4 Αυγ 2010

Μητέρα – Θεοτόκος – Παναγία

Στὴ συνείδηση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἡ Παρθένος Μαρία κατέχει ἰδιαίτερη καὶ ξεχωριστὴ θέση, ποὺ εἶναι καρπὸς ἄδολης καὶ καρδιακῆς ἀγάπης τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ πρόσωπό της. Ἡ θέση αὐτὴ δὲν τὴν αὐτονομεῖ, δὲν τὴν ἐξυψώνει ὑπερβαλλόντως καὶ ἀναρμόστως, προκαλώντας ἐσωτερικὲς ἀμφιβολίες καὶ ἀντεγκλήσεις, ἀλλὰ τὴν καθιστὰ αὐτὴ ποὺ ἀκριβῶς εἶναι, σὲ σχέση πάντα μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, τὸν Υἱὸ καὶ Θεό της.Γι’ αὐτὸ «ἡ τιμὴ ποὺ δείχνουμε στὴν Θεοτόκο ὄχι μόνο δὲ μειώνει τὴν λατρεία μας πρὸς τὸν Θεό, ἀλλά, ἀκριβῶς, ἔχει τὸ ἀντίθετο ἀποτέλεσμα: ὅσο περισσότερο τιμοῦμε τὴ Θεοτόκο, τόσο περισσότερο συνειδητοποιοῦμε τὴ μεγαλειότητα τοῦ Υἱοῦ της, ἐπειδὴ τιμοῦμε τὴ Μητέρα ἀκριβῶς λόγω τοῦ Υἱοῦ» (Μητροπολίτης Διοκλείας Κάλλιστος Γουέαρ).
Ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία, λοιπόν, ἔρχεται νὰ... συνεχίσει καὶ νὰ ἐμπλουτίσει τὴν Ὀρθόδοξη παράδοση, μία παράδοση πού, τὸ ἕνα καὶ μοναδικὸ πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τὸ πολλαπλασιάζει καὶ τὸ μετασχηματίζει, ἀποδίδει σ’ αὐτὸ ὀνόματα καὶ ἰδιότητες, ἀνάλογα μὲ τὴν ἱστορία, τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα κάθε περιοχῆς, χωρὶς νὰ καταστρέφει, ὅμως, οὔτε στιγμὴ τὴ μοναδικότητά του. Καὶ ἐνῶ θὰ περίμενε κανεὶς αὐτὴ ἡ πολυδιάσπαση τοῦ προσώπου, ἀπὸ τὴν Μεγαλόχαρη στὴν Εἰκοσιφοίνισσα, ἀπὸ τὴν Ξενιὰ στὴ Χοζοβιώτισσα, ἀπὸ τὴν Γλυκοφιλούσα στὴν Γοργοϋπήκοο, ἀπὸ τὴν Σουμελὰ στὴν Ἐλευθερώτρια κ.ο.κ. νὰ προκαλεῖ σύγχυση, ἐντούτοις, ἀποκαλύπτει τὴν χωρὶς μέτρο ἀγάπη τῶν πιστῶν, τὸν ἀσίγαστο καὶ διαχρονικὸ πόθο τῶν παιδιῶν νὰ δοῦν καὶ νὰ μιλήσουν στὴ Μητέρα τους, σύμφωνα μὲ τὶς προσωπικές τους ἀνάγκες, προϋποθέσεις καὶ ἰδιαιτερότητες.
Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ ἡ Θεολογικὴ συνείδηση καὶ ἐμπειρία, ὅπως διαμορφώθηκε Συνοδικὰ στοὺς αἰῶνες, μέσα ἀπὸ τὸν πλοῦτο τῆς γνώσης καὶ τῆς σοφίας τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἔρχεται νὰ δογματίσει γιὰ τὴν Μαρία καὶ νὰ τὴν ἐγκαταστήσει στὴν καθημερινὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ὡς Μητέρα, ὡς Θεοτόκο καὶ ὡς Παναγία.
Ἡ Μαρία κατέκτησε τὴν Μητρικὴ ἰδιότητα καὶ ἀναγνώριση γιατί ἀναδέχθηκε τὴν ἐξωπραγματική, γιὰ τὰ ἀνθρώπινα μέτρα, ἀποστολὴ νὰ γίνει τὸ σκεῦος τῆς ἐκλογῆς, τὸ δοχεῖο τῆς Χάριτος, διὰ τοῦ ὁποίου τέθηκε σὲ ἐφαρμογὴ τὸ σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας. Ἦταν τὸ πρόσωπο ἐκεῖνο ποὺ ἐπικέντρωνε πάνω του ὅλα τὰ χαρίσματα καὶ τὶς ἰδιαίτερες προϋποθέσεις, γιὰ νὰ φέρει στοὺς φθαρτοὺς καὶ θνητοὺς κόλπους τῆς τὸν Ἄχρονο, νὰ κυοφορήσει τὸν Ἀχώρητο, νὰ γεννήσει τὸν Θεάνθρωπο. Ὑπῆρξε τὸ πρόσωπο «κλειδὶ» στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία, ποὺ ἔβγαλε ἀσπροπρόσωπο τὸ ἀνθρώπινο γένος καί, μὲ τὴν ἔμφυτη ταπείνωση, τὴν εὐλογημένη ὑπακοή, τὴ θαυμαστὴ ἁγνότητα, τὴν ἄδολη παιδικότητα, ἔγινε ἡ Μητέρα τοῦ Ἐνανθρωπήσαντος Ἰησοῦ, δίνοντας στὸν πληγιασμένο καὶ τετρωμένο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἄνθρωπο τὸ δῶρο τῆς ἐλπίδας, τῆς λύτρωσης καὶ τῆς σωτηρίας. Τὴν ἴδια στιγμὴ ἔγινε ἡ μόνη καὶ ἀληθινὴ μητέρα ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἐκείνη ποὺ μετουσιώνει διαρκῶς τὶς ἐλπίδες καὶ τοὺς πόθους τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἐκείνη ποὺ λειτουργεῖ ὡς μεσολαβητὴς καὶ πρεσβευτὴς τῶν ἀνθρωπίνων δεήσεων καὶ παρακλήσεων, «ἡ μεταβολὴ τῶν θλιβομένων, ἡ ἀπαλλαγὴ τῶν ἀσθενούντων, ἡ προστάτις τῶν ἀδικουμένων, τῶν πενομένων ἡ τροφή, ξένων ἡ παράκλησις καὶ βακτηρία τυφλῶν, καταπονουμένων σκέπη καὶ ἀντίληψις καὶ ὀρφανῶν βοηθός…»
Ἡ Μαρία εἶναι Θεοτόκος, γιατί δὲν γέννησε ἄνθρωπο κοινό, φθαρτό, κτιστὸ καὶ θνητό. Δὲν γέννησε ἕναν ἀπὸ τοὺς μεγάλους μύστες τῆς ἀνθρωπότητας, ὅπως ὁμολογοῦν ἄλλες θρησκεῖες καὶ δοξασίες, δὲν γέννησε ἕναν κορυφαῖο Προφήτη καὶ Διδάσκαλο σὰν καὶ πολλοὺς ἄλλους ποὺ ἔκαναν τὴν ἐμφάνισή τους στὴν ἱστορία, ἀλλὰ γέννησε «Χριστόν, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὸν Μονογενῆ, τὸν ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων». Γέννησε Χριστόν, Παθόντα, Σταυρωθέντα καὶ ἐνδόξως Ἀναστάντα. Ἡ βασικὴ αὐτὴ δογματικὴ ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, πολεμήθηκε συστηματικὰ στὴ διάρκεια καὶ ἐξέλιξη τῆς Χριστιανικῆς ἱστορίας, ἀλλὰ καὶ παραποιήθηκε μέσα στοὺς κόλπους καὶ αὐτῆς τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, ὅπου ἄλλες Ὁμολογίες ἀνυψώνουν τὴν Μαρία ὑπερβαλλόντως καὶ αὐθαιρέτως, ἀποδίδοντας στὸ πρόσωπό της ἰδιότητες ποὺ δὲν ἔχει καὶ ἄλλες τὴν ὑποβιβάζουν, ἀπογυμνώνοντας τὴν ἀπὸ τὴν βασική της ἰδιότητα, αὐτὴν τῆς Θεοτόκου. Καὶ πρὸς ὅλους ἐκείνους ποὺ ἀρνοῦνται ὅτι ἡ Παρθένος Μαρία εἶναι Θεοτόκος ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος φέρεται μὲ ἰδιαίτερη αὐστηρότητα καὶ ἐπιτιμητικὴ διάθεση, χαρακτηρίζοντάς τους «ἀθέους»: «Εἰ τὶς οὐ Θεοτόκον τὴν Μαρίαν ὑπολαμβάνει, χωρὶς ἐστὶ τῆς Θεότητος. Εἰ τὶς διὰ σωλῆνος τῆς Παρθένου διαδραμεῖν, ἀλλὰ μὴ ἐν αὐτὴ διεπλάσθαι λέγοι θεϊκῶς ἅμα καὶ ἀνθρωπικῶς – θεϊκῶς μέν, ὅτι χωρὶς ἀνδρός, ἀνθρωπικῶς δέ, ὅτι νόμω κυήσεως – ὁμοίως ἄθεος», δήλ. «Ὅποιος δὲ θεωρεῖ Θεοτόκο τὴν ἁγία Μαρία, εἶναι ἄσχετος μὲ τὴν θεότητα. Ὅμοια ἄθεος εἶναι ὅποιος λέγει ὅτι ὁ Χριστὸς πέρασε ἀπὸ τὴν Παρθένο σὰν ἀπὸ σωλήνα καὶ δὲν διαμορφώθηκε μέσα σὲ αὐτὴν συνάμα ὡς Θεὸς καὶ ὡς ἄνθρωπος (ὡς Θεὸς ἐπειδὴ δὲν μεσολάβησε ἄνδρας, ὡς ἄνθρωπος διότι συμμορφώθηκε στὸν νόμο τῆς κυήσεως)» ( PG 37, 177 C).
Ἡ ἰδιότητα τῆς Μαρίας ὡς Θεοτόκου τὴν καθιστὰ αὐτοδικαίως καὶ Παναγία ἢ Ὑπεραγία, δήλ. πάνω ἀπὸ ὅλους τους Ἁγίους, τοὺς Ὁσίους, τοὺς Μάρτυρες καὶ Ὁμολογητὲς τῆς Ἐκκλησίας μας. Στὴν ἁγιότητα δὲν ξεχωρίζουν οὔτε οἱ Δώδεκα Ἀπόστολοι, οὔτε ὁ Τίμιος Πρόδρομος, ποὺ στάθηκε, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ, «ὁ ἐν γεννητοῖς γυναικὼν μείζων». Ἀλλά, ὅπως γλαφυρὰ περιγράφει ὁ γνήσιος Ἕλληνας καὶ Ὀρθόδοξος λογοτέχνης Φώτης Κόντογλου, «Ἐσὺ Θεοτόκε, τιμήθηκες περισσότερον ἀπὸ ὅλους καὶ ἀξιώθηκες νὰ δανείσεις σάρκα ἀπὸ τὴν σάρκα σου εἰς τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ τοῦτο ἑξαιρέτως λέγεσαι Παναγία καὶ Ὑπεραγία καί, παρότι εἶσαι ἄνθρωπος γεννημένος ἀπὸ ἀνθρώπους, εἶσαι, ὅμως, κατὰ τὰ λόγια του ἀγγέλου “τιμιωτέρα τῶν Χερουβὶμ καὶ ἐνδοξωτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ”» («Παναγία καὶ Ὑπεραγία», ἐκδόσεις «Ἁρμός», σέλ. 17)
Αὐτὸ τὸ μοναδικὸ πρόσωπο τιμοῦμε καὶ γιορτάζουμε τὸν Δεκαπενταύγουστο. Στὶς Ἐκκλησιὲς καὶ στὰ Μοναστήρια τῆς χτυπᾶ ἡ καρδιὰ ὅλων ἠμῶν τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων. Στὴν εἰκόνα τῆς κατατίθενται οἱ πόνοι, οἱ καημοὶ καὶ τὰ βάσανά μας ἔχοντας βεβαῖα τὴν ἐλπίδα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς μεσιτείας της.
Ἀρχιμ. Ἐπιφάνιος Οἰκονόμου, τ. Δ/ντὴς τοῦ Ραδιοφωνικοῦ Σταθμοῦ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, «ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ» 13/8/2007.
ΠΗΓΗ:ΑΠΟΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΟΝΗ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.