9 Αυγ 2010

Γιατί ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου;

π. Ἀντωνίου Ἀλεβιζοπούλου
ΠΤΩΣΗ ΚΑΙ ΑΝΟΡΘΩΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο καὶ τοῦ ἔδωσε τὴ δυνατότητα τῆς κοινωνίας μὲ τὸ Δημιουργὸ μέσω τῆς ἄκτιστης θείας χάρης, δηλαδὴ μέσω τῆς ζωοποιοῦ ἐνέργειας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Σ' αὐτὸ τὸ περιβάλλον τῆς θείας ἀγάπης ὁ ἄνθρωπος εἶχε τὴ δυνατότητα νὰ καλλιεργήσει τὴν κοινωνία, ἀναπτύσσοντας ἐλεύθερη καὶ ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον. Ἑπομένως ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος ἔπρεπε νὰ φθάσει στὴν τελειότητα, μένοντας ἐλεύθερα στὸ περιβάλλον τοῦ Θεοῦ, ἔχοντας ὅμως πάντοτε τὴ δυνατότητα καὶ νὰ τὴν ἀρνηθεῖ.

Δυστυχῶς ὁ ἄνθρωπος, μὲ τὴν ἀπάτη τοῦ Διαβόλου, ἀρνήθηκε τὴν ἀγαπητικὴ σχέση μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ γίνει νεκρὸς πνευματικά, ἀφοῦ ὁ ἴδιος χωρίσθηκε ἀπὸ τὴ ζωοποιὸ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.

Ὁ φυσικὸς θάνατος ποῦ ἀκολούθησε τὸν πνευματικὸ ἦταν φυσικὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας. Ἔτσι ὁ θάνατος μπῆκε στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου σὰν παράσιτο, σὰν ἀποτέλεσμα ἐλεύθερης πράξης τοῦ ἀνθρώπου: τοῦ χωρισμοῦ του ἀπὸ τὸν Θεὸ (πρβλ Ἰω. γ' 36, ἡ' 51. Ἃ' Ἰω. γ' 10-14).

Ὁ Θεὸς δὲν ἐμπόδισε τὸν θάνατο, τὸν ἐπέτρεψε γιὰ νὰ μὴ γίνει ἀθάνατο τὸ κακό, γιὰ νὰ δώσει στὸν ἄνθρωπο εὐκαιρία μετανοίας, γιὰ νὰ ἀναπλάσει τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν ἀναδείξει νέα δημιουργία ἐν Χριστῷ. (Β' Κόρ. ἐ' 17. Γὰλ στ' 15). «Ὁ Θεὸς θάνατον οὐκ...ἐποίησεν, οὐδὲ τέρπετε ἐπ' ἀπωλεία ζώντων» (Σόφ. Σόλ. ἃ' 13).

Ὁ Θεὸς βέβαια θὰ μποροῦσε νὰ δημιουργήσει τὸν ἄνθρωπο ἠθικὰ τέλειο, ὥστε νὰ μὴ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του, τοῦτο ὅμως θὰ τοῦ ἀφαιροῦσε τὴν ἐλευθερία, τὴ δυνατότητα δηλαδὴ νὰ ἐκλέξει ἐλεύθερα τὴν ἀθανασία, χωρὶς νὰ βιάζεται ἀπὸ κανένα.

Αὐτὰ φανερώνουν πῶς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κάνει διαχωρισμὸ μεταξὺ δημιουργίας καὶ πτώσης τοῦ κόσμου μὲ τὴν ἀπάτη τοῦ Σατανᾶ.

Μὲ τὴν πτώση ὁ ἄνθρωπος ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴ θεία ζωή. Ἔχασε τὴν ἀφθαρτοποιὸ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἡ φύση τοῦ ἀρρώστησε. Ἔτσι «δὶ' ἑνὸς ἀνθρώπου ἡ ἁμαρτία εἰσῆλθεν εἰς τὸν κόσμον καὶ διὰ τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατoς, καὶ οὕτω διῆλθεν ὁ θάνατος εἰς πάντας ἀνθρώπους, ἐφ' ὢ πάντες ἥμαρτον», δηλαδὴ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἁμάρτησαν ἐξ αἰτίας τοῦ φόβου τοῦ θανάτου (Ρώμ. ἐ' 12).

Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου συνίσταται στὴν ἀποκατάσταση τῆς ἀθανασίας, δηλαδὴ στὴν ἐπαναφορὰ τοῦ ἀνθρώπου στὴν κοινωνία τοῦ Θεοῦ, μέσω τῶν ἄκτιστων θείων ἐνεργειῶν.

Βέβαια ὁ ἀπόστολος λέγει πῶς ἐνῶ εἴμαστε «ἐχθροί», «κατηλλάγημεν τῷ Θεῶ διὰ τοῦ θανάτου τοῦ Υἱοῦ Αὐτοῦ» (Ρώμ. ἐ' 10) ἀλλά, ὅπως χαρακτηριστικὰ ἀναφέρει ὁ ἅγιος Ἰωάvvης ὁ Χρυσόστομος, δὲν ἐχθρευόταν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἐχθρευόμασταν τὸν Θεό. Ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ προϋποθέτει ὄχι ἔχθρα, ἀλλὰ ἄπειρη ἀγάπη (Ἰω. γ' 16. Β' Κόρ. ἐ' 19).

Ἡ σωτηρία ἀναφέρεται στὴ θεραπεία τῆς ἄρρωστης ἀνθρώπινης φύσης, στὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴ δουλεία τοῦ Διαβόλου καὶ τοῦ θανάτου καὶ στὴν ἐπαναφορά μας στὸ δρόμο γιὰ τὴν ἀθανασία.

Ἡ σωτηρία πραγματοποιεῖται στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος «μετέλαβεν ἀπὸ τῶν αὐτῶν», δηλαδὴ προσέλαβε ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο, «διὰ νὰ καταργήσει διὰ τοῦ θανάτου τὸν ἔχοντα τὸ κράτος τοῦ θανάτου, τουτέστι τὸν διάβολο καὶ νὰ ἐλευθερώσει ἐκείνους ποῦ διὰ τὸν φόβον τοῦ θανάτου ἤσαν διὰ παντὸς βίου ὑποκείμενοι στὴ δουλεία» (Ἔβρ. β' 14-15. πρβλ Ἰβ' 28. Λούκ. ὢ' 20).

Ἡ σωτηρία λοιπὸν τῆς ἀνθρώπινης φύσης ταυτίζεται μὲ τὴν πρόσληψή της ἀπὸ τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἐπαναφορά της στὴν θεία κοινωνία (Β' Πέτρ. ἃ' 4). Εἶναι καρπὸς τῆς ἀφθαρτοποιοῦ ἐνέργειας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Ἃ' Κόρ. ἴε' 45-49. Β' Κόρ. γ' 6).

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀδύνατον νὰ σώσει τὸν ἑαυτό του, οὔτε μὲ τὰ ἔργα, οὔτε ἀκόμη καὶ μὲ τὴν πίστη: «σὰρξ καὶ αἷμα βασιλείαv Θεοῦ δὲν δύνανται νὰ κληρονομήσουν» (Ἃ' Κόρ. ἴε' 50). Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει πῶς δὲν σώζετω ἢ σάρκα τοῦ ἀνθρώπου. Βέβαια ἡ σάρκα δὲν μπορεῖ νὰ κληρονομήσει τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, μπορεῖ ὅμως νὰ κληρονομηθεῖ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, νὰ ἐνδυθεῖ ἀφθαρσία καὶ ἀθανασία καὶ νὰ μεταφερθεῖ στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν (Ἃ' Κόρ. ἴε' 51-54.). Ἔτσι ἢ σωτηρία ἀναφέρεται σὲ ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο σὰν ψυχοσωματικὴ ἑνότητα.

Ἡ σωτηρία εἶναι δῶρο Θεοῦ (πρβλ Πράξ. β' 47. Ρώμ. ἡ' 15. Ἐφεσ. β' 8-9). ὅμως ὁ Θεὸς δὲν ἐνεργεῖ τυφλά. Σέβεται τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος ἀποφασίζει τελικὰ ἂν θὰ δεχθεῖ ἡ θὰ ἀπορρίψει τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀντιστεκόμενος στὴν ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος (Β' Κόρ. στ' 1).

Ὁ Θεὸς θέλει τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ δεχθεῖ τὴν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ (Μάτθ. κγ' 37. Πράξ. ζ' 51. Ἄποκ. γ' 20), νὰ πιστέψει συνειδητὰ καὶ μὲ συνέπεια στὴ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ. Τότε ὁ Θεὸς τοῦ λογαριάζει τὴν πίστη αὐτὴ διὰ δικαιοσύνη (Ρώμ. δ' 2-11).

Χωρὶς πνευματικὸ ἀγώνα μὲ σκοπὸ νὰ μείνουμε στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ πλησίον, ἡ σωτηρία εἶναι ἀδύνατη (Ἃ' Ἴω. γ' 14). Καὶ ἂν ἀκόμη ὑπάρχει ἡ πίστη, εἶναι νεκρά, ὁδηγεῖ στὸν θάνατο, ὄχι στὴ ζωὴ (Μάτθ. κὲ' 31-46. Ἴακ. β' 26). Ἑπομένως τὰ ἔργα εἶναι ἀπαραίτητα, παρ' ὅλο ποὺ δὲν ἔχουν ἐξιλεωτικὸ χαρακτήρα. Ἐκφράζουν τὴν ἀμετάκλητη ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου γιὰ σωτηρία καὶ κρατοῦν τὸν ἄνθρωπο ἄγρυπνο ἐναντίον τῆς πανουργίας τοῦ διαβόλου ποῦ ἀπειλεῖ νὰ τοῦ ἀφαιρέσει τὴ χάρη (ΕΦεσ. στ' 10-18). Διατηροῦν τὸν πιστὸ «ἀνοικτὸ» στὴ χάρη καὶ στὴν καρποφορία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποῦ δὲν πραγματοποιεῖται χωρὶς τὴ συγκατάθεση (συνεργία) τοῦ ἀνθρώπου (Γάλ. ἐ' 22-25).

Ἡ σωτηρία πραγματοποιήθηκε βέβαια «ἐν Χριστῷ» μία γιὰ πάντα. Ὅμως ὁ χριστιανὸς ποῦ ἔλαβε τὴ χάρη πρέπει διαρκῶς νὰ ἀγρυπνεῖ. Ὁ Θεὸς δωρίζει τὴ σωτηρία καὶ ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ εἶναι βέβαιος γι' αὐτὸ ποῦ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν Θεὸ (Μάτθ. ἃ' 21. Πράξ. δ' 12. ἰ' 43. Ἃ' Τίμ. β' 5-6). Ὅμως σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὸν ἄνθρωπο δὲν ὑπάρχει βεβαιότητα σωτηρίας, γιατί ἡ φύση τοῦ εἶναι τρεπτῆ. Ὁ πιστὸς μπορεῖ κάθε στιγμὴ νὰ πέσει, ἀκόμη κι ἀν βρίσκεται στὰ ὕψη τῆς ἁγιότητας μία στιγμὴ ἔπαρσης ἀρκεῖ. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ ψαλμωδὸς εὔχεται: «Τὸ Πνεῦμα σου τὸ ἅγιον μὴ ἀντανέλης ἀπ' ἐμοῦ» (Ψάλμ. ν/νὰ' 11), καὶ ὁ ἀπόστολος ἐπιβεβαιώνει: «ὁ δοκῶν ἐστάναι βλεπέτω μὴ πέση» (Ἃ' Κόρ. ἰ' 12), «μὴ ὑψηλοφρόνει, ἀλλὰ φοβοῦ» (Ρώμ. ἴα' 25).

Ὁ τελικὸς προορισμὸς τοῦ πιστοῦ εἶναι τὸ «ὑπερῶον τῆς πεντηκοστῆς», στὸ ὁποῖο βρίσκονται οἱ ἀπόστολοι καὶ ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία τῶν πρωτοτόκων (Ἔβρ. Ἰβ' 23). Γι' αὐτὸ τὸ λόγο ὁ χριστιανὸς πρέπει νὰ ἀναλάβει πνευματικὸ ἀγώνα, νὰ μὴ χάσει ἐκεῖνο ποῦ ἀπέκτησε (Β' Ἴω. 8) καὶ ἀποβεῖ ὁ ἀγώνας τοῦ μάταιος (Β' Κόρ. στ' 1. Γάλ. β' 2. Ἃ' Θέσ. γ' 5).

Ἡ σωτηρία δὲν εἶναι ἕνα στιγμιαῖο καὶ ἀμετάκλητο γεγονός. Ἡ Γραφὴ λέγει πῶς ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι σὰν νὰ ρίψει ἕνας ἄνθρωπος τὸ σπόρο στὴ γῆ καὶ αὐτὸς βλαστάνει καὶ αὐξάνεται καὶ καρποφορεῖ, «πρῶτον χόρτον, ἔπειτα στάχυν, ἔπειτα πλήρη σίτον ἐν τῷ στάχυι» (Μάρκ. δ' 26-28). Ὁ «φωτισμὸς» μὲ τὸ ἅγιο βάπτισμα συντελεῖται «ἅπαξ», γιατί μόνο ἕνα βάπτισμα ὑπάρχει (ΕΦεσ. δ' 5. Ἔβρ. στ' 4). Ὅμως ὁ πιστὸς καλεῖται νὰ φυλάξει τὴν παρακαταθήκη τῆς χάρης, γιὰ νὰ δεχθεῖ τὸ «βραβεῖον τῆς ἄνω κλήσεως» καὶ νὰ «συγκαταριθμηθῆ τοῖς πρωτοτόκοις, τοῖς ἀπογεγραμμένοις ἐν οὐρανῶ» (ἀκολουθία τοῦ βαπτίσματος).

Ἂν «ἀνοίξουμε» τὸν ἑαυτό μας στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, τότε τὸ δῶρο ποῦ λάβαμε θὰ ἀναπτυχθεῖ μέσα μας καὶ θὰ ἐκδηλωθεῖ μὲ τὸν καρπὸ τοῦ Πνεύματος, ποῦ εἶναι τὰ διάφορα χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Γάλ. ἐ' 22). Αὐτὰ τὰ χαρίσματα δὲν εἶναι ἠθικὰ προσόντα, τὰ ὁποῖα μετροῦμε μὲ τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων, ποῦ βρίσκονται μακριὰ ἀπὸ τὸν Χριστό. Ὅταν λόγου χάρη ἡ Ἐκκλησία στὴν ὑμνολογία τῆς χρησιμοποιεῖ τὸν ὄρο «σοφὸς» δὲν ἐννοεῖ τὴν κατὰ κόσμο σοφία, ἀλλὰ τὴν «μωρία τοῦ σταυροῦ» (Ἃ' Κόρ. ἃ' 21-25), δηλαδὴ τοὺς «διδακτοὺς τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου λόγους» (Ἃ' Κόρ. β' 13).

Ἡ ἠθικὴ Ζωὴ τοῦ πνευματοφόρου ἀνθρώπου δὲν μετριέται μὲ τὰ μέτρα τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλὰ μὲ τὰ μέτρα τοῦ Θεοῦ. Εἶναι καρπὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ὄχι ἀποτέλεσμα «καλλιέργειας» τοῦ ἀνθρώπου, καρπὸς «αὐτόνομων» διαδικασιῶν, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατοικεῖ μέσα στὸν πιστό. Εἶναι τὸ πνεῦμα τῆς υἱοθεσίας, ποῦ «κράζει» μαζὶ μὲ τὸ δικό του πνεῦμα, «Ἀβὰ ὁ Πατὴρ» (Ρώμ. ἡ' 15) καὶ συμβοηθεῖ τὸν πιστὸ «εἰς τὰς ἀσθενείας», ἱκετεύοντας «ὑπὲρ ἠμῶν διὰ στεναγμῶν ἀλλαλήτων»(Ρώμ. ἡ' 26).




ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΑΙΡΕΣΕΩΝ & ΠΑΡΑΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ
π ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΥ
Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας
πηγή: http://www.egolpion.net/ptosi_anorthosi.el.asp
ΑΠΟ:Ι.Μ.ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.