30 Οκτ 2010

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ


ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄  ΛΟΥΚΑ (Λούκ. στ΄ 19-31)

Ὁλόκληρο τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο εἶναι ἀποκάλυψις Θεοῦ. Ποτὲ μὰ ποτὲ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ μόνος του δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀνακαλύψει ὅλες αὐτὲς τὶς θεῖες ἀλήθειες ποὺ μᾶς προσφέρει ὁ Εὐαγγελικὸς λόγος, ὅπως φυσικὰ αὐτὸς διασφαλίζεται καὶ ἑρμηνεύεται μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας.
Δύο μεγάλες ἀλήθειες μᾶς ἀποκαλύπτει ἡ Εὐαγγελικὴ παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου, ποὺ θὰ ἀκούσουμε τὴν Κυριακὴ στοὺς Ἱερούς μας Ναούς.
α) Ὅτι ὅλα δὲν τελειώνουν σ’ αὐτὴ τὴν πρόσκαιρη ζωὴ καὶ
β) Ἂς μὴ ἀναμένουμε μεταβολὴ καταστάσεως στὸν Ἅδη.

Ἂν ὅλα τελείωναν μὲ τὸ κλείσιμο τῶν ὀφθαλμῶν. Ἂν μετὰ τὸν θάνατο ὁ ἄνθρωπος θὰ ἔπεφτε στὴν ἀνυπαρξία, ὅπως κηρύσσουν οἱ ὑλιστὲς καὶ οἱ σαρκολάτρες, τότε ὁ πλούσιος θὰ ἦταν ὁ «τυχερός της ζωῆς» καὶ ὁ ταλαίπωρος Λάζαρος θὰ ἦταν τὸ θύμα καὶ ὁ ἀνόητος ποὺ ἀφήνει τὴν ζωή του νὰ παρατείνεται μέσα στὰ βάσανα….
Ἂν ὅλα τελείωναν στὸν κόσμο αὐτό, τότε τὸ κοινωνικὸ πρότυπο θὰ ἦταν ὁ κάθε ἄσπλαχνος πλούσιος, καὶ ἀνόητος αὐτὸς ποὺ δείχνει ἀγάπη καὶ στοργὴ στὸν ἀνήμπορο ἀδελφό.
Ἂν ὅλα ὁλοκληρώνονταν διὰ τοῦ θανάτου, τότε πρὸς τί ὁ ἀγώνας γιὰ μία ἀνώτερη καθαρὴ ζωὴ καὶ τιμιότητα; Ἀφοῦ πέραν τοῦ τάφου, κατὰ τὴν ἀναπόδεικτη γνώμη ὁρισμένων, δὲν ὑπάρχει τίποτε ἀπολύτως, τότε, δὲν θὰ πρέπει καὶ νὰ κατηγοροῦνται οἱ σκληρόκαρδοι καὶ οἱ ἠθικῶς ἀναίσθητοι.
Ἂν ὅλα τελείωναν στὴν πρώτη αὐτὴ Εὐαγγελικὴ σκηνή, τότε ἀλλοίμονο σὲ ὅσους Λάζαρους κάνουν Ἰώβεια ὑπομονὴ στὴν  ζωή τους, ἀναμένοντας τὴν ἀνταπόδοση τοῦ οὐρανοῦ.
Ἄν…
 
Ὅμως, δόξα τῷ Θεῶ ποὺ τὰ πράγματα εἶναι ἐντελῶς διαφορετικὰ ἀπ’ ὅ,τι φαντάζεται ὁ κάθε προσκολλημένος στὸν πλοῦτο καὶ στὴν ἡδονή, καὶ τελικῶς ἔρχεται ἡ δεύτερη σκηνὴ τῆς περικοπῆς γιὰ νὰ ἀνατρέψει τὶς φαινομενικὲς καὶ ψεύτικες καταστάσεις…
Ρίχνεται τὸ ἄπλετο φῶς τῆς οὐράνιας πραγματικότητας καὶ τελικὰ ὁ ταλαίπωρος δὲν εἶναι ὁ πτωχὸς Λάζαρος μὲ τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν καταπλήττουσα καρτερία του. Ταλαίπωρος καὶ ἀξιοθρήνητος εἶναι ὁ πλούσιος ποὺ τώρα φλέγεται ἡ ψυχὴ τοῦ μέσα στὶς φλόγες τῆς κολάσεως καὶ ζητᾶ μέσω τοῦ Ἀβραὰμ τὴν βοήθεια τοῦ Λαζάρου:
 «Πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησον μὲ καὶ πέμψον Λάζαρον ἴνα βάψη τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξη τὴν γλώσσαν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τὴ φλογὶ ταύτη» (Λούκ. ΙΣΤ 24).
Καὶ ναὶ μὲν αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη ἀποκαλυπτικὴ ἀλήθεια, ὅτι δήλ. ἡ ὕπαρξις συνεχίζει νὰ ὑφίσταται, ὡς ψυχὴ ζῶσα, μετὰ τὸν θάνατον, ἀλλὰ καὶ λαμβάνει τὴν ἀνταπόδοση εἴτε τῶν θετικῶν καὶ ἁγίων ἔργων της, εἴτε τῶν ἀρνητικῶν καὶ ἁμαρτωλῶν πράξεών της στὴ ζωὴ αὐτή.
Ὅμως διατρανώνεται στὴν συνέχεια καὶ δεύτερη ἀλήθεια ποὺ ἀποκαλύπτεται στὴν εὐαγγελικὴ περικοπή, ὅτι «πέραν τοῦ τάφου οὐκ ἔστι μετάνοια».
           Πόσο ἀλήθεια θὰ πρέπει νὰ γίνουμε προσεκτικοὶ ἐπάνω στὸ θέμα αὐτὸ πού, μέσω                     
           τῆς παραβολῆς αὐτῆς, ἀποτελεῖ δογματικὴ ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας.
           Μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες παγίδες, μέσω τῆς ὁποίας ὁ «ἀνθρωποκτόνος» ξεγελᾶ            
           τὸν πιστὸ ἄνθρωπο, εἶναι ἡ εἰσήγησή του ὅτι μετὰ θάνατον, ὑπάρχει ἡ δυνατότητα, ἡ ψυχή, ἀπὸ τὴν γέεναν νὰ περάσει στοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ, δήλ. στὸν Παράδεισο.
           Δυστυχῶς ἡ κακοδοξία αὐτή, μὲ ὅλες τὶς συνέπειες ποὺ συνεπάγεται, ἔχει βρεῖ                 
           ἔρεισμα σὲ ὁρισμένους ἡμιμαθεῖς ἀνθρώπους τῶν θείων δογμάτων, μὲ ἀποτέλεσμα  
           καὶ αὐτὰ τὰ μνημόσυνα, τὰ ὁποῖα ὄντως προσφέρουν «ὄνησιν» (δήλ. παρηγοριὰ καὶ  
          ἀνακούφιση) στὶς ψυχές, νὰ παρερμηνεύονται, ὅτι δῆθεν ἔχουν τὴν δύναμη νὰ  
           μεταφέρουν τὶς ψυχὲς ἀπὸ τὴν μία κατάσταση στὴν ἄλλη.
           Ἐν τούτοις παρὰ τὶς εἰσηγήσεις τοῦ «ἐχθροῦ», γιὰ νὰ ὁδηγήσει τὸν ἄνθρωπο στὴν  
           σκλήρυνση καὶ στὴν ἀμετανοησία καὶ ἄρα νὰ χάσει τελικῶς τὴν ψυχή του, παρὰ τὶς     
           ὀθνεῖες ἀντιλήψεις τῶν ἡμιμαθῶν διδασκάλων ποὺ δημιουργοῦν μεγίστη σύγχυση  
           στὶς ἀστήρικτες ψυχὲς τῶν ἁπλοϊκῶν χριστιανῶν, ὁ ζωντανὸς λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι  
           ξεκάθαρος. «Χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ἠμᾶς
           μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἠμᾶς διαπερῶσιν».
Ἀδελφοί μου, δὲν ἔχουμε παρὰ νὰ ἀντικατοπτρίσουμε τὴν ὀρθόδοξη χριστιανική μας συνείδηση σ’ αὐτὲς τὶς δύο μεγάλες ἀλήθειες οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν θεμελιώδη δόγματα πίστεως. α) Στὴν ἀλήθεια ὅτι μᾶς περιμένει ἡ πέραν τοῦ τάφου ζωή, εἴτε θετικῶς (Παράδεισος), εἴτε ἀρνητικῶς (κόλαση), ἀναλόγως τοῦ πῶς ζήσαμε καὶ βιώσαμε τὴν εὐαγγελικὴ ἐπιταγὴ καὶ β) στὴν ἀλήθεια ὅτι ἡ μετάνοια δὲν ἰσχύει μετὰ θάνατον, ἀφοῦ ἡ ψυχὴ παγιώνεται αἰωνίως, ἐκεῖ ποὺ ἡ ἴδια ἐλευθέρως ἐπέλεξε ἀπὸ αὐτὴν ἐδῶ τὴν ζωή.
Εἴθε νὰ δώσει ὁ Ἀρχηγὸς τῆς πίστεώς μας Ἰησοῦς Χριστός, νὰ συνειδητοποιήσουμε τὸ τί μᾶς περιμένει στὸ μέλλον καὶ νὰ ἐπιδείξουμε εἰλικρινῆ καὶ βαθεία μετάνοιαν.
Ἀμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.