prof. ThDr. Jan Zozulak, PhD.
Ὀρθόδοξη Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Πρέσοβ, Σλοβακία

Δυστυχῶς, σήμερα ἀκοῦμε ὅτι μέ τή νέα χιλιετία πρέπει νά ...
ἀλλάξει ὁ τρόπος τῆς ζωῆς μας, ὅτι ἀνέτειλε ἡ καινούργια περίοδος τῆς ἀνθρωπότητας καί ἄλλα παρόμοια. Ἀλλά δυστυχῶς στά θέματα πού ἀφοροῦν τόν σωστό τρόπο ζωῆς καί τῆς ἀληθινῆς θέσης τοῦ ἀνθρώπου στήν κοινωνία πολλοί δέν δίνουν προσοχή. Γι’αὐτό δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι κυρίως στίς πρώην κομμουνιστικές χῶρες τῆς Εὐρώπης ἀρκετοί ἐννοοῦν τόν χριστιανικό τρόπο τῆς ζωῆς ὡς κάτι πού ἔχει παρέλθει ἀνεπιστρεπτί καί ὅτι ἀνήκει στό χρονοντούλαπο τῆς ἱστορίας, ἐνῷ ἄλλοι προσχωροῦν σέ αἱρέσεις τοῦ συρμοῦ. Στή Σλοβακία ἐπιχείρησαν να καθιερωθεῖ ἡ γιόγκα ὡς ὑποχρεωτικό ἤ τουλάχιστον ὡς προαιρετικό μάθημα στά δημοτικά σχολεῖα[1] μέ τό πρόσχημα ὅτι συμβάλλει στην ἀποτελεσματικότερη μελέτη. Ὁ πρωτοστάτης αὐτῆς τῆς κίνησης ἦταν ὁ ἴδιος ὁ ὑπουργός Παιδείας. Ἐάν θά γινόταν κάτι τέτοιο, τό ἐρώτημά μου εἶναι: Θα εἶναι ἔκνομος ὁ ὀρθόδοξος γονέας πού δεν ἐπιθυμεῖ το παιδί νά παρακολουθήσει τό ἐν λόγῳ μάθημα; Βιώσαμε τόν κομμουνιστικό ὁλοκληρωτισμό καί τώρα καλούμαστε να ὑποστοῦμε τον σύχρονο ὁλοκληρωτισμό πού βάλλει ἐκ νέου κατά τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου .
Εἶναι λοιπόν ἀναγκαῖο νά δείξει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὅτι ἡ θεολογία της δέν εἶναι μία ἀπό τίς ἰδεολογίες πού χειραγωγοῦν συνειδήσεις, ἀλλά ὁ τρόπος τῆς ζωῆς πού μέσῳ τῆς ἐλευθερίας ἐνσταλάζει στόν ἄνθρωπο τήν ἐλπίδα γιά τή σωτηρία στόν Θεάνθρωπο Χριστό. Ἡ ἐπικαιρότητα τῆς Ὀρθόδοξης θεολογίας στήν καινούργια χιλιετία ἔγκειται στό γεγονός ὅτι χειραγωγεῖ τόν σημερινό ἄνθρωπο στόν δρόμο τῆς ἀληθινῆς ζωῆς. Ἔχω τήν ἐντύπωση πώς δέν εἶναι σπάνιο φαινόμενο νά κλεισθοῦν οἱ ὀρθόδοξοι ἄνθρωποι μέσα τους χωρίς νά ἐνδιαφέρονται γιά τί γίνεται δίπλα τους. Οἱ αἰτίες αὐτῆς στάσης εἶναι διάφορες · τό ἀποτέλεσμά της ὅμως εἶναι τό ἴδιο: Οἱ ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι ζοῦν ἐκτός Ἐκκλησίας ἀγνοῦν τή μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Καί τό χειρότερο εἶναι ὅτι οἱ ἀτέλειες τῶν χριστιανῶν γίνονται αἰτία νά ἀποκοποῦν ἀπό τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας πολλοί ἀδελφοί μας.
Ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει τίς ἀδυναμίες τοῦ ἀνθρώπου καί πώς αὐτές ὑπερβαίνονται μέ τή βοήθεια τῆς θείας Χάριτος. Γνωρίζει τή βαθύτερη αἰτία πού προκαλεῖ τά ἀρνητικά φαινόμενα ἐντός τοῦ κάθε ἀνθρώπου καί ἐντός τῆς κοινωνίας, γι’ αὐτό μπορεῖ νά δώσει τήν αὐθεντική ἀπάντηση σ΄ ὅλα τά καίρια καί φλέγοντα προβλήματα τῆς τρίτης χιλιετίας. Αὐτό σημαίνει πώς ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νά προσέξει ὅλα τά μείζονα ζητήματα τῆς ἀνθρωπότητας και νά δώσει λύσεις. Διαφορετικά θά μείνουμε στό ἐπίπεδό της ἠθικολογίας καί τῆς εὐσεβολογίας καί οἱ ἄνθρωποι δέν θά ἐνδιαφέρονται καθόλου γιά τά ἐκκλησιαστικά ζητήματα μέ ἀποτέλεσμα νά μείνουν οὐσιαστικά ἐκτός Ἐκκλησίας καί ὡς ἐκ τούτου νά ἀπολέσουν τη σωτηρία τους. «Ἡ γνήσια θεολογία πάντοτε ὑπῆρξε ποιμαντική, ἀποστολική καί προφητική, και, ὅποτε ἔχανε αὐτές τίς διαστάσεις της, γινόταν ἁπλῶς ἕνα διανοητικό παιγνίδι πού δίκαια τό ἀγνοοῦσε ἡ «πραγματική» Ἐκκλησία»[2]. Οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας μας πρέπει νά προσέξουν περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη ἐποχή πώς νά βιώσουν οἱ χριστιανοί βαθύτερα τή σωτηριώδη ἀλήθεια καί πώς νά συνειδητοποιήσουν ἀκριβέστερα τή θέση τους στό Σῶμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, διότι ἡ ἀπογοήτευση πολλῶν ἀπό τόν Χριστιανισμό ὀφείλεται κυρίως στή μή αὐθεντική, στή μή γνήσια, στή μή ὀρθή πίστη. Ἑπομένως, «ἡ ἐπιφανειακή χριστιανικότητα ἤ καί ἡ κακοδοξία, ἡ προβολή κάποιων φαντασιῶν, κάποιων ἰδεῶν, ὡς θείων ἀληθειῶν, εἶναι αὐτό πού εὐθύνεται γιά τήν ἀπογοήτευση»[3].
Στή σημερινή κοινωνία παρατηροῦμε ὅτι πολλοί μιλοῦν γιά τόν Χριστό καί

Ὅταν γίνεται λόγος γιά τήν ἱεραποστολή, δέν μποροῦμε νά περιοριστοῦμε μόνο στό κήρυγμα στίς χῶρες τῆς Ἀφρικῆς, Ἀσίας κ.λπ., ἀλλά πρέπει νά προσπαθήσουμε νά ἀλλάξουμε μέσα μας σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ ἁγίου Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, διότι ,ἄν ἀλλάξουμε τόν χαρακτήρα μας κατά τό παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἁγίων της Ἐκκλησίας μας, θά βοηθήσουμε καί ἄλλους νά σωθοῦν ἀκολουθώντας τό παράδειγμά μας. Τότε θά δοῦν καί ἄλλοι πώς τά λόγια τοῦ Εὐαγγελίου δέν εἶναι γραμμένα μόνο γιὰ νά τὰ ἀπαγγέλουν οἱ ἱερεῖς στούς ναούς, ἀλλά ἀνοίγουν καινούργιους ὁρίζοντες γιά τό νόημα τῆς ζωῆς καί τήν ποιότητά της στά πλαίσια τῆς κοινωνικῆς ζωῆς. Πολύ εὔστοχα γράφει ὁ Σ. Παπαδόπουλος: «Ἐάν ἡ πνευματική μας ἀθλητικότητα εἶναι ἱκανοποιητική, τόσο τό καλύτερο γιά μας. Ἐάν, ἀντίθετα, ἡ πνευματική μας ἑτοιμότητα δέν εἶναι οὔτε κἄν ἀνεκτή, τότε γρήγορα θά ζήσουμε δραματικούς καιρούς»[4].
Ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι θεολόγοι δέν πρέπει νά ἀγωνιοῦμε ἐγκλωβισμένοι στό ἄγχος τῶν μή ἐχόντων κοινωνία μέ τόν Θεό καί νά ἐξηγήσουμε στούς πιστούς ὅτι ἡ τρίτη χιλιετία δέν εἶναι τό κάτι μαγικό, ἀλλά μία συνέχεια τῶν γεγονότων τῆς δεύτερης χιλιετίας. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὅσα θά ζήσουμε τήν τρίτη χιλιετία θά εἶναι ἀπόρροια τῶν ὅσων οἰκοδομήσαμε στήν προηγούμενη χιλιετία. Πληρέστερο παρεάδειγμα εἶναι τό οἰκολογικό πρόβλημα. Δυστυχῶς καί πολλοί θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας μας διερωτῶνται γιά τό τί μέλλει γενέσθαι στήν τρίτη χιλιετία. Φυσικά κατά τό παράδειγμα τῶν πρώτων χριστιανῶν πρέπει νά εἴμαστε ἕτοιμοι γιά ὅλα ὅσα μᾶς περιμένουν, ἐπειδή τό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως μᾶς ἔχει προετοιμάσει, ἀλλά περισσότερο πρέπει νά προσέξουμε νά ἁπαλλαχθοῦμε ἀπό τά πάθη μας καί νά γίνουμε «τέλειοι ἐν Χριστῷ»[5]. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ὀρρωδεῖ πρό οὐδενός, ἀλλά ἀτενίζει μέ ἐλπίδα τό μέλλον προσβλέποντας στήν ἀρωγή τοῦ τοῦ Πανάγαθου Θεοῦ. Ὅταν μελετᾶμε τήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, δέν συναντᾶμε καμμία περίοδο χωρίς προβλήματα, διότι: «Πάντες δέ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται»[6]. Οἱ πιστοί ὅμως γνωρίζουν καλά πώς ὅλα τά προβλήματα λύνονται μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή ζοῦν καθημερινά μέ τήν ἐμπιστοσύνη στά λόγια τοῦ Χριστοῦ: «Θαρσεῖτε, ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον»[7]. Ἐάν θέλουμε νά εἴμαστε σωστοί χριστιανοί, δέν μποροῦμε νά λησμονήσουμε αὐτά τά λόγια πού ἀναπτερώνουν τίς ἐλπίδες μας καί ἐνισχύουν τόν ἀγώνα μας.
Ἀντίθετα, ἐάν μᾶς λείπει ἡ ἐμπιστοσύνη σ΄ αὐτά τά λόγια τοῦ Χριστοῦ, τότε θά μᾶς καταβάλει τό ἄγχος και ἡ ἀνασφάλεια. Ἰδού καιρός εὐπρόσδεκτος νά ξεκινήσουμε τόν ἀγώνα μας μέ τό λυκαυγές τῆς τρίτης χιλιετίας καί νά γίνουμε πιό καλοί χριστιανοί, πιό μεγάλοι ἀγωνιστές, αὐθεντικοί ὁμολογητές τῆς Ἀλήθειας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Στόν ἀγώνα μας θά γίνουμε «τό φῶς τοῦ κόσμου»[8] καί γιά τούς ἄλλους τό καλό παράδειγμα.
Καταβάλλεται σήμερα μεγάλη προσπάθεια γιά τήν παγκοσμιοποίηση, ἀλλά δυστυχῶς ὁ λόγος πού προωθεῖται τό ὅραμα τῆς παγκοσμιοποιήσεως δέν εἶναι ἡ πνευματική προκοπή καί ἰσορροπία τῶν λαῶν, τῶν φυλῶν καί τῶν κοινωνιῶν· εἶναι ἡ δημιουργία προϋποθέσεων γιά ἐπιβολή τῶν οἰκονομικῶν ὅρων τῶν ὀλίγων διεθνῶς. Ἡ ἀνθρωπότητα ἔχει ζήσει διάφορα πολιτικά καί ἰδεολογικά συστήματα, τά ὁποῖα ρύθμιζαν τις ὀργανωτικές δομές τῆς κοινωνίας. Ἡ προοπτική τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας καί ἡ ἐλπίδα γιά ὅλον τόν κόσμο στήν τρίτη χιλιετία εἶναι νά ζοῦν οἱ ἄνθρωποι ἐν ἀγάπῃ καί νά βιώνουν τή μυστηριακή ζωή, ὥστε νά μετέχουν ἐνεργά στή θεωμένη ἀνθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Ὅσοι δροῦν καί ζοῦν χωρίς Χριστό ἀπομακρύνονται ὅλο καί περισσότερο ἀπό τόν Χριστό, καί ἄρα παράγουν ὅλο καί περισσότερο κακό. Ὅσοι ζοῦν ἐν Χριστῷ προκόπτουν ὅλο καί περισσότερο στό καλό»[9]. Δέν εἶναι βέβαια εὔκολο πράγμα νά κρατήσουμε τήν ἀσκητική στάση μπροστά στήν καλοπέραση, τή στιγμή πού ὁ καθένας διεκδικεῖ ὅλο καί περισσότερα ἀγαθά γιά τόν ἑαυτό του καί συχνά εἰς βάρος τῶν συνανθρώπων του.

4
[1] Στή Σλοβακία δέν συμφωνοῦσαν ὅλοι χριστιανοί μέ αὐτές τίς προσπάθειες καί φυσικά διαμαρτυρήθηκαν ποικιλοτρόπως. Γιά τή διαμαρτυρία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στή Σλοβακία βλ. Odkaz sv. Cyrila a Metoda, ἄρ. 7, Presov 2001.
[2] ΣΜΕΜΑΝ Α., Ἡ ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας στό σύγχρονο κόσμο, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1993, σέλ. 146.
[3] ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ Σ., Ὀρθοδόξων πορεία, Ἐκκλησία καί θεολογία στήν τρίτη χιλιετία, ἐκδ. News Books and Magazines Ltd 2000, σέλ. 83.
[4] ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ Σ., Ὀρθοδόξων πορεία..., σέλ. 9.
[5] Κολ. 1, 28.
[6] Β΄ Τιμ. 3, 12.
[7] Ἰω. 16, 33.
[8] Μτθ. 5, 14.
[9] ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ Σ., Ὀρθοδόξων πορεία..., σέλ. 29.
[10] ΝΕΛΛΑ Π., Ζῶον Θεούμενον, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1995, σέλ. 42.
πηγή:ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου