Μιὰ προσέγγιση τῆς σύγχρονης κρίσης τοῦ προσώπου
Ἡ ἐποχή μας χαρακτηρίζεται ἀπὸ μιὰ δραματικὴ καὶ ταχεῖα μετάβαση ἀπὸ τὴν ὑγειονομικὴ δικτατορία —ὅπως ἐγκαθιδρύθηκε στὴ διάρκεια τῆς πανδημίας— σὲ μιὰ μορφὴ ἠλεκτρονικοῦ ὁλοκληρωτισμοῦ, ὅπου τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο ἀπειλεῖται μὲ πλήρη ἀποπροσωποποίηση.
Τὸ φαινόμενο αὐτὸ δὲν εἶναι ἁπλῶς πολιτικὸ ἢ κοινωνικό. Πρόκειται, κατὰ βάση, γιὰ βαθὺ θεολογικὸ πρόβλημα. Ἡ πνευματικὴ ζωή, ἡ ἐλευθερία τοῦ προσώπου καὶ ἡ δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου νὰ ζεῖ σὲ κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ ἀπειλοῦνται ἀπὸ τὴ νέα αὐτὴ συνθήκη, ἡ ὁποία, παρὰ τὶς τεχνολογικές της προφάσεις, δὲν εἶναι παρὰ μιὰ νέα μορφὴ ἀνελευθερίας.
Κατὰ τὴν περίοδο τῆς πανδημίας, ἐπιβλήθηκε ἕνα αὐστηρὸ καθεστὼς... ἐλέγχου, ποὺ στηρίχθηκε στὴν ψευδαίσθηση ὅτι τὸ κράτος μπορεῖ νὰ ἐγγυηθεῖ τὴν ὑγεία καὶ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου μέσῳ περιορισμῶν, ἀπαγορεύσεων καὶ μαζικοῦ ἐγκλεισμοῦ.
Τὸ φαινόμενο αὐτὸ δὲν εἶναι ἁπλῶς πολιτικὸ ἢ κοινωνικό. Πρόκειται, κατὰ βάση, γιὰ βαθὺ θεολογικὸ πρόβλημα. Ἡ πνευματικὴ ζωή, ἡ ἐλευθερία τοῦ προσώπου καὶ ἡ δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου νὰ ζεῖ σὲ κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ ἀπειλοῦνται ἀπὸ τὴ νέα αὐτὴ συνθήκη, ἡ ὁποία, παρὰ τὶς τεχνολογικές της προφάσεις, δὲν εἶναι παρὰ μιὰ νέα μορφὴ ἀνελευθερίας.
Κατὰ τὴν περίοδο τῆς πανδημίας, ἐπιβλήθηκε ἕνα αὐστηρὸ καθεστὼς... ἐλέγχου, ποὺ στηρίχθηκε στὴν ψευδαίσθηση ὅτι τὸ κράτος μπορεῖ νὰ ἐγγυηθεῖ τὴν ὑγεία καὶ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου μέσῳ περιορισμῶν, ἀπαγορεύσεων καὶ μαζικοῦ ἐγκλεισμοῦ.
Γιὰ πρώτη φορὰ στὴ νεότερη ἱστορία, ἀπαγορεύθηκε ἡ λειτουργία τῶν ναῶν, ἡ προσέλευση τῶν πιστῶν στὰ Μυστήρια, ἡ κανονικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ πρόσωπο, ἐντὸς καὶ ἐκτὸς Ἐκκλησίας, ἀντιμετωπίστηκε ὡς φορέας κινδύνου, καὶ ἡ κοινωνία μετατράπηκε σὲ χῶρο ἐπιτήρησης, καχυποψίας καὶ ἀπομόνωσης.
Τὸ βίωμα αὐτὸ δὲν ἦταν προσωρινό. Ἦταν πρόπλασμα μιᾶς νέας κατάστασης: τῆς ἠλεκτρονικῆς δικτατορίας, ὅπου ἡ ἴδια λογικὴ τῆς καθολικῆς ἐπιτήρησης ἐφαρμόζεται πλέον σὲ κάθε πτυχὴ τῆς ζωῆς.
Τὸ λεγόμενο «ψηφιακὸ κράτος» δὲν ἔρχεται νὰ ἐξυπηρετήσει τὸν πολίτη· ἔρχεται νὰ τὸν ὁρίσει, νὰ τὸν ἀναλύσει, νὰ τὸν παρακολουθήσει καί, τελικῶς, νὰ τὸν χειραγωγήσει. Ὁ ἄνθρωπος μετατρέπεται σὲ ἀριθμό, σὲ δεδομένο, σὲ στατιστική. Χάνει τὸ πρόσωπό του. Καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ τραγικότερο ὅλων.
Οἱ σύγχρονες ἀπειλὲς κατὰ τῆς ἐλευθερίας δὲν περιορίζονται πλέον σὲ πολιτικὰ καθεστῶτα βίας, ἀλλὰ διεισδύουν μὲ πιὸ λεπταίσθητους καὶ καθολικοὺς τρόπους στὴν ἴδια τή δομὴ τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης μὲ τὸ πρόσωπο τῆς ἄνεσης, τῆς τεχνολογίας καὶ τῆς πληροφορίας, ἔτσι τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο καθίσταται προβλέψιμο καὶ ἐλέγξιμο μέσα ἀπὸ τὴ διαρκῆ συλλογὴ βιομετρικῶν καὶ ψυχολογικῶν δεδομένων.
Ἡ τεχνητὴ νοημοσύνη καὶ οἱ ἀλγόριθμοι ἀναλαμβάνουν νὰ γνωρίζουν τὸν ἄνθρωπο καλύτερα ἀπ’ ὅ,τι γνωρίζει ἐκεῖνος τὸν ἑαυτό του. Πρόκειται γιὰ ἕναν "ἐκ τῶν ἔσω ἔλεγχο", ὅπου ἡ ἐλεύθερη βούληση ἀκυρώνεται ὄχι μὲ καταναγκασμό, ἀλλὰ μὲ προγραμματισμὸ καὶ ὑποβολή.
Ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία ὅμως ἀντιλαμβάνεται τὸ πρόσωπο ὄχι ὡς βιολογικὴ ἢ κοινωνικὴ μονάδα, ἀλλὰ ὡς ἀνεπανάληπτη ὕπαρξη. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γράφει: «Ὅ,τι ἐνῶται τῷ Θεῷ, τοῦτο ἔστιν πρόσωπον».
Δηλαδή, τὸ πρόσωπο δὲν εἶναι κάτι τὸ φυσικὸ ἢ ψυχολογικό, ἀλλὰ φανερώνεται στὴν ἐλεύθερη σχέση μὲ τὸν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται πρόσωπο ὅταν ὑπάρχει «ἐν κοινωνίᾳ», ὅταν ὑπερβαίνει τὴ φύση του μέσα ἀπὸ τὴ σχέση, τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἐλευθερία.
Αὐτὴν τὴν ἐλευθερία καλεῖται νὰ ὑπερασπιστεῖ ἡ Ἐκκλησία σήμερα. Διότι, ὅπως τονίζει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, «οὐκ ἔπλασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον ὡς δοῦλον, ἀλλ’ ἐλεύθερον»· καὶ ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς προσθέτει: «Ἡ ἐλευθερία τοῦ προσώπου εἶναι ἡ ἐνέργεια τῆς θείας ἐντολῆς ἐν τῷ κόσμῳ».
Ὅταν, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος χάνει τὴ δυνατότητα νὰ ἐπιλέξει, νὰ ὁμολογήσει, νὰ ζήσει κατὰ συνείδησιν, τότε δὲν ἀπειλεῖται μόνον ἡ πολιτική του ἐλευθερία, ἀλλὰ καὶ ἡ σωτηρία του.
Ἡ θεολογικὴ ἐλευθερία δὲν εἶναι μιὰ ἀφηρημένη ἔννοια. Εἶναι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος συμμετέχει στὸ μυστήριο τῆς θεώσεως.
Ἡ ἀπρόσωπη, μαζική, ψηφιακὴ διαχείριση τῶν ἀνθρώπων εἶναι ξένη πρὸς αὐτὴ τὴν ἀντίληψη. Διότι ὁ Θεὸς δὲν σώζει «ὁμάδες» ἢ «σύνολα», ἀλλὰ πρόσωπα· δὲν ἀπευθύνεται σὲ ἀριθμούς, ἀλλὰ σὲ ὀνόματα.
Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς δηλώνει: «ἐγὼ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς καὶ γινώσκω τὰ ἐμὰ καὶ γινώσκομαι ὑπὸ τῶν ἐμῶν» (Ἰωάν. 10, 14). Ἡ γνώση αὐτὴ εἶναι σχέση, εἶναι ἀναγνώριση, εἶναι προσωπικὴ ἀγάπη.
Στὸν ἀντίποδα, ὁ ὁλοκληρωτισμός —εἴτε ὑγειονομικὸς εἴτε ψηφιακὸς— στοχεύει στὴ διάλυση αὐτῆς τῆς σχέσης. Ὅταν τὸ ἄτομο ἀντιμετωπίζεται ὡς μηχανικὸ ἐξάρτημα ἑνὸς συστήματος, τότε ἡ πνευματική του ζωὴ ἀτονεῖ, ἡ συνείδησή του χειραγωγεῖται καὶ ἡ ἐλευθερία του ἀκυρώνεται.
Ἡ προφητικὴ φωνὴ τῶν Πατέρων προειδοποιεῖ: «Ἡ ἀλήθεια οὐ συμβιβάζεται μετὰ τοῦ ψεύδους, οὐδὲ ἡ ἐλευθερία μετὰ τοῦ καταναγκασμοῦ» (Ἁγ. Ἰουστῖνος Πόποβιτς).
Ἡ κοινωνιολογία τῆς ἐξουσίας καὶ τοῦ ἐλέγχου, ποὺ ἔχει ἰδιαίτερα ἀναπτυχθεῖ, δείχνει ὅτι κάθε κοινωνικὸ σύστημα διαμορφώνει μηχανισμοὺς ἐξουσίας ποὺ διεισδύουν στὸ σῶμα καὶ στὴ σκέψη τοῦ ἀνθρώπου.
Ὅμως, σὲ ἀντίθεση μὲ παλαιότερες ἐποχές, σήμερα ὁ ἔλεγχος δὲν ἀσκεῖται κυρίως μὲ φυσικὴ βία, ἀλλὰ μὲ ἀόρατα καὶ τεχνολογικὰ μέσα, τὰ ὁποῖα καθιστοῦν τὸν πολίτη διαφανῆ ἀπέναντι στὸ κράτος, ἀλλὰ καὶ ἀόρατο ὡς πρόσωπο. Ἡ «διαχείριση τοῦ πληθυσμοῦ» γίνεται κεντρικὸς στόχος, καὶ ὄχι ἡ ὑπηρεσία τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ ἔλεγχος σήμερα ἔχει περάσει σὲ ἕνα ἐπίπεδο ἐνσωματωμένο στὸ ἴδιο τὸ ἄτομο. Ὁ ἄνθρωπος μαθαίνει νὰ ἐλέγχει τὸν ἑαυτό του σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ συστήματος, χωρὶς ἐξωτερικὸ καταναγκασμό.
Ὁ Χριστιανισμὸς ὅμως καλεῖ τὸν ἄνθρωπο ὄχι σὲ αὐτολογοκρισία, ἀλλὰ σὲ μετάνοια· ὄχι σὲ συμμόρφωση, ἀλλὰ σὲ μεταμόρφωση· ὄχι σὲ μηχανικὴ ὑπακοή, ἀλλὰ σὲ θεληματικὴ κοινωνία μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νὰ διαφυλάξει τὴν ἐλευθερία τῶν μελῶν της. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποδεχθεῖ τὴν καθολικὴ ἐπιβολὴ ἑνὸς ψηφιακοῦ φακελώματος, ποὺ ἑνοποιεῖ ὅλα τὰ προσωπικὰ δεδομένα ὑπὸ ἕνα ἑνιαῖο ἀριθμητικὸ σχῆμα.
Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δεχθεῖ νὰ γνωρίζει ἡ κρατικὴ ἐξουσία ταυτόχρονα τὸν τραπεζικὸ λογαριασμό, τὴν ἰατρικὴ κατάσταση, τὴ φορολογία καὶ τὴ θρησκευτικὴ ταυτότητα τοῦ κάθε πολίτη —καὶ νὰ μπορεῖ νὰ ρυθμίζει τὴ ζωή του ἀναλόγως. Αὐτὸ δὲν εἶναι ἁπλῶς τεχνολογικὴ πρόοδος. Εἶναι κατάργηση τῆς προσωπικῆς αὐτονομίας, τῆς ἐλεύθερης βούλησης καὶ τῆς πνευματικῆς ταυτότητας.
Ἡ δημοκρατία, ὡς σύστημα διακυβέρνησης ποὺ στηρίζεται στὴν ἐλευθερία καὶ τὴν ἰσότητα τῶν προσώπων, ἔχει ἤδη ἀρχίσει νὰ παραχωρεῖ τὴ θέση της σὲ μορφὲς ἤπιου ἢ σκληροῦ ὁλοκληρωτισμοῦ, ἀφοῦ ἀπουσιάζει πλέον ὁ οὐσιαστικὸς ἔλεγχος καὶ ἡ λογοδοσία τῶν κρατούντων.
Οἱ ἀποφάσεις λαμβάνονται χωρὶς οὐσιαστικὸ διάλογο μὲ τὴν κοινωνία· οἱ νόμοι ἐπιβάλλονται χωρὶς σεβασμὸ στὴ συνείδηση τῶν πολιτῶν· καὶ ἡ Ἐκκλησία ἀντιμετωπίζεται ὄχι ὡς σῶμα Χριστοῦ ἀλλὰ ὡς ὀργανισμὸς ὑποταγμένος στὸ κρατικὸ πρωτόκολλο.
Ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ σιωπᾶ ἐνώπιον τῆς μετατροπῆς τοῦ ἀνθρώπου σὲ ἀριθμό. Δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ συμβιβαστεῖ μὲ ἕνα σύστημα πού, ἐπικαλούμενο τὴν πρόοδο, καταλύει τὴν ἐλευθερία, καταγράφει τὸ πρόσωπο, καὶ ἀποδομεῖ τὴν πνευματική του ὑπόσταση.
Οὔτε καὶ μπορεῖ νὰ ὑποταχθεῖ σὲ τεχνοκρατικὲς λογικὲς ποὺ ἐξοβελίζουν τὸν Θεὸ ἀπὸ τὸν δημόσιο βίο. Ἡ Γραφὴ προειδοποιεῖ: «ἔσονται καιροὶ χαλεποὶ» (Β’ Τίμ. 3,1). Ὁ καιρὸς αὐτὸς δὲν εἶναι μέλλων· εἶναι παρών. Καὶ ἀπαιτεῖ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία νὰ σταθεῖ ὄχι ὡς παρατηρητὴς τῆς ἱστορίας, ἀλλὰ ὡς φρουρὸς τῆς ἀληθείας καὶ τῆς ἐλευθερίας.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος διδάσκει πὼς ἡ Ἐκκλησία εἶναι «τὸ κοινὸν ἰατρεῖον» τῶν ψυχῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν κοινωνιῶν. Ἡ κοινωνία σήμερα νοσεῖ· καὶ ἡ νόσος της εἶναι ὑπαρξιακὴ καὶ πνευματική.
Ὁδηγεῖται σὲ μιὰ μορφὴ παγκόσμιου μηδενισμοῦ, ὅπου ἡ τεχνολογία ὑποκαθιστᾶ τὴν ἠθική, καὶ ἡ πληροφορία ὑποκαθιστᾶ τὴ σοφία καὶ τὴν πίστη.
Σὲ αὐτὸ τὸ περιβάλλον, ἡ Ἐκκλησία καλεῖται νὰ ὑπενθυμίσει ὅτι δὲν ὑπάρχει ἀληθινὴ κοινωνία χωρὶς Θεὸ· καὶ ὅτι κάθε ἐπιβολὴ ποὺ στερεῖ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν προσωπική του σχέση μὲ τὸν Δημιουργὸ εἶναι πνευματικὰ ὀλέθρια.
Ἡ κοινωνιολογία τοῦ ἐλέγχου ὑπογραμμίζει τὴ λειτουργία της «κανονικοποίησης»· δηλαδὴ τῆς ἐπιβολῆς κανόνων συμπεριφορᾶς ποὺ καθιστοῦν τὸν ἄνθρωπο ἀναλώσιμο καὶ προβλέψιμο.
Ἡ Ἐκκλησία ὅμως προτείνει ἕναν ἄλλο τρόπο ζωῆς: τὴν ἐλευθερία τοῦ Πνεύματος, τὴν ἀσκητικὴ ἀντίσταση στὴν ἰσοπέδωση, τὴν ἁγιότητα ὡς ὑπέρβαση κάθε ἐξωτερικῆς συμμόρφωσης. Ἡ ἀντίθεση εἶναι ριζικὴ· δὲν πρόκειται γιὰ ζήτημα διοικητικῆς ἐπιλογῆς, ἀλλὰ γιὰ πνευματικὸ ἀγῶνα.
Ὡς Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας, θεωρῶ, ὅτι ἔχω τὴν εὐθύνη ὄχι μόνο νὰ παρακολουθῶ, ἀλλὰ καὶ νὰ λαμβάνω θέση.
Δὲν μποροῦμε νὰ δεχθοῦμε τὴν μετατροπὴ τοῦ προσώπου σὲ ἀριθμό, τὴν καθολικὴ ψηφιακή του καταγραφή, καὶ τὴν ὑποταγή του στὶς ἐπιταγὲς ἑνὸς ἀπάνθρωπου συγκεντρωτικοῦ συστήματος ποὺ δὲν γνωρίζει τὸν Θεὸ καὶ καταδυναστεύει τὸν ἄνθρωπο. Ἡ Ἁγία Γραφή μας προειδοποιεῖ: «ἔσονται καιροὶ χαλεποὶ» (Β’ Τίμ. 3,1). Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ σιωπήσουμε ἐνώπιον τῆς ἀρχῆς των ὠδίνων.
Ἡ Ἐκκλησία καλεῖται νὰ σταθεῖ ὡς Κιβωτὸς ἐλευθερίας, ὡς τόπος ἀντίστασης στὴν ἰσοπέδωση τοῦ προσώπου καὶ κατ’ ἐπέκτασιν τῆς κοινωνίας.
Νὰ κηρύξει ἐκ νέου τὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου ὡς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ, νὰ προστατεύσει τὴν ἱερότητα τῆς ἐλευθερίας του, καὶ νὰ θυμίσει σὲ ὅλους ὅτι ἡ σωτηρία δὲν περνᾶ μέσα ἀπὸ τοὺς ἀλγόριθμους καὶ τὴν μηχανικὴ μάθηση, ἀλλὰ μέσα ἀπὸ τὴν ἐν Χριστῷ κοινωνίᾳ.
Εἶναι πλέον καιρὸς ἐγρηγόρσεως. Εἶναι καιρὸς ὁμολογίας.
romfea
Δόξα τω Θεώ . Σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά , που οι πιστοί έχουν την ανάγκη , κάποιος να τους καθοδηγήση ,να τους ενημερώση , να τους στηρίξη , υπάρχει έστω και σε εξαίρεση , τέτοια παρέμβαση καλού ποιμένος . Ας ελπίσουμε ότι θα ακολουθήσουν και άλλοι , ώστε να μην αισθάνονται ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα , κυκλομένα από λύκους .
ΑπάντησηΔιαγραφή