Καθώς μου διηγήθηκε, ὃ Πατὴρ Δανιὴλ τῶν Δανιηλαίων ἀπὸ τὰ Κατουνάκια, ὃ Γέρο Φιλάρετος ἦταν προϊστάμενος στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Σταυρονικήτα. Ἔφυγε δὲ ἂπ’ αὐτήν, διότι τότε ἦταν Ἰδιόρρυθμη καὶ ἢ ζωὴ τῶν Πατέρων σ’ αὐτὴν δὲν ἤτανε κείνη ποῦ εἶχε ὃ Πατὴρ Φιλάρετος στὴ φαντασία του, γι’ αὐτὸ ἔφυγε ἂπ’ αὐτὴν γιὰ νὰ βρεῖ περισσότερη ἡσυχία καὶ ψυχικὴ γαλήνη. Γιὰ νὰ βρεῖ ὁλοκληρωμένη ἠρεμία τοῦ νοῦ καὶ νὰ ἐπιδοθεῖ σ’ αὐτὸ ποῦ ἐπιθυμοῦσε ἢ ψυχή του, στὴ νοερὰ προσευχή. Ἔφυγε λοιπὸν στὴν ἔρημο, πῆγε στὰ Καρούλια κι ἔμεινε σὲ μία ἀπομονωμένη Καλύβα.
Εἶχε κατὰ κόσμον μόρφωση, γιατί στὴν Καλογερικὴ ἦρθε σὲ μεγάλη ἡλικία καὶ μὲ ἐπίγνωση προτίμησε τὸ Μοναχικὸ βίο, ἀπὸ τὸν ἔγγαμο, ποῦ ἔχει πολλὲς φροντίδες καὶ μέριμνες, καὶ πολλὲς φορὲς ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸ Θεό.
Ἦταν ἐγκρατής, λιγόλογος καὶ σοβαρός, εἶχε τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ συνεχῆ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τῶν Πατερικῶν συγγραμμάτων καὶ ἀδιάκοπη μελέτη στὰ θεία θεωρήματα τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Νύχτα – μέρα, ἀναλογίζονταν τὸ μέγεθος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός, πρὸς τὸν ἀποστάτη καὶ ἀχάριστο ἄνθρωπο, ὥστε γιὰ χάρι του νὰ θυσιάσει τὸν Μονογενῆ Υἷόν Του, ὃ ὁποῖος πρόθυμα δέχθηκε νὰ κάνει τὴ θυσία αὐτή, μὲ τὴν ἐνσαρκη θεία οἰκονομία Αὐτοῦ, γιὰ νὰ λυτρώσει τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ τῆς ἁμαρτίας. Ἔφερνε μπροστά του σὲ ζωντανὴ εἰκόνα, τὴν ἄκρα συγκατάβαση, τὴν ἄκρα ταπείνωση, τὰ φρικτὰ πάθη, τοὺς ὀνειδισμοὺς καὶ τὰ ἀνείπωτα τρομερὰ μαρτύρια, ποῦ, ὡς ἄνθρωπος τέλειος, ἔπαθε ὃ Μονογενὴς Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, καὶ τὴν ἀγάπη ποῦ ἔδειξε, δείχνει καὶ θὰ δείχνει πρὸς τὸν ἀχάριστο, κακοῦργο καὶ ἐγκληματία ἄνθρωπο, θαύμαζε μεσάτου τὴ μεγαλοπρέπεια, τὴ δόξα, τὴ χαρὰ καὶ τὴν...
εἰρήνη τοῦ νοῦ, ποῦ κατεσκεύασεν, ὃ Κύριος ἠμῶν ‘Ἰησοῦς Χριστός, μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, μετὰ τὴν ἔνδοξη τριήμερη Ἀνάστασή Του, ὅταν ἐμφανίστηκε στοὺς μαθητὲς καὶ ἁγίους ἀποστόλους Του καὶ εἶπε«Εἰρήνη ὑμίν, εἰρήνη τὴν ἐμὴν δίδομι ὑμὶν» (Ἴωαν. ΙΔ’ 27) καὶ «λάβετε πνεῦμα Ἅγιον ἂν τίνων ἄφητε τὰς ἁμαρτίας ἄφιενται αὐτοῖς, ἂν τίνων κρατῆτε, κεκράτηνται». (Ἴωαν. Κ’ 23). Ἔτσι ἑτοίμασε μὲ τὸ ἐμφύσημα τὴν κατοικία τοῦ τελεταρχικοῦ, καθαρκτικοῦ καὶ ἁγιαστικοῦ Παρακλήτου τοῦ Παναγίου Πνεύματος καὶ Θεοῦ τῶν ὅλων, ὅπως ὃ ἴδιος εἶπε: «Ὃ δὲ Παράκλητος τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ὁ πέμψει ὃ Πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμὶν (Ἴωαν. ΙΔ’ 28).Μὲ τὴ μελέτη καὶ ἀδολεσχία αὐτή, ποῦ ὅλο τὸ 24ωρο εἰχεν ὃ – Φιλάρετος, θεωροῦσε τὸν ἄνθρωπο σὰν ἰδανικὴ κατοικία τοῦ Πανάγαθου, τρισηλίου καὶ τρισυπόστατου Θεοῦ, τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὅπως ἀναφέρει ὃ ἴδιος ὃ Θεὸς στὴν ἁγία Γραφή: «Ἐὰν τὶς ἀγαπᾶ μέ, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἔλευσομεθα καὶ μονὴν παρ’ οὕτω ποιήσομεν» (Αὐτόθι ΙΔ’ 23).
Ἂπ’ αὐτὰ καὶ ἀλλὰ πνευματικὰ θεωρήματα θερμαινότανε ἢ καρδιά του, ἄναβε ἢ φλόγα τοῦ θείου ἐρωτᾶ καὶ δινότανε ὁλόψυχα στὴ νοερὰ προσευχὴ καὶ σὰν ἀποτέλεσμα πλημμύριζε ἢ καρδιά του ἀπὸ ἀγάπη πρὸς ὅλους τους ἀδελφούς, πρὸς ὅλους τους ἀνθρώπους, πρὸς ὅλον τὸν κόσμο, ὁρατὸ καὶ ἀόρατο.
Ἀπὸ τὰ αἰσθήματα αὐτὰ κινούμενος, γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει καὶ αἰσθητά, μὲ τὴν πράξη καὶ νὰ βοηθήσει τοὺς συνασκητές του, φύτευε σὲ κάτι ξεροπέζουλα πατάτες, οἱ ὁποῖες, ἀπὸ τὴν ἔλλειψη τοῦ νεροῦ, γίνονταν μικρὲς καὶ καχεκτικὲς μέν, ἀλλὰ πολὺ νόστιμες καὶ γευστικές. Τὶς πρόσφερε ὅλες στοὺς γύρω του Ἀσκητὲς καὶ ἐρημίτες, λέγοντάς τους, ὅτι Πατέρες καὶ ἀδελφοί, φέτος ὃ Θεὸς τὶς εὐλόγησε καὶ ἔγιναν πολλὲς καὶ ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ τὶς φάει μόνος του, ἐνῶ γιὰ τὸν ἑαυτό του δὲν κρατοῦσε οὔτε μία, γιατί ἤθελε ἀπὸ τοὺς κόπους του νὰ τρῶνε οἱ ἄλλοι, γιὰ νάχει κι αὐτὸς μισθὸ μιμούμενος τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, ποῦ ἔλεγε: «Αὐτοὶ γινώσκετε ὅτι ταῖς χρείαις μου καὶ τοῖς οὔσι μετ’ ἐμοῦ ὑπηρέτη σὰν ἀϊ χεῖρες αὖται… ὅτι οὕτω κοπιῶντες δεῖ ἀντιλαμβάνεστε τῶν ἀσθενούντων… μακαριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν» (Πράξ. Κ’ 34, 35). Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ μὲ τὰ λάχανα, τὰ ραδίκια καὶ τὰ μαρούλια ποῦ φύτευε καὶ ὅσα ἂπ’ αὐτὰ γίνονταν, τὰ μοίραζε ὅλα στοὺς Πατέρες, αὐτὸς δέ, ἔτρωγε τὰ πιὸ τραχεία χόρτα, τὰ ὁποῖα ἔβραζε, τὰ ἀνακάτευε μὲ πίτουρα κι αὐτὸ ἀποτελοῦσε τὴν πιὸ ἰδανικὴ γι’ αὐτὸν τροφή.
Γιὰ νὰ τιμωρεῖ τὸν ἑαυτό του δὲ φοροῦσε ποτὲ παπούτσια ἢ ἀλλὰ ὑποδήματα, ἀλλὰ στὰ ἀνώμαλα καὶ κακοτράχαλα ἐκεῖνα μέρη τοῦ Ἁγίου Ὅρους, περπατοῦσε μὲ γυμνὰ πόδια, τελείως ἀνυπόδητος. Τὰ δὲ πόδια του, ἀπὸ τὰ πολλὰ κτυπήματα στὶς πέτρες καὶ τὴν ἀφόρητη ζέστη, ποῦ κάνει στὰ μέρη αὐτὰ τὸ καλοκαίρι, εἶχαν σκληρυνθεῖ κι εἶχαν γίνει σὰν τὸ ὄστρακο τῆς χελώνας.
Ἔτσι γύριζε σ’ ὅλους τους ἐρημίτες, μοίραζε τὰ λάχανα, τὶς πατάτες καὶ τὸ παξιμάδι ποῦ τοῦ στέλνανε ἀπὸ τὰ πλησιέστερα Μοναστήρια κι ἔλεγε: «Πάρτε Πατέρες καὶ ἀδελφοί, φᾶτε ἀπὸ τὴν εὐλογία καὶ τὰ δῶρα ποῦ μᾶς ἔδωκε φέτος ὃ Θεός».
Πολλὲς φορές, γιὰ νὰ τὸν περάσουν γιὰ τρελό, ἔλεγε πολλὰ καὶ ἀσυνάρτητα πράγματα, κι αὐτὸ τὸ ἔκανε μὲ τόση φυσικότητα, ποῦ πολλοὶ τὸν νόμιζαν γιὰ τρελὸ ἢ χαζό! Αὐτὸς δὲ χαίρονταν καὶ αἰσθάνονταν ἱκανοποιήσει, ποῦ πολλοὶ ἀδελφοὶ εἶχαν πιστέψει πῶς πράγματι εἶναι τρελός.
Ἐκ τοῦ λόγου τούτου, πολλοὶ τὸν κορόιδευαν, τὸν περιφρονοῦσαν ἢ καὶ τὸν βρίζουνε ἀκόμη. Ἄλλοι πάλι τὸν δοκίμαζαν νὰ δοῦν μὲ ποιὸ σκοπὸ κάνει ὅλα αὐτὰ τὰ πράγματα. Ἔτσι μία μέρα, ὃ Γέροντας τῶν Δανιηλαίων Γερόντιος Μοναχός, ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ πρακτικοὺς καὶ πεπειραμένους Μοναχούς, καλὸς ἁγιογράφος καὶ ἄριστος μουσικὸς καὶ ψάλτης, μὲ πολλὴ σοβαρότητα, εἶπε στὸ Γέρο – Φιλάρετο: «— Ἀδελφὲ Φιλάρετε, συγχώρεσε μὲ ἄλλα εἶσαι ὑποκριτὴς καὶ ψεύστης, γυρίζεις ξυπόλυτος καὶ μᾶς κάνεις τὸν ἅγιο, θέλεις μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ νὰ ἐντυπωσιάζεις τοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ πιστεύουν καὶ νὰ σὲ ἐγκωμιάζουν πῶς εἶσαι ἅγιος ἄνθρωπος. Καὶ σὺ πιστεύεις στὰ ἐγκώμια τους, φουσκώνεις καὶ γεμίζεις ἀπὸ ὑπερηφάνεια καὶ κενοδοξία. Ταλαίπωρε, δὲν ξέρεις πῶς θὰ κολασθεῖς ποῦ κάνεις αὐτὰ τὰ πράγματα καὶ σκανδαλίζεις τοὺς ἀδελφούς;»
Τοῦτο ἔκαμε ὃ Γέρο – Γερόντιος, μπροστὰ στὸ Μοναχὸ Δανιὴλ τὸν νεώτερο, ὃ ὅποιος μου εἶπε καὶ μὲ βεβαίωσε πῶς εἶδε τὸ Γέρο -Φιλάρετο ἀμέσως μετά, ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ ποῦ τοῦ εἶπε ὃ Γέρο -Γερόντιος, νὰ βάνει μετάνοια, ζήτησε συγχώρεση καὶ ἀφοῦ σκανταλίστηκε ὃ Γέρο – Γερόντιος, τοῦ λοιποῦ ὅταν πήγαινε στὸ ἡσυχαστήριο τῶν Δανιηλαίων φοροῦσε κάτι παλιὰ καὶ πολὺ μεγάλα παπούτσια, τὰ ὁποῖα εἶχε πάντα στὸ ντορβά του κι ὅταν πλησίαζε στὸ σπίτι τὰ ἔβαζε στὰ πόδια του, γιὰ νὰ μὴ σκανδαλίζει τοὺς ἀδελφούς.
Τὸ τακτικὸ φαγητὸ τοῦ ἦταν φραγκόσυκα, ποῦ στὴν περιοχὴ τῶν Καρουλιῶν βρίσκονται πολλὰ σὰν φυσικά, διότι φαίνεται ἀπὸ πολὺ παλιὰ χρόνια τὰ ἔχουν φυτέψει κι ἔχουν πολλαπλασιαστεῖ τόσο ποῦ ἔχουν γεμίσει τὰ βράχια. Τὰ φραγκόσυκα λοιπὸν φρέσκα ἢ ξερὰ τὰ ‘τρίβε ὅπως εἶναι μὲ τ’ ἀγκάθια, τὰ ἀνακάτευε μὲ πίτουρα καὶ τὰ ἔτρωγε ἄλλοτε ὠμὰ κι ἄλλοτε ψημένα.
Εἶχε πολλὴ εὐλάβεια στὴν Παναγία Θεοτόκο, κι ὅταν πρόφερε τὸ ὄνομά της, τὰ μάτια τοῦ τρέχανε σᾶ βρύσες τὰ δάκρυα. Ὅταν ἄκουγε ψαλμωδίες καὶ μάλιστα νὰ ψάλετε τὸ «Ἄξιον ἐστὶν» ἔκλαιγε καὶ γέμιζε χαρὰ καὶ εὐφροσύνη ἢ καρδιά του.
Μία μέρα, ὃ πάτερ Δανιήλ, ρώτησε τὸ Γέρο – Φιλάρετο: — Γέροντα Φιλάρετε, πολὺν καιρὸ ἔχω ποῦ σὲ παρακολουθῶ, καὶ βλέπω πῶς ὅταν ψάλλουμε, ἀντὶ νὰ χαίρεσαι ὅπως ὅλοι μας, ἐσὺ κλαῖς, γιατί; Τί εἶναι ἐκεῖνο ποῦ σὲ κάνει καὶ κλαῖς; Αὐτὸς τότε μὲ δισταγμὸ εἶπε: «Πάτερ Δανιήλ, ὅταν ἀκούω νὰ ψάλλουν οἱ ἀδελφοί, μεταφέρεται ὃ λογισμός μου, ἀπὸ τὰ γήινα στὰ οὐράνια καὶ μοῦ φαίνεται πῶς ἀκούω τοὺς Ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ νὰ ψάλλουν, τότε εὐφραίνεται ἢ ψυχή μου καὶ ἀπὸ τὴ χαρά μου τὰ μάτια μου γεμίζουν δάκρυα. Ἄλλοτε πάλι, αἰσθάνομαι τὴν ἁμαρτωλότητά μου καὶ κλαίω ποὺ δὲν μπορῶ κι ἐγὼ νὰ ψάλλω μὲ τοὺς ἐπίγειους αὐτοὺς Ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ, τότε καὶ πάλι τρέχουν τὰ δάκρυά μου, γιατί λογίζομαι, πῶς ἄν, μὲ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοὺς ἐδῶ στὴ γῆ, δὲν μπορῶ νὰ συμψάλλω, τότε πῶς θὰ ἀξιωθῶ κι ἐγὼ νὰ δοξολογῶ καὶ νὰ ψάλλω τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ μας, μὲ τὰ οὐράνια Τάγματα τῶν Ἀγγέλων νὰ δοξολογῶ καὶ ὑμνῶ τὸν Κύριο; Ἐγὼ ὃ ἀνάξιος καὶ ἁμαρτωλός; Καὶ ἂπ’ αὐτὲς ὅλες τὶς σκέψεις μου ἀδελφέ, τρέχουν τὰ μάτια μου δάκρυα χαρᾶς καὶ λύπης μαζὶ κι ἀρχίζω μέσα μου νὰ δοξολογῶ τὸ παντιμο, πανάγιο καὶ μεγαλοπρεπὲς ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ μας».
ΤΟ ΜΑΚΑΡΙΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΦΙΛΑΡΕΤΟΥ
Ὅταν εἶχε περάσει σχεδὸν τὰ 80 χρόνια της ἡλικίας του, ὑστέρα ἀπὸ τὴ σκληρὴ ἄσκηση ποῦ ἔκανε, ὃ Γέρο – Φιλάρετος, ἦρθε σὲ φυσιολογικὴ ἀδυναμία καὶ τὸ μὲν σῶμα τοῦ ἀδυνάτισε, ἢ δὲ ψυχή του, τὸ φρόνημα καὶ ἢ προθυμία γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωὴ δυνάμωνε- καὶ θερίευε πιὸ πολὺ ἀντὶ νὰ ἀδυνατίζει, καὶ ὅπως λέγει ὃ ἀπόστολος Παῦλος: «Ἂλλ’ εἰ καὶ ὃ ἔξω ἠμῶν ἄνθρωπος διαφθείρεται, ἂλλ’ ὃ ἔσωθεν ἀνακαινοῦται ἡμέρα καὶ ἡμέρα» καὶ «Οἴδαμεν γὰρ ὅτι ἐὰν ἢ ἐπίγειος ἠμῶν οἰκία τοῦ σκήνους καταλυθῆ οἰκοδομὴν ἐκ Θεοῦ ἔχομεν, οἰκίαν ἀχειροποίητον ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Β’ Κόρ. Δ’ 16 καὶ Ἐ’ 1) καὶ «Τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον, ἢ δὲ σὰρξ ἀσθενὴς» (Μάτθ. ΚΣΤ’ 41).
Διαισθανόμενος καὶ ὃ ἄββας Φιλάρετος ὅτι ὃ καιρὸς τῆς ἐκδημίας τοῦ πλησίαζε, παρεκάλεσε τὸν Γέροντα τῶν ἀδελφῶν Δανιηλαίων, Γερόντιο Μοναχό, νὰ δώσει ἄδεια καὶ εὐλογία στὰ Καλογέρια Δανιὴλ καὶ Ἀκάκιο, νὰ πᾶνε στὴν ἐρημικὴ Καλύβα του, γιὰ νὰ ψάλλουν πρὸς δόξαν Θεοῦ, διάφορους ἐκκλησιαστικοὺς ὕμνους.
Ὃ Γέρων Γερόντιος, ἐπειδὴ γνώριζε τὴν πνευματικὴ κατάσταση τοῦ Γέροντα Φιλάρετου, ἔδωκε εὐλογία καὶ στοὺς δύο αὐτοὺς καλλίφωνους ψάλτες, οἱ ὅποιοι, ἐπειδὴ ἀγαποῦσαν καὶ εὐλαβοῦτο τὸ Γέροντα Φιλάρετο καὶ γιὰ νὰ πάρουν τὴν εὐχή του, μὲ προθυμία πολλὴ καὶ εὐλάβεια, πῆγαν στὴν Καλύβα τοῦ Γέροντα Φιλάρετου στὰ Καρούλια καὶ μὲ κατάνυξη ἔψαλλαν τὸ «Παναγία Δέσποινα…», τὸ «Μὴ καταπιστεύσης μέ…», «Τοὺς τοῦ Ἀθω Πατέρας…» καὶ ἄλλους ὡραίους Ἀθωνικοὺς ὕμνους.
Ὃ Γέρων Φιλάρετος, ἀπὸ τὴ χαρά του, τὰ δάκρυα, σὰν δύο βρύσες τρέχανε, ἀπὸ τὰ μάτια του. Δόξασε μεγαλόφωνα τὸ Θεό, εὐχαριστοῦσε τὴν Παναγία μητέρα τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοτόκο Μαρία καὶ ἀφοῦ γονάτισε, ἔκαμε θερμὴ προσευχὴ στὸ Δεσπότη Χριστό, πρὸς τὸν ὅποιον εἶπε: «Νὰ φυλάξεις Θεέ μου, αὐτὰ τὰ ἀγγελούδια τῆς ἐρήμου, τὴ συνοδεία τῶν ἀδελφῶν Δανιηλαίων καὶ νὰ σκεπάζεις σὲ παρακαλῶ, Χριστέ μου, ὅλα τὰ Καλογέρια, ποῦ γιὰ τὴν ἀγάπη σου ἀπὸ θεῖο ἐρωτᾶ, ἀφήκαν τὸν κόσμο καὶ τὰ ἐγκόσμια, μίσησαν τὰ ψεύτικα ἀγαθὰ τῆς γὴς καὶ ζητοῦν νὰ ἀπολαύσουν ἐκεῖνα τὰ ἐπηγγελμένα ἀγαθὰ τῆς μελλούσης ζωῆς τὰ αἰώνια, τὰ ὁποία, μὲ τὸ στόμα τοῦ ἀποστόλου Σου Παύλου, μᾶς εἶπες πῶς: «Ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβει, ὃ ἠτοίμασεν ὃ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτὸν» (Ἃ’ Κόρ. Β’ 9).
Αὐτὰ τὰ Καλογέρια, ποῦ μὲ τὴ δύναμη καὶ χάρι σου, ἦρθαν ἐδῶ στὸν ἱερὸ αὐτὸν τόπο, τὸ Ἅγιον Ὅρος, σκέπασε τὰ ἀπὸ τὶς πλάνες καὶ παγίδες τοῦ Σατανᾶ, ἀλλὰ καὶ ὅλους ἐκείνους ποῦ ζήτησαν καταφύγιο στὸ λιμάνι αὐτό, ποῦ λέγεται «Περιβόλι τῆς Παναγίας» καὶ χάρισε τοὺς νήψη στὸ νοῦ, καθαρότητα καὶ ἁγνότητα στὴν καρδιὰ καὶ ψυχικὴ σωτηρία σ’ ὅλο τὸν κόσμο. Σὲ εὐχαριστῶ Θεέ μου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου