Ὁ ἱερεὺς Νικόλαος Κογιώνης (1928-2006)
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Καταγωγή, νεανικὰ χρόνια
Ὁ Νικόλαος Κογιώνης γεννήθηκε στὶς 27 Μαρτίου τοῦ ἔτους 1928 στὸ Νεοχώριο Ἀρκαδίας. Γονεῖς τοῦ ἤσαν οἱ εὐλαβεῖς Ἀρκάδες Εὐάγγελος καὶ Βασιλική. Ὁ πατέρας τοῦ ὑπηρέτησε στὴν ἐκπαίδευση κάτω ἀπὸ ἀντίξοες συνθῆκες ἀφήνοντας ἀνάμνηση ἑνὸς ἁγίου καὶ πράου δασκάλου. Ἡ μητέρα του, κυρὰ Βασιλική, ἦταν ἀγράμματη κατὰ κόσμον, ἀλλὰ μὲ «τὴν κατὰ Θεὸν» σοφία καθοδήγησε τὰ τέσσερα παιδιά της στὸν δρόμο τῆς ἀληθινῆς Θεογνωσίας. Ἔλεγε τακτικὰ στὰ παιδιά της: Ὅταν ἔχετε κάποιο πρόβλημα θὰ πηγαίνετε καὶ θὰ γονατίζετε κάτω ἀπὸ τὸ ἅγιο καντήλι μας! Ὑπῆρχε εἰκονοστάσι στὸ σπίτι καὶ ἐκεῖ φιλοξενοῦσαν καὶ Ἱερὰ Λείψανα χαρισμένα ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μονὴ Βαρσῶν. Κάποιο βράδυ εἶπε ὁ πατέρας στὰ παιδιὰ τοὺς στενοχωρημένος: Παιδιά μου, ἡ μητέρα σας δὲν εἶναι καλά. Ἔχει ὑψηλὴ πίεση καὶ δὲν πέφτει μὲ τίποτε. Ὁ γιατρὸς εἶπε θὰ πεθάνη. Τὸ ἴδιο βράδυ γονάτισαν καὶ τὰ τέσσερα παιδάκια κάτω ἀπὸ τὸ ἅγιο καντήλι τους καὶ προσευχήθηκαν πολὺ ὥρα μὲ δάκρυα. Καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε. Ἡ μητέρα τοὺς ἄρχισε νὰ παίρνη τὸ καλύτερο καὶ σὲ λίγο καιρὸ ἀποκαταστάθηκε ἐντελῶς ἡ ὑγεία της.
Ὁ Νικόλαος εἶχε τὴν εὐλογία ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μεγαλώση σὲ ἕνα ἅγιο περιβάλλον πάππου πρὸς πάππου. Τὸ ὄνομά του πῆρε ἀπὸ τὸν προπάππο τοῦ τὸν ἅγιο ἱερέα παπὰ-Νικόλα, πατέρα τοῦ παπποῦ τοῦ πάπα-Ἄγγελου. Ὁ παπποὺς ἱερέας -πατέρας τῆς μητέρας τοῦ- ὁ εὐλαβέστατος καὶ ἁπλοϊκότατος πάπα-Ἄγγελος Οἰκονόμου* ἦταν καὶ ὁ ἐφημέριος του χωριοῦ τους. Ἀπ' αὐτὸν ὁ Νικόλαος ἐμπνεύστηκε ἀπὸ τὰ παιδικά του κιόλας χρόνια νὰ ἀκολουθήση τὸν δύσβατο δρόμο τῆς Ἱερωσύνης.
Ἀπὸ μικρὸ παιδάκι, ὁ Νικόλαος ἀρεσκόταν στὴν προσευχὴ καὶ στὴ σιωπή. Βοηθοῦσε δὲ μὲ χαρὰ τὸν παππού του στὴν ἐκκλησία συλλαβίζοντας τοὺς ψαλμούς. Ὅταν ἐπέστρεφε σπίτι προσπαθοῦσε νὰ μιμηθῆ τὸν ἱερέα παππού του. Ἔπαιρνε λεμονόφλουδες καὶ κλωστὴ καὶ μὲ ἕνα τρόπο ποὺ ὁ ἴδιος μόνο ἤξερε, κατασκεύαζε θυμιατὸ καὶ λιβάνιζε ὅλο τὸ σπίτι λέγοντας σοβαρά: Κύριε Ἐλέησον, Κύριε Ἐλέησον, Κύριε Ἐλέησον... Ἕνα Μεγάλο Σάββατο βράδυ τοὺς πῆρε βαθὺς ὕπνος. Ξαφνικά, ξυπνάει ὁ Νίκος καὶ ἀρχίζει νὰ φωνάζη: «Σηκωθεῖτε, σηκωθεῖτε νὰ πᾶμε στὴν ἐκκλησία». Αὐτὴ τὴν ἐγρήγορση τὴν κράτησε καὶ τὴν αὔξησε στὴν ζωὴ τοῦ ὁ π. Νικόλαος. Σὰν ἱερέας, κατάκοπος τὴν Κυριακὴ τὸ μεσημέρι, ἔτρωγε μερικὲς φορὲς βιαστικὰ γιὰ νὰ προλάβη λίγο νὰ ἀναπαυθῆ προτοῦ συνεχίσει τὸ πάντα βαρυφορτωμένο πρόγραμμα ποιμαντικῆς διακονίας. «Σᾶς παρακαλῶ, λίγη ἡσυχία, δὲν ἔχω πολὺ χρόνο» ἔλεγε στοὺς δικούς του. Ὥσπου νὰ πλαγιάση λίγο, ἄκουγαν οἱ δικοί του τὸ ξυπνητήρι του νὰ χτυπάη.
Μετὰ τὰ πρῶτα παιδικὰ χρόνια, ἡ οἰκογένεια τοῦ Νικολάου θὰ μετακομίση στὴν Τρίπολη. Ἐκεῖ θὰ γνωρίσουν τὸν φλογερὸ ἱεροκήρυκα τῆς μητροπόλεως π. Θεόδωρο Κωτσάκη, ὁ ὁποῖος θὰ γίνη καὶ ὁ πνευματικὸς πατέρας τῆς οἰκογένειας. Τὸ πατρικό τους σπίτι γίνεται τόπος φιλοξενίας γιὰ περιοδεύοντες θεολόγους ἱεροκήρυκες. Ἀναπτύσσονται ἐκεῖ πνευματικὲς συζητήσεις. Ζοῦν ὅλοι, γονεῖς καὶ παιδιὰ σὲ ἀτμόσφαιρα ἀληθινῆς πνευματικῆς καὶ φιλακόλουθης ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Τακτικά, σὰν ἔφηβος ἔπαιρνε τὸν μικρότερο ἀδελφό του Θεοδόσιο καὶ μὲ τὰ ποδήλατα πήγαιναν στὸ ἐξωκλήσι τοῦ Ἀϊ-Γιώργη, λίγο ἔξω ἀπ' τὴν Τρίπολη. Ἐκεῖ ὧρες ἀτελείωτες κάτω ἀπ' τὰ πεῦκα διάβαζαν τὴν Ἁγία Γραφή. Ἄλλοτε μαζὶ καὶ μὲ τὶς ἀδελφές τους ἔκαναν παράκληση ἢ χαιρετισμοὺς μέσα στὸ γραφικὸ ἐκκλησάκι. Ἕνα σπίτι ποὺ ἔχει στηριχθεῖ σὲ τέτοια πνευματικὰ θεμέλια θὰ ἀναδείξη δύο πρεσβυτέρες, ἕνα Θεολόγο καὶ τὸν ἱερέα π. Νικόλαο.
Φοιτητὴς
Στὴν ψυχὴ τοῦ Νικολάου ὡριμάζει ὁ πόθος τῆς Θεολογίας. Θὰ δώση ἐξετάσεις στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν ὅπου θὰ ἐπιτύχη μὲ πολλὴ καλὴ σειρά. Μαθαίνει τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ βόσκοντας τὶς γίδες τους. Ἀπὸ τὴν χαρὰ τοῦ ἀρχίζει νὰ τὶς χτυπάη μὲ ἕνα ξύλο καὶ ὅλοι μαζὶ ἐκεῖ στὸ ἁλώνι νὰ χοροπηδοῦν. Εἶχε τελειώσει τὸ Γυμνάσιο φορώντας κοντὰ παντελόνια. Σκεφτόταν πῶς, ὅταν θὰ πήγαινε στὴν Ἀθήνα ἔπρεπε νὰ ντυθῆ λίγο καλύτερα. Ἐκεῖνες τὶς ἥμερες, κατὰ θαυμαστὸ τρόπο, ἡ οἰκογένεια λαμβάνει ἕνα δέμα ἀπὸ μακρινοὺς συγγενεῖς της Ἀμερικῆς. Ἀνοίγουν τὸ κουτὶ καὶ βλέπουν πρὸς μεγάλη τους ἔκπληξη, ἕνα θαυμάσιο καφὲ παντελόνι καὶ ἕνα ὡραιότατο πράσινο σακάκι ἀκριβῶς στὰ μέτρα τοῦ Νίκου. Ἄντε, Νίκο, τοῦ λέει ἡ μητέρα του, σοὺ ἔστειλε ὁ Θεὸς καὶ κουστούμι. Καὶ ἔκαναν ὅλοι τὸ σταυρό τους. Θὰ ἀναχωρήση σύντομα γιὰ τὴν Ἀθήνα, φτωχὸς σὲ ὑλικὰ ἀγαθὰ ἀλλὰ πλούσιος σὲ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ σὲ πηγαία φυσικὴ καλοσύνη, ἁπλότητα καὶ καθαρότητα μικροῦ παιδιοῦ. Στὴν Ἀθήνα θὰ διαμένη στὸ φοιτητικὸ Οἰκοτροφεῖο «Ἀπόστολος Παῦλος» ἐργαζόμενος στὸ βιβλιοδετεῖο τῆς ἀδελφότητος θεολόγων ἡ «ΖΩΗ» γιὰ νὰ μὴν ἐπιβαρύνη τὴν οἰκογένειά του. Ὡς φοιτητὴς θὰ συνδεθῆ μὲ ἰσχυροὺς δεσμοὺς πνευματικῆς φιλίας μὲ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἀμερικῆς κ.κ. Δημήτριο, τὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἀλβανίας κ. κ. Ἀναστάσιο, τὸν μητροπολίτη Κορέας κ. Σωτήριο κ.α. Ἐσπούδασε μὲ εὐλάβεια τὴν ἱερὴ ἐπιστήμη τῆς Θεολογίας. Σεβόταν καὶ ἀγαποῦσε ἰδιαιτέρως τὸν ἀείμνηστο καθηγητὴ Π. Τρεμπέλα (ἀλλὰ καὶ ὁ καθηγητὴς ἰδιαίτερα τὸν ἐκτιμοῦσε, μεσολάβησε δὲ καὶ γιὰ τὴν χειροτονία του στὴν Πάτρα, ὅπως θὰ δοῦμε). Ὡς φοιτητὴς ἐντυπωσίαζε ὅλους μὲ τὸ ἦθος, τὴν εὐγένεια, τὴν ἁγνότητα καὶ τὴν καλοσύνη, ποὺ ἀντανακλοῦσαν καὶ στὴν ὡραία νεανικὴ ἐμφάνισή του καὶ γενικὰ στὴν ὅλη του παρουσία. Θὰ ἐπιδοθῆ μὲ ζῆλο στὸ ἱερὸ λειτούργημα τοῦ κατηχητοῦ, σπέρνοντας στὶς νεανικὲς ψυχὲς τὸ Θεῖο λόγο μὲ φλόγα καὶ παλμό. Τὸ λειτούργημα αὐτὸ θὰ τὸ ὑπηρετήση συνεχῶς μέχρι τὰ τελευταία χρόνια της ζωῆς του.
Στὴν Ἀθήνα θὰ γνωρισθῆ μὲ μεγάλες πνευματικὲς μορφὲς τῆς ἐκκλησίας μας: μεταξὺ ἄλλων, τοὺς ἱεροκήρυκες ἀρχιμανδρίτες π. Χριστόφορο Παπουτσόπουλο, π. Σπυρίδωνα Μπιλάλη, π. Χαράλαμπο Δέδε, π. Γεώργιο Δημοπουλο, π. Λεωνίδα Διαμαντόπουλο, π. Θεόδωρο Μπεράτη. Αὐτοὶ θὰ ἀποτελέσουν μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς τοῦ τὴν χρυσὴ ἁλυσίδα τῶν πνευματικῶν πατέρων καὶ καθοδηγητῶν τῆς ζωῆς του, τοὺς ὁποίους θὰ ἐμπιστεύεται καὶ θὰ ὑπακούη ἀπολύτως. Ὁ τελευταῖος πνευματικός του, π. Θ. Μ. θὰ δηλώση μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ πατρός: «Ὁ π. Νικόλαος ἦταν ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος, ὁ χαριτωμένος κληρικός, ποὺ ἤλκυε πλουσίαν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ».
Καθηγητής, δημιουργία οἰκογένειας, χειροτονία
Ὁ ἀλησμόνητος καθηγητὴς
Τὸ 1954 τοποθετεῖται ἀναπληρωτὴς καθηγητὴς στὸ Γυμνάσιο Πανόρμου Μυλοποτάμου τῆς ἐπαρχίας Ρεθύμνου Κρήτης. Ἐκεῖ θὰ ὑπηρετήση γιὰ ἕνα μόλις ἑξάμηνο, θὰ ἀφήση ὅμως ἔντονες ἀναμνήσεις (παραθέτουμε στὸ τέλος συγκινητικὴ ἐπιστολὴ μαθητοὺ τοῦ τῆς περιόδου αὐτῆς, τὴν ὁποία ἀπέστειλε στὸ περιοδικὸ «Ἡ Δράσις μας» μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ πατρὸς Νικολάου). Ἐν συνέχεια διορίζεται στὴν Τεγέα Τριπόλεως, ὅπου θὰ ὑπηρετήση γιὰ ἕξη χρόνια. Οἱ μαθητὲς τοῦ τὸν ἐνθυμοῦνται μὲ πολλὴ συγκίνηση ὡς τὸν πρόσχαρο, τὸν ἐνθουσιώδη, καὶ τὸν στοργικὸ θεολόγο τους, ποὺ τοὺς ἐνέπνεε ὑψηλοὺς στόχους. Λέει χαρακτηριστικὰ μία παλιά του μαθήτρια: Μᾶς μιλοῦσε πάντα μέσα ἀπ' τὴ ψυχή του καὶ τὰ λόγια του μᾶς ἔδιναν δύναμη, χαρά, βλέπαμε στὸ πρόσωπο τοῦ τὸν ἴδιο τὸ Χριστό. Αὐτὸ τὸ αἴσθημα, στὸ πρόσωπο τοῦ π. Νικολάου νὰ βλέπουμε τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, τὸ εἴχαμε καὶ πολλὰ πνευματικὰ παιδιὰ τοῦ μετέπειτα.
Γάμος
Τὸ 1958 νυμφεύεται τὴν εὐλαβέστατη, καὶ ἔκτοτε καρτερικὴ συμπαραστάτρια καὶ συνοδοιπόρο τῆς ἀνηφορικῆς του πορείας, Ἄννα, τὸ γένος Τυπάλδου, δασκάλα ἀπὸ τὴν Πάτρα. Ἡ Ἄννα θὰ ἀφοσιωθῆ μὲ ταπείνωση καὶ αὐταπάρνηση στὸ ἔργο τῆς ἀνατροφῆς τῶν 6 παιδιῶν ποὺ θὰ ἀποκτήσουν, θὰ ἐλαφρύνη δὲ τὸν μετέπειτα ἱερέα Νικόλαο ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ποικίλων οἰκογενειακῶν ὑποχρεώσεων, μετέχοντας συγχρόνως ἀθόρυβα σὲ ἔργα ἱεραποστολῆς καὶ προνοιακὴς μέριμνας. Τὸ μυστήριο τοῦ γάμου θὰ τελεστῆ στὸν Ἅγιο Βασίλειο τῆς ὁδοῦ Μετσόβου Ἀθηνῶν στὶς 20 Ἰουλίου. Γιὰ ἕνα διάστημα (περισσότερο ἀπὸ ἕνα χρόνο) ἡ οἰκογένεια θὰ διαμένει στὴν Τρίπολη καὶ ὁ Νικόλαος θὰ συνέχιση νὰ ἐργάζεται στὴν Τεγέα.
Πόθος ἱερωσύνης, ἐμπόδια, μεσολάβηση Π. Τρεμπέλα
Σφοδρὴ ἐπιθυμία καὶ ἱερὸς πόθος τοῦ Νικολάου εἶναι νὰ ὑπηρετήση τὴν ἐκκλησία ἀπὸ τὶς τάξεις τοῦ κλήρου. Ἀρχική του ἐπιθυμία ἦταν νὰ χειροτονηθῆ στὴν Ἀθήνα γιὰ νὰ συνεισφέρη στὴν μεγάλη Ἱεραποστολικὴ προσπάθεια ποὺ γινόταν, καθὼς σὰν φοιτητὴς εἶχε διαπιστώσει τὴν μεγάλη αὔξηση τοῦ πληθυσμοῦ καὶ τὶς μεγάλες ἀνάγκες τοῦ ποιμνίου. Ὅμως παρουσιάζονται ἐμπόδια καὶ μὲ ὑπόδειξη πνευματικῶν ἀνθρώπων θὰ καταφύγη στὴν μητρόπολη Πατρών. Στὸν μητροπολίτη Πατρὼν Κωνσταντῖνο Πλατὴ θὰ τὸν συστήση ὁ Κάθ. Π. Τρεμπέλας, ὁ ὁποῖος τὸν ἐγνώριζε καὶ τὸν ἐκτιμοῦσε ἀπὸ τὰ φοιτητικά του χρόνια. Λίγο ἀργότερα, ὅταν θὰ ἔχει δρομολογηθῆ ἡ χειροτονία τοῦ Νικολάου θὰ τοῦ στείλει τὴν ἕξης ὡραία ἐπιστολὴ μὲ ἡμερομηνία 9 Ἰανουαρίου 1960 (φωτοτυπία τῆς ἐπιστολῆς παραθέτουμε σὲ χωριστὴ σελίδα). «Ἀγαπητὲ μοί, ὅταν θὰ λάβης τὴν ἐπιστολήν μου θὰ ἔχεις ἤδη χειροτονηθῆ. Βασισθεῖς εἰς τὴν εὐσέβειάν σου καὶ τὸν σεμνὸν χαρακτήρα σου, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν εὐσέβειαν καὶ τὸν χριστιανικὸν βίον τῶν γονέων σου καὶ ὅλου του πατρικοῦ σου οἴκου, ἀνέλαβον τὴν εὐθύνην νὰ σὲ συστήσω εἰς τὸν ἅγιον Πατρών, εἰς τὸν ὁποῖον καὶ προφορικῶς προσέθεσα ὅ,τι θὰ σὲ καθιστὰ παρ' αὐτῶ ἀγαπητὸν καὶ ἄξιον χειροτονίας. Τοῦτο ἴσως διὰ δευτέραν ἢ τὸ πολὺ τρίτην φορὰν ἔπραξα εἰς τὴν ζωήν μου. Σοὺ εὔχομαι λοιπὸν ἐξ' ὅλης καρδίας νὰ παρασταθῆς καθ' ὅλον σου τὸν βίον ἄξιος λειτουργός του θυσιαστηρίου, μετὰ φόβου καὶ εὐλάβειας οὐ μόνον ἀπαραμειώτου, ἀλλὰ καὶ ὁλονὲν τελειοποιουμένης προσεγγίζον εἰς αὐτό. Εἶμαι περισσότερον ὑπεύθυνος διὰ σὲ ἐνώπιόν του Θεοῦ παρ' ὅσον ὁ χειροτονήσας σέ, διότι καὶ εἰς τὴν ἰδικήν μου μαρτυρίαν ἐβασίσθη. Προσεύχου λοιπὸν καὶ πάλιν προσεύχου καὶ νῆφε ἐν πάσι καὶ πρόσεχε σεαυτῶ, ἴνα μήποτε ρῆμα τί κρυπτὸν γένηται ἓν τὴ καρδία σου ἀνόμημα. Καὶ μνημόνευε καὶ τῆς ἐμῆς ἀθλιότητος ἐν τῷ θυσιαστηρίω πρὸς Κύριον. Φύλαττε σεαυτὸν ἀγαπητὲ μοί, ἀπὸ τὸν φοβερὸν κίνδυνον τῆς συνήθειας ἐξ' ἑνὸς καὶ τοῦ ἐγωισμοῦ ἐξ οἰήσεως ἐξ ἑτέρου. Ἔσο πάντοτε ταπεινός, προσεκτικὸς εἰς τὸ ἐσωτερικόν σου καὶ ἀφιλάργυρος εἰς τὸν τρόπον, ἴνα δίδης τὸ καλὸν παράδειγμα εἰς τοὺς χριστιανούς. Σὲ ἀσπάζομαι ἐν Κυρίω θερμῶς. Π. Τρεμπέλας».
Ὁ Νικόλαος σὰν ἱερέας θὰ ἀναδειχθῆ ἄξιος ἢ μᾶλλον ἀνώτερος τῶν προσδοκιῶν καὶ ὄχι μόνο θὰ μνημονεύη εὐγνωμόνως τὸν σεβαστό του καθηγητῆ καὶ ἐνώπιόν του θυσιαστηρίου, ἀλλὰ ὁ ἀγαθὸς Θεὸς θὰ οἰκονομήση τὰ πράγματα ὥστε 17 χρόνια ἀργότερα, νὰ προπέμψει αὐτὸς στὴν αἰωνιότητα τὸν μέγιστο αὐτὸ σύγχρονο θεολόγο, δίνοντας τοῦ τὴν τελευταία θεία κοινωνία στὸ Νοσοκομεῖο Ἅγιος Σάββας Ἀθηνῶν.
Χειροτονία στὴν Πάτρα
Ὁ μητροπολίτης Πατρὼν κ. κ. Κωνσταντῖνος θὰ δεχθεῖ μὲ χαρὰ τὴν ὑποψηφιότητα τοῦ Νικολάου. Σὲ ἐπιστολή του μὲ ἢμ/νία 22/9/1959 γράφει μεταξὺ ἄλλων, «Ἀγαπητέ μου κ. Ν. Κογιώνη, ..., Φρονῶ, ἐκ τῶν μέχρι τοῦδε, ὅτι ὁ Κύριος εὐνοεῖ τὸ ζήτημά σας. Ἐνῶ ποικίλαι σκέψεις διήρχοντο τῆς διανοίας μου πρὸς ἐξεύρεσιν τρόπου ταχυτέρας λύσεως καὶ ἀξιοποιήσεως τούτου, αἴφνης ὁ θάνατος ἱερέως ἱεροῦ Ναοῦ τῆς πόλεως Πατρὼν προώθησε τὸ ζήτημα... προσεύχεσθε εἰς τὸν Κύριον, ἴνα γίνει τὸ Ἄγ. θέλημά Του, ἐξουδετερώνων κάθε ἐμπόδιόν του πονηροῦ...». Σὲ ἑπόμενη ἐπιστολὴ μὲ ἢμ/νία 16/10/1959 γράφει: «... εὐχαρίστως σᾶς ἀναγγέλω ὅτι κατόπιν προηγηθείσης συζητήσεως μετὰ τοῦ Σεβασμιωτάτου Μαντινείας, ἔλαβον... τὴν ἔγγραφον συγκατάθεσίν του διὰ τὴν χειροτονίαν σου... Διὰ τοῦτο, ἐφ' ὅσον... ὁ Θεὸς δεικνύει διὰ τῶν πραγμάτων τὸ Ἅγιον Θέλημά Του, εἶναι ἀνάγκη νὰ ἑτοιμάζεσαι ἀφ' ἑνὸς ψυχικῶς καὶ πνευματικῶς διὰ τῶν καταλλήλων σκέψεων διὰ τὴν ἄνοδόν σου εἰς τὸ Θεῖον ὑπούργημα εἰς ὁ καλεῖσαι καὶ διὰ τὰς ἀναληφθεισομένας εὐθύνας ἀπέναντι Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ἀφ' ἑτέρου δὲ ἀτομικῶς καὶ οἰκογενειακῶς ...».
Μετὰ τὶς ἀνωτέρω εὐνοϊκὲς ἐξελίξεις ἡ χειροτονία προχωρεῖ ἀνεμπόδιστα. Στὶς 10/1/60 χειροτονεῖται στὸν ἱερὸ Ναὸ Παντανάσσης διάκονος καὶ στὶς 30/1/60, ἀνήμερα τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν, ἱερεύς, ἀπὸ τὸν ἀείμνηστο μητροπολίτη Πατρὼν κυρὸ Κωνσταντῖνο (Πλατή). Στὴν Πάτρα ἐπιβάλλεται ὡς ἱεροκήρυκας μὲ τὰ φλογερά του κηρύγματα, ὡς στοργικὸς πνευματικὸς (ὅπως πληροφορηθήκαμε, κατὰ τὴν ἐξομολόγηση οἱ πιστοὶ σχημάτιζαν οὐρές), καὶ ὡς κατηχητὴς πλήθους παιδιῶν, πρωτοστατῶν σὲ ποικίλες ἐξορμήσεις ἀγάπης. Ὁ μακαριστὸς μητροπολίτης Κωνσταντῖνος ἀγαποῦσε πολὺ καὶ ἐκτιμοῦσε τὸν νεαρὸ πρεσβύτερο. Ὅταν ἐπισκεπτόταν τὸν Ι. Ναὸ Παντανάσσης ἀρνεῖτο νὰ κηρύξη παρουσία του. Ἔλεγε, ἐσὺ π. Νικόλαε θὰ μιλήσης! Ὅμως καὶ ὁ π. Νικόλαος ἔτρεφε βαθειὰ εὐγνωμοσύνη καὶ ἀγάπη στὸν μητροπολίτη. Ἡ ἀγάπη ἐκδηλώθηκε ποικιλοτρόπως καὶ μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ τελευταίου, ὅπως ἀναφέρουμε σὲ ἄλλα σημεῖα.
Ἀπὸ τὴν Πάτρα στὴν Ἀθήνα
Ἡ διακονία τοῦ π. Νικολάου στὴν Πάτρα θὰ διαρκέση 10 χρόνια. Ὁ πατὴρ δὲν εἶχε ξεχάσει τὴν ἀρχική του ἐπιθυμία νὰ ἔλθη στὴν Ἀθήνα, συγχρόνως δὲ ἄρχισε νὰ ἔχει ἐνοχλήσεις (βρογχικὰ) ἀπὸ τὸ ὑγρὸ κλίμα τῶν Πατρών. Ἴσως αὐτὸ τὸ θεώρησε σημάδι ἀπὸ Θεοῦ γιὰ τὴν μετακίνησή του στὴν Ἀθήνα. Ἴσως νὰ ὑπῆρξαν καὶ ἄλλοι λόγοι: στὴν Πάτρα ὁ πατὴρ σύντομα ἀπέκτησε φήμη ἀξίου καὶ ἐνάρετου κληρικοῦ καὶ πιθανὸν αὐτὸ νὰ μὴν ἄρεσε στὸν ταπεινὸ π. Νικόλαο, ὁ ὁποῖος ἤθελε νὰ διακονήση τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ ἀθόρυβα ὡς ἄσημος «παπάς». Τοὺς ἀκριβεῖς λόγους δὲν τοὺς γνωρίζουμε, ἕνα πάντως εἶναι σίγουρο ὅτι συμβουλεύθηκε τὸν πνευματικό του γι' αὐτὴ τοῦ τὴν ἀπόφαση. Ἡ ἀπόφαση αὐτή, ὅπως ἦταν φυσικό, λύπησε τὸν μητροπολίτη κ. Κωνσταντῖνο, ὅμως αὐτὸς δὲν ἀντιτάχθηκε καὶ μάλιστα τὸν διευκόλυνε. Ἔτσι ὁ π. Νικόλαος ἀπὸ τὸ 1970 θὰ ἔλθη στὴν Ἀθήνα καὶ μετὰ ἀπὸ ἕνα χρόνο ἐφημερίας στὸν Ἅγιο Γεώργιο Ἀκαδημίας Πλάτωνος ὁ Θεὸς θὰ ὁδηγήση τὰ βήματά του στὸν Ἅγιο Ἐλευθέριο πεδίου τοῦ Ἄρεως (Γκύζη).
Ἡ Κὰ Ἑλένη Ξ. ἀπ' τὰ Χανιὰ θυμᾶται μὲ συγκίνηση τὸν καιρὸ ποὺ ὡς νεαρὴ κοπέλα ἔμενε στὴν Ἀθήνα καὶ ἐκκλησιαζόταν στὸν Ἅγιο Γεώργιο Ἀκαδημίας Πλάτωνος. Τὴν εἶχε ἐντυπωσιάσει ὁ νέος ἱερέας μὲ τὰ ἁγνὸ βλέμμα καὶ τῆς ἔχει μείνει χαραγμένη ἡ ἔκφραση τοῦ προσώπου του, ὅταν ἔστρεφε τὸ βλέμμα του στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Παρ' ὅλο ποὺ ἔμενε σὲ ἄλλη περιοχή, στὴν Κολοκυνθού, ἐπεδίωκε νὰ ἐκκλησιάζεται στὸν Ἄγ. Γεώργιο γιὰ νὰ μὴν χάνει τὶς ὁμιλίες τοῦ πατρός, ποὺ τῆς ἄρεσαν πάρα πολύ. Ἐκείνη τὴν περίοδο αἰσθανόταν ἔντονη μελαγχολία καὶ κατέφυγε στὸ πετραχήλι τοῦ πατρός. Θυμᾶται ὅτι τὰ προβλήματα τῆς διαλύθηκαν μὲ μίας καὶ γιὰ ἕνα διάστημα αἰσθανόταν μεγάλη χαρά.
Στὸν Ἅγιο Ἐλευθέριο Γκύζη
Στὸν Ἅγιο Γεώργιο ὁ π. Νικόλαος ἦταν προϊστάμενος τοῦ Ναοῦ καὶ αὐτὸ τὸν λυποῦσε, διότι οἱ διοικητικὲς εὐθύνες τοῦ ἀφαιροῦσαν χρόνο ἀπὸ τὴν διακονία τοῦ ποιμνίου. Στὸν Ἅγιο Ἐλευθέριο τοποθετήθηκε σὰν ἁπλὸς ἐφημέριος, ὅπως δηλαδὴ τὸ ἐπιθυμοῦσε. Ὁ Ἅγιος Ἐλευθέριος εἶναι μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες ἐνορίες τῆς Ἀθήνας (κατ' ἐκτίμηση 80.000-100.000 ἐνορίτες). Ὁ π. Νικόλαος θὰ διακονήση τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ τῆς ἀχανοῦς αὐτῆς ἐνορίας μὲ συγκινητικὴ αὐταπάρνηση. Ὑπακούοντας στὸν πνευματικό του δὲν θὰ ὑποβάλη παραίτηση γιὰ συνταξιοδότηση καὶ θὰ συμπλήρωση 35 χρόνια ἀδιάλειπτης διακονίας. Στὴν διάρκεια αὐτῆς τῆς διακονίας θὰ ὀργώση κυριολεκτικὰ ὅλους τους δρόμους καὶ θὰ χτυπήση ἐπανειλημμένως ὅλες τὶς πόρτες μεταφέροντας τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ θάνατος θὰ τὸν βρὴ ὄρθιο στὸ ἔργο τῆς διακονίας τοῦ ποιμνίου.
* Διασώζεται τὸ ἕξης χαριτωμένο περιστατικό: ὅταν ὁ παπὰ-Ἄγγελος ἔβλεπε νὰ παίρνουν τὰ μουλάρια τοῦ γειτονικοῦ μοναστηρίου Βαρσῶν ἔλεγε στὰ ἐγγόνια του: Σηκωθεῖτε ὄρθιοι, κάνετε ὑπόκλιση, περνοῦν τὰ καλογερικὰ μουλάρια!
Συνεχίζεται...
Ὁ ἱερεὺς Νικόλαος Κογιώνης (1928-2006)
Μία φωτισμένη καὶ ἁγιασμένη ἱεραποστολικὴ μορφὴ τῶν ἡμερῶν μας
Ἐκδόσεις Ὀρθόδοξος Κυψέλη
Θεσσαλονίκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου