22 Οκτ 2010

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΜΟΥ ΙΩΣΗΦ


ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΜΟΥ ΙΩΣΗΦ
ρχιμ.   φραμ Καθηγουμένου Ι. Μονς Φιλοθέου 

ταν κόμη μεθα κοντ στν μακαριστ Γέροντά μου ωσήφ, πολλς φορές, γι ν μς φελήσει, πίανε κα μς διηγετο τν ζωή του. Ξεκινοσε π τν παιδικ λικία κα λέγοντας μς σα πράγματα εχε γνωρίσει μς φελοσε πολύ. Μς λεγε πράγματα πο μες δν γνωρίζαμε καί, πως πεδείχθη κ τν στέρων, μς φέλησαν πολ μετ τν ποδημία του γι τν λλο κόσμο. Θ θελα ν σς κθέσω μερικ π ατ τ πράγματα πο μάθαμε βιώσαμε κοντά του κα πρς δικν σς φέλεια.
***
πως ξέρετε, ταν Γέροντας ταν στν κόσμο, δν εχε καθόλου θρησκευτικότητα, ταν νας γνς νέος, λογικός, δίκαιος, τίμιος κα μισοσε πάρα πολ τ δικο. Προήρχετο π πολ φτωχ οκογένεια κα π νωρς πιδόθηκε μ ζλο στ μπόριο, μ σκοπ ν βοηθήσει τν οκογένειά του κα ν πλουτίσει. Μ τν ξυπνάδα κα τς κανότητές του κατάφερε, εθς ξ ρχς φ' του λθε στν θήνα, ν προκόψει στ μπόριο κα ν δημιουργήσει καν περιουσία. Πρν τν πισκεφθε Θες κα το δώσει τ μεγάλη μετάνοια, εχε ρραβωνιασθε, λλά, καθς λεγε διος, ζοσε τόσο προσεκτικά, στε ποτ δν γγισε τ μνηστ το φοβούμενος μήπως φθάσει στ σημεο ν τν σπασθε.
Κάποια μέρα διάβασε να θρησκευτικ βιβλίο κα τν σαγήνευσε. Δημιουργήθηκε μέσα το μία λύπη, μία θυμία κα μία βαριεστημάρα πρς τ γκόσμια. ταν τν εδαν τσι κεφο ο κόρες τς διοκτήτριας το σπιτιο στ ποιο μενε, τν ρώτησαν τν ατία καί, γι ν τν βοηθήσουν, το δωσαν ν διαβασει  τ «Νέον κλόγιον», να βιβλίο μ μία πολ καλ πιλογ βίων γίων.
πόρησε Γέροντας ταν τ διάβασε, δν μποροσε ν πιστέψει πς πρχαν τέτοιοι νθρωποι πο γωνίσθηκαν γι τ Θε τόσο σκληρ στ ζωή τους, πο καμαν μ τ βοήθεια Το τόσα κα τέτοια τέρατα κα σημεα. Τότε το ρθε μνήμη το θεο κι π τότε Θες στειλε τ μετάνοια, στειλε τ φωτισμό του, το νοιξε τ νο κι ρχισε ν σκέπτεται γι τν ψυχή του.
π τότε ρχισε νέα πνευματικ σταδιοδρομία του. ξομολογήθηκε γι πρώτη φορ στ ζωή του στν πνευματικ τς μαρτίες του μ πολλ-πολλ δάκρυα, ρχισε ν «κρυώνει» πρς τ μπόριο, πο τ θεωροσε πλέον μπόδιο κα μαρτία στν καινούρια του πορεία, τ γκατέλειψε κι ρχισε ν ργάζεται πολ πλ δ κι κε, γι ν κερδίζει μόνο τ ψωμί του.
Τς μέχρι τότε οκονομίες το ρχισε ν τς δίνει λεημοσύνη, γι ν συγχωρηθε πατέρας του, ν παράλληλα πήγαινε σ διάφορα προσκυνήματα, γι ν τονωθε πίστη του κα μετάνοιά του.
Πρν ναχώρησει γι τ γιον ρος, θελε ν λέγξει κάπως τς δυνατότητές του γι τ μοναχικ ζω κα προσπαθοσε ν σκηθε, σο μποροσε, μέσα στν κόσμο. Πήγαινε στν Πεντέλη κα θέλοντας ν μιμηθε τος στυλίτες ξενυχτοσε πάνω στ δένδρα, νήστευε πολ (περνοσε τ εκοσιτετράωρο μ λίγο ψωμ να-δύο λουκούμια), ντυνόταν πλά, σκορποσε τ χρήματά του κα μ λίγα λόγια ρχισε ν μιμεται τος γίους.
ταν πι εδε τι μπορε ν σκηθε, ν γίνει μοναχός, τ ποφάσισε. φο ποκατέστησε τν δελφή του δίνοντας τς τν νάλογη προίκα κα σ λικία 24-25 τν ξεκίνησε γι τ γιον ρος. Σκοπς το ταν ν μπε στν πακο κάποιου σκητ πο ν τρώει μόνο χόρτα, ν γρυπν λη τ νύχτα κα ν νήφει. Γ ατ κα κατευθύνθηκε πρς τν ρημο. Μ τέτοιον σκητ πο γύρευε δν βρκε, γιατί, καθς το επαν, ο τέτοιου εδους γωνιστς εχαν κλείψει. πρχαν κάποιοι σκητς πο τρωγαν μία φορ τν μέρα, λλ χι μόνο χόρτα. Μπκε στν πακο το γέρο-Δανιήλ, το Γέροντα τν Δανιηλαίων, νθρώπου πολ πνευματικο, μεινε να διάστημα κοντά του, το διάβαζε τ Ψαλτήρι κι π τν πολλ κατάνυξη κλαιγε. Εδε γερ-Δανιλ τν πνευματικότητά του κα τν στειλε πάλι στ σπηλιά του, γι ν σκηθε μόνος του. Σ λίγο, γι ν μν πέσει σ πλάνη, πράγμα πο κινδυνεύουν ν πάθουν σοι σκονται μόνοι τους, το στειλε τν γέρο-ρσένιο, ναν πλοϊκ μοναχ πο εχε ρθει π τν ερουσαλμ κα ποθοσε τν συχία. Μ τν πόδειξη τότε το γέρο-Δανιλ Γέροντας κα γέρο-ρσένιος πήγανε κα κοινοβιάσανε στ γέρο-φραμ κα τν γέρο-ωσήφ, ο ποοι ταν συγγενες, ρβανίτες στν καταγωγή, κα μόναζαν μαζ στ Κατουνάκια.
Θ σς ναφέρω να περιστατικό, γι ν δετε πόσο Γέροντας γωνίσθηκε πάνω στ πάθος το θυμο, γιατί, πως ξέρετε, ταν λίαν θυμώδης. Κάποια μέρα νας γείτονας μοναχς Κρητικς ρχισε ν φωνάζει κα ν βρίζει τν γέρο-φραμ δικα γι κάποιο λόγο. Γέροντας, νέος μ ζωνταν τ πάθη κόμα μέσα του, σκέφθηκε ν βγε ξω γανακτισμένος ν «τακτοποίησει» τν μοναχό, γιατί δικα στενοχωροσε τ Γέροντά του. μως κρατήθηκε, μπκε στ να το Εαγγελισμο, πεσε στ δαφος κι ρχισε ν πικαλεται τν Παναγία ν τν συγκράτησει π κάποια νδεχομένως κραία συμπεριφορά. Κλαίγοντας κα δυρόμενος, βρέχοντας τ δαφος μ τν πλημμύρα τν δακρύων το εδε τι τ πάθος το θυμο ποχώρησε, ρέμησε, λογικεύθηκε κα βγαίνοντας ξω τακτοποίησε τ πράγμα μ πολλ γάπη.
πως κ τν στέρων μολογοσε Γέροντας, ν δν κυριαρχοσε στ θυμ το κείνη τ μέρα, σως κα ν σκότωνε τν μοναχ γιατί εχε τόση νδρεία κα δύναμη μέσα του, πο μποροσε ν τ βάλει  μ δέκα κα ν τος νικήσει. Ατ ταν πρώτη νίκη στ μοναχικό του στάδιο.

Μετ τν κοίμηση το γέρο-φραμ κα το γέρο-ωσφ ο δύο μοναχο φλεγόμενοι π τν πόθο γι σκληρότερη σκητικ ζω νέβηκαν στν γιο Βασίλειο πο τος ταν γνωστς πως κα λλες σπηλις μεγάλων σίων του γίου ρους — το γίου θανασίου το Λαυριώτου, το σίου Νείλου το Μυροβλήτου   το γιου Πέτρου το θωνίτου — πρν μονάσουν κοντ στν παππο φραίμ. Μία φορ βαδίζοντας π τν γιο Βασίλειο πρς τν Λαύρα, που ταν   πνευματικός τους, γι ν ξομολογηθον κα ν λειτουργηθον, καθς φθασαν στ θέση «Κρύα Νερ» κάτω π τν θωνα, π τ πολ χιόνι, τν ταλαιπωρία κα  τν ξάντληση π τν περβολικ νηστεία Γέροντας πέκαμε. Σταμάτησαν ναψαν λίγη φωτι ν ζεσταθον κι λη τ νύχτα τν πέρασαν κάνοντας μετάνοιες, μέχρι πο ξημέρωσε κα γύρισαν πίσω.
Γι ν βιάζει Γέροντας τν αυτό του σ λονύχτια ρθοστασία (δέκα-ρες), φτίαξε να μπαστούνι κάπως διαφορετικ π τ συνηθισμένα, πως χετε  δε, κα κε πάνω κουμποσε κα προσηύχετο μ χωρς τ κομποσχοίνι. Μία φορ — ποις ξέρει μετ π πόσες ρες τέτοιας γρυπνίας — χασε τς ασθήσεις του κα πεσε κάτω. ταν συνλθε, νίωσε τν αυτ το πεσμένο κάτω τν εκόνα τς Παναγίας κα τ καντηλάκι το πεσμένο κάτω κα χυμένο πλάι του, τ  μπαστούνι πεταμένο πέρα μακρυά. λλοτε πάλι κανε γκλειστος, δν βγαινε καθόλου. π τ παραθυράκι κατ διαστήματα γέρο-ρσένιος το δινε τ παξιμαδάκι. Μία νύχτα νοιξε τ παράθυρο ν πάρει έρα, ζαλίστηκε κι πεσε π' τ παράθυρο.

Κάποτε σ μίαν ορτή, γέρο-ρσένιος πγε σ γειτονικ καλύβη γι ν  κοινωνήσει, ν Γέροντας γρυπνοσε μόνος του μ πολ πένθος κα μία ασθηση τς μαρτωλότητος κα ναξιότητός του, διότι ο λλοι πατέρες θ μεταλάμβαναν, ν ατς θ μενε μοιρος ατς τς χάριτος γι τς μαρτίες του. Ξαφνικ νίωσε να σκούντημα στ κεφάλι, σήκωσε τ κεφάλι, κοίταξε κα μέσα στ σκοτειν εδε μία λάμψη. Μέσα στ λάμψη ταν νας ραιότατος γγελος πο κρατοσε στ ριστερό του χέρι να κουτάκι λόλαμπρο κα στ δεξ μία λαβίδα. Γέροντας ερισκόμενος π τν πήρεια το πνευματικο ατο φαινομένου κα το μυστηρίου τς χάριτος τς πτασίας κατάλαβε θέλητα κα χωρς ν σκεφθε — γιατί σ' ατς τς στιγμς νθρωπος παύει ν σκέφτεται ασθάνεται κατ τ σύνηθες — καμε ατ πο Θες το λεγε ν κάνει:  νοιξε τ στόμα του, κοινώνησε π το γγέλου τ χέρι μ γιον ρτον κα φυγε γγελος, σκυψε πάλι τ κεφάλι του κα δυναμωμένος π τ γεγονς συνέχισε τν εχή.

Πολλς εναι ο σκήσεις πο καμνε Γέροντας κα μ τ χάρη το Θεο κατάφερε ν γνίσει τελείως τν αυτ το κυρίως π τ σαρκικ πάθος. θέση το μονάχου πέναντι στ πάθος τ σαρκικό, πρέπει ν εναι πόλεμος στθος μ στθος. Ο σαρκικο λογισμο ν ντιμετωπίζονται μ ξύλο. «Σκοτστε τν αυτό σας», μς λεγε, «γι ν ζήση ψυχή». Ἐὰν δν ντιμετωπίσομε ατ τ θηρίο κατ' ατν τν τρόπο, δν ποτάσσεται σάρκα στ πνεμα. «Τ ξύλο θ τόχετε κάτω π τ μαξιλάρι καί, μόλις λθουν ο λογισμοί, ξύλο! τσι σιγ-σιγ νθρωπος ποκτ τ νθος κα τν εωδία τς γνότητας κα τς καθαρότητας, πράγμα πο χει πολλ παρρησία στ Θεό».
γνότης το Γέροντος ταν κάτι τ θαυμαστό. Θυμμαι, ταν μπαινα τ βράδυ στ κελλάκι του, εωδίαζε λο. δ σμ τς προσευχς το ασθανόμουν ν διαποτίζει ,τι τν περιέβαλε, πηρεάζοντας χι μόνο τς σωτερικς λλ κα τς ξωτερικές μας ασθήσεις. ταν μς μιλοσε γι τν γνότητα τς ψυχς κα σώματος, φερνε πάντοτε ς παράδειγμα τν Παναγία μας. «Δν μπορ ν σς περιγράψω», λεγε, «πόσο ρέσει στν Παναγία μας καθαρότης κα σωφροσύνη. πειδ ατ εναι μόνη γν Παρθένος, γι' ατ κα λους τσι μς θέλει κα μς γαπ». Κα πάλι λεγε: «Δν πάρχει λλη πι εωδιαστ θυσία πρς τν Θεό, σν τν γνότητα το σώματος, πο ποκτται μ γώνα κα αμα. Γι' ατ βιασθετε! Μ δέχεσθε καθόλου τος ασχρος λογισμούς!»
ταν μεθα στ Νέα Σκήτη, ρθε κάποιος μοναχς κα επε στν Γέροντα τι εχε σαρκικ πόλεμο κα τ σχετικά. Γέροντας το επε ν κόψει τ κρασί, ν «σφίξει τ ζώνη του», ν διώχνει τς ασχρς φαντασίες, ν χρησιμοποιε τ ξύλο κα ν εναι σίγουρος τι πόλεμος θ ποχώρησει. Μετ π κάποιο διάστημα ξανάρθε μοναχς κα επε τι κολούθησε τν ντολή, λλ πόλεμος συνεχιζόταν. Το ‘δσε τ ξύλο Γέροντας, γι ν το δείξει πς χτυπάει τν αυτό του, μ κενος στν οσία χάιδευε τ σμα του. Τότε Γέροντας ρπαξε τ ξύλο, σήκωσε τ ζωστικ κα μ τρες πο δωσε στ πόδια τόσπασε τ ξύλο. πόρησε μοναχός. «Παιδάκι μου, τσι βγαίνουν τ δαιμόνια! χι μ χαϊδέματα!»
λεγε μάλιστα Γέροντας σχετικά, τι μία μέρα κάνοντας τν εχή, καθς κλεισε τ μάτια του, εδε μπροστά του να δαίμονα. Φώναξε τν γέρο-ρσένιο ν’ νάψει φωτιά, μία κα μετ π πάλη τν εχε δέσει, στε ν τν κάψουν. ταν κατάλαβε δαίμονας, γινε κόρακας κι φυγε. ταν ξύπνησε Γέροντας, εδε τι εχε πελευθερωθε π τ πάθος τς σαρκός. Ο τοχοι το κελλιο το ταν χαλασμένοι π τς μπουνις κα τ κτυπήματα, δείγματα τς πάλης του μ τος δαίμονες.

Μέσα στν δελφότητά μας, στ μικρή μας συνοδεία, βασικ στοιχεο τς μοναστικς μας ζως ταν κα γρυπνία. Μς τ τόνιζε Γέροντας τι χωρς γρυπνία προκοπ δν γίνεται, δν ποκτ θεμέλιο μοναχός. Κα πως ξεύρετε, ταν καθιερωμένο, π τν πρώτη νύχτα πο θ ρχόταν κάποιος δόκιμος στ συνοδεία μς πρεπε οτως λλως ν γρυπνήσει. γρυπνούσαμε λη τ νύχτα, διαίτερα τ καλοκαίρι πο νύκτα εναι μικρή. γρυπνία μς ταν δέχα ρες:  κομποσχοίνι, μετάνοιες, μελέτη κα λογισμο στν Γέροντα. Μ μπόρεσες ν κοιμηθες τ πόγευμα, μ δν μπόρεσες ξαιτίας πειρασμο γι κάποιον λλο λόγο, γρυπνία σου θ γίνει! Ατ ταν τ τυπικό. Οδεμία συγκατάβασις συγχωρετο π μέρους το Γέροντος, στε ν μν γρυπνήσει δελφός. Μς γύμναζε  πάντοτε στν γρυπνία κα μς λεγε τ πόσον φέλιμη εναι. Πόσα εναι τ κέρδη τ πνευματικά, πόσο πλουτίζει τν νθρωπο, πς τν κρατάει νηφάλιο. Πόσα εναι τ χαρίσματα τς νοερς προσευχς. Μς πενθύμιζε τ σκοπ γι τν ποο γκαταλείψαμε τν κόσμο κα πήγαμε κοντ το χοντας γνώση το αστηρο τυπικο. ταν πρόκειτο ν μ κάμει μοναχό, μο επε: «Θάνατος! ϊτε τσι ετε λλις, ετε ζς, ετε ρρωστήσης, ετε πόνεσης, να θάχης στ σκέψη σου: τι θάνατος μόνο θ σ χωρίσει π δ. Μ ζήτησης παράκληση, μ ζητήστ θεραπεες». «Νάναι ελογημένο, Γέροντα. Θάνατος, θάνατος!»
λογισμς βέβαια, πότε τς περηφάνειας, πότε τς μελείας τιδήποτε λλο, μ πολεμοσε πολύ, λλ μς λεγε ν τν ντιμετωπίζουμε μ τέλεια καταφρόνηση κα διαφορία. «Κράτα τν εχή! Θ περάσει. Φουρτούνα εναι- πίθεσις. θ ποχώρησει. ταν σ ντισταθες, ταν κρατήσεις τ μέτωπο γερά, ταν δν χάσεις τ θάρρος σου, θ ποχώρησει. Οτως λλως ατ εναι τακτική του διαβόλου: ν πιτίθεται, γι ν σπάσει τ μέτωπο, ν ρίξει τ τεχος, ν προχορήση ρμητικότητα το νερο, ν κατακλύσει, ν γκρεμίσει ,τι ρθιο πάρχει. Κράτα τ τεχος γερά, κα ατς θ ποχώρησει». Κα ποχωροσαν ο λογισμοί.
γρυπνούσαμε κάθε νύχτα. ρες στν προσευχή. λλος στ σκαμνάκι λλος κάτω, εσπνέαμε κα κπνέαμε τ νομα το Χριστο. γωνιζόμαστε μ λη μας τ δύναμη. Μς πολεμοσε πνος; ντιστεκόμεθα, βγαίναμε ξω π την  καλύβα. Μ κρύο, μ βροχή, μ παγωνιά, ξω! Προκειμένου ν κοιμηθομε κα  ν χάσουμε τν γρυπνία, προτιμότερος πόλεμος, προτιμότερη δυσκολία. Κι ς μ καταλαβαίναμε τν εχή, ρκε ν μεθα γρυπνοι κα ν μαχώμεθα. Μς συνιστοσε πίσης Γέροντας τι δν πρέπει ν λείπουν τ δάκρυα π τν γρυπνία το μοναχο. μοναχς πρέπει ν κλαίει συνεχς, γι τς μαρτίες του, γι τος λλους, γι τν πρς τν Θεν γάπη.
Μς λεγε πίσης τι, ταν προσευχ προχώρησει κα καλλιεργηθε προφορικ πίκληση το νόματος το ησο, ρχίζει σταδιακ νος ν παλάσσεται π τν μετεωρισμ κα ν κατακτ τ νομα το Χριστο. φο νος πάρει λη τν προσευχή, τότε ρχίζει ν νοίγεται καρδι κα ν δέχεται τ κατέβασμα τς προσευχς. Κα μετ π χρόνια, μετ π βία περιεκτική, δήλ. βία γενίκη σ' λους τους γνες τς σκήσεως, καρδι δέχεται λόκληρη τν προσευχ κα δημιουργεται καρδιακ κατάστασις, πο εναι μία κατάκτηση βασιλική της καρδις πάνω στν εχ κα στ πάθη. Κυριαρχε μία ερήνη κα μία ποταγ των  πάντων στν κυβέρνηση το Χριστο, πο βασιλεύει δι το θείου νόματός Του.

Πρωτοπόρος στν εχ ταν Γέροντας. γρυπνοσε πάντα μ μεγάλες πιτυχίες. Νοερ προσευχ πτ-κτ ρες, κτ ρες νος μέσα στν καρδιά. Σκεφθετε δουλει μ τ νομα τοϋ Χριστο! κτ ρες μέσα στν καρδιά! Σκεφθετε τ ργωμα τς καρδις δι τς χάριτος το Θεο! ξ ο γινόταν κλαυθμός, κατ τ πλεστον π τν γάπη κα τν ρωτα το Θεο. ταν δν πρχε ατ παράκλησις, κλαυθμς στρέφετο πενθικς γύρω π τν θάνατο, γύρω π τν σταύρωση το θεανθρώπου Χριστο μας, γύρω π τν προσευχ γι τν κόσμο — γιατί εχε πάρα πολ μεγάλη γάπη γι τν κόσμο. ν κάποτε δν εχε μεσα τν πίσκεψη το Θεο, τν προκαλοσε: ψαλλε κανένα νεκρώσιμο τροπάριο, φερνε στ μνήμη το λλους γωνιστς κι τσι προσπαθοσε ν ξεπεράσει τ δυσκολία κα ν λκύσει τ θεία χάρη. λη τ μέρα μς πενθύμιζε: «Κραττε τν εχή! Κύριε ησο Χριστέ, λέησον μέ, Κύριε ησο Χριστέ, λέησον μέ!»
Πήγαινα τ βράδυ, ταν βγαινε π τν καλύβα του, τν πλησίαζα κα το λεγα τι πνος μ πολεμ. «Κράτα γερά! Κράτα τ πλο κα μ φοβσαι», μο παντοσε. Τ καλοκαίρι ρχονταν ο βάρκες κα ψάρευαν μ τ φς, μ τς λάμπες. «Βλέπεις παιδί μου, λεγε, πς γωνίζεται ατς δ ψαρς λη τ νύχτα, γι ν πιάσει μία χούφτα ψάρια, ν τ πάει στ σπίτι του, κα παρακολουθε κα γρυπνε γι κάτι τ γήινο; Βλέπεις, καμι φορ τραγουδάει, γι ν περάσει ρα. μες πο λθαμε, γι ν ψαρέψουμε τν χάρη το Θεο, δν πρέπει ν γρυπνομε; Κι μες πρέπει ν τραγουδομε, δηλαδ ν ψάλλουμε, ν μνολογομε τν Θε- ν γρυπνομε στος λογισμούς, ν μ κοιμώμεθα. Ατς δ κάτω ψαρς γι τ λίγα ψαράκια, μες μως γι πνευματικ γρα, γι τ ψάρεμα τς Βασιλείας τν Ορανν, γι χάρη περισσότερη, γι μισθ αώνιο νώπιόν του Θεο. Μεγάλη πόθεσις!». «Εναι λήθεια, Γέροντα...». Κι τσι μς δυνάμωνε.

Γέροντας γωνιζότανε πολ κα στν γκράτεια. ταν φθανε Μεγάλη Σαρακοστή, κε πι κορυφώνετο νηστεία του. Στν πρώτη Σαρακοστ πο μουν κοντά Του, νηστεία πο μς πέβαλέ μου φάνηκε περβολική, λλ ταν πολ πι πια π’ ατν πο καναν μ τν γέρο-ρσένιο τ προηγούμενα χρόνια. Εχαν κάτι πιατάκια πο χωροσαν μερικς μόνο κουταλις φαγητό. Ατ ταν τ φαγητ το εκοσιτετραώρου κα χωρς βέβαια ψωμί. παιρναν λάχιστη τροφή, σα-σα ν μπορον ν στέκουν στ πόδια τους, γι ν γωνίζονται.
ταν τν συνάντησα γώ, ταν μέτριος στν αστηρότητα ν συγκρίσει μ τν αστηρότητα πο εχε, ταν ταν στν γιο Βασίλειο. Εχε κουσθε φήμη του ς μεγάλου σκητο κα πγαν ρκετοί, γι ν μονάσουν κοντά του, λλ δν μπόρεσαν, γιατί ταν παιτητικός. ταν κατέβηκε στ Μικρ γία ννα, που τν βρκα γώ, ταν αστηρός. Κυρίως μ μένα ταν νας συνεχς καταπέλτης. Βέβαια θες τν φώτιζε ν μ μεταχειρισθε τσι, γιατί εχα νάγκη καθαρισμο π τν πολ γωισμ κα τν σκουρι πο εχα μέσα μου. τσι ταν αστηρότατος στν γιο Βασίλειο, μέτρια αστηρς στν για ννα κα κόμη λιγότερο στ Νέα Σκήτη. ταν εχε ρθει π. Παντελεήμων π τν μερική, χοντας π’ ψη το πόσο πιος κα μαλακς εναι Γέροντας, δν μποροσε ν πιστέψει την  παιδαγωγία στν ποία μ πέβαλε. Κι διος Γέροντας μολογοσε τι στν γιο Βασίλειο, ντας νέος ταν πολ αστηρός, προϊόντος μως το χρόνου θεώρησε προτιμότερο κα ποτελεσματικότερο ν πιβάλλεται χι μ τν ατστηρότητα, λλ μ τν γάπη κα τ συγκατάβαση.
Στν πρώτη Σαρακοστ πο κάναμε πάνω τς πέντε μερές της βδομάδος δν μς δινε οτε φαγητό, οτε ψωμί. Μία φορ τ εκοσιτετράωρο τρώγαμε χυλό, πο φτιάχναμε μ 25 δράμια λεύρι. Τ Σαββατοκύριακο μς καμνε φαγητ μ ψωμί. Τ βράδυ δέκα ρες γρυπνία μ προσευχή, μ διπλάσιο κα τριπλάσιο κανόνα σ κομποσχοίνια κα μετάνοιες, κα τν μερα πολ σκληρ δουλειά, πράγμα πο πωσδήποτε μς φελοσε ψυχικά. ν μες σήμερα, ντες πολ δύναμοι ψυχοσωματικά, δν μπορομε καν ν διανοηθομε τέτοια σκηση. Τ κελλιά μας δν εχαν τν νάπαυση τν σημερινν κελλιν. ζω μς ταν νθρωπίνως δύσκολη, λλ μ τ λογισμ τς αταπαρνήσεως εκολη. ταν μς καλλοσε πακο ν τρέξουμε π τ βουν κάτω κα ν φορτωθομε φορτίο, πολλς φορς πάνω π τς δυνάμεις μας, τ κάναμε μέσως, χωρς καμία ντίρρηση. Μ ατ ταν διδασκαλία το Γέροντος: πρόθυμος νθρωπος ες τ σωματικ εναι κα στ πνευματικ πρόθυμος, ταν γκεντρισθε τ πράγμα- ταν γίνει σ μια  πόσταση. Τότε λοκληρώνεται γωνιστς ες πνευματικν νθρωπον. Διότι   κόπος σωματικς ν γνώσει κα ληθεία βοηθ θαυμάσια τν νθρωπο, τν μοναχ ες μετάνοια, ες πένθος κα ες δάκρυα. Ατο ο κόποι τς μέρας κα τς νύκτας, μ τς προσευχς το Γέροντος, μς φερναν δάκρυα νύχτα-μέρα. Μ στν προσευχ ταν ατά, μ στ διακόνημα, μ πάνω στν κόπο, τ μάτια δν σταματοσαν. Φθάναμε στ σημεο ν μ νιπτώμεθα μ νερό, λλ μ τ δάκρυα. Γι’ ατ πολλς φορές, ταν πέφταμε ν κοιμηθομε, εωδία Θεο μς κύκλωνε. Ο εχς το Γέροντα ταν πολ δυνατές.
Μο λεγε Γέροντας τι στος μεγάλους πειρασμος γνώρισε χειροπιαστ τ χάρη το Θεο. Γιατί νάλογα μ τν πειρασμ πο πομένει κάποιος γι τν γάπη το Θεο Θες ποκρίνεται. Κι ταν νθρωπος ργάζεται δι τν Θεν μ πολ καλ προαίρεση, δν εναι δυνατν Θες ν τν φήσει ν πειρασθε περάνω τν δυνάμεών του. λλ κα νταπόδοση π τν Θε θ εναι νάλογη. Μς τ λέει ατ κι ββς σακ Σύρος: «ταν κανες περνάει μεγάλο  πειρασμ κα παρακάλεσει τν Θε ν τν παλλάξει κα εσακουσθε, νθρωπος στερεται νάλογης χάρης, σο ταν τ μέγεθος το πειρασμο τν ποον το φαίρεσε»*. Ατ σημαίνει τι ποιος θέλει ν γνωρίσει τν χάρη τ πολύ, ν κάνει πομον στος πειρασμούς. Μ πίστη κι μπιστοσύνη στν Θε ν κράτηση τ μέτωπο, κι Θες εναι παρών.
Κάποτε Γέροντας περνοσε κάποιο μεγάλο πειρασμ ξωτερικά, λλ κοπίαζε πάρα πολ κα ψυχικά. Κατέφυγε λοιπν στν κκλησία κα χυσε λο τν πόνο τς καρδις το μπροστ στν Παναγία, τν ποία λάτρευε κυριολεκτικά. Τότε, χωρς ν τ καταλάβει, κλεισαν τ σωματικά του μάτια κι νοιξαν τ ψυχικά. Εδε τι Παναγία βγκε, ξεκόλλησε π τ τέμπλο κι λοζώντανη στάθηκε μπροστά του χοντας στν γκαλι τς τν Κύριο, βρέφος μικρό. «Μ στενοχωριέσαι, το επε, γ θ σ βοηθήσω». Κι πλώνοντας τ βρέφος τ χεράκι Το τν θώπευε στ πρόσωπο κα ψυχ το Γέροντα γέμισε μ πέραντη γάπη κα ρωτα Θεο. στενοχώρια φυγε κα πόθεση τακτοποιήθηκε πολ καλά.

ν πετε γι τ σιωπή, λόγο δν βγαζε χωρς νάγκη. διαιτέρως τ Μεγάλη Σαρακοστή, ταν ταν μόνοι τους μ τν γέρο-ρσένιο, τηροσαν σιωπ λη τν βδομάδα. Μιλοσαν μόνο π τν σπερινό του Σαββάτου ως τ πόδειπνο τς Κυριακς κα μετ πάλι σιωπηλο λη τν βδομάδα- μ νοήματα συνεννοοντο. Κα πειδ πολλ φέλεια εχε δε π τν σκηση τς σιωπς, παγόρευε κα σ μς ν μιλομε μεταξύ μας,  μόνο γι τ πολύτως ναγκαία πρεπε ν χαλομε τ  σιωπή. ταν μς στελνε ξω π’ τ συχαστήριό μας γι κάποια διακονία, δν μς πέτρεπε ν μιλήσουμε μ κανένα. Θυμμαι, ταν πέστρεφα, πάντοτέ μου καμε κριβ ξέταση, ν τήρησα πόλυτη πακο κα σιωπή. Σ παράβαση δύο-τριν λέξεων πρτος μου κανόνας ταν διακόσιες μετάνοιες.
πως σς χω ξαναπε, ταν Γέροντας θελε κάπου ν πάει μ τν γέρο-'ρσένιο, σ κάποιο μοναστήρι φερ' επεν, ξεχώριζαν, κρατοσαν μία πόσταση καθ' δν κα λέγανε τν εχή: «Κύριε ησο Χριστέ, λέησον μέ». Δν πηγαίνανε μαζί, γι ν μ τος νικήσει διάβολος τς ργολογίας κα π τν ργολογία ξεκινήσει κατάκριση κα τόσα λλα. Γιατί παίρνανε τ μέτρο ατό; Μ γι ν μποδίσουν τν πειρασμό. Γιατί πειρασμς παίρνει τν εκαιρία κα προσπαθε ν ρίξει τν νθρωπο στν μαρτία.
Καμι φορ γέρο-ρσένιος, ετε γιατί ταν παππούλης ετε γιατί ταν πλός, πήγαινε ν πε κανένα λόγο γι κάποιον δελφ κτός της συνοδείας ντς κάποιο νέο πο μαθε. Μόλις ρχιζε, μ τς πρτες λέξεις, Γέροντας σήκωνε τ χέρι του, το δίνε μία στ κεφάλι κι λεγε: «ρσένιε, πρόσεχε- μ κατακρίνεις, δν πιτρέπεται- θ χάσεις τν χάρη το Θεο». «λα, τζάνεμ, τί επα;», παντοσε. «Ατ πο επες εναι ες θέσιν ν σο στερήσει τν ελογία τς προσευχς. Τί λλο θέλεις;». «Ελόγησον!». λλ μες ο νεότεροι ν' νοίξουμε τ στόμα ν μιλήσουμε, ατ δν τ γνωρίζαμε, ν μιλήσουμε μεταξύ μας κα ν ργολογήσουμε, δν τ εδαμε ποτέ.
μπαινε στ καράβι Γέροντας ν πάει π.χ. π τν γία ννα στ Δάφνη: Τ κεφάλι κάτω κα «Κύριε ησο Χριστέ, λέησον μέ, Κύριε ησο Χριστέ, λέησον μέ...» Πήγαινε κάποιος πατέρας: «Τί κάνετε, π. ωσήφ, πς πάει συνοδεία;». «Καλά, καλά, ελογετε. Κύριε ησο Χριστέ...», τν κοβε.
πιστατοσε πολ στ θέμα τς ργολογίας. κατάκριση ταν νύπαρκτη. ταν πιχειροσε κανες ν μιλήσει, καταπέλτης Γέροντας: «δ μέσα δν χωρον νέα κα εδήσεις. Μόνο μπροστά! Σιωπ κα εχή! Τίποτ' λλο! Δν ρθαμε δ ν περάσουμε τν καιρό μας. διάβολος καιροφυλακτε, γρυπνει τρέχει δ κι κε σν λιοντάρι,  ποιν ν βρε σ μέλεια, σ ραθυμία, σ πρόσεκτη κατάσταση, ν τν ρπάξει. Πρέπει ν ‘χωμε τ νο μας». Ατ κα τόσα λλα, γι μς τος νεωτέρους, τος νέους μοναχος πο μεθα κοντ στ Γέροντα, ταν θεμέλιος λίθος, τ βαθ θεμέλιο. Ἐὰν δν εχαμε ατς τς νουθεσίες το Γέροντος κι μες π πλευρς μας δν τς φαρμόζαμε κα δν τς λοποιούσαμε δν θ γινόταν τίποτε πολύτως.`
Μόλις κάποιος νέος δελφς προσετίθετο στν συνοδεία μας, πρώτη διδασκαλία πο το κανε ταν: «Παιδί μου, τν εχή, θέλω ν σ κούω ν λς τν εχή!». Κι ταν μεγαλώσαμε κα γίναμε ερες κα ,τι λλο, συνέχεια τν εχή! Το λεγα χαρακτηριστικ κάποτε: «Γέροντα, π τν εχ πονάει τ στόμο μου γλώσσα μου, κλεισε λάρυγγάς μου, δν μπορ ν ναπνεύσω- πονάει καρδιά μου». «Δν παθαίνεις τίποτα, πομονή!» μο πάντησε. Κα πράγματι φέλεια ταν πάρα πολ μεγάλη. Πολλς φορς ρχόταν τόση χάρις π τν προφορικ εχή, πο νίωθε κανες μέσα το τόση θεία γάπη, τόση ρπαγ το νο του. Κα πάνω στ διακόνημα κατ περίεργο τρόπο νος δν ταν πλς στν προσευχ λλ στ θεωρία το Θεο, στ θεωρία — ν ασθήσει — το λλου κόσμου.
ταν τν ρωτοσα γιατί καμι φορ προσευχή μου δν μπορε ν περάσει τ σκεπ το κελλιο μου, Γέροντας παντοσε τι τν μποδίζουν τ δαιμόνια κατ’ οκονομίαν Θεο γι πείρα. λλοτε βλεπες τν νο, ν μν τν μποδίζει πολύτως τίποτε τ πνευματικ κα σν σφαίρα μ φάνταστη κα σύλληπτη ταχύτητα ν νεβαίνει κα ν πτεται κενα τ ποια ξεπερνον τν λικ φύσι. 
Γέροντα, το λεγα, δν νιώθω δυσκολία πάνω στ μαρτήματά μου, δυσκολία στ σκέψη κα στ θεωρία τς ξόδου, δυσκολία στ ξεπέρασμα τν τελωνίων; Προσπαθ ν βάλω τν νο μου, τν αυτό μου στ' ριστερά του Κριτο γι τ Δευτέρα Παρουσία κα δν πηγαίνει, λλ θέλητα, νεμπόδιστα κα βίαστα πηγαίνει  πρς τ δεξιά». «Καλά, δν καταλαβαίνεις;» μο λέει. «Δν καταλαβαίνω παντ. «Τ στιγμ πο σν ποτακτικς φησες τ φορτίο σου λο πάνω στος δικούς μου μους, σ λάφρωσες. Γι ποι πράξη θ δώσεις πολογία, τ στιγμ  πο λα τ χεις ναθέσει σ' μενα, τ χεις ναποθέσει μπροστά μου, τ χω ναλάβει γ κα σ εσαι λεύθερος; Πς ν μν πς πρς τ κε, ποι πράγμα θ σ' μποδίσει;». Κα εχε δίκιο Γέροντας, γιατί δν κάναμε τίποτε χωρς ν τν ρωτήσουμε.

ταν, ν μασταν κόμη στν Μικρ γία ννα, εδε Γέροντας τι δν μπορομε ν παραμείνουμε λλο λόγω τν δυσμενν συνθηκν διαβίωσης, τς σκληρς ζως, τν ταλαιπωριν κα το νθυγιεινο κλίματος (γιατί ατο ταν προχωρημένης λικίας κι μες ο νέοι μ σακατεμένη γεία, αμοπτύσεις κ.λ,π.), πρε στν προσευχ το τν πληροφορία ν φύγουμε γι τ Νέα Σκήτη, πο ταν πι χαμηλ κα πι γιεινς ο συνθκες διαβίωσης. Μείναμε γι λίγο διάστημα μέσα στ σκήτη, στος γίους ναργύρους. μως τ καθεστς κα κάποιες διενέξεις δν μς νέπαυαν κα σν νθρωποι ερηνικο ποφασίσαμε ν φύγουμε. γούμενος μως το γίου Παύλου, που νήκει σκήτη, μς παρεχώρησε δωρεν κάτι συχαστικ καλύβια πο ταν ξω π τ Σκήτη, τ ποία κα μς νέπαυσαν πλήρως, γιατί κα σχέσεις διοικητικς φύσεως δν θ εχαμε μ τ σκήτη κα τ τυπικό της ρημου θ μπορούσαμε ν τηρήσουμε. Κα πράγματι μέχρι τελευταία τ τηρήσαμε.
Μετ τν πολυχρόνια πείρα το Γέροντας εχε καταλήξει τι συμφέρει σ κάποιον ν βρε να πνευματικ δηγ κα ν μπε σ να πρόγραμμα μ λίγους κόπους πάνω στ σωματικ κα ν χει να τυπικ πάνω στ θέμα τς προσευχς κα τς γκράτειας. Ατ τ πράγμα τ βρήκαμε, ταν κατεβήκαμε στ Νέα Σκήτη. Τηρήσαμε κριβς τ τυπικό μας, τν τάξη μας, τν προσευχή μας, τς λειτουργίες, κάθε μέρα τν ξομολόγηση, τν κρίβεια στς μιλίες κα ζούσαμε πάρα πολ μορφα, ως του Θες κρινε, ποφάσισε κα πρε τν Γέροντα στος Ορανούς.
Τ μνήμη τς ξόδου Γέροντας προσπαθοσε μ τν διήγηση διαφόρων στορικν γεγονότων ν μς τν μφυτεύσει πολ βαθιά, γι ν χουμε δολεσχία πνευματικ κα γι ν λεπτύνει συνείδησή μας πρς καλύτερη ατοκριτική, τν ποία πιμελέστατα φρόντιζε κι Γέροντας, κυρίως τ βράδυ. Μς λεγε τι κάθε βράδυ στν γρυπνία ξέταζε σ τί σφαλε, ποι πάθος κινήθηκε τν μερα, ποιο λογισμο πέρασαν π’ τ νο του κι μέσως, που βλεπε τι σφαλε, ζητοσε συγχώρηση κι παιρνε πόφαση γι να καινούργιο ξεκίνημα κα νάλογον γι τ κάθε πάθος γώνα τν πόμενη μέρα. Σ λη του τ  ζω δν καμνε τίποτε λλο, παρ ν ξετάζει τ  συνείδησή του, ν τν συμβουλεύεται κα ν τς κάμνει πακοή. Κι τσι φθασε στ σημεο ν μν τν κατηγορε σ τίποτε. π δ παρρησία στν προσευχή, π δ σιγουρι γι τν Παράδεισο. Τ διο συνιστοσε κα σέ μας. ταν κουραζόμαστε π τ νοερ προσευχή, μς συνιστοσε μελέτη, θεωρία πνευματική, ατοκριτικ κα πάλι ν πανερχόμαστε στ νοερ προσευχή. Κα ο διδασκαλίες διανθίζονταν μ διάφορα γεγονότα κα νάλογα περιστατικ Πατέρων κα γνωστν μοναχν.
ταν πρόκειτο ν κοιμηθε Γέροντάς του γέρο-φραίμ, τν ρώτησε σν ρχάριος πο ταν ν εχε πληροφορία τι θ σωθε. γέρο-φραμ το πάντησε πς νιώθει τι λοι θ σωθον κα μόνον ατς θ πήγαινε στ ριστερά του Χριστο. Κα τ δικαιολογοσε στερα ατ Γέροντας λέγοντας τι Θες θέλοντας ν προφύλαξει τν νθρωπο στ τέλος τς ζως του π τν κενοδοξία κα τν περηφάνεια, πο μπορε ν τν δηγήσουν στν πώλεια, τν κάνει ν  ασθάνεται πολ μαρτωλός.
Μία συνοδεία εχε φιλικς σχέσεις μ τν Γέροντα κα τν Γέροντα ρσένιο κα τος πισκέπτονταν γι συμβουλς κα πνευματικ φέλεια. π. ωαννίκιος, νεώτερος δελφός της συνοδείας, να χαριτωμένο, γεροδεμένο παιδ  πέκτησε πι στεν πνευματικ σχέση μ τν Γέροντα κα τν συμβουλευόταν σ  θέματα προσευχς. Ο συμβουλς το Γέροντα εχαν ποτέλεσμα μέσα του κα σ λίγο προσευχ ρχισε ν λέγεται νετα κα ν το δημιουργε καρδιακ θέρμη, ποτε νέος μοναχς πιδόθηκε λόψυχα σ' ατ τν ελογημένη ργασία. Τ Θέλημα μως το Θεο ταν μοναχς ατς ν φύγει νωρς π τ ζω ρρώστησε π φυματίωση, ποία τότε ταν νίατη κα θανατηφόρα. Ο τς συνοδείας το τν περιποιόνταν στ σωματικά, λλ κα τν προετοιμαζόταν γι τν λλο κόσμο. Τ διο κανε κι Γέροντάς μου, ποος, ταν διαπίστωσε τι π. ωαννίκιος δν μποροσε πλέον λόγω γενικώτερης κατάπτωσης τν δυνάμεών του ν νηφορίζει μέχρις ατόν, προσφέρθηκε ν κατεβαίνει διος τ νύχτα, τν ρα τς κολουθίας μ τ κομποσχοίνι, στε ν τν βλέπει, ν τν τονώνη κα ν τν προετοιμάζει γι τν ξοδο.
ταν πλέον Γέροντας διαπίστωσε τι πλησιάζει μερά της κοιμήσεως το επε, ταν θ νηφορίζει πρς τ πάνω μ τν γγελό του, ν περάσει ν τν χαιρετήσει. «Ν να ελογημένο Γέροντα», ταν πάντηση το ποτακτικο. Σ λίγες μέρες κι ν Γέροντας μ τν π. ρσένιο κάθονταν ξω κι φτίαχναν σταυρουδάκια, πέρασε π. ωαννίκιος π κε, γι ν τν χαιρετήσει. Γέροντας τν ασθάνθηκε, τ επε στν συνοδεία κα σ λίγο κούστηκε κάτω π τ κελλι τν μοναχν ατν τ καμπανάκι, δηλωτικό του θανάτου το π.ωαννικίου. Τόσο μεγάλη ταν πακο το μοναχο ατο πρς τν Γέροντα, παρ τι τν εχε Γέροντα μόνον «δυνάμει».
Λίγες μέρες πρ τς δικς του κοιμήσεως πρς νουθεσία μου κα βοήθεια πνευματικ Γέροντάς μου επε: «Παιδί μου νιώθω μέσα μου λόκληρο Παράδεισο. Χάρι πολ μεγάλη, ελογία Θεο. Βλέπεις ο κόποι τς νεότητος τί κέρδος φεραν. Βλέπεις τι τίποτε δν πγε χαμένο; Τ κάθε τί τ μέτρησε Θεός. Κα γι να ποτήρι νερ ξιώνεται μισθο Χριστιανός. Πολλ μλλον ο κόποι ο μοναχικο νώπιόν του Θεο τυγχάνουν νταποδόσεως δ μν μ χάρη κα ελογία, στν λλο κόσμο κατατίθενται στν τράπεζα το Θεο. Κα ταν μοναχς πέλθη π τοτον τν κόσμο, λο ατ τ ποσν θ τ «σηκώσει», ταν βρεθε πάνω στν λλο κόσμο. Δηλαδ ο καταθέσεις τν κόπων τν περιμένουν κα νάλογά του ποσο πο θ χει π’ ντεθεν κατατεθε κε θ γίνει κα   νθρωπος πλούσιος ν τ Παραδείσω».

Τέλος λθε κα καιρς τς ναχωρήσεώς του. Τν θάνατο τν νέμενε σ’ λη του τν ζωή. Γιατί παραμον το δ ταν γώνας κα κόπος κα πόνος. Λαχταροσε ψυχ το νάπαυση, κα τ σμα το πίσης. Κα σ' μς, παρ' τι π’ ρχς μς εχε μφυτεύσει ντονη τν μνήμη το θανάτου, μς κανε πολ δυνατ ντύπωση ξοικείωσή του μ τ φοβερ μυστήριο το θανάτου. δειχνε τι τοιμάζεται γι πανηγύρι. Τόσο συνείδησίς του τν πληροφοροσε γι τ λεος το Θεο. μως τς τελευταες μέρες κλαψε πάλι πέραν το συνηθισμένου. Το λέει γέρο- ρσένιος, ν τν παρηγόρησει: «Γέροντα, τόσους κόπους, τόση προσευχ κανες σ' λη σου τ ζωή, τόσα κλάματα, πάλι κλας;». Τν κοίταξε Γέροντας κα ναστέναξε: «Ε, γέρο-ρσένιε! λήθεια εναι ατ πο επες, λλ νθρωπος εμαι. Μήπως γνωρίζω ν σαν ρεστ σα πραξα στ Θεό μου; Ατς Θες εναι- δν κρίνεικ θς μες ο νθρωποι. Κα μήπως θ ξαναγυρίσουμε πάλι δ, γι ν κλάψουμε; Τώρα ,τι προλάβει καθένας μας. σο πενθήσει κα κλάψει, τόσο θ παρακληθε».
Σς χω πε κα λλοτε γι τν γάπη του πρς τν Παναγία μας. ταν νωτέρα κάθε περιγραφς. Μόνο πο νέφερε τ νομά της τ μάτια το τρεχαν. Τν παρακαλοσε λοιπν π καιρ ν τν πάρει, ν ξεκουρασθε. Κα τν εσήκουσε. Τν πληροφόρησε να μήνα πρν γι τν ναχώρησή του. Μ κάλεσε τότε Γέροντας κα μο επε τί ν τοιμάσουμε.
Τν παραμον τς κοιμήσεως το —14 Αγουστου 1959 — πέρασε ν τν δε κ. Σχοινς π τν Βόλο, μ τν ποον ταν πολ γνώριμοι. «Τί κάνετε, Γέροντα, το λέγει, πς πάει γεία σας;» «Αριο φεύγω, Σωτήρη. ταν κούσεις τς καμπάνες, ν θυμηθες τν λόγο μου».
Τν λλη μέρα στ λειτουργία τς Παναγίας μας Γέροντας ψαλε μ κόπο τ Τρισάγιο κα τν ρα πο κοινώνησε τ χραντα Μυστήρια επε: «φόδιον ζως αωνίου». ταν ξημέρωσε, Γέροντας παρέμενε καθισμένος (λόγω δύσπνοιας) στ μαρτυρική του πολυθρονίτσα στν αλ το συχαστηρίου μας, περιμένοντας τν ρα κα τν στιγμή. ταν σίγουρος γι τν πληροφορία πο το εχε δώσει Παναγία μας, λλ βλέποντας τν ρα ν περν κα τν λιο ν νεβαίνει το λθε κάτι σν στενοχώρια, σν γωνία γι τν καθυστέρηση. Μ φωνάζει κα μο λέει: «Παιδί μου, γιατί ργε Θες ν μ πάρει; λιος νεβαίνει κα γ εμαι κόμη δ!». Βλέποντας γ τν Γέροντά μου ν δημονε το λέω μ θάρρος: «Γέροντα, μ στενοχωρστε. Τώρα μες θ κάνουμε εχ κα θ φύγετε». Τότε σταμάτησαν τ δάκρυά του. Ο πατέρες, καθένας τ κομποσχοίνι κα ντονη τν εχή. Δν πέρασε να τέταρτο κα μο λέει: «Κάλεσε τος πατέρες ν βάλουν μετάνοια, διότι φεύγω». Βάλαμε τν τελευταία μετάνοια. Μετ π λίγο σήκωσε τ μάτια το ψηλ κα κοιτοσε πίμονα γι δύο περίπου λεπτά. Κατόπιν γυρίζει κα λέει: «λα τελείωσαν. Φεύγω. Ελογετε!». Κα μ τς τελευταες λέξεις γειρε τ κεφάλι το δεξιά, νοιγόκλεισε δύο-τρες φορς ρεμα τ στόμα κα τ μάτια κα ατ ταν! Θάνατος ντως σιακός. Δν θ ξεχάσω ποτ τ ασθημα πο κυριαρχοσε τότε μέσα μας. Μπροστ μας εχαμε νεκρ κα μέσα μς ζούσαμε νάσταση. Κι π τότε ατ τ ασθημα συνοδεύει πάντοτε τν μνήμη το Γέροντα μέσα μας.

Τώρα πάνω κε πο βρίσκεται, βλέπει πι καθαρ τ πράγματα πς γίνονται. Μς βλέπει πς ργαζόμεθα. Προσεύχεται, πρεσβεύει, παρακαλε τν Θε ν μς φροντίζει κάπως περισσότερο, γιατί μες δν χουμε τν σκηση τ δική του. Βλέπει τος κινδύνους πο διερχόμεθα, τς τασθαλίες μας, τ πάθη μας, τ σφάλματά μας, βλέπει τόσα κα τόσα κα παρακαλε τν Θε ν γίνει λεως. Εθε ο εχές του ν μ πάψουν ποτ ν μς σκεπάζουν λους μας στ διάρκεια τς πίγειας ζως μας κα στν γώνα μας γι τν βασιλεία τν ορανν.

* ββ σακ το Σύρου, Τ σωζόμενα σκητιχα, Λόγος ΜΣΤ
ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
ΤΕΥΧΟΣ 4
ΙΟΥΝΙΟΣ - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1989

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.