13 Αυγ 2010

Ἡ Ἱερωσύνη

π ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΥ

H Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέχεται τὴ γενικὴ ἱεροσύνη τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ (Ἃ' Πέτρ. β' 9. Ἀποκ. ἃ' 6. ἐ' 10. κ' 6), ἡ ὁποία ὑπῆρχε καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη (Ἔξοδ. ἰθ' 6). Ὅμως αὐτὴ ἡ γενικὴ ἱεροσύνη δὲν ἀπέκλειε τὴν ὕπαρξη καὶ εἰδικήςιεροσυνης, ποῦ ἀποσκοποῦσε στὴν οἰκοδομὴ τοῦ λαοῦ καὶ στὴν ἄσκηση τῆς θείας λατρείας (Ἔξοδ. κὴ' 1. κθ' 9. λ' 30. μ' 12-13).

Ἡ Ἐκκλησία μας δὲν ἀμφισβητεῖ πὼς ἡ ἱεροσύνη τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀμετάθετη καὶ πῶς δὲν ὑπάρχει, οὔτε θὰ ὑπάρξει ἄλλο εἶδος ἱεροσύνης (Ἔβρ. Ζ' 23-26). Αὐτὸ ὅμως δὲν ἀποκλείει τὴν ὕπαρξη «ἱεροσύνης» μὲ σχετικὴ ἔννοια, σὰν «μετοχὴ» στὴ μία καὶ μοναδικὴ ἱεροσύνη τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἁγία Γραφὴ κάνει λόγο γιὰ «ἱερεῖς» τῆς Καινῆς Διαθήκης οἱ ὁποῖοι δὲν θὰ ἔχουν σχέση μὲ τὴν Ἀαρωνικὴ ἱεροσύνη καὶ θὰ προέρχονται ἀπὸ τὰ ἔθνη (Ἤσ. ξστ' 18-21). Οἱ ἱερεῖς αὐτοὶ θὰ διακονοῦν στὸ χριστιανικὸ θυσιαστήριο (Ἑβρ. ἰγ' 10. Ἃ' Κόρ. ἰ' 21) καὶ θὰ προσφέρουν «θυσίαν καθαρὰν» (Μαλαχ. ἃ' 11).

Οἱ ἱερεῖς τῆς Καινῆς Διαθήκης δὲν ἔχουν δική τους ἱεροσύνη, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ἱεροσύνη τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως ἀκριβῶς ἡ θεία εὐχαριστία ποῦ τελεῖται στὴν Ἐκκλησία ἀποτελεῖ «μετοχὴ» στὴ θυσία τοῦ Γολγοθὰ , ἔτσι...καὶ ἡ ἱεροσύνη τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ «μετοχὴ» στὴν ἱεροσύνη τοῦ Χριστοῦ ποῦ εἶναι μοναδική.

Οἱ ἱερεῖς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι διάκονοι καὶ οἰκονόμοι τῶν μυστηρίων τοῦ μόνου Ἀρχιερέως (Ἃ' Κόρ. γ' 5-9. δ' 1. Τίτ. ἃ' 7. Ἃ' Πέτρ. δ' 10). Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μόνος μεσίτης μέσω Αὐτοῦ ἐπιτυγχάνεται ἡ συμφιλίωση μὲ τὸν Θεὸ (Ἰω. δ' 6.13-14. Ἃ' Τίμ. β' 5).

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία συνεχίζει τὴν ἀποστολικὴ παράδοση. Στὴν ἱεροσύνη διακρίνει τρεῖς βαθμούς: τὸ διάκονο, τὸν πρεσβύτερο καὶ τὸν ἐπίσκοπο.

Οἱ ἀπόστολοι εἶχαν πλήρη συναίσθηση τῆς διαδοχῆς τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος. Στὴν περίπτωση ἐκλογῆς τοῦ Ματθία γίνεται φανερὸ πῶς τὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα ἦταν ἀνεξάρτητο ἀπὸ τὸ συγκεκριμένο πρόσωπο (Πράξ. ἃ' 15-26). Ὁ ἀπόστολος Παῦλος κάνει λόγο ὄχι μόνο γιὰ «ἐπισκόπους», ἀλλὰ καὶ γιὰ «ἐπισκοπῆ» (Ἃ' Τίμ. γ' 1). Καθορίζει μάλιστα καὶ τὰ προσόντα ποῦ πρέπει νὰ ἔχουν οἱ ὑποψήφιοι «ἐπίσκοποι» (Ἃ' Τίμ. γ' 2-7) καὶ «διάκονοι» (Ἃ' Τίμ. Ὑ' 8-13).

Βέβαια ἡ Καινὴ Διαθήκη ταυτίζει κατ' ἀρχὴν τοὺς ὅρους «ἐπίσκοπος» καὶ «πρεσβύτερος» (Πράξ. κ' 17.28), ὅμως αὐτὸ δὲν σημαίνει πῶς στὴν ἀποστολικὴ Ἐκκλησία δὲν ὑπῆρχε τρίτος βαθμὸς τῆς ἱεροσύνης. Ὁ Τίτος ἐπὶ παραδείγματι ἦταν ἐπίσκοπος Κρήτης καὶ ὁ Τιμόθεος ἐκτελοῦσε ἐπισκοπικὴ διακονία στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἐφέσου. Σ' αὐτὴ τὴ διακονία περιλαμβανόταν καὶ ἡ ἐγκατάσταση πρεσβυτέρων καὶ διακόνων, καὶ μάλιστα μὲ χειροτονία (Τίτ. ἃ' 5), μὲ τὴν ὁποία μεταδιδόταν τὸ «χάρισμα» τῆς ἱεροσύνης (Β' Τίμ. ἃ' 6. Πρβλ Ἃ' Τίμ. ἐ' 22. Πράξ. κ' 28).

Αὐτὰ δὲν ἀποτελοῦν μεταγενέστερες ἀπόψεις, ἀλλὰ Γραφικὴ διδασκαλία, ὅπως τὴν κήρυξε ἡ πρωτoχριστιανικὴ Ἐκκλησία, ποῦ εἶναι στύλoς καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας (Ἃ' Τίμ. γ' 15).


Ὁ Κλήμης, ἐπίσκοπος Ρώμης (†96), κάνει λόγο γιὰ «ἱερεῖς» καὶ «ἀρχιερεῖς» καὶ συνδέει τὴν πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν πραγματικότητα τῆς ἁγίας Γραφῆς. «Καὶ δώσω τοὺς ἀρχοντάς σου ἐν εἰρήνη καὶ τοὺς ἐπισκόπους σου ἐν δικαιοσύνη» λέγει ὁ προφήτης (Ἤσ. ξ' 17 κατὰ τοὺς Ο').

Ο Κλήμης ἀναφέρεται στὸν στίχο αὐτὸ καὶ ὑπογραμμίζει τὶς ἰδιαίτερες λειτουργίες «τοῦ ἀρχιερέως», τῶν «ἱερέων» καὶ τῶν «λευιτῶν», δηλαδὴ τῶν διακόνων (Κλήμ., Ἃ' Κόρ. 40,5. 42,3-4. 44,1-4).

Ὁ ἅγιος Ἰγvάτιoς (†107) διακρίνει τοὺς τρεῖς βαθμοὺς τῆς ἱεροσύνης καὶ ὑπογραμμίζει: «πάντες τῷ ἐπισκόπω ἀκολουθεῖτε, ὡς Ἰησοῦς Χριστὸς τῷ Πατρί, καὶ τῷ πρεσβυτερίω ὡς τοῖς ἀπoστόλoίς τους δὲ διακόνους ἐντρέπεσθε, ὡς Θεοῦ ἐντολήν... ἐκείνη βεβαῖα εὐχαριστία ἠγείσθω, ἡ ὑπὸ τὸν ἐπίσκοπον οὖσα, ἡ ὢ ἂν αὐτὸς ἐπιτρέψη» «Ὁ λάθρα ἐπισκόπου τί πράσσων τῷ διαβόλω δουλεύει» (Ἰγv., Σμύρν. VIII, 1.9).

Κατὰ τὴν ἀντίληψη αὐτή, ἔξω ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο ὑπάρχουν μόνο συναθροίσεις αἱρετικῶν. Ὁ ἅγιος Πολύκαρπος (†156) ἀναφέρει πῶς ἡ διδασκαλία τοῦ Ἰγνατίoυ εἶναι διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας τοῦ πρώτου αἰῶνος (Πολυκ., Ἔπισr. πρὸς Φίλ. 13).

Ὁ Ἠγήσιππος, ποῦ ἔγραψε γύρω στὸ 180 μ.Χ. καὶ διασώζει τὴν ἀπoστoλικὴ παράδοση, δίνει τὴν πληροφορία πῶς ἡ ἀπoστoλικὴ διαδοχὴ ἦταν καθολικὰ παραδεκτὴ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία (Ἠγήσ., Ἀπόσπ. 5, ΒΕΠ 5,85).

Τὸ ἴδιο ὑπογραμμίζει καὶ ὁ Εἰρηναῖος (†202), ὁ ὁποῖος προσθέτει πῶς πρέπει νὰ ὑπακοῦμε στοὺς ἱερεῖς τῆς Ἐκκλησίας γιατί εἶναι διάδοχοι τῶν ἀποστόλων καὶ ὅτι μὲ τὴ διαδοχὴ τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος ἔλαβαν καὶ τὸ «βέβαιο χάρισμα τῆς ἀληθείας» (Εἰρην., Κατὰ αἴρ. Γ' 3,1. Δ' 26,2. Ἔλεγχος ψεύδ. γv. Γ' 3,3).

Ὁ Ἰππόλυτος (†235), μαθητὴς τοῦ Εἰρηναίου, γράφει πῶς οὐσιαστικὴ βοήθεια γιὰ νὰ ἀποφευχθεῖ ἡ πλάνη τῶν αἱρέσεων εἶναι «τὸ ἐν τὴ Ἐκκλησία παραδοθὲν Ἅγιον Πνεῦμα, οὐ τυχόντες πρότεροι οἱ ἀποστoλoι μετέδοσαν τοῖς ὀρθῶς πεπιστευκόσιν' ὧν ἠμεῖς διάδοχοι τυγχάνοντες τῆς τὲ αὐτῆς χάριτος μετέχοντες ἀρχιερατείας τὲ καὶ διδασκαλίας καὶ φρουροὶ τῆς Ἐκκλησίας λελογισμένοι οὐκ ὀφθαλμῶ νυστάζoμεν οὐδὲ λόγον ὀρθὸν σιωπῶμεν, ἀλλ' οὐδὲ πάση ψυχὴ καὶ σώματι ἐργαζόμενοι κάμνομεν...»(Ἰππολ., Ἔλεγχος, πρόλ., ΒΕΠ 5,199).

Μὲ ἄλλα λόγια βλέπουμε πὼς ἡ πρωτoχριστιανικὴ Ἐκκλησία εἶχε πλήρη συνείδηση τῆς ἑνότητας μεταξύ της ἀποστολικῆς διαδοχῆς καὶ τῆς ἀποστολικῆς διδαχῆς, δηλαδὴ τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ὁ Ὠριγένης (†253/254) ὑπογραμμίζει τὴ θεία προέλευση τῆς ἱεροσύνης στὴν Ἐκκλησία καὶ προσθέτει πῶς «οἱ λειτουργοὶ καὶ ἱερεῖς πρέπει νὰ ἀναδέχονται τὰ ἁμαρτήματα τοῦ λαοῦ» (Ὠριγ., Εἰς Λευϊτ. Υ, 3).

Ὁ Κυπριανὸς (†258) ἀναφέρει πὼς οἱ ἐπίσκοποι εἶναι «ἐκπρόσωποι καὶ διάδοχοι τῶν ἀποστόλων» καὶ σ' αὐτοὺς ἀναφέρεται τώρα τὸ «ὁ ἀκούων ὑμῶν ἐμοῦ ἀκούει, καὶ ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς ἐμὲ ἀθετεῖ, ὁ δὲ ἐμὲ ἀθετῶν ἀθετεῖ τὸν ἀποστείλαντα μὲ» (Λούκ. ἰ' 16)? «ὅλα τὰ σχίσματα καὶ οἱ αἱρέσεις ποῦ ὑπῆρξαν καὶ θὰ ὑπάρξουν, προέρχονται ἀπὸ τὸ ὅτι ὁρισμένοι ἄνθρωποι περιφρονοῦν μὲ θρασύτητα τὸν ἕνα ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος προΐσταται τῆς Ἐκκλησίας» (Κυπρ., Ἔπιστ. 66, 4-5).

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐκφράζει τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας τῆς ἐποχῆς του μὲ ἀκόμη σκληρότερη γλώσσα: «Μανία γὰρ περιφανὴς ὑπερορᾶν τῆς τοιαύτης ἀρχῆς, ἢς ἄνευ οὔτε σωτηρίας ἠμὶν οὔτε τῶν ἐπηγγελμένων τυχεῖν ἐστὶν ἀγαθῶν», δηλαδὴ εἶναι τρέλα νὰ περιφρονεῖ κανεὶς τὴν ἱεροσύνη, γιατί χωρὶς τὴν ἱεροσύνη οὔτε σωτηρία μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ, οὔτε τὰ ἀγαθὰ ποῦ ὑποσχέθηκε ὁ Θεὸς μποροῦμε νὰ ἐπιτύχουμε (Χρύσ., Περὶ ἱερωσ., λόγ. Γ' 5).

Κατὰ τὸν Γρηγόριο τὸ Θεολόγο ὁ Θεὸς ἐμπιστεύθηκε στοὺς ἱερεῖς «τὰ μυστήρια, τὰ ὁποῖα ἀνυψώνουν πρὸς τὸν οὐρανὸ καὶ ἀποτελοῦν τὸ μεγαλύτερο καὶ πολυτιμότερο πράγμα ἀπὸ ὅλα ὅσα διαθέτομε» (Λόγ. Β 4, Ἀπολογία περὶ τῆς φυγῆς).

Η Ὀρθόδοξη λοιπὸν Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν ἀποστόλων μέχρι σήμερα ἑρμηνεύει μὲ τὸν ἴδιο τρόπο τὰ σχετικὰ ἐδάφια τῆς ἁγίας Γραφῆς καὶ δέχεται τὴν ἱεροσύνη καὶ τὴν ἀποστολικὴ διαδοχή.

Δὲν μπορεῖ νὰ συμμερισθεῖ τὴν ἄποψη τοῦ προτεσταντισμοῦ σ' αὐτὸ τὸ θέμα.


ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΑΙΡΕΣΕΩΝ & ΠΑΡΑΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ
π. ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΥ
πηγή: http://egolpion.com/ierosunh.el.aspx

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.