τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ ἄγ. Βλασίου, κ.κ. Ἰεροθέου
Ἡ ἐπιστήμη τῆς Ἐθνολογίας μελετᾶ τὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ πολιτισμικὰ γνωρίσματα ποῦ παρατηροῦνται σ' ἕνα συγκεκριμένο χῶρο. Αὐτὸ εἶναι ἀπαραίτητο, γιατί ἔχει παρατηρηθεῖ ὅτι παίζει σπουδαῖο ρόλο ἀκόμη καὶ στὴν ὑγεία τοῦ λαοῦ. Ἀπὸ ἔρευνες ποῦ ἔχουν γίνει διαπιστώθηκε ὅτι λαοὶ ποῦ ἔχουν ἕναν ἰδιαίτερο πολιτισμό, ποῦ κέντρο ἔχει τὸν Θεό, διακρίνονται γιὰ μικρότερο ποσοστὸ διαφόρων ἀγχοτικῶν ἀσθενειῶν, ὅπως εἶναι καρδιοπάθειες κλπ. Ὅποτε εἶναι ἀνάγκη νὰ δοῦμε τὰ ἰδιαίτερα γνωρίσματα τῆς Παραδόσεώς μας...Πρέπει νὰ ἔχουμε ὑπ' ὄψη μας ὅτι ἡ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία εἶναι ὁ ἑλληνισμὸς μὲ οἰκουμενικὴ διάσταση. Γιατί οἱ Ρωμαῖοι πρὶν ἀκόμη καταλάβουν τὴν Ἑλλάδα, τὸ 146 π.Χ., ἤδη εἶχαν ἐκπολιτισθεῖ ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸ πολιτισμό. Πολλοὶ δὲ ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν Ἕλληνες. Δὲν πρέπει νὰ ξεχνοῦμε ὅτι διάφοροι ἀρχαῖοι φιλόσοφοι, πήγαιναν στὴν Κάτω Ἰταλία καὶ τὴν Σικελία καὶ παρέδιδαν μαθήματα, ὥστε ἡ Κάτω Ἰταλία νὰ ὀνομασθεῖ Μεγάλη Ἑλλάδα. Εἶναι ἀκόμη γνωστὸ ὅτι ἡ περίφημη Ἐλεατικὴ Σχολή, τῆς ὁποίας σοβαρὸς ἡγέτης ἦταν ὁ... Παρμενίδης, πῆρε τὸ ὄνομα ἀπὸ τὴν Ἐλαία τῆς Κάτω Ἰταλίας. Εἶναι ἀκόμη γνωστὸ ὅτι ἡ νεοπλατωνικὴ Σχολή, κυρίως ὁ ἡγέτης τῆς Πλωτίνος (3ος αἰώνας μ.Χ.) ἔδρασε στὴν Ρώμη. Ὅταν δὲ ἀργότερα ἡ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία διαποτίσθηκε ἀπὸ τὸν Χριστιανισμὸ στὴν αὐθεντική του ἔκφραση, δηλαδὴ τὴν Ὀρθοδοξία, τότε δημιουργήθηκε ἕνα ἰδιαίτερο πολιτιστικὸ καὶ πνευματικὸ μόρφωμα ποῦ λέγεται Χριστιανικὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία (Ρωμανία, Ρωμηοσύνη). Αὐτὸ ἦταν τὸ ὄνομα τῆς Αὐτοκρατορίας αὐτῆς, ἐνῶ ὁ ὅρος Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία δόθηκε ἀργότερα ἀπὸ τοὺς Φράγκους ἱστορικούς. Πρῶτος δὲ ποὺ χρησιμοποίησε αὐτὸν τὸν ὄρο ἦταν ὁ Ἱερώνυμος Βόλφ, τὸ 1562 μ.Χ., μὲ σαφῶς πολιτικὸ καὶ αἱρετικὸ χαρακτήρα.
Ἔτσι, στὴν Χριστιανικὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία ὑπῆρχαν τρία βασικὰ γνωρίσματα, ἤτοι ἡ ἑλληνιστικὴ καὶ ἑλληνικὴ Παράδοση, ἡ ρωμαϊκὴ νομοθεσία καὶ ἡ ὀρθόδοξη πίστη. Οἱ Ρωμηοὶ εἶναι Ὀρθόδοξοι στοὺς ὁποίους ἡ Ὀρθοδοξία ἐκφράζεται μέσα ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ ὁρολογία. Στὴν Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία οἱ κάτοικοι προέρχονταν ἀπὸ διάφορες ἐθνότητες καὶ φυλές, ἀλλὰ εἶχαν κοινὰ γνωρίσματα, ὅπως τὴν ἑλληνικὴ ἢ ἑλληνιστικὴ παράδοση καὶ τὴν Ὀρθοδοξία. Οἱ βασικὲς γλῶσσες ἦταν δύο, ἤτοι ἡ ἑλληνικὴ καὶ ἡ λατινική. Ὁπωσδήποτε ὑπῆρχε καὶ μία πολιτιστικὴ καὶ γλωσσικὴ ὤσμωση καὶ διάφορες ἐπιρροές. Ἀλλὰ τὰ πολιτιστικὰ καὶ θρησκευτικὰ γνωρίσματα ἦταν ὁπωσδήποτε κοινά.
Οἱ κάτοικοι τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας αἰσθάνονταν περίπου ὅ,τι αἰσθάνονται σήμερα οἱ κάτοικοι τῆς Ἀμερικῆς, οἱ ὁποῖοι ξέρουν πολὺ καλὰ ὅτι κατάγονται ἀπὸ διαφορετικὲς ἐθνότητες, ἀλλὰ ἔχουν τὴν ἴδια πολιτιστικὴ καὶ γλωσσικὴ παράδοση, καὶ φυσικὰ αἰσθάνονται ὅτι εἶναι ἀμερικάνοι, ὅποτε δὲν ὑπάρχει ἐθνοφυλετισμός. Βέβαια, στὸ λεγόμενο Βυζάντιο τὰ πράγματα ἦταν διαφορετικά, ἀφοῦ οἱ ἄνθρωποι εἶχαν κοινὴ θρησκευτικὴ ζωή, ὅπως διαμορφώθηκε ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ λατρεία. Ἐκεῖνο ποῦ παρατηρεῖ κανεὶς στοὺς κατοίκους τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας εἶναι οἱ δύο βασικὲς ἀρετές, δηλαδὴ ἡ φιλοθεΐα καὶ ἡ φιλανθρωπία.
1. Ἡ Ρωμαίικη φιλοθεΐα καὶ φιλανθρωπία
Φιλοθεΐα εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό. Καὶ αὐτὸς ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἀφηρημένος, δὲν εἶναι ἀντικείμενο τῆς λογικῆς καὶ ὑπόθεση τοῦ στοχασμοῦ, ἀλλὰ ὁ Θεὸς τῆς Ἀποκαλύψεως, ὅπως τὸν παρέδωσε ἡ Ἐκκλησία διὰ τῶν ἁγίων Πατέρων της. Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν ἀποκαλυφθέντα Θεὸ ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὴν ὀρθὴ πίστη καὶ τὴν πραγματικὴ λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Μέσα στὸ κλίμα αὐτὸ πρέπει νὰ δοῦμε καὶ τὴν προσπάθεια τῶν Βυζαντινῶν, τῶν Ρωμαίων, νὰ διαφυλάξουν τὸ δόγμα περὶ τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ νὰ διατηρήσουν ἀνόθευτη τὴν λατρεία τοῦ Θεοῦ. Οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι, ἡ ἀνάπτυξη τῶν λειτουργικῶν τεχνῶν ἀπέβλεπαν στὸ νὰ διατηρηθεῖ ἡ πίστη ἀνόθευτη.
Εἶναι σημαντικὸ νὰ ποῦμε ὅτι στὴν Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία ὅλοι θεολογοῦσαν, ἀπὸ τὸν ἐλάχιστο μοναχὸ μέχρι τὸν Αὐτοκράτορα. Τὰ «Ἑωθινά», ποῦ εἶναι τὰ δοξαστικὰ τῶν Κυριακῶν καὶ ἀναφέρονται στὰ Ἑωθινὰ Εὐαγγέλια, εἶναι ἔργο τοῦ Λέοντος τοῦ Σοφοῦ, καὶ τὰ «ἐξαποστειλάρια» τῆς ἀκολουθίας τοῦ ὄρθρου τῶν Κυριακῶν εἶναι τοῦ υἱοῦ του, Κωνσταντίνου Βασιλέως. Ἐπίσης ὁ περίφημος ὕμνος «Ὁ μονογενὴς Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ...», ποῦ ψάλλουμε κατὰ τὴν διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας, εἶναι ποίημα τοῦ Αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ. Ἀκόμη ἡ Μεγάλη Παράκληση στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο εἶναι ποίημα τοῦ Βασιλέως Θεοδώρου Δούκα τοῦ Λασκάρεως.
Μέσα ἀτὰ πλαίσια αὐτὰ πρέπει νὰ δοῦμε καὶ τὸ ὅτι οἱ Αὐτοκράτορες στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους θεολογοῦσαν καὶ ὑπερασπίζονταν τὸ ὀρθόδοξο δόγμα. Αὐτὸ γινόταν γιατί εἶχαν θέσει ὡς κέντρο τῆς Αὐτοκρατορίας τὴν ὀρθόδοξη θεολογία καὶ λατρεία. Ἐπίσης, οἱ Αὐτοκράτορες ἀλλὰ καὶ ὅλος ὁ λαὸς εἶχαν σὰν πρότυπο ζωῆς τοὺς μοναχοὺς καὶ σὰν πρότυπο διοργανώσεως τῆς κοινωνίας τὰ Μοναστήρια. Ἐπισκέπτονταν τὰ Μοναστήρια καὶ γενικά τους χώρους τῆς ἀσκήσεως καὶ λάμβαναν καθοδήγηση γιὰ τὴν ζωή τους καὶ τὴν διακυβέρνηση τοῦ Κράτους. Τὸ Παλάτι σὲ πολλὲς περιπτώσεις ἀποδεικνυόταν ἕνα Μοναστήρι, ἀφοῦ οἱ Αὐτοκράτορες καὶ αὐλικοὶ συναγωνίζονταν τοὺς μοναχοὺς στὴν ἄθληση, τὴν ἄσκηση, τὴν νηστεία καὶ τὴν προσευχή. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, βρισκόμενος κατὰ τὴν νεανική του ἡλικία στὰ ἀνάκτορα, ἔκανε τέτοια ἄσκηση καὶ προσευχὴ ὥστε ὅλοι τὸν θεωροῦσαν ὑπεράνθρωπο. Πολλοὶ Αὐτοκράτορες, ὅταν ἔφυγαν κατὰ ποικίλους τρόπους ἀπὸ τὴν ἐξουσία, ἐνεδύονταν τὸ ράσο καὶ ἀπέθνησκαν ὡς μοναχοί, ὅπως ὁ Ἰωάννης Καντακουζηνός, ποῦ ἔγινε μοναχὸς καὶ ὀνομάστηκε Ἰωάσαφ. Ἔτσι, ὁλόκληρη ἡ Αὐτοκρατορία ἦταν ἕνα Μοναστήρι, μία Ἐκκλησία. Ἄλλωστε, εἶναι γνωστὸ ὅτι ὅλη ἡ λατρευτικὴ παράδοση, ἀκόμη καὶ ἡ θεία Λειτουργία ἐπηρεάσθηκαν ἀπὸ τὴν λατρεία στὸ Παλάτι καὶ ἀπὸ τὴν συμμετοχὴ τοῦ Αὐτοκράτορος σὲ αὐτήν.
Μαζὶ μὲ τὴν φιλοθεΐα οἱ Ρωμαῖοι ἀσκοῦσαν ἔντονα καὶ τὴν φιλανθρωπία. Καὶ αὐτὸ εἶναι φυσικό. Γιατί, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾶ πραγματικὰ τὸν Θεό, τότε δὲν μπορεῖ νὰ μὴν ἀγαπᾶ καὶ ὅ,τι ἀγαπᾶ ὁ Θεός. Ὁλόκληρη ἡ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία ἦταν Αὐτοκρατορία φιλανθρωπίας. Διασώζονται πληροφορίες ποῦ τὴν χαρακτηρίζουν κατ' αὐτὸν τὸν τρόπο.
Ἕνας πρεσβευτής, ποῦ πῆγε νὰ συζητήσει μὲ τοὺς Ἀβάρους, μεταξὺ τῶν ἄλλων τοὺς εἶπε καὶ τὰ ἑξῆς: «Οἱ Βυζαντινοὶ (Ρωμαῖοι) ἐν ὀνόματι τῆς εἰρήνης ρίχνουν στὴν λήθη τὶς προηγούμενες συμφορὲς καὶ ἔχουν ἤδη ξεχάσει τὶς ἀδικίες ποῦ τοὺς κάνατε. Καὶ ἐπειδὴ αὐτοὶ εἶναι ἀνώτεροι στὴν φιλανθρωπία ἀπ’ ὅλα τὰ ἄλλα κράτη, δὲν εἶναι πρόθυμοι νὰ καταφεύγουν στὰ ὄπλα». Ὁ αὐτοκράτορας Τιβέριος ὁ Β' (578-582) συμβούλευσε τὸν γαμπρὸ τοῦ αὐτοκράτορα Μαυρίκιο: «ἂς προηγεῖται ἡ φιλανθρωπία ἀπ’ τὴν ὀργή».
Ἡ Χριστιανικὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία ἦταν δοξασμένο Κράτος λόγω τῆς φιλανθρωπίας του. Πρώτη φορὰ ὁ κόσμος ἔβλεπε γηροκομεῖα, ὀρφανοτροφεῖα, νοσοκομεῖα κλπ. τὰ ὁποία ἦταν ἄριστα διοργανωμένα. Καὶ τὰ περισσότερα κτίζονταν γύρω ἀπὸ τὰ Μοναστήρια.
Ο Μ. Φώτιος, γράφοντας στὸν Αὐτοκράτορα Βασίλειο τὸν Ἅ', τοῦ λέγει ὅτι πρέπει νὰ φερθεῖ ὅπως ἁρμόζει στὸν ἀρχηγὸ «τοῦ πιὸ φιλανθρωπικοῦ κράτους τῶν Ρωμαίων». Ὁ Νικόλαος ὁ Μυστικὸς τὸν δέκατο αἰώνα, γράφοντας στὸν ἀρχηγὸ τῶν Ἀράβων, ποῦ ἑτοίμαζε ἐπίθεση ἐναντίον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, γιατί εἶχε διαδοθεῖ ὅτι καταστράφηκε τὸ τζαμί τους στὴν Κωνσταντινούπολη, τοῦ ἔγραφε ὅτι δὲν πρέπει νὰ πιστεύει σὲ τέτοιες ἀβάσιμες πληροφορίες. Μεταξὺ τῶν ἄλλων ἔγραφε: «Ὑπάρχουν πολλὰ πράγματα γιὰ τὰ ὁποία τὸ κράτος τῶν Ρωμαίων διακρίνεται. Ὡστόσο αὐτὸ ποῦ τοὺς ξεχωρίζει πάνω ἀπ’ ὅλα εἶναι ἡ φιλανθρωπία καὶ ἡ ἐπιείκειά τους. Δὲν εἶναι γνώμη δική μου αὐτή, ἀλλὰ παντοῦ οἱ ἄνθρωποι καὶ ὁλόκληρη ἡ ἱστορία ἐπιβεβαιώνουν αὐτὴν τὴν μαρτυρία. Ὁ Ἰωάννης ὁ Καντακουζηνὸς περιγράφει
τὴν Αὐτοκρατορία ὁλόκληρη σὰν ἐν κράτος ἀφοσιωμένο στὴν φιλανθρωπία».
Ἀλλὰ τόσο ἡ φιλοθεΐα ὅσο καὶ ἡ φιλανθρωπία ἦταν συνάρτηση τῆς μεταμορφώσεως τῆς ἀγάπης ἀπὸ ἰδιοτελῆ σὲ ἀνιδιοτελῆ. Οἱ Ρωμαῖοι δὲν διακρίνονταν τόσο γιὰ τὴν φιλαυτία τους, γι' αὐτὸ καὶ εἶχαν φιλοθεΐα καὶ φιλανθρωπία. Σὲ αὐτὸ συνέτεινε ἡ ὀρθόδοξη θεραπευτικὴ ἀγωγή, ποῦ εἶναι ἡ καρδιὰ τῆς παραδόσεώς μας. Ἄλλωστε, τὸ ὅτι οἱ μοναχοὶ καὶ οἱ ἅγιοι ἦταν τὰ πρότυπά της πολιτικῆς καὶ κοινωνικῆς ζωῆς εἶναι ἀπόδειξη ὅτι ἡ ἄσκηση, ἡ στέρηση, ἡ ἐγκράτεια, γενικὰ ὁ ἀσκητικὸς τρόπος ζωῆς εἶναι ἐκεῖνος ποῦ κυριαρχοῦσε καὶ φυσικὰ αὐτὴ ἡ μέθοδος θεράπευε τοὺς ἀνθρώπους. Γι' αὐτὸ καὶ οἱ Ρωμαῖοι Αὐτοκράτορες ἐπεδίωκαν τὴν ἐπικράτηση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Ἄλλωστε, ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι μία ἰδεολογία, ἀλλὰ ἕνας συγκεκριμένος τρόπος ζωῆς.
2. Ἰδεαλιστικὴ ἢ ρεαλιστικὴ θεώρηση;
Ἀντιλαμβάνομαι κάποια ἀντίρρηση ποῦ ἐνδεχομένως θὰ πλανᾶται ἐδῶ. Μήπως ὅλα αὐτὰ ποῦ ἀναπτύσσονται ἐδῶ εἶναι λίγο μονοφυσιτικά, δηλαδὴ μήπως βλέπουμε τὰ πράγματα ἰδεαλιστικὰ καὶ ὄχι ρεαλιστικά; Μήπως σφάλλουμε ὅταν παρουσιάζουμε τὴν Χριστιανικὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία περίπου σὰν τέλεια Αὐτοκρατορία; Δὲν ὑπῆρχαν ἐκεῖ προβλήματα, δὲν γίνονταν διάφορα λάθη καὶ ἐγκλήματα ἀκόμη;
Κάθε πολιτεία εἶναι μία μεταπτωτικὴ κοινωνία μέσα στὴν ὁποία ἐπικρατεῖ ὁ ἄρρωστος ἄνθρωπος μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς ἰδιοτροπίες του. Καί, βέβαια, αὐτὸ μποροῦμε νὰ τὸ δοῦμε καὶ σὲ ὅλες τὶς ἀνθρώπινες κοινωνίες. Προβλήματα μποροῦμε νὰ συναντήσουμε μέσα στὴν Ἐκκλησία ποῦ εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καὶ μέσα ἀκόμη στὰ Μοναστήρια. Κάθε κοινωνία εἶναι ἕνας ζωντανὸς ὀργανισμὸς ποῦ συμβαίνει κάποτε νὰ ἀρρωστήσει καὶ μάλιστα νὰ ἀνεβάσει ὑψηλὸ πυρετό. Καὶ ξέρουμε καλὰ ὅτι πολλὲς φορὲς ὅσο δυνατὸς εἶναι ὁ ὀργανισμὸς τόσο ὑψηλὸ πυρετὸ ἀνεβάζει.
Ἔτσι, λοιπόν, δὲν ὑπάρχει καμμία κοινωνία τέλεια. Ἡ τελειότητα εἶναι κατάσταση μελλοντική. Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι περιμένουμε τὴν τέλεια κοινωνία στὴν μέλλουσα ζωή, τότε ποῦ θὰ δοῦμε καινοὺς οὐρανοὺς καὶ καινὴ γῆ, τότε ποῦ δὲν θὰ ὕπαρχοι οὔτε Ναός, γιατί θὰ εἶναι παρὼν ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ποῦ θὰ κάνει Ναὸ Τοῦ ὅλο τὸν μεταμορφωμένο κόσμο. Γι' αὐτὸ καὶ δὲν αἰχμαλωτιζόμαστε ἀπὸ κοινωνιολογικὲς ἰδέες καὶ ἀνθρωπιστικὰ συστήματα. Χρησιμοποιοῦμε διάφορες κοινωνιολογικὲς θεωρίες γιὰ νὰ βελτιώσουμε τὶς κοινωνικὲς συνθῆκες, ἀλλὰ ὅμως γνωρίζουμε ὅτι ποτὲ στὴν ζωὴ αὔτη δὲν μποροῦμε νὰ βροῦμε τὸ τέλειο.
Ἀνέφερα ὅμως τὰ προηγούμενα γιὰ δύο βασικοὺς λόγους.
Ὁ πρῶτος εἶναι ὅτι τὸ χαρακτηριστικότερο γνώρισμα τῶν Ρωμαίων ἐκφραζόταν στὴν προσευχή: «Σοὶ μόνω ἁμαρτάνομεν, ἀλλὰ καὶ σοὶ μόνω λατρεύομεν». Ὑπῆρχαν καὶ τότε ἁμαρτήματα, οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν τὴν προσωπική τους ἱστορία καὶ τραγωδία, ἀλλὰ εἶχαν ἕνα ἦθος, ποῦ τοὺς εἶχε διαποτίσει. Αἰσθάνονταν τί εἶναι ἁμαρτία. Ἴσως οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι δὲν ἔχουν ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτίας. Οἱ Ρωμαῖοι, σχεδὸν στὸ σύνολό τους εἶχαν ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτίας τους ποῦ δὲν ἦταν μία ἁπλὴ παράβαση μερικῶν ἐντολῶν, ἀλλὰ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν ζωντανὸ Θεό, ἀπὸ Πρόσωπο. «Σοὶ μόνω ἁμαρτάνομεν». Στὸ κέντρο τῆς ζωῆς τοὺς εἶχαν τὸν Θεὸ τῆς Ἀποκαλύψεως καὶ καταλάβαιναν ὅτι ἁμαρτία εἶναι ἡ ἀπώλεια τῆς ζωῆς καὶ κοινωνίας μαζί Του. Ἡ αἴσθηση τῆς ἁμαρτίας συνδεόταν μὲ τὴν λατρεία τοῦ Θεοῦ. Ἁμάρταναν σὲ προσωπικὸ Θεό, στὸν ὁποῖο, ὅμως, ἐξακολουθοῦσαν νὰ πιστεύουν καὶ νὰ Τὸν λατρεύουν. Ὅταν ὁ Δαυΐδ προσευχόταν στὸν Θεὸ «Σοὶ μόνω ἥμαρτον καὶ τὸ πονηρὸν ἐνώπιόν Σου ἐποίησα» (Ψάλμ. ν', 6) ἔδειχνε ὅτι γνώριζε τί εἶναι αὐτὸς ὁ Θεός. Εἶχε γνώση τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ. Τὸν γνώριζε, καὶ ἔκλαιγε καὶ θρηνοῦσε, γιατί ἁμάρτησε σ' ἕναν τέτοιο Θεὸ γεμάτο ἀγάπη καὶ στοργή. Καὶ ὅταν πάλι ὁ Δαυΐδ προσευχόταν: «μὴ ἀπορρίψης μὲ ἀπὸ τοῦ προσώπου σου καὶ τὸ πνεῦμα σου τὸ ἅγιον μὴ ἀντανέλης ἀπ’ ἐμοῦ» (Ψάλμ. ν', 13), ζητοῦσε νὰ μὴ τὸν ἀπορρίψει ὁ Θεὸς καὶ νὰ μὴν πάρει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο ἀπὸ μέσα του. Καὶ μὲ τὸ θάρρος ὅτι ὑπάρχει αὐτὸς ὁ Θεὸς καὶ εἶναι γεμάτος ἀγάπη ἔλεγε: «Ἀποστρεψαν τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μου καὶ πάσας τὰς ἀνομίας μου ἑξάλειψον» (Ψάλμ. ν', 11). Δηλαδή, εἶχε ἐπίγνωση τί εἶναι ἁμαρτία, καί, ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ὁδηγεῖται στὴν μετάνοια καὶ τὴν ἐπιστροφή.
Αὐτὸ τὸ ἦθος ἐκφράζεται καὶ μὲ τὸν λόγο τοῦ πατρὸς τοῦ δαιμονιζομένου νέου: «πιστεύω, Κύριε• βοήθει μου τὴ ἀπιστία» (Μάρκ. θ', 24). Ἡ ἀμφιβολία ποῦ ἐκφράζουμε πολλὲς φορὲς στὴν ζωὴ μᾶς στερεώνεται καὶ καθοδηγεῖται ἀπὸ τὴν πίστη στὸν Θεό. Ἔτσι, λοιπόν, καὶ οἱ Ρωμαῖοι ἔκαναν λάθη, ἀλλὰ ἤξεραν τὸν τρόπο νὰ τὰ διορθώνουν. Ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία μαζὶ μὲ τὴν θεολογία καὶ τὴν λατρεία ἦταν στὸ κέντρο τῆς ζωῆς τῆς Αὐτοκρατορίας ὑπῆρχε ἡ δυνατότητα τῆς θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου. Καί, πραγματικά, εἶναι μεγάλο πράγμα ἀφ' ἑνὸς μὲν νὰ διασώζεται ἡ θεραπευτικὴ μέθοδος, νὰ ὑπάρχουν τὰ φάρμακα ποῦ θεραπεύουν, γιατροὶ ποῦ θὰ καθορίζουν τὴν θεραπευτικὴ ἀγωγὴ καὶ νοσοκομεῖα ποῦ θὰ παρακολουθοῦν τὰ θεραπευτικὰ ἀποτελέσματα, ἀφ' ἑτέρου δὲ νὰ ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποῦ θὰ συνειδητοποιοῦν ὅτι εἶναι ἄρρωστοι καὶ ἀναζητοῦν τὴν θεραπεία.
Στὶς δυτικὲς κοινωνίες γίνεται ἐντελῶς τὸ ἀντίθετο. Οὔτε διασώζεται ἡ θεραπευτικὴ ἀγωγή, ἀφοῦ ἡ πίστη ἔγινε πολιτικὸ-οἰκονομικὸ κατεστημένο καὶ ἰδεολόγημα, οὔτε οἱ ἄνθρωποι καταλαβαίνουν ὅτι εἶναι ἄρρωστοι, ἁμαρτωλοί. Στὸ σημεῖο αὐτὸ βρίσκεται τὸ μεγάλο πρόβλημα.
Ὁ δεύτερος λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ἀνέφερα τὸν τρόπο ζωῆς τῶν Ρωμαίων εἶναι ὅτι περισσότερο στὸ παρελθὸν καὶ λιγότερο στὸ παρὸν γινόταν μία παραπληροφόρηση σχετικὰ μὲ ὅ,τι εἶχε σχέση μὲ τοὺς Ρωμαίους - Βυζαντινούς. Σήμερα ἀκόμη καὶ δυτικοὶ ἱστορικοί, ὅπως ὁ Jacques Le Golf, διαπιστώνουν στὰ ἔργα τους ὅτι μετὰ τὴν μεταφορὰ τῆς Πρωτεύουσας τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους ἀπὸ τὴν Ρώμη στὴν Κωνσταντινούπολη, ποῦ ὀνομάστηκε Νέα Ρώμη, στὸ δυτικὸ τμῆμα τῆς Αὐτοκρατορίας ἄρχισαν νὰ εἰσρέουν διάφορα φυλᾶ καὶ βαρβαρικὰ ἔθνη καὶ ἔτσι, ὅπως χαρακτηριστικὰ λέγεται, ἡ δύση ἐκβαρβαρίστηκε. Προσπάθησαν ὅλα αὐτὰ τὰ βαρβαρικὰ φυλᾶ νὰ καθυποτάξουν καὶ νὰ ἀφανίσουν τοὺς Ρωμαίους. Αὐτὸ ἄρχισε σιγὰ-σιγὰ νὰ ἐπιτυγχάνεται. Τελικά, ὅλα τὰ φύλα καθὼς ἐπίσης καὶ οἱ γηγενεῖς κάτοικοι τοῦ δυτικοῦ τμήματος τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ὑπετάγησαν σὲ ἕναν βάρβαρο καὶ ἀπολίτιστο λαό, δηλαδὴ τοὺς Φράγκους. Κυρίως ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τοῦ Καρλομάγνου ἡ Εὐρώπη ὑποδουλώθηκε στοὺς Φράγκους. Ἀκριβῶς ἐκείνη τὴν περίοδο προσπάθησαν νὰ συκοφαντήσουν ὅ,τι εἶχε σχέση μὲ τὸ ἀνατολικὸ τμῆμα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, τοὺς λεγόμενους Ρωμαίους. Οἱ Φράγκοι οἰκειοποιήθηκαν τὸν ὄρο Ρωμαῖος καὶ Ὀρθόδοξος-Καθολικὸς καὶ σὲ μᾶς ἀπέδωσαν τὸν ὄρο Βυζαντινός, Γραικός, ποῦ ταυτίστηκε μὲ τὸν αἱρετικό. Εἶναι γνωστὰ τὰ συγγράμματα «Contra Errores Graecorum», ποῦ ἐγράφησαν ἐναντίον τῶν πλανῶν τῶν Γραικῶν, ἐναντίον, δηλαδή, τῶν αἱρετικῶν.
Μέσα στὰ πλαίσια αὐτὰ κατασυκοφάντησαν καὶ διαστρέβλωσαν ὅ,τι εἶχε σχέση μὲ τὸ γνήσιο ἐναπομεῖναν κομμάτι τῆς παλιᾶς μεγάλης Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Ἔτσι τὴν ἐποχὴ ποῦ ἀτὸ λεγόμενο Βυζάντιο ὑπῆρχε μεγάλη πολιτιστικὴ καὶ θεολογικὴ παραγωγή, ἡ Εὐρώπη εἶχε βυθισθεῖ στὸ σκοτάδι, εἶχε ἐκβαρβαρισθεῖ. Καὶ ὅμως οἱ δυτικοὶ Ἱστορικοὶ προκατειλημμένοι ἢ τουλάχιστον ἐντεταγμένοι μέσα σὲ ἄλλες προοπτικὲς ἔβλεπαν τὰ ἀνθρώπινα λάθη τῶν Ρωμαίων καὶ ἀμνήστευαν τὰ μεγάλα δικά τους ἐγκλήματα.
Γι' αὐτοὺς τοὺς λόγους, λοιπόν, πρέπει νὰ γίνεται ἀναφορὰ στὸν πολιτισμὸ ποῦ ἀναπτύχθηκε στὸν χῶρο αὐτό, παρὰ τὰ λάθη καὶ τὶς ἰδιαιτερότητές του. Τὸ γεγονὸς εἶναι ὅτι καλλιεργήθηκε ἕνας ὑψηλὸς πολιτισμός, ποῦ κέντρο εἶχε τὴν Ἐκκλησία, τὴν ὀρθόδοξη θεολογία. Ὁ ἄνθρωπος, παρὰ τὰ λάθη καὶ τὰ ἁμαρτήματά του, ἦταν προσανατολισμένος στὸν Θεὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία. Μέσα στὴν Χριστιανικὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία ζοῦσαν ἁρμονικὰ διάφορες ἐθνότητες, μὲ τὴν γλώσσα τους καὶ τὴν δική τους παράδοση. Ἐπειδὴ ἡ πολιτιστικὴ παράδοση τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἦταν πολὺ δυνατή, ἐμβολίαζε κάθε ἀγριέλαιο καὶ τὴν μετέτρεπε σὲ καλλιέλαιο. Προσλάμβανε ὅλα τὰ στοιχεῖα καὶ χωρὶς νὰ τὰ καταργεῖ τὰ μεταμόρφωνε, τὰ ἐμπλούτιζε μὲ νέα ἀνώτερα στοιχεῖα. Στὸ σημεῖο αὐτὸ βλέπω τὸ ὑψηλὸ πνευματικὸ καὶ πολιτιστικὸ ἐπίπεδο ἑνὸς λαοῦ.
(Ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Γέννημα καὶ θρέμμα Ρωμηοὶ» τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ ἄγ. Βλασίου, κ.κ. Ἰεροθέου)
Πηγή:Ἑλληνισμὸς-Ὀροδοξία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου