15 Αυγ 2010

Παναγία, Θεοτόκος, Παρθένος Μαρία

ΘΕΜΑΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΑΤΗΧΗΣΕΩΣ
Η ΠΑΡΘΕΝΟΣ ΜΑΡΙΑ
Π. ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΥ
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία παραδέχεται τὴν παρθένο Μαρία ἀληθινὰ Θεοτόκο καὶ κηρύττει τὴν ἀειπαρθενία τῆς δηλαδὴ ἔμεινε παρθένος, ὄχι μόνο κατὰ τὴ γέννηση τοῦ Χριστoύ, ἀλλὰ καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτήν.

Ἡ παρθένος Μαρία δὲν γέννησε βέβαια τὴ θεία φύση τοῦ Χριστoύ. Ὅμως στὰ σπλάχνα τῆς ἐνώθηκε πραγματικὰ ὁ Θεὸς μὲ τὸν ἄνθρωπο, ἡ θεία καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση. Ἔτσι ἡ παρθένος Μαρία ἔγινε τὸ ἐργαστήριo τῆς θεανθρώπινης ἕνωσης καὶ εἶναι ἀληθινὰ Θεοτόκος (Λούκ. ἃ' 35. 43. 68. 76, πρβλ Μαλαχ. γ' 1).

Ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε δύο πρόσωπα, ἀλλὰ ἕνα. Γι' αὐτὸ λέμε πῶς αὐτὸ ποῦ συμβαίνει στὴ μία Του Φύση, συμβαίνει σὲ Αὐτὸν τὸν ἴδιο. Ὅτι συμβαίνει στὸ σῶμα Τοῦ συμβαίνει σὲ Αὐτὸν τὸν ἴδιο, γιατί ἦταν πραγματικὰ δικό Του σῶμα (πρβλ Πράξ. κ' 28).

Ἔτσι λέμε πῶς ἡ παρθένος Μαρία ἔγινε πραγματικὰ «μήτηρ τοῦ Κυρίου», δηλαδὴ ἀληθινὴ Θεοτόκος (Λούκ. ἃ' 43).

Ἂν ἡ παρθένος Μαρία δὲν εἶναι Θεοτόκος, ἂν δηλαδὴ δὲν ἑνώθηκε στὰ...σπλάχνα τῆς ὁ Θεὸς μὲ τὸν ἄνθρωπο, δὲν συντελέσθηκε ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, γιατί «τὸ ἀπρόσληπτov καὶ ἀθεράπευτον». Ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν προσλήφθηκε ὁλοκληρωτικὰ ἀπὸ τὴ θεία φύση τοῦ Χριστoύ, ἂν δὲν ἑνώθηκε μὲ τὸν Θεὸ «ἀσυγχύτως καὶ ἀτρέπτως» στὸ ἕνα πρόσωπο τοῦ Χριστoύ, τότε ὁ Χριστὸς δὲν ἔσωσε τὸν ἄνθρωπο.

Γι' αὐτὸ τὸν λόγο ἡ Ἐκκλησία ἐπιμένει στὸν ὄρο Θεοτόκος.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία παραδέχεται ἀκόμη τὴν Μαρία ὡς ἀειπάρθενο. Στὸ ἑβραϊκὸ κείμενο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀναφέρεται: «Διότι καὶ ἐγὼ ἐστάθην υἱὸς τοῦ πατρός μου, ἀγαπητὸς καὶ μονογενὴς ἐνώπιόν της μητρός μου» (Παροιμ. δ' 3). Βέβαια ἐδῶ δὲν ἀναφέρεται ὁ Σολομῶν στὸν ἑαυτό του, γιατί ὁ ἴδιος δὲν ἦταν μονογενὴς (Β' Σάμ./Β' Βασιλ. ἴα' 27. Ἰβ' 24).

Ὁ προφήτης Ἠσαΐας τὴν ὀνομάζει «ἡ παρθένος» (Ἤσ. ἰ' 14. Μάτθ. ἃ' 23) καὶ ὁ Ἰεζεκιὴλ «πύλη», ποῦ ἦταν καὶ ἔμεινε κλειστή: «οὐκ ἀνοιχθήσεται, καὶ οὔδεις μὴ διέλθει δὶ' αὐτῆς, ὅτι Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραὴλ εἰσελεύσεται δὶ' αὐτῆς, καὶ ἔσται κεκλεισμένη» (Ἰεζ. μδ' 1-3). Αὐτὸ ποῦ χρησιμοποιεῖ ὁ Χριστὸς τὸ θέλει σὲ ἀπoκλειστικὴ τοῦ χρήση (πρβλ Μάρκ, ἴα' 2. Ἰω. ἰθ' 41).

Ὁ δίκαιος Ἰωσὴφ δόθηκε στὴν παρθένο Μαρία μὲ σκοπὸ νὰ τὴν πρoστατεύει γιὰ νὰ εἶναι «ἀνὴρ αὐτῆς» κατὰ νόμο καὶ ἐκείνη νὰ εἶναι «γυναίκα» τοῦ σύμφωνα μὲ τὸν νόμο (Μάτθ. ἃ' 19-20), ὅπως ἀκριβῶς ὁ Ἰωσὴφ ἦταν σύμφωνα μὲ τὸν νόμο καὶ «πατὴρ» τοῦ Ἰησοῦ (Λούκ. β' 27.41. 48-49. Ἰω. στ' 42). Ὄχι ὅμως φυσικὸς πατέρας (Μάτθ. ἃ' 18-20). Ἄλλωστε ἡ παρθένος ἀναφέρεται ὡς «μνηστὴ» τοῦ Ἰωσὴφ (Μάτθ. ἃ' 18. Λούκ. ἃ' 27. β' 5). Μάλιστα μετὰ τὴ γέννηση τοῦ Χριστoὺ ὁ Ἰωσὴφ δὲν ὀνομάζεται πλέον «ἄνδρας» τῆς Μαρίας (Μάτθ. β' 11-14. 19-21).

Ὅσοι ἀρνοῦνται τὴν ἀειπαρθενία τῆς Θεοτόκου ἐπικαλοῦνται μερικὰ ἐδάφια τῆς ἁγίας Γραφῆς, τὰ ὁποία ὅμως παρερμηνεύουν, δὲν τὰ κατανοοῦν ὅπως τὰ ἑρμήνευσε ἡ Ἐκκλησία (Ἃ' Τίμ. γ' 15).

Τὸ «δὲν ἐγνώριζεν αὐτήν, ἐωσοὺ ἐγέννησε τὸν υἱὸν αὐτῆς» (Μάτθ. ἃ' 25) ἀναφέρεται σὲ ὅτι συνέβη πρὶν ἀπὸ τὴ γέννηση. Ἡ ἁγία Γραφὴ θέλει ἐδῶ νὰ κατοχυρώσει τὴν γέννηση τοῦ Χριστoὺ διὰ Πνεύματος Ἁγίου, χωρὶς νὰ ἐνδιαφέρεται καθόλου γιὰ τὸ τί ἐπακολούθησε μετὰ (πρβλ Μάτθ. κὴ' 20. Ἃ' Τίμ. δ' 13).

Ὁ ὅρος «πρωτότοκος» δὲν σημαίνει πῶς ἀκολούθησαν καὶ ἄλλα τέκνα. Σημαίνει τὸ πρῶτο παιδί, ποῦ «διανοίγει» τὴν μήτρα τῆς μητέρας του, ἄσχετα ἂν ἀκολουθοῦν ἄλλα παιδιὰ ἢ ὄχι (Ἔξοδ. ἰγ' 2. Ἄριθ. ἡ' 16. ἰη' 15. Ἃ' Βασιλ. στ' 7. 10. 14 κατὰ τοὺς 0'). Ἀκόμη ἡ λέξη «Πρωτότοκος» σημαίνει καὶ Ὕψιστoς (Ψάλμ. πῆ' 28λπθ' 27).

Οἱ λεγόμενοι «ἀδελφοί» του Ἰησοῦ (Μάτθ. Ἰβ' 46. ἰγ' 55-56. Μάρκ. στ' 3. Λούκ. ἡ' 19-21. Ἰω. β' 12. ἰ' 3. 5. 10. Πράξ. ἃ' 14. Ἃ' Κόρ. θ' 5. Γάλ. ἃ' 19) ἤσαν ἀσφαλῶς «ἀδελφοὶ» σύμφωνα μὲ τὸν νόμο, ὅπως καὶ ὁ Ἰωσὴφ ἦταν «πατὴρ» κατὰ τὸν νόμο, ὄχι σαρκικοὶ ἀδελφοί του Χριστοῦ. Ἄλλωστε ἡ συμπεριφορὰ τῶν ἔναντί του Ἰησοῦ ἀποδεικνύει πῶς ἤσαν μᾶλλον μεγαλύτεροι στὴν ἡλικία, πράγμα ποῦ ἀποκλείει τὴν κατὰ σάρκα συγγένεια, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς ἀποκαλεῖται «πρωτότοκος».

Ἀλλὰ ἂν ἡ Μαρία εἶχε τόσα παιδιὰ (τουλάχιστον ἔξι), θὰ δεχόταν νὰ πάει στὸ σπίτι τοῦ μαθητῆ Ἰωάννη; (Ἰω. ἰθ' 26-27). Ἀσφαλῶς ὁ Χριστὸς δὲν θὰ ἐπρότεινε κάτι τέτοιο. Ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰούδας ὀνομάζουν τοὺς ἑαυτοὺς τῶν «δούλους», ὄχι ἀδελφούς του Χριστοῦ (Ἰακ. ἃ'1. Ἰούδ. 1). Δὲν ἤσαν λοιπὸν τέκνα τῆς Μαρίας ἤσαν «ἀδελφοί» του Ἰησοῦ σύμφωνα μὲ τὸν νόμο. Ἄλλωστε ἡ λέξη «ἀδελφὸς» στὴν ἁγία Γραφὴ ἔχει εὐρύτερη ἔννoια (Γέν. Ἰβ' 5. ἰγ' 8. κθ' 12. Ἃ' Παραλ. Χρόν. κγ' 21-22).

Ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος (339-397) λέγει πῶς ὁ Ἰωσὴφ «ἦταν ἀδύνατον νὰ προσβάλει τὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν μητέρα τοῦ Κυρίου, τὸν κόλπο τοῦ μυστηρίου» (Ἄμβρ., Ὕπομν. εἷς Λούκ., 2, 6).
Τὸ ἴδιο ὑπογραμμίζει καὶ ὁ Χρυσόστομος (Ὕπομν. εἷς Μάτθ., Λόγος ἐ' 3).
Ὁ Ἱερώνυμος χαρακτηρίζει τὴν ἄρνηση τοῦ ἀειπάρθενου «ὕβριν» κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ γράφει ἰδιαίτερο σύγγραμμα κατὰ τοῦ αἱρεσιάρχη Ἐλβιδίου. Ὁ Αὐγουστίνος τονίζει πῶς ἡ παρθένος Μαρία ἦταν «παρθένος κατὰ τὴ σύλληψη, παρθένος καὶ κατὰ τὴ γέννηση, παρθένος καὶ μέχρι θανάτου» (Κατηχ. 11, κέφ. 22,40).

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν παρθένο Μαρία. Ἤδη ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη προφητεύτηκε ἡ ἰδιαίτερη θέση τῆς (Παροιμ. κθ/λὰ' 29). Εἶναι «εὐλογημένη ἐν γυναιξὶν» καὶ «εὗρε χάριν παρὰ τῷ Θεῶ». Ἐπισκιάσθηκε ἀπὸ Πνεῦμα Ἅγιο καὶ ἀπὸ δύναμη Ὑψίστου, εἶναι «μητέρα τοῦ Κυρίου» καὶ γι' αὐτὸ ὅλοι πρέπει νὰ τὴν τιμοῦν καὶ νὰ τὴν μακαρίζουν (Λούκ. ἃ' 28-48).

Στὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη παρουσιάζεται μία γυναίκα ντυμένη τὸν ἥλιο, δοξασμένη μὲ τὴν ὕψιστη δόξα. Αὐτὴ εἶναι ἀσφαλῶς ἡ Ἐκκλησία, ἀλλὰ ταυτόχρονα συμβολίζει καὶ τὴν παρθένο Μαρία (Ἄποκ. Ἰβ' 1-6. 13-17). Αὐτὴ εἶναι ἡ «τιμιωτέρα τῶν χερουβεὶμ καὶ ἐνδοξοτέρα τῶν σεραφείμ». Γιατί ἡ ἴδια ἔγινε θρόνος τοῦ Κυρίου, ἐνῶ τὰ Σεραφεὶμ «εἰστήκεισαν κύκλω αὐτοῦ», δηλαδὴ ἵσταντο γύρω ἀπὸ τὸ θρόνο Τοῦ (Ἤσ. στ' 2).

Δίκαια ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποκαλεῖ τὴν παρθένο Μαρία Παναγία, ὄχι βέβαια σὲ σχέση μὲ τὸν Θεὸ («εἰς ἅγιος, εἰς Κύριος...»), ἀλλὰ σὲ σύγκριση μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς ἀγγέλους. Ἡ ἴδια ἐπροφήτευσε πῶς ὅλες οἱ γενεὲς θὰ τῆς ἀπονέμουν τιμὴ (Λούκ. ἃ' 48). Ὅμως ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν ἀποδίδει στὴν παρθένο Μαρία λατρεία. Αὐτὴ ἀνήκει μόνο στὸν Θεό.

Ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος συγκαταλέγει μεταξὺ τῶν αἱρετικῶν, ἐκείνους ποῦ ἀρνοῦνται τὸ ἀειπάρθενό της Μαρίας καὶ τοὺς ὀνομάζει ἀντιδικομαριανίτες. Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος καταφέρεται καὶ ἐναντίον ἐκείνων ποῦ προσέφεραν «κολλυρίδα,, ἕνα εἶδος πίπας (κολλυριανοὶ) καὶ λάτρευαν τὴν παρθένο Μαρία, «ἀντὶ Θεοῦ ταύτην παρεισάγειν ἐσπουδακότες» (Ἔπιφ., Κατὰ ἀντιδικομαριανιτῶν ἲδ-κγ').

Αὐτοὶ οἱ αἱρετικοί, λέγει ὁ Ἐπιφάνιος, ἐπιχειροῦσαν «στὸ ὄνομα τῆς ἁγίας παρθένου ὑπὲρ τὸ μέτρον, πράγμα ἀνεπίτρεπτο καὶ βλάσφημο» καὶ ἱερουργοῦσαν «εἰς τὸ ὄνομά της διὰ γυναικών, πράγμα ποῦ εἶναι ἐντελῶς ἀσεβὲς καὶ ἀνεπίτρεπτον... διαβολικὸν ἐνέργημα καὶ πνεύματος ἀκαθάρτου διδασκαλία» (Κατὰ ἄντιδ. κγ').

Οἱ ἀπόψεις λοιπὸν τοῦ ἁγίου Ἐπιφανίου δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ στραφοῦν ἐναντίον τῆς τιμῆς στὴν παρθένο Μαρία καὶ στοὺς ἁγίους. Μάλιστα ὁ Πολυβίος, ποῦ ἦταν βιογράφος τοῦ Ἐπιφανίου, ἀναφέρει πῶς συνήθιζε νὰ ἐπισκέπτεται τὴν νύκτα τοὺς τόπους ποῦ βρίσκονταν τὰ λείψανα τῶν ἁγίων μαρτύρων «καὶ νὰ παρακαλεῖ τὸν Θεὸν περὶ ἑνὸς ἑκάστου τῶν θλιβομένων» (Βίος Ἐπιφ., νγ'). Ὁ Ἐπιφάνιος ὑπογραμμίζει πῶς «πέρα τοῦ δέοντος οὐ χρῆ τιμᾶν τοὺς ἅγιους, ἀλλὰ τιμᾶν τὸν αὐτῶν Δεσπότην» (Κατὰ ἀντιδικομ. κδ'). Ἐτάσσετο κατὰ τῆς ἀντικαταστάσεως τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ μὲ τὴ λατρεία τῆς παρθένου Μαρίας καὶ τῶν ἁγίων, αὐτὸ ἔκαναν οἱ σύγχρονοί του αἱρετικοί!

Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ, πῶς μητέρα καὶ ἀδελφός του εἶναι ὅποιος κάνει τὸ θέλημα τοῦ Πατρὸς Τοῦ (Μάτθ. Ἰβ' 50. Μάρκ. γ' 35) δὲν εἶναι προσβλητικὸς γιὰ τὴν παρθένο Μαρία, γιατί ἦταν πιστὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τὸ «μενοῦνγε μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτὸν» (Λούκ. ἴα' 28) σημαίνει «ἀληθινά, βεβαίως» (Ρώμ. ἰ' 18). Ἡ παρθένος Μαρία ἦταν μακαρία καὶ μ' αὐτὴ τὴν ἔννοια (Λούκ. β' 51), γιατί ἦταν πιστὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἂν ἡ παρθένος δὲν ἦταν θεοσεβής, τότε ἀσφαλῶς δὲν θὰ ἦταν μακαρία, γιατί δὲν θὰ τὴν ὠφελοῦσε καθόλου τὸ γεγονὸς ὅτι ἐγέννησε τὸν Χριστό. Τὸ «γύναι» (Ἴω. β' 4) δὲν εἶχε ἐκείνη τὴν ἐποχὴ μειωτικὴ σημασία (Ἴω. δ' 21. κ' 15).

Πολλὲς προτεσταντικὲς ὁμάδες ἰσχυρίζονται πῶς ὁ ὅρος Θεοτόκος καὶ τὸ ἀειπάρθενον εἶναι πράγματα ἀσήμαντα καὶ ἐπουσιώδη. Ὅμως, ὅπως ἀναφέραμε, ἡ Ἐκκλησία τῶν πρώτων αἰώνων δὲν συμμερίζεται τὶς ἀπόψεις αὐτές. Γι' αὐτὸ καὶ στὴν Γ' Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (431 μ-Χ.) κατοχύρωσε τὸν ὄρο Θεοτόκος καὶ χαρακτήρισε τὴ διδαχὴ τοῦ Νεστορίου αἱρετική. Δὲν παρέλειψε νὰ ἀναθεματίσει τὸν ἴδιο καὶ τοὺς ὀπαδούς του.

Ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπορρίπτει τὴν ἄσπιλη σύλληψη τῆς Παρθένου Μαρίας, γιατί πιστεύει πῶς ἡ μόνη ὁδὸς σωτηρίας εἶναι ὁ Χριστὸς (Ἰω.. ἃ' 12-13, Ἰδ' 6. Πράξ. δ' 12. Ἃ' Κόρ. ἃ' 30-31). Ὃ Χριστὸς ἔγινε ἡ «ἀπαρχὴ» (Ἃ' Κόρ. ἴε' 21) καὶ ἡ «καινὴ κτίσις» πραγματoπoιεῖται μόνο «ἐν Χριστῷ» (Β' Κόρ. ἐ' 17. Τίτ. v' 4-7).

Ἔξω ἀπὸ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ δὲν ὑπάρχει σωτηρία (Ἔβρ. β' 14-15). Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπορρίπτει τὸ δόγμα τῆς ἄσπιλης σύλληψης τῆς Παρθένου Μαρίας, δηλαδὴ τὴ διδασκαλία πῶς ἡ Παρθένος Μαρία ἀπὸ τὴ σύλληψή της ἦταν ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τὶς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἀδάμ. Ἡ Ἐκκλησία μᾶς μένει σταθερὴ στὴ βασικὴ σωτηριολογικὴ ἀλήθεια, ποῦ διατυπώνεται μὲ τὴ φράση: «τὸ ἀπρόσληπτον καὶ ἀθεράπευτον»



ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΑΙΡΕΣΕΩΝ & ΠΑΡΑΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ
π ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΥ


ΠΗΓΗ:Ι.Μ.ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.