτῆς του, ὅπου ὅπως συνηθίζεται, εἶχαν ἔλθη καὶ οἱ γύρω ἀσκητές, καὶ μετὰ τὴ θ. Λειτουργία τοῦ εὐχήθηκαν κατὰ τὸ καθιερωμένο κέρασμα: «Καλὸ παράδεισο, Γέρο-Πέτρο». «Ἀμὴν» ἀπάντησε ἐκεῖνος καὶ ἀναπαύθηκε μακαρίως.
Πρίν, εἶχε ἔλθη καὶ στὴν περιοχὴ τῶν Καρυῶν, ν' ἀποχαιρετήση φίλους καὶ μοναχούς, νὰ δώση τὸ ἐργόχειρό του καὶ νὰ συγκέντρωση χρήματα γιὰ τὰ ἔξοδα τῆς κηδείας του καὶ τὸ σαρανταλείτουργο. Μία φορὰ στὶς Καρυὲς βρῆκε ἕνα δαιμονισμένο, τὸν σταύρωσε καὶ τὸν θεράπευσε. Ὅταν τὸν ἐπισκεπτόταν ἡ θ. Χάρι, ἔσκυβε τὸ κεφάλι του κι ἀναφωνοῦσε: «Κτύπα, Χριστέ μου, μὲ τὸ κονταράκι τῆς εὐσπλαχνίας Σου».
Μοναχὸς Μωνσης Ἁγιορείτης
 * Ἀπόσπασμα ἀπὸ  τὸ προσφάτως ἐκδοθὲν βιβλίο τοῦ Μονάχου Μωυσῆ "Ἁγιορείτικες Διηγήσεις"
Ἁγιορείτικη Μαρτυρία 
Τριμηνιαία ἔκδοση Ἱερᾶς Μονῆς Ξηροποτάμου
τεῦχος 4

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.