τῆς Ζωῆς Γκενάκου – Μουρούτη
Στὰ 1824 κυκλοφόρησε στὸ Παρίσι ἕνα βιβλίο τοῦ Claude Fauriel ἀφιερωμένο στὰ δημοτικά μας τραγούδια. Στὴ μία σελίδα τὸ ἑλληνικὸ κείμενο καὶ στὴν ἄλλη ἡ γαλλικὴ μετάφραση.
Τὸ βιβλίο ἔκανε μεγάλη αἴσθηση στὸ Γαλλικὸ κοινὸ καὶ βοήθησε στὴν ἀναθέρμανση τοῦ φιλελληνισμοῦ. Στὴν εἰσαγωγὴ τοῦ βιβλίου, ποῦ παραμένει μέχρι σήμερα ἰδιαίτερα σημαντική, ὁ ἐκδότης συμπερασματικὰ ὑποστηρίζει ὅτι ὁ ἑλληνικὸς λαὸς δὲν χάθηκε διότι τραγουδοῦσε. Ἔκπληκτοι οἱ εὐρωπαῖοι ἀνακάλυπταν στὴ συλλογὴ αὐτὴ τὸ μεγαλεῖο του νέου ἑλληνισμοῦ, ποῦ δὲν ἦταν ἁπλῶς ἡ ἱστορία ἑνὸς λαοῦ, ἀλλὰ εἶχε στοιχεῖα πρωτοφανέρωτα γιὰ ὅλο τὸν εὐρωπαϊκὸ πολιτισμό...
Ἕνα ἀπ’ τὰ σημαντικότερα τραγούδια συλλογῆς, εἶναι μία παραλλαγὴ τοῦ τραγουδιοῦ «Ἢ Ἅλωσις τῆς Κωνσταντινουπόλεως», ἀπ’ τὰ παλιότερα δημοτικὰ τραγούδια, τὸ τραγούδι ποῦ ἔκλεισε στοὺς στίχους τοῦ τὸ μεγαλεῖο της βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, τὸ βάρος τῆς μεγάλης συμφορᾶς μὲ τὴν ἅλωση καὶ τὴν στερεὴ ἐλπίδα γιὰ τὴν λευτεριὰ ποῦ θάρθει.
Καὶ μόνο αὐτὸ τὸ δημοτικὸ τραγούδι ἂν εἶχε σωθεῖ, θὰ ἦταν ἀρκετὸ γιὰ νὰ στηρίξει, νὰ νοηματοδοτήσει καὶ νὰ καθοδηγήσει τὸν σκλαβωμένο Ἕλληνα στοὺς ἀτέλειωτους αἰῶνες τῆς συμφορᾶς: «Σημαίνει ὁ Θεός, σημαίνει ἡ γῆ, σημαίνουν τὰ Ἐπουράνια, σημαίνει κι ἡ Ἁγιὰ Σοφιά, τὸ μέγα μοναστήρι, μὲ τετρακόσια σήμαντρα κι ἐξηνταδυὸ καμπάνες- κάθε καμπάνα καὶ παπάς, κάθε παπὰς καὶ διάκος. Σιμὰ νὰ βγοῦνε τ' ἅγια καὶ νὰ 'βγη ὁ βασιλέας, φωνὴ τοὺς ἢρθ' ἐξ οὐρανοῦ καὶ ἀπ’ ἀγγέλου στόμα: «Πάψετε τὸ Χερουβικὸ κι ἂς χαμηλώσουν τ' ἅγια, γιατί εἶναι θέλημα Θεοῦ ἡ Πόλη νὰ...
τουρκέψη. Μόν' στεῖλτε λόγο στὴ Φραγκιὰ νὰ' ρθουνε τρία καράβια, τὸ' νὰ νὰ πάρει τὸ Σταυρὸ καὶ τ' ἄλλο τὸ Βαγγέλιο, τὸ τρίτο τὸ καλύτερο τὴν Ἅγια Τράπεζά μας, μὴ μᾶς τὴν πάρουν τὰ σκυλιὰ καὶ μᾶς τὴ μαγαρίσουν» 'Ἡ Δέσποινα ταράζεται καὶ κλαίει καὶ δακρύζει. «Σώπασε, κυρὰ Δέσποινα, μὴν κλαίεις, μὴ δακρύζεις, πάλι μὲ χρόνους, μὲ καιρούς, πάλι δικά Σου εἶναι».
τουρκέψη. Μόν' στεῖλτε λόγο στὴ Φραγκιὰ νὰ' ρθουνε τρία καράβια, τὸ' νὰ νὰ πάρει τὸ Σταυρὸ καὶ τ' ἄλλο τὸ Βαγγέλιο, τὸ τρίτο τὸ καλύτερο τὴν Ἅγια Τράπεζά μας, μὴ μᾶς τὴν πάρουν τὰ σκυλιὰ καὶ μᾶς τὴ μαγαρίσουν» 'Ἡ Δέσποινα ταράζεται καὶ κλαίει καὶ δακρύζει. «Σώπασε, κυρὰ Δέσποινα, μὴν κλαίεις, μὴ δακρύζεις, πάλι μὲ χρόνους, μὲ καιρούς, πάλι δικά Σου εἶναι».
Στὸ τραγούδι τῆς Ἁγιὰ Σοφιᾶς συναντιέται, τὸ μεγαλεῖο της παραδόσεως μίας αὐτοκρατορίας ποῦ ἀνθεξε τὶς ὀρδὲς τῶν βαρβάρων τόσους αἰῶνες, ἡ θεολογικὴ ἑρμηνεία τῆς ἁλώσεως, ποῦ μυαλὸ ἀνθρώπου δὲν μποροῦσε νὰ χωρέσει καὶ ἡ ἀκλόνητη πεποίθηση γιὰ τὸ ἐλπιδοφόρο τέλος. Σπάνια ἕνα τραγούδι 15 στίχων κινεῖται μὲ τόση ἐπιτυχία σὲ τόσα ἑτερόκλιτα ἐπίπεδα.
Ἀναφέρεται ἀπ’ τοὺς ἱστορικούς, ὅτι τὴν παραμονὴ τῆς ἁλώσεως κλῆρος καὶ λαὸς συγκεντρώθηκε στὴν Ἁγιὰ Σοφιὰ μὲ ἐπικεφαλῆς τὸ μαρτυρικὸ αὐτοκράτορα σὲ μία πάνδημη λειτουργία. Καὶ σὰν πῆραν τὸ τελευταῖο ἀντίδωρο ἀπ’ τοῦ παπᾶ τὸ χέρι, κατευθύνθηκαν ὅλοι στὶς πολεμίστρες. Αὐτὸ τὸ ἱστορικὸ γεγονὸς ποῦ σφραγίστηκε μὲ τὸ αἷμα ὄχι μόνο τοῦ αὐτοκράτορα Κῶν/νοῦ Παλαιολόγου ἀλλὰ ὁλόκληρού του ἑλληνισμοῦ, δὲν τὸ ἄντεχε νὰ τὸ σηκώσει ἡ ψυχὴ τοῦ ραγιά. Κι ἐνῶ συνήθως στὰ Ἱστορικὰ τραγούδια οἱ περισσότεροι στίχοι ἀντικαθρεπτίζουν μία ἀληθινὴ ἐμπειρία, ἕνα πραγματικὸ περιστατικό, ἐδῶ εἶναι ἀπ’ τὶς σπάνιες φορὲς ποῦ θριαμβεύει, ὄχι ἡ ἀλήθεια τῶν γεγονότων, ἂλλ' ἡ ἀλήθεια τῆς πίστεως τοῦ λαοῦ. Κι αὐτὴ ἡ ἐνόραση τῆς πίστεως δημιούργησε ἕνα καινούργιο Ἱστορικὸ γεγονός, μία καινούργια ἀλήθεια, τὸ τραγούδι τῆς Ἁγιὰ-Σοφιᾶς ποῦ διασκευάστηκε σὲ ἐθνικὸ σύμβολο. Ἡ ἑλληνικὴ ψυχὴ βρῆκε τρόπο, στὰ τελεσίδικα γεγονότα νὰ δημιουργήσει ἕνα ρῆγμα ἐλπίδας.
Ἡ τελευταία λειτουργία δὲν ἄρχισε στὴν Ἁγιὰ Σοφιά, τὸ μέγα μοναστήρι. Ὁ λαὸς πιστεύει πὼς αὐτὴ ἡ τραγικὴ λειτουργία δὲν μποροῦσε ν' ἀρχίσει σὰν τὶς ἄλλες, μὲ τὴν ἐξαίσια δηλαδὴ κωδωνοκρουσία. Αὐτὴ ἡ λειτουργία - πιστεύει ὁ λαὸς - ἄρχισε στὰ ἐπουράνια πρῶτα κι ἀκολουθοῦν τὰ σήμαντρα στὴ γῆ. Ἄνοιξε ὁ οὐρανὸς διάπλατα κι ἑνώθηκε μὲ τὴ γῆ σ' αὐτὴ τὴ σημαδιακὴ ὥρα.
Τέτοιον ἀλαλαγμὸ δὲν μποροῦσε νὰ φανταστεῖ κι ἤτανε δύσκολο νὰ περιγράψει, ἀφοῦ σὲ δύο στίχους ὑπάρχει τρεῖς φορὲς τὸ ρῆμα «σημαίνει». Ἐνίωσε ὁ ἀνώνυμος ποιητὴς γῆ κι οὐρανὸ γιὰ νὰ δώσει γιὰ μοναδικὴ φορὰ καὶ γιὰ πάντα, τὸ μεγαλεῖο μίας αὐτοκρατορίας ποῦ ἦταν τὸ κέντρο τῆς οἰκουμένης γιὰ χίλια χρόνια καὶ ποῦ θὰ ζωντανεύει ἔτσι μεγαλόπρεπα στὶς καρδιὲς τῶν Ἑλλήνων, κάθε φορᾶ ποῦ θὰ τὸ τραγουδοῦσαν. Μίας αὐτοκρατορίας ποῦ τὸ τελευταῖο συμβόλαιο τῆς ὑπεγράφη ὄχι ἀπὸ τοὺς ἀντιπάλους, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, ἐκεῖ στοὺς ἀνοιχτοὺς οὐρανούς. Καὶ δὲν ἦταν παράξενο αὐτό, ἀφοῦ ὁ λαὸς πίστευε μὲς τὰ τραγούδια του ὅτι καὶ τὴν βασιλεύουσα, τὴν ξακουστὴ πρωτεύουσα, δὲν τὴν εἶχαν χτίσει ἄνθρωποι ἀλλὰ ἄγγελοι.
«Ὄντεν τὴ θεμελιώνανε οἱ γὶ-ἄγγελοι τὴν Πόλιν, ποῦ τ' Ἁγιονόρος τὸ νερὸ κι ἄπου τὴ Χιὸ τὸ χῶμα κι ἀποὺ τὴν Ἀντριανόπολη παίρνουν τὰ κεραμίδια. Κι ἀπὴς τὴν ἀποχτίσανε οἱ γὶ-ἄγγελοι τὴν Πόλη, στέκου καὶ συντηροὺ τηνε κι ἀποθαμάζουνταν τή. Καὶ πῶς νὰ τὴν ἐβγάλομε καὶ πῶς νὰ τὴ νὲ λέμε;
Πόλη, Κωνσταντινούπολη, τοῦ Κωνσταντίνου Πόλη».
Στὴν ἀγγελοχτισμένη Κωνσταντινούπολη, εἶναι φυσικό, ἄγγελος νὰ σταλεῖ τὴν στερνὴ τὴν ὥρα, λίγο πρὶν τὸ Χερουβικό, ὡς ἀπὸ μηχανῆς Θεός, ν' ἀναγγείλει τὸ πρῶτο ἄρθρο τοῦ συμβολαίου, «εἶναι θέλημα Θεοῦ ἡ πόλη νὰ τουρκέψει». Πρὶν ἀπ’ τὸ χερουβικό, νὰ μὴν προλάβουν νὰ παρακαλέσουν γιὰ τὴ σωτηρία τῆς πόλεως. Γιατί, ποιὸς δὲν τὸ ξέρει πῶς οἱ συνηθισμένες εὐχὲς θ’ ἀντικατασταθοῦν ἀπὸ μία καὶ μόνη δέηση, πανομοιότυπη ὅπως τὴ βρίσκουμε σ' ἄλλο δημοτικὸ τραγούδι
«δυνάμωσε τοὺς χριστιανούς, τύφλωσε τοὺς ἀγαρηνοὺς τὴ σημερνὴ τὴ μέρα».
Ὁ λαὸς πιστεύει πὼς προσευχὴ ποῦ λέγεται αὐτὴ τὴ στιγμή, εἰσακούεται ἀπ’ τὸν οὐράνιο πατέρα. Καὶ πρόλαβε ὁ ἄγγελος καὶ σταμάτησε τὸν χερουβικὸ ὕμνο καὶ μὲ τρόπο δογματικὸ ἔδωσε τὴ διάσταση τῆς θείας βουλῆς, «ἡ Πόλη νὰ τουρκέψει».
Ἡ στιγμὴ εἶναι πιὸ ζοφερὴ μέσα στὴν Ἁγιὰ Σοφιά, παρὰ στὰ ἑτοιμόρροπα τείχη τῆς βασιλεύουσας.
Καὶ κεῖ, τὸ κεραυνοβολημένο πλῆθος, ὁ ἄγγελος προχωρεῖ στὸ δεύτερο ἄρθρο τοῦ συμβολαίου.
Νὰ φυλαχτοῦν τὰ Ἱερὰ παλλάδια τῆς χριστιανοσύνης, νὰ μὴ τὰ μαγαρίσουν οἱ ἄπιστοι. Δὲν ἔχουν σημασία οἱ πόλεις, τὰ κράτη, σημασία ἔχουν τὰ σύμβολα, ὁ Σταυρός, τὸ Εὐαγγέλιο, ἡ Ἁγία Τράπεζα. Διότι ἀπὸ δῶ καὶ πέρα ὁ ἀγώνας θὰ κρίνεται ὄχι στὰ πεδία τῶν μαχῶν ἀλλὰ στὸ στίβο τῆς πίστεως.
Στὸ ἐναγώνιο «γιατί» ποῦ πνίγει τοὺς πιστοὺς ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα, ὁ λαός, σὲ πολλὲς παραδόσεις, ἔδωσε τὴ δική του ἑρμηνεία ποῦ δείχνει καὶ τὸ δρόμο τῆς ἀποκαταστάσεως.
«Ἀμμὴ τὰ ἁμαρτήματά μας εἶναι καὶ ἐγίνη ἡ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ» γράφει ἕνας χρονικογράφος γιὰ τὴν ἑρμηνεία τῆς ἁλώσεως. Τὸ χρέος τοῦ λαοῦ γιὰ ν' ἀποκατασταθεῖ ἡ τάξη τῶν πραγμάτων εἶναι ἡ μετάνοια. Μία μετάνοια ποῦ μπορεῖ ν' ἀλλάξει καὶ τὶς ἀποφάσεις τ' οὐρανοῦ. «Μὲ τὴ μαρτυρική τους ζωὴ θὰ ἐξαγοράζανε τὰ παλιὰ ἁμαρτήματα»
Ἐδῶ τελειώνουν τὰ γεγονότα, ἐδῶ ἔπρεπε νὰ τελειώνει καὶ τὸ τραγούδι. Ὁ ἄγγελος δὲν εἶχε ἄλλη ἐντολή. Τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ, μία ψυχή, στεκόταν ἀποσβολωμένο. Τὴν ἐκπροσώπηση τοῦ ἀνέλαβε ἡ βρεφοκρατούσα Παναγιά, ψηλὰ ἀπ’ τὴν κόψη τοῦ ἱεροῦ, ἀπ’ τὸ θαυμάσιο ψηφιδωτὸ ποῦ δὲν μπόρεσε μέχρι σήμερα νὰ μολέψει ἀνθρώπινο χέρι. Αὐτή, ποῦ τόσες φορὲς στὰ κάστρα εἶχε ἐνισχύσει τοὺς στρατιῶτες σὲ προγενέστερους ἀγῶνες, αὐτὴ ποῦ ἀνακηρύχτηκε ὑπέρμαχος στρατηγός, δὲν τὸ ἀντέχει τὸ μήνυμα τὸ ἀγγελικὸ γιὰ τὴ Πόλη ποῦ προστατεύει.
Θυμόταν ὁ λαὸς -στὰ κατάβαθά του εἶναι τοῦ- τὴν δυναμικὴ ἐρώτηση τῆς Παναγιᾶς, τὶς λογικὲς ἀπορίες -τότε στὸν εὐαγγελισμὸ- πόσο δυσκολεύτηκε μέχρις ὅτου πεῖ στὸν φωτοφορεμένο ἄγγελο τὸ «ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου». Αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ Παναγιά, ἀσυμβίβαστη χάριν τῶν Ἑλλήνων τώρα, διαμαρτύρεται μ' ἕνα τρόπο παράξενο ἀλλὰ καὶ ἀποτελεσματικό. Ἀφοῦ τὸ πλῆθος, βουβό, κοκάλωσε ἀπὸ τὴν ἄφατη ὀδύνη, ἀναλαμβάνει αὐτὴ νὰ ἐκπροσωπήσει ἕνα λαὸ ποῦ ὄχι νὰ μιλήσει, ἀλλ’ οὔτε νὰ κλάψει δὲν μποροῦσε. Κι ἂν τὰ γεγονότα ἐπιβάλλουν τὴν ὑποταγή, ἡ Παναγιὰ θὰ συμφωνήσει διαφωνώντας. Θὰ πάρει τὸ μέρος τῶν Ἑλλήνων καὶ σὰν ἐκπρόσωπός τους θ' ἀπαντήσει μ' ἕνα βαθύ, βουβὸ κλάμα ποῦ ξεπερνάει καὶ τὴν πιὸ κραυγαλέα ἀντίσταση. Στὸ θρῆνο της ἡ Δέσποινα εἶναι ἀσυμβίβαστη. -Ἀπρόβλεπτη ἐξέλιξη.
Ὁ ἄγγελος δὲν εἶχε ἄλλες ὁδηγίες. -Μποροῦσε ὅμως νὰ φύγει ἀφήνοντας τὴν Παναγιὰ στὸ σπαρακτικὸ θρῆνο. Μπερδεύτηκε ὁ ἄγγελος, συγχύστηκε. Καὶ πάνω στὴν ταραχὴ τοῦ ἔκανε, τὸ σωτήριο γιὰ τὸν ἑλληνικὸ λαό, ΛΑΘΟΣ. Ὁ ἄγγελος, φορέας ἀλλὰ καὶ γνώστης τῆς θεϊκῆς βουλῆς, στὴν ἀπρόσμενη ἐξέλιξη, γιὰ χάρη τῆς Παναγιᾶς, ξεστόμισε τὴ μόνη ἀλήθεια ποῦ μποροῦσε νὰ τὴν παρηγορήσει,
«Πάλι μὲ χρόνους μὲ καιρούς, πάλι δικά Σου εἶναι».
Αὐτὸ ἦταν τὸ τελευταῖο ἄρθρο τοῦ συμβολαίου καὶ κανεὶς δὲν τοῦ εἶχε ἀναθέσει νὰ τὸ γνωστοποιήσει.
Ὁ στίχος αὐτὸς δὲν ἔμεινε λόγια, ἁπλὴ ὑπόσχεση. Ἔγινε, γιὰ τὸ λαὸ πίστη, ἐλπίδα, προσμονή, ὅτι ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ συνεχιστεῖ στὴν Ἁγιὰ Σοφιὰ ἡ μισοτελειωμένη λειτουργία. Κι ἡ παράδοση θέλει τὸν λειτουργὸ μὲ τ' ἅγιο δισκοπότηρο, νὰ περιμένει κρυμμένος στ' ἅγιο βῆμα γιὰ νὰ τὴ συνεχίσει ὁ ἴδιος.
Ἡ Παναγιὰ σταμάτησε τὸ θρῆνο, ἔμεινε ὅμως θλιμμένη περιμένοντας τὴ λευτεριά. Ἔτσι οἱ εἰδικοί της ἁγιογραφίας, ξεχωρίζουν τὴν μορφή της, σὲ εἰκόνα ἢ κέντημα, ἀπὸ τὴ θλίψη ποῦ ἐκφράζει, γιὰ νὰ τὴ χρονολογήσουν πρὸ ἢ μετὰ τὴν ἅλωση.
Στὸ λάθος τοῦ ἀγγέλου ἀκούμπησε ὁ ἑλληνισμὸς τὶς ἐλπίδες του. Μὲ τὸ λάθος τοῦ ἀγγέλου παραβίασε ὁ ἑλληνισμὸς τὶς πύλες τ' οὐρανοῦ κι ἔμαθε τὴ θεία βουλὴ γιὰ τὰ μελλούμενα. Σ' αὐτὸ τὸ λάθος στηριζόταν ὁ Κολοκοτρώνης ὅταν ἔλεγε «ὁ Θεὸς ἔχει ὑπογράψει τὴν ἐλευθερίαν τῆς Ἑλλάδας καὶ δὲν παίρνει πίσω τὴν ὑπογραφὴν τοῦ» Αὐτὴν τὴν ὑπογραφὴ εἶχε δεῖ ὁ ἄγγελος καὶ τοῦ ξέφυγε ἡ μεγάλη ἀλήθεια.
Σ' αὐτὴν τὴν ἀλήθεια «ἡ ψυχὴ τοῦ Γένους βρῆκε στέρεο ἀποκούμπι» ὅλα τὰ χρόνια της σκλαβιᾶς.
«Τὰ μαῦρα χρόνια κύλησαν ἀργά, σὰν τὸ πηχτὸ σκοτάδι. Ὡστόσο ὁ πικραμένος ραγιὰς δὲν γελάστηκε. Ὁ ἄγγελος ποῦ μίλησε στὴν Κυρὰ Δέσποινα, δὲν τῆς εἶχε πεῖ ψέματα. Ἂν δὲν πῆγε νὰ φανερωθεῖ στὴ Χρυσοπόρτα, ὅμως κατέβηκε στὴν Ἁγία Λαύρα...»
Νὰ ’ναι ἄραγε τυχαῖο τὸ γεγονός, πῶς ἡ χάρη τῆς δάνεισε στοὺς ἐπαναστατημένους Ἕλληνες τὸ δικό της λάβαρο γιὰ πρώτη σημαία ὅταν ἦλθε ἡ μεγάλη ὥρα;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου