6 Αυγ 2010

ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑΚΟΣ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΣ

τοὐ Μοναχοῦ Ἀρσενίου Βλιαγκόφτη, Δρ. Θ., πτ. Φ.
* Εἰσήγηση ποὺ παρουσιάστηκε στὸ Πανελλήνιο Μοναστικὸ Συνέδριο, τὸ ὁποῖο ἔλαβε χώρα στὰ Ἅγια Μετέωρα ἀπὸ 12 ἕως 14 Σεπτεμβρίου 2000 μὲ θέμα: Ὁ ἀναλλοίωτος Ὀρθόδοξος Μοναχισμὸς στὴν ἀνατολὴ τῆς τρίτης χιλιετίας
Μακαριώτατε Πάτερ καὶ Δέσποτα, Σεβασμιώτατοι Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς, Πανοσιολογιώτατοι Πατέρες, Ὀσιολογιώτατες Γερόντισσες καὶ ἀδελφές, Κύριε Πρόεδρε τῆς Ὀργανωτικῆς Ἐπιτροπῆς, Ἐλλογιμώτατοι Κύριοι Καθηγητές, ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοὶ καὶ ἀδελφές.
Εὐλογεῖτε!
Κατὰ πρῶτον αἰσθάνομαι τὴν ἀνάγκη νὰ ἀποδώσω ὀφειλετικῶς τὶς εὐχαριστίες μου πρὸς τὸν Μακαριώτατο, τὴν Ἱερὰ Σύνοδο καὶ τὴν Ὀργανωτικὴ Ἐπιτροπὴ τοῦ Συνεδρίου γιὰ τὴν τιμητικὴ πρὸς τὴν ταπεινότητά μου πρόσκληση νὰ εἰσηγηθῶ, ἐνώπιον μάλιστα τόσον ἐκλεκτῆς ὁμηγύρεως, τὸ θέμα «Ὀρθόδοξος Μοναχισμὸς καὶ σύγχρονος θρησκευτικὸς καὶ θρησκειακὸς συγκρητισμός».

Κατὰ δεύτερον νὰ ἐπικαλεσθῶ τὶς εὐχὲς ὅλων Σας, ὥστε ἡ πραγμάτευσις τοῦ θέματος νὰ εἶναι ἀνάλογός της σπουδαιότητός του.

Σχετικὰ μὲ τὸν Ὀρθόδοξο μοναχισμὸ ὡς ὑπερασπιστὴ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως ὑπάρχει στὸ πρόγραμμα τοῦ Συνεδρίου μᾶς ξεχωριστὸ θέμα μὲ ἄξιον εἰσηγητή. Στὸ πλαίσιο τῆς εἰσηγήσεως ἐκείνης πιστεύω θὰ ἀναπτυχθεῖ καὶ θεωρητικὰ καὶ ἱστορικὰ - διαχρονικὰ ἡ σημασία τοῦ Ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ γιὰ τὴν προάσπιση τῆς Ὀρθοδόξου..πίστεως.

Ἐμεῖς συνεπῶς, ὅπως ἄλλωστε ὁρίζει τὸ θέμα μας, θὰ ἑστιάσουμε τὸ ἐνδιαφέρον μας στὸ πῶς τοποθετεῖται ὁ Ὀρθόδοξος Μοναχισμὸς ἀπέναντι στὸν σύγχρονο θρησκευτικὸ καὶ θρησκειακὸ συγκρητισμό, δηλαδὴ ὁ χρονικός μας ὁρίζων θὰ εἶναι ὁ 20ος αἰώνας καὶ μάλιστα τὸ δεύτερο ἥμισύ του.

Μὲ τὸν ὄρο θρησκευτικὸς θὰ νοήσουμε τὸν διαχριστιανικὸ καὶ μὲ τὸν ὄρο θρησκειακὸς θὰ νοήσουμε τὸν διαθρησκειακὸ συγκρητισμό.

Παρ' ὅτι σὲ ἱστορικὸ ἐπίπεδο δὲν τίθεται θέμα, διότι εἶναι γεγονὸς ἀναμφισβήτητο ὅτι ὁ μοναχισμὸς διέσωσε τὴν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως καὶ διεφύλαξε τὴν ἀληθῆ θεογνωσία, ὅμως σὲ καθαρὰ θεωρητικὸ ἐπίπεδο θὰ μποροῦσε νὰ τεθεῖ τὸ ἐρώτημα:

Νομιμοποιοῦνται οἱ μοναχοὶ νὰ ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως καὶ νὰ ὑπερμαχοῦν ὑπὲρ αὐτῆς ἢ θὰ πρέπει νὰ περιορίζονται στὰ «μοναχικά τους καθήκοντα»;

Βεβαίως κατ' ἐξοχὴν στὸν ἐπίσκοπο ἔχει ἐμπιστευθεῖ ἡ Ἐκκλησία τὸ καθῆκον αὐτό, ἀλλὰ καὶ σύμπας ὁ πιστὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ, τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἐπιφορτίζονται μὲ αὐτὸ τὸ ἔργο. Εἶναι γνωστὴ ἡ Ἐγκύκλιος τῶν τεσσάρων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τοῦ 1848, ἡ ὁποία ἐκφράζει τὴν ἐπὶ τοῦ θέματος αὐτοῦ Ὀρθόδοξο παράδοση, καὶ σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία: «... παρ' ἠμὶν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησαν πότε εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστὶν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός...»1.

Ἡ ἀπόφανση αὐτὴ περὶ τοῦ πιστοῦ λαοῦ ὡς φύλακος τῆς πίστεως, πολλῶ μᾶλλον ἰσχύει γιὰ τοὺς μοναχούς, γιὰ τοὺς ἑξῆς λόγους:

1) Κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος: «Φῶς μὲν μοναχοῖς, Ἄγγελοι. φῶς δὲ πάντων ἀνθρώπων, μοναδικὴ πολιτεία»2

2) Κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο: «Εἰ θεολόγος εἰ, προσεύχει ἀληθῶς καὶ εἰ προσεύχη ἀληθῶς, θεολόγος εἰ».
Συνεπῶς οἱ μοναχοὶ ὡς κατ' ἐξοχὴν ἐπιμελούμενοι τῆς κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος τέχνης τεχνῶν καὶ ἐπιστήμης ἐπιστημῶν, τῆς προσευχῆς, φυσικὸν εἶναι νὰ καθίστανται μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἀληθεῖς θεολόγοι καὶ ὡς ἀληθεῖς θεολόγοι ἔχουν κατ' ἐξοχὴν λόγον στὴ διατήρηση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως στὴν αὐθεντική της μορφὴ καὶ στὴν ἀποσόβηση τοῦ κινδύνου ἀναμίξεως τῆς ὑγιαινούσης διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν βλαπτικὴ ἀντιπνευματικὴ τροφὴ τῶν διαφόρων αἱρέσεων καὶ πλανῶν.

3) Ὁ μοναχισμὸς ἐκφράζει κατ' ἐξοχὴν τὸ προφητικὸ χάρισμα μέσα στὴν Ἐκκλησία. Τὸ χάρισμα αὐτό, ἤδη ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, συνδέεται μὲ τὴν ὁμολογία τῆς πίστεως, μὲ τὴν διατήρηση τῆς γνησιότητός της καὶ συνοδεύεται ἀπὸ τὸ κήρυγμα ἐπιστροφῆς τῶν πεπλανημένων.

4) Ὁ μακαριστὸς Γέρων Παΐσιος o Ἁγιορείτης ὀνόμαζε τοὺς μοναχοὺς πνευματικοὺς ἀσυρματιστές. Οἱ ἀσυρματιστὲς παίρνουν πρῶτοι τὰ μηνύματα.

Ὁ μοναχισμὸς εἶναι ἐπίσης ὡσὰν μία ἐμπροσθοφυλακὴ τῆς Ἐκκλησίας, μὲ ἀποτέλεσμα, ὅπως κάθε ἐμπροσθοφυλακή, νὰ ἀντιλαμβάνεται καὶ πρῶτος τους κινδύνους γιὰ τὴν πίστη.
Ὁ μοναχισμὸς ἐξέφραζε καὶ ἐκφράζει τὴν γρηγοροῦσα συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας.
5) Ἐξ ἄλλου ὁ μοναχισμὸς ἀνεπτύχθη ἐξ ἀρχῆς ἐπάνω στὴ βάση τῆς βιώσεως χωρὶς ὑποχωρήσεις καὶ συμβιβασμοὺς τοῦ Εὐαγγελικοῦ μηνύματος στὴ γνησιότητά του. Ἀποτελοῦσε καὶ ἀποτελεῖ τὴν ἀσφαλιστικὴ δικλείδα ἔναντι κάθε προσπαθείας ἐκκοσμικεύσεως τῆς Ἐκκλησίας3.

Ἑπομένως δὲν εἶναι ἔξω ἀπὸ τὰ μοναχικὰ καθήκοντα ἡ ὁμολογία καὶ ἡ ὑπεράσπιση τῆς πίστεως. Ἀντιθέτως ἀποτελεῖ βασικὴ ὑποχρέωση ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν βίωση στὴν πράξη τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν.

Ὁ καθηγητὴς Β. Σταυρίδης μεταφέρει τὴν ἄποψη κάποιου Μαρίου Ρινβολούκρι, ὁ ὁποῖος ἔλεγε τὸ 1966 ὅτι «ἐκτὸς ἐλαχίστων προσωπικῶν ἐξαιρέσεων, οἱ μοναχοὶ συναισθηματικῶς εἶναι ἡ ὁμὰς ἡ πλέον ἀντιοικουμενικῶς διατεθειμένη ἐν τὴ Ἑλληνικὴ κοινωνία»4. Ἡ ἄποψη αὐτὴ φαίνεται νὰ προσάπτει μομφὴ στοὺς μοναχούς, ἑρμηνεύοντας τὴ συγκεκριμένη στάση τους ὡς ἕνα εἶδος ἀλόγου συναισθηματικῆς ἀντιδράσεως φόβου καὶ προκαταλήψεως ἀπέναντι στὸ καινούργιο ἢ τὸ διαφορετικό. Ἀδικεῖ ὅμως κατάφωρά τους μοναχοὺς ἀλλὰ καὶ γενικότερα τὸ εὐσεβὲς πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, διότι ἡ στάση αὐτὴ δὲν ὀφείλεται σὲ μία ἄλογη προκατάληψη ἀλλ' ἀντιθέτως εἶναι ἔκφραση τῆς γρηγορούσης συνειδήσεως τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος.
Ἐρχόμαστε τώρα στὸ θέμα τοῦ συγκρητισμοῦ.
Γενικὰ
Τὸ φαινόμενο βέβαιά του συγκρητισμοῦ (μὲ ἡ, ἀπὸ τὸ σὺν καὶ Κρῆτες) εἶναι ἀρχαιότατο.
Ὁ σύγχρονος ὅμως συγκρητισμὸς κομίζει ἕνα νέο στοιχεῖο. Προσπαθεῖ νὰ κατοχυρωθεῖ καὶ θεωρητικὰ καὶ νὰ ἐπιβληθεῖ, μὲ ἕναν πιὸ θεσμικὸ τρόπο. καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ τρόπος τῶν ποικίλων διαχριστιανικῶν καὶ διαθρησκειακῶν διαλόγων ποὺ λαμβάνουν χώρα στὶς ἡμέρες μας.
Διαθρησκειακὸς συγκρητισμὸς
Πνευματικὴ μητέρα τοῦ συγχρόνου συγκρητισμοῦ εἶναι ἡ Θεοσοφικὴ Ἑταιρεία (ἱδρύθηκε τὸ 1875 στὴ Νέα Ὑόρκη ἀπὸ τὴ Ρωσσίδα Μπλαβάτσκυ καὶ τὸν Ἀμερικανὸ συνταγματάρχη Ὄλκοττ). Βασικὸ δόγμα τῆς εἶναι ὅτι καμμία θρησκεία δὲν κατέχει ὁλόκληρη τὴν ἀλήθεια ἀλλὰ τμήματα ἢ ψήγματά της. Γιὰ νὰ ἀπαρτισθεῖ τὸ ὅλον της ἀληθείας θὰ πρέπει οἱ ἐπὶ μέρους θρησκεῖες νὰ συνεισφέρουν τὸ δικό τους ἡ κάθε μία μερίδιο. Θὰ πρέπει «νὰ ἀλληλοεμπλουτισθοῦν».
Πρὶν ἀπὸ 107 χρόνια ὁ ἰνδὸς γκουροὺ Βιβεκανάντα μιλώντας στὸ «Ἃ' Κοινοβούλιο τῶν Θρησκειῶν τοῦ Κόσμου» (Σικάγο, 27.9.1893) εἶπε μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς:

«Μήπως ἐπιθυμῶ οἱ Χριστιανοὶ νὰ γίνουν Ἰνδουιστές; Πρὸς Θεοῦ! Μήπως ἐπιθυμῶ οἱ Ἰνδουιστὲς ἢ οἱ Βουδδιστὲς νὰ γίνουν Χριστιανοί; Πρὸς Θεοῦ!»...
Οἱ Χριστιανοὶ δὲν πρέπει νὰ γίνουν Ἰνδουιστές, οὔτε Βουδδιστές. οὔτε καὶ αὐτοὶ νὰ γίνουν Χριστιανοί. Ἀλλὰ κάθε θρησκεία θὰ πρέπει νὰ ἀφομοιώσει τὸ πνεῦμα τῶν ἄλλων θρησκειῶν, διατηρώντας ὡστόσο τὶς ἰδιαιτερότητές της, προκειμένου νὰ ἀναπτυχθεῖ σύμφωνα μὲ τοὺς δικούς της νόμους...»5.

Αὐτὰ τὰ λόγια ἐκφράζουν ἄριστα τὸ πνεῦμα τοῦ διαθρησκειακοῦ συγκρητισμοῦ.

Ἡ ἴδια βέβαια ἡ Θεοσοφικὴ Ἑταιρεία ἡ ὁποία ἰσχυρίζεται ὅτι καμμία θρησκεία δὲν ἔχει ὁλόκληρη τὴν ἀλήθεια, διεκδικεῖ γιὰ τὸ δικό της αὐτὸ ἀκριβῶς θρησκευτικὸ ἀξίωμα τὴν ἀπόλυτη ἀλήθεια. Πρόκειται γιὰ τὸν λεγόμενο δογματικὸ πλουραλισμό, ὁ ὁποῖος ἀρνεῖται σὲ ὅλους τους ἄλλους ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ τοῦ τὴν ἀξίωση γιὰ ἀποκλειστικότητα. Ἔτσι ἀπορρίπτει τὸν λόγο τοῦ Κυρίου μᾶς «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ Ὁδὸς καὶ ἡ Ἀλήθεια καὶ ἡ Ζωή», διότι «διεκδικεῖ ἀποκλειστικότητα»!

Οἱ ἀπόψεις καὶ οἱ ἐπιδιώξεις αὐτὲς συμπλέκονται μὲ τὸ κίνημα τῆς λεγομένης Νέας Ἐποχῆς, τῆς Νέας Τάξεως Πραγμάτων καὶ τῆς ἔξωθεν καὶ ἄνωθεν προωθουμένης Παγκοσμιοποιήσεως, στὸ πλαίσιο τῆς ὁποίας ἐπιδιώκεται ἡ σύγκλιση ὄχι μόνο τῶν οἰκονομιῶν ἀλλὰ καὶ τῶν θρησκειῶν καὶ ἡ δημιουργία μίας συγκρητιστικῆς πανθρησκείας.

Ἡ Νέα Τάξη Πραγμάτων δὲν θέλει τὴ θρησκεία ὡς παράγοντα κοινωνικῆς συνοχῆς. Τὴν ἀποδέχεται στὸ πλαίσιο τοῦ θρησκευτικοῦ πλουραλισμοῦ. Ὅποιος ἀπορρίπτει τὸ θρησκευτικὸ ἀξίωμα τῆς Θεοσοφίας καὶ κατ' ἐπέκταση τῆς «Νέας Ἐποχῆς» «πίστευε ὅ,τι θέλεις, μόνο μὴ διεκδικεῖς τὴν ἀποκλειστικότητα τῆς ἀλήθειας καὶ τοῦ δρόμου τῆς σωτηρίας» ἐξοβελίζεται. Χαρακτηρίζεται φανατικός, μισσαλόδοξος, φονταμενταλιστής. Ὅμως σὲ καμμία περίπτωση ἡ ἐμμονὴ στὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ δὲν μπορεῖ νὰ ταυτισθεῖ μὲ τὸν φανατισμὸ ἢ τὴ μισαλλοδοξία, ὅπως προσπαθοῦν κάποιοι κατ' ὄνομα μόνον προοδευτικοὶ νὰ τὸ παρουσιάσουν γιὰ νὰ πλήξουν τὴν Ἐκκλησία.

Ἀπὸ τὴν ὀπτικὴ γωνία ποὺ βλέπει τὰ πράγματα ἡ «Νέα Ἐποχὴ» ὅλες οἱ θρησκεῖες θεωροῦνται δρόμοι ποὺ ὁδηγοῦν στὸ ἴδιο τέρμα, στὸν ἴδιο σκοπό. Θεωροῦνται «ἠθελημένοι ὁδοὶ ἀπὸ τὸν Θεὸν γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ σωτηρία τῶν πιστῶν τους»6.

«Κατὰ βάθος, μία ἐκκλησία ἢ ἕνα τέμενος ἀποβλέπουν στὴν ἴδια πνευματικὴ καταξίωση τοῦ ἀνθρώπου»7.

«Ἡ οὐσιαστικὴ ἀνεξιθρησκεία δὲν περιορίζεται σὲ ἁπλὴ ἀνοχή, ἀλλὰ συνίσταται, πέραν αὐτῆς καὶ σὲ μία θετικὴ ἀναγνώριση μίας ξένης θρησκείας ὡς γνήσιας δυνατότητος συναντήσεως μὲ τὸ Ἱερὸ»8.

Οἱ ἀνωτέρω ρήσεις ἀνήκουν — δυστυχῶς — σὲ Ὀρθόδοξον ἱεράρχη.

Οἱ ὀπαδοὶ αὐτῆς τῆς ἀπόψεως πιστεύουν ὅτι ὑπάρχει ἕνας κοινὸς Θεὸς ὁ ὁποῖος ἐκφράζεται στὶς διάφορες θρησκεῖες μὲ διαφορετικὰ ὀνόματα καὶ ὅτι θὰ πρέπει «νὰ σεβόμεθα τὸν Θεὸν τοῦ πλησίον μας» (!)

Αὐτὴ ἡ θέση ἐκφράζεται χαρακτηριστικὰ στὶς γνωστὲς ἴσως δηλώσεις τοῦ ἀποθανόντος πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Παρθενίου (1996):

«Γιὰ μένα, τὸ θέμα τῆς γνώσεως, ἂν τὸ Ἰσλὰμ εἶναι ἢ δὲν εἶναι μία ἐμπνευσμένη θρησκεία, δὲν τίθεται: εἶναι βεβαίως, ἐμπνευσμένη». «ὁ Μωάμεθ εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἔκαμε τοὺς Ἄραβας τῆς ἐρήμου νὰ πιστεύουν στὸν ἕνα Θεό, ἱκανοὺς νὰ προσεύχονται, νὰ νηστεύουν, νὰ ἀγαποῦν τοὺς γείτονές τους καὶ νὰ ἐργάζονται γιὰ τὸ καλό. Καὶ αὐτὸ εἶναι καλὸ πράγμα...»9.
Καί: «Τὸ Ἰσλάμ, στὸ Κοράνιό του, μιλάει γιὰ Χριστό, γιὰ Παναγία, καὶ μεῖς πρέπει νὰ μιλήσουμε γιὰ τὸν Μωάμεθ μὲ θάρρος καὶ τόλμη. Νὰ δοῦμε τὴν ἱστορία του καὶ τὴν προσφορά του, τὸ κήρυγμα τοῦ ἑνὸς Θεοῦ, καὶ τὴν ζωὴ τῶν μαθητῶν του, ποὺ εἶναι μαθητὲς τοῦ ἑνὸς Θεοῦ...»10(!)

Ὁ γνωστὸς γιὰ τὶς ἰδέες τοῦ καθηγητὴς Σάββας Ἀγουρίδης μετὰ τὴ συμμετοχή του στὴ Β' Συνδιάσκεψη τῆς «Συνελεύσεως τῶν Θρησκειῶν τοῦ Κόσμου» (Σὰν Φραντσίσκο, 1990), ἡ ὁποία ἀποτελεῖ μία ἀπὸ τὶς πολλὲς ὀργανώσεις τοῦ Κορεάτου ψευδομεσσία Σὰν Μυοὺνκ Μοῦν, ἐδήλωσε: «αὐτὸ ποὺ ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα ἔχουμε πραγματικὴ ἀνάγκη, εἶναι ἡ «ἀντικειμενικὴ γνώση τοῦ Ἰσλὰμ καὶ τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ... πρόκειται... γιὰ γειτόνους μας καὶ πρέπει νὰ καταλάβουμε καλά... πῶς ἔχουμε ὑποχρέωση νὰ μάθουμε τὴ θρησκευτικὴ παράδοση τῶν γειτόνων μας... καὶ νὰ τοὺς ἀποδεχτοῦμε σὰν ἴσους καὶ ὅμοιους»11.

Καί: «ὁ Ἰουδαϊσμὸς καὶ τὸ Ἰσλὰμ πρέπει νὰ γίνουν ἀποδεκτοὶ ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους ὡς ἴσοι καὶ ὅμοιοι μὲ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ ὁ Βουδισμός, ὅπως προφανῶς καὶ ἄλλες θρησκεῖες, ἀποτελοῦν θρησκευτικὰ φαινόμενα, ὅπως ἡ Ὀρθοδοξία!»12.

Σύμφωνα μὲ τὶς συγκρητιστικὲς αὐτὲς ἀντιλήψεις οἱ διάφορες θρησκεῖες ἀποτελοῦν νόμιμες ἐκφάνσεις τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου. Ἀποτελοῦν κύκλους πνευματικῆς ζωῆς μὲ ἐτερόκεντρη ἀφετηρία. Ἐπιδίωξη εἶναι νὰ καταστοῦν «τεμνόμενοι κύκλοι μὲ συνεχῶς διευρυνόμενο τὸ κοινὸ τμῆμα τοὺς»13. Ἡ ἄποψη αὐτὴ ἀποδέχεται τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ σὲ ὅλες τὶς ἐκτὸς Χριστιανισμοῦ θρησκείες14 καὶ θεωρεῖ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα «κοινὸ παρονομαστὴ ὅλων τῶν θρησκειῶν».

Ἀπὸ ἐπισημότατα δυστυχῶς ὀρθόδοξα χείλη διακηρύσσεται ὅτι «Ρωμαιοκαθολικοὶ καὶ Ὀρθόδοξοι, Προτεστάνται καὶ Ἑβραῖοι, Μουσουλμάνοι καὶ Ἰνδοί, Βουδδισταὶ καὶ Κομφουκιανοί... εἴμεθα ἡνωμένοι ἐν τῷ πνεύματι τοῦ ἑνὸς Θεοῦ»15.

Ὁ συγκρητισμὸς συγχέει σκοπίμως στοιχεῖα διαφορετικῶν θρησκειῶν ποὺ παρουσιάζουν μία ἐξωτερικὴ ὁμοιότητα. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ἡ ταύτιση διαλογισμοῦ καὶ προσευχῆς ἀπὸ τοὺς ὀπαδοὺς τῆς «Νέας Ἐποχῆς». Ἐπίσης βασικὲς διδασκαλίες κυρίως τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν, ὅπως ἡ θεωρία τοῦ κάρμα καὶ τῆς μετενσαρκώσεως, θεωρεῖται ὅτι ἀνῆκαν στὸν ἀρχέγονο χριστιανισμό, ὁ ὁποῖος ἀλλοιώθηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ ἱερατεῖο!

Ἀπὸ τοὺς ἐκπροσώπους τῆς «Νέας Ἐποχῆς» ἐκφράζεται ἡ θέση ὅτι δὲν πρέπει κανεὶς νὰ ἐκφέρει ἀξιολογικὲς κρίσεις γιὰ τὴν ὀρθότητα, τὴν ἀνωτερότητα ἢ κατωτερότητα τῶν διαφόρων θρησκειῶν, ἐφ' ὅσον ὅλες ἀποτελοῦν ἐξ ἴσου νόμιμες, ἁπλῶς διαφορετικὲς — γιὰ λόγους ἱστορικοὺς καὶ πολιτισμικοὺς — θρησκευτικὲς παραδόσεις.

Γιὰ τὴν προώθηση αὐτοῦ του μοντέλου, διοργανώνονται σὲ ἐτήσια βάση μὲ πρωτοβουλία τοῦ πάπα — καὶ συμμετοχὴ δυστυχῶς καὶ Ὀρθοδόξων — «Συναντήσεις Θρησκειῶν γιὰ τὴν Εἰρήνη τοῦ Κόσμου», ὅπως ἐκείνη ποὺ ἔγινε γιὰ πρώτη φορὰ στὴν Ἀσσίζη τὸ 1986. Ἐπίσης ἄλλες διοργανώσεις ὅπως τὸ Α', Β' καὶ Γ' μέχρι στιγμῆς «Κοινοβούλιο τῶν Θρησκειῶν τοῦ Κόσμου» στὸ ὁποῖο ἤδη ἀναφερθήκαμε. Μία ἀπὸ τὶς βασικὲς ἐκδηλώσεις ἐκεῖ εἶναι ἡ «Ἑορτὴ τῆς Θρησκευτικῆς Ποικιλίας». Στὸ Γ' Κοινοβούλιο, τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1999 μετεῖχαν 6.000 (!) ἐκπρόσωποι διαφόρων θρησκειῶν.

Οἱ ἰδέες τοῦ συγκρητισμοῦ ποὺ παρουσιάζεται συνήθως μὲ τὸ μανδύα τῆς ἀγάπης, τῆς κατανοήσεως, τοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ καὶ τῆς προσαρμογῆς «σ' αὐτὸ ποὺ ζητεῖ ἡ ἐποχή μας», προωθοῦνται ἀκόμη μέσω τῶν Μ.Μ.Ε., μέσω βιβλίων καὶ περιοδικῶν, μὲ τὸ ἐπικάλυμμα μάλιστα τελευταία της θρησκειολογικῆς ἔρευνας, ἀλλὰ καὶ μὲ ἄλλους τρόπους ποὺ ἔχουν στὴ διάθεσή τους οἱ διαμορφωτὲς γνώμης παγκοσμίως.

Ἐπίσης βρίσκονται σὲ ἐξέλιξη, ὅσον ἀφορᾶ σὲ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους, διμερεῖς διάλογοι Ὀρθοδόξων καὶ μουσουλμάνων ἀφ' ἑνὸς καὶ Ὀρθοδόξων καὶ Ἑβραίων ἀφ' ἑτέρου. Στὸ πλαίσιο αὐτῶν τῶν διαλόγων Χριστιανισμός, Ἰουδαϊσμὸς καὶ Ἰσλὰμ θεωροῦνται «Ἀβρααμικὲς» θρησκευτικὲς παραδόσεις μὲ κοινὲς ἠθικὲς ἀξίες(!)

Ὁ συγκρητισμὸς αὐτὸς ἔχει τόσο ἐπηρεάσει τοὺς παπικοὺς καὶ προτεστάντες, ὥστε γίνονται ἀνταλλαγὲς παπικῶν μοναχῶν μὲ βουδδιστὲς μοναχούς, ὥστε οἱ μὲν νὰ προσλάβουν στοιχεῖα τῶν δέ. Σὲ ἐπίπεδο διαχριστιανικοῦ συγκρητισμοῦ, λειτουργεῖ διομολογιακὸ μοναστήρι μικτὸ (ἄνδρες καὶ γυναῖκες) στὸ ὁποῖο «μονάζουν» παπικοὶ καὶ προτεστάντες. Πρόκειται γιὰ τὴ Μονὴ Μπόζε (Bose) στὴ Βόρειο Ἰταλία, ἡ ὁποία μάλιστα διοργανώνει συνέδρια ἐπάνω σὲ θέματα Ὀρθοδόξου πνευματικότητος! Γνωστὴ εἶναι ἐπίσης καὶ ἡ Μονὴ Ταιζὲ μὲ παρόμοιο προσανατολισμό.

Θὰ πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι οἱ δηλώσεις σὰν κι αὐτὴ τοῦ ἰνδοῦ γκουροὺ ποὺ ἀναφέραμε στὴν ἀρχή, δὲν ἐκφράζουν τὸ πραγματικὸ πιστεύω τῶν κηρύκων τοῦ συγκρητισμοῦ. Τὸ κήρυγμα τῆς «ἑνότητος στὴν ποικιλία» εἶναι ἕνα δόλωμα γιὰ τὴν παγίδευση τῶν ἀνύποπτων χριστιανῶν στὶς ἀνατολικὲς θρησκεῖες καὶ στὴ «Νέα Ἐποχή». Οἱ δάσκαλοι τῆς Ν. Ε. βλέπουν μὲ συγκατάβαση τοὺς χριστιανούς, διότι πιστεύουν ὅτι οἱ χριστιανοὶ εὑρίσκονται σὲ κατώτερο ἐξελικτικὸ ἐπίπεδο, ἐκεῖνο τῆς ἐποχῆς τῶν Ἰχθύων ποὺ τελειώνει, ἐνῶ οἱ ἴδιοι εὑρίσκονται σὲ ἀνώτερο ἐξελικτικὸ ἐπίπεδο, αὐτὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Ὑδροχόου, τῆς πολυδιαφημιζομένης «Νέας Ἐποχῆς» ποὺ ἀρχίζει. Οἱ παρακάτω λόγοι ποὺ ἀνήκουν πάλι στὸν ἰνδὸ γκουροὺ Βιβεκανάντα δηλοποιοῦν τὴν ἀνειλικρίνεια αὐτοῦ καὶ τῶν συναδέλφων του.

Μεταφέρουμε ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν πύρινο λόγο του σὲ φοιτητὲς στὸ Madras ὅταν ἐπέστρεψε ἀπὸ τὶς Η.Π.Α. στὴν Ἰνδία μετὰ τὸ πέρας τοῦ Ἃ' «Κοινοβουλίου τῶν Θρησκειῶν τοῦ Κόσμου», ὅπου καὶ τοῦ ἔγινε ἀποθεωτικὴ ὑποδοχή: «Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγάλο ἰδανικὸ ποὺ βρίσκεται μπροστά μας, καὶ ὁ καθένας πρέπει γι' αὐτὸ νὰ ὁπλισθεῖ — ἡ ἅλωση τοῦ κόσμου ἀπὸ τὴν Ἰνδία — τίποτε τὸ λιγότερο ἀπὸ αὐτό, καὶ ὅλοι ἐμεῖς πρέπει νὰ ὁπλισθοῦμε καὶ νὰ τεντώσουμε γι' αὐτὸ τὸ σκοπὸ κάθε νεῦρο... Σήκω, Ἰνδία, καὶ κυρίευσε τὸν κόσμο μὲ τὴν πνευματικότητά σου... Αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ κυριεύσει τὴ Δύση εἶναι ἡ πνευματικότητα....»16.

Ὅπως σωστὰ παρετηρήθη τὸ Ἃ' «Κοινοβούλιο τῶν Θρησκειῶν τοῦ Κόσμου» (1893) ἦταν ἡ ἀφετηρία τῆς «ἱεραποστολικῆς» ἐκστρατείας γιὰ τὴν πνευματικὴ ἅλωση τῆς Δύσεως ἀπὸ τὶς ἀνατολικὲς θρησκεῖες.

Ἡ στάση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Εἶναι παρήγορο καὶ ἐνθαρρυντικὸ ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος δηλώνει ἐπισήμως ὅτι «δὲν μπορεῖ νὰ συμμετάσχει σὲ τέτοιου εἴδους Διαθρησκειακὲς Συνελεύσεις λόγω σχετικῶν ἀποφάσεων, οἱ ὁποῖες ἔχουν ληφθεῖ ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας»17.

Στὴν Δ.Ι.Σ. τῆς 4-9.2.1999 «συζητήθηκε καὶ τὸ θέμα τῆς συμμετοχῆς τῆς Ἐκκλησίας σὲ διαθρησκειακὲς συναντήσεις καὶ προσδιόρισε (ἡ Δ.Ι.Σ.) τὶς ἀρχὲς τῆς συμμετοχῆς της, οἱ ὁποῖες εἶναι:

α) Ἡ Ἐκκλησία διαλέγεται μὲ ὅσους εἶναι ἔξω ἀπὸ αὐτὴν γιὰ τὴν διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὴ μετάδοση τοῦ μηνύματος τῆς σωτηρίας μέσα στὰ πλαίσια τῆς αὐτοσυνειδησίας της.

β) Δὲν συμμετέχει σὲ συμπροσευχὲς κατὰ τὴν ἐπιταγὴ τῶν Ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας».
Ἐπίσης ἀποφασίσθηκε ὁ περιορισμὸς τοῦ Διαλόγου μὲ τὸν Ἀγγλικανισμό, «λόγω τῶν ἀκραίων ἀποκλίσεων τῶν Ἀγγλικανῶν ἀπὸ τὴν Βιβλικὴ καὶ Πατερικὴ Παράδοση».

Αὐτὲς οἱ ἀποφάσεις, ὅπως καὶ οἱ σχετικὲς δηλώσεις τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου, ὀλίγον μετὰ τὴν ἀνάρρησή του στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόvo18, ἀναδεικνύουν τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ὡς τὴν κατ' ἐξοχὴν Ἐκκλησία ἡ ὁποία τηρεῖ μία συνεπῆ παραδοσιακὴ στάση στὰ θέματα τῶν διαλόγων καὶ τῶν σχέσεων μὲ ἑτεροδόξους καὶ ἐτεροθρήσκους**.

Διαχριστιανικὸς συγκρητισμὸς
Στὸ χῶρο τώρα τὸν διαχριστιανικό, ὁ συγκρητισμὸς ἐκφράζεται κυρίως μὲ τὴ «θεωρία τῶν κλάδων» καὶ τὴ θεωρία τῶν «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν». Ἡ θεωρία αὐτὴ διατυπώνεται χαρακτηριστικὰ στὴ Συμφωνία Ὀρθοδόξων καὶ παπικῶν στὸ Μπαλαμὰντ τοῦ Λιβάνου (1993).

Μετεῖχαν ἐκεῖ ἐννέα Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ἐνῶ ἀπουσίαζαν ἔξι μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ἡ Ἁγιωτάτη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος.

Μὲ τὴ συμφωνία αὐτὴ γίνεται δεκτὸν ὅτι αὐτὰ ποὺ μᾶς διαιροῦν Ὀρθοδόξους καὶ παπικοὺς εἶναι μόνον ἐξωτερικοί, ἱστορικοὶ καὶ ἀνθρώπινοι παράγοντες καὶ ὄχι κάτι τὸ οὐσιαστικὸ καὶ βαθύτερο. Μὲ τὴ συμφωνία αὐτὴ προωθεῖται ὁ δογματικὸς μινιμαλισμὸς καὶ ὁ λαϊκὸς οἰκουμενισμός. Ἤδη στὴν ὀρθόδοξο διασπορὰ ὀρθόδοξοι ἐκκλησιάζονται σὲ ναοὺς παπικῶν, ἐπειδὴ π.χ. ὁ ὀρθόδοξος ναὸς εὑρίσκεται σὲ μεγάλη ἀπόσταση. Βαπτίζουν τὰ παιδιὰ τοὺς ἐκεῖ κ.ο.κ. Ἔτσι μὲ τὸν λαϊκὸ οἰκουμενισμὸ ἔχουμε μία «σταδιακὴ ψυχολογικὴ προετοιμασία τοῦ λαοῦ ὥστε σὺν τῷ χρόνω ἡ ἕνωσις νὰ πραγματοποιηθῆ εἰς τὸν λαὸν ἀνεξαρτήτως τῶν ἀποφάσεων τῆς ἱεραρχίας»19.

Ἡ θεωρία τῶν «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν» δέχεται ὅτι Ὀρθόδοξοι καὶ Παπικοὶ εἴμεθα ἀδελφὲς Ἐκκλησίες μὲ τὴν πλήρη ἔννοια τοῦ ὄρου, παρὰ τὶς διαφορὲς σὲ δογματικὸ ἐπίπεδο, οἱ ὁποῖες ἐξακολουθοῦν νὰ ὑφίστανται.

Ὡς ἀδελφὲς Ἐκκλησίες εἴμεθα «ὑπεύθυνοι ἀπὸ κοινοῦ διὰ τὴν διατήρησιν τῆς μοναδικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ..»20.

Ἡ θεολογία αὐτὴ ὅπως καὶ οἱ συγγενεῖς «Βαπτισματικὴ θεολογία», θεολογία τοῦ «Πολιτισμικοῦ πλουραλισμοῦ», τῆς «Διευρυμένης Ἐκκλησίας» καὶ τῆς «Κοινῆς Διακονίας», ὁδηγοῦν σὲ ἑκατέρωθεν ἀναγνώριση τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς, τῆς ἱερωσύνης καὶ τῶν μυστηρίων -παρὰ τὶς δογματικὲς διαφορὲς- ὅπως ἀκριβῶς ἔγινε στὸ Μπαλαμάντ. Ἔτσι οὐσιαστικὰ ἀνατρέπεται ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία.

Ἡ ἔννοια τῶν ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν σημειωτέον ἐπεκτείνεται, ὥστε νὰ θεωρηθοῦν καὶ οἱ ποικιλώνυμες προτεσταντικὲς παραφυάδες καὶ κυρίως οἱ Ἀγγλικανοί, ὡς ἀδελφὲς ἐκκλησίες πρὸς τὴν Ὀρθόδοξο.

Στὴ συμφωνία τοῦ Μπαλαμὰντ ἀσκήθηκε ἐντονωτάτη κριτικὴ ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία ἐκφράζοντας τὴν συνείδηση τοῦ εὐσεβοῦς κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ μας καὶ ἰδιαιτέρως τῶν μοναχῶν, γράφει χαρακτηριστικὰ πρὸς τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ὅτι θεωρεῖ «τὸ περὶ Οὐνίας κείμενο τοῦ Μπαλαμὰντ ὡς ἀπαράδεκτον ἐξ ἐπόψεως ὀρθοδόξου», καὶ «ὡς παντελῶς ξένον πρὸς τὴν μακραίωνα ὀρθόδοξον παράδοσιν»21. Κατὰ παρόμοιον τρόπον ἐξεφράσθησαν σὲ ἄρθρα τοὺς Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες22, ἡ Ἱερὰ Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὅρους καὶ παραδοσιακοὶ καθηγητὲς τῶν Θεολογικῶν μας Σχολών23.

Ἕνας ἄλλος διάλογος στὸ πλαίσιο τοῦ ὁποίου καλλιεργήθηκε ὁ θρησκευτικὸς συγκρητισμὸς μὲ τὴν συνακόλουθη μείωση καὶ ὑποτίμηση τῶν δογματικῶν διαφορῶν ἦταν αὐτὸς μὲ τοὺς Ἀντιχαλκηδονίους. Ὁ διάλογος αὐτὸς ὑποτίθεται ὅτι ἐπερατώθη ἐπιτυχῶς. Μία προσεκτικότερη ὅμως μελέτη ἔδειξε ὅτι ἡ συμφωνία ποὺ ἐπετεύχθη ἦταν ἐπιφανειακή.

Ἡ Ἱερὰ Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὅρους παρατηρεῖ ὅτι τὰ συμπεράσματα τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς Διαλόγου Ὀρθοδόξων καὶ Ἀντιχαλκηδονίων, βάσει τῶν ὁποίων οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι «διετήρησαν πάντοτε πιστῶς τὴν αὐτὴν αὐθεντικὴν Ὀρθόδοξον Χριστολογικὴν πίστιν καὶ τὴν ἀδιάκοπον συνέχειαν τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως»24 «πλήττουν καιρίως τὸν χαρακτήρα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς. καὶ δεύτερον, ἡ Χριστολογία τῶν Κοινῶν Δηλώσεων ἔρχεται εἰς ριζικὴν διαφωνίαν πρὸς τὴν Χριστολογικὴν διδασκαλίαν μεγάλων Πατέρων καὶ Οἰκουμενικῶν διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας»25.

Τὸ Π.Σ.Ε.
Τὸ βῆμα ἀπὸ ὅπου προβάλλεται καὶ προωθεῖται κυρίως ὁ διαχριστιανικὸς ἀλλὰ καὶ ὁ διαθρησκειακὸς συγκρητισμὸς εἶναι αὐτὸ τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν (Π.Σ.Ε.) στὸ ὁποῖον ὡς γνωστὸν μετέχουμε Ὀρθόδοξοι καὶ προτεστάντες. Ἤδη ἔχουν ἀποχωρήσει, ὅπως γνωρίζετε, οἱ Ἐκκλησίες Ἱεροσολύμων, Γεωργίας καὶ Βουλγαρίας, ἐνῶ καὶ ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ὅπως τῆς Σερβίας καὶ Ρωσίας, προβληματίζονται ἔντονα γιὰ τὴ δική τους συμμετοχή. Τὸ Π.Σ.Ε. ἤδη στὴν ἰδρυτική του διακήρυξη ἐξέφραζε τὴ γραμμὴ τοῦ διαχριστιανικοῦ συγκρητισμοῦ.

Ἀπὸ τὴν δεκαετία τοῦ '70 καὶ ἑξῆς ἔγιναν στὸ πλαίσιο τοῦ Π.Σ.Ε. μεγάλα βήματα πρὸς τὸν διαθρησκειακὸ πλέον συγκρητισμὸ μὲ προωθητὴ κυρίως τὸ Τμῆμα τοῦ Π.Σ.Ε. γιὰ τὸν «Διάλογο μὲ τὶς ἄλλες θρησκεῖες».

Ὁριακὴ ἐκδήλωση πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνση ἀπετέλεσε ἡ Ζ' Γενικὴ Συνέλευση τοῦ Π.Σ.Ε. στὴν Καμπέρρα τῆς Αὐστραλίας τὸ 1991 ὅπου προεβλήθησαν «παγανιστικές, ἀνιμιστικὲς καὶ εἰδωλολατρικὲς ἀντιλήψεις περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δεῖγμα τῆς βαθειᾶς ἀλλοτρίωσης τῆς προτεσταντικῆς θεολογίας» κατὰ τὴν χαρακτηριστικὴ ἔκφραση τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου κ. Χριστοδούλου σὲ ἄρθρο του μὲ τὸν εὔγλωττο τίτλο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν ἢ Λέσχη Θρησκευομένων Ἀνθρώπων;»26.
Θὰ ἠμποροῦσε νὰ ἐπεκταθεῖ κανεὶς καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα θέματα ποὺ δικαιολογοῦν τὴν ἄποψη ὅτι τὸ Π.Σ.Ε. διέρχεται σήμερα μίαν βαθυτάτη κρίση ἡ ὁποία ὁμολογεῖται πανταχόθεν καὶ ἡ ὁποία εἶναι ἄγνωστον ποὺ θὰ ὁδηγήσει.

Εἶναι γεγονὸς ὅτι ἂν θὰ ἤθελε νὰ ἰδεῖ κανεὶς βαθύτερα τὴν κρίση ποὺ διέρχονται οἱ διάλογοι στὸ πλαίσιο τοῦ Π.Σ.Ε. ἀλλὰ καὶ οἱ ὑπόλοιποι διάλογοι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τοὺς ἑτεροδόξους, θὰ ἔπρεπε νὰ διερευνήσει κυρίως τὰ αἴτια καὶ ὄχι τὰ ἐπιφαινόμενα. Ἐπιφαινόμενα εἶναι ἐπὶ παραδείγματι τὰ προβλήματα ποὺ παρεμβάλλονται διαρκῶς ἀπὸ τὴν Οὐνία ἀπὸ παπικῆς πλευρᾶς ἢ οἱ χειροτονίες γυναικὼν καὶ οἱ γάμοι ὁμοφυλοφίλων ἀπὸ προτεσταντικῆς πλευρᾶς.

Τὸ βαθύτερο αἴτιο τῆς κρίσεως εἶναι — ὅπως ὁμολογεῖται καὶ ἀπὸ συνειδητοὺς παλαιμάχους καὶ ἐνθέρμους θιασῶτες τοῦ Π.Σ.Ε. — τὸ «ἔκδηλο συγκρητιστικὸ πνεῦμα ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐμφοροῦνται πολλὰ στελέχη τοῦ Συμβουλίου» (τοῦ Π.Σ.Ε.)27.

Τὰ σπέρματα βέβαιά της σημερινῆς ἐξελίξεως ἐτίθεντο ἤδη, ὅπως εἴπαμε, στὸ ἰδρυτικὸ Καταστατικό του Π.Σ.Ε., ὅπου ἀναφέρεται, μεταξὺ ἄλλων, ὅτι συνεστήθη προκειμένου:

«1) Νὰ καλὴ τὰς Ἐκκλησίας διὰ τὸν σκοπὸν τῆς ὁρατῆς ἑνότητος ἐν μία πίστει καὶ μία εὐχαριστιακὴ κοινωνία, ἐκφραζομένης ἐν τὴ λατρεία καὶ τὴ κοινὴ ἐν Χριστῷ ζωὴ καὶ διὰ τὴν πρόοδον — αὐτῶν — πρὸς τὴν ἑνότητα ταύτην, ἴνα ὁ κόσμος πιστεύση.

2) Νὰ διευκολύνη τὴν κοινὴν μαρτυρίαν τῶν Ἐκκλησιῶν εἰς ἕνα ἕκαστον τόπον καὶ εἰς ἅπαντάς τους τόπους...

3) Νὰ ὑποστηρίζη τὰς Ἐκκλησίας ἐν τῷ παγκοσμίω ἱεραποστολικῶ καὶ εὐαγγελιστικῶ αὐτῶν ἔργω.

4) Νὰ ἐκφράζη τὸ κοινὸν ἐνδιαφέρον τῶν Ἐκκλησιῶν ἐν τὴ ὑπηρεσία τῶν ἀνθρωπίνων ἀναγκῶν, τῆς κατακρημνίσεως τῶν μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων ἐμποδίων καὶ τῆς προαγωγῆς μίας ἀνθρωπίνης οἰκογενείας ἐν δικαιοσύνη καὶ εἰρήνη»28.

Τὰ ἀνωτέρω ἐκφράζουν, μὲ τρόπον εὔγλωττον τὴν ἐξ ἀρχῆς αὐτοσυνειδησία τοῦ Π.Σ.Ε. καὶ τῶν ἰδρυτικῶν του μελῶν.

Ἀπὸ ὀρθοδόξου πλευρᾶς, γιὰ νὰ αἰτιολογηθεῖ στὴν γνωστὴ πατριαρχικὴ ἐγκύκλιο τοῦ 1920 ἡ συμμετοχὴ στὴν «οἰκουμενικὴ κίνηση», προεβάλλετο ὡς μοναδικὴ αἰτία ἡ ἀντιμετώπιση κινδύνων ὅπως «ὁ ὀσημέραι εὐρυτέρας λαμβάνων διαστάσεις ἀλκοολισμός, ἡ θριαμβεύουσα περιττὴ πολυτέλεια, ἡ μόλις συγκαλυπτομένη φιληδονία καὶ ἡδυπάθεια, ἡ ἀκολασταίνουσα ἀσχημοσύνη ἐν τὴ φιλολογία, τὴ ζωγραφική, τῷ θεάτρω ἢ καὶ τὴ μουσική, ἡ θεοποίησις τοῦ πλούτου...», χωρὶς νὰ προβάλλεται καθόλου ἡ ἀλήθεια ὅτι ἀκόμη καὶ ἡ πλήρης ἐξάλειψη αὐτῶν τῶν κοινωνικῶν πληγῶν δὲν σώζει ἀπὸ μόνη της τὸν ἄνθρωπο.

Στὴν πατριαρχικὴ αὐτὴ ἐγκύκλιο τοῦ 1920, ἡ ὁποία, σημειωτέον, κατὰ τοὺς οἰκουμενιστὲς ἀποτελεῖ «ὁριακὴ ἔκφραση τοῦ Ὀρθοδόξου Οἰκουμενισμοῦ, ἀλλὰ καὶ ὁρόσημο στὴν ἱστορία τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως»29, ὡς «ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίαι» θεωροῦνται οἱ ἑτερόδοξες Κοινότητες τῆς Δύσεως, οἱ ὁποῖες χαρακτηρίζονται «ὄχι ὡς ξέναι καὶ ἀλλότριαι πρὸς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, ἀλλ' ὡς συγγενεῖς καὶ οἰκεῖαι ἐν Χριστῷ καὶ συγκληρονόμοι καὶ σύσσωμοί της ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ Χριστῷ».

Ἐξ ἀρχῆς λοιπὸν τὰ θεμέλια του Π.Σ.Ε. ἤσαν τελείως ἐγκοσμιοκρατικὰ καὶ ξένα πρὸς τὴν Ὀρθόδοξο αὐτοσυνειδησία. Ἄλλωστε ἡ ἐκκοσμίκευση, ὁ ἠθικισμός, ὁ εὐσεβισμὸς καὶ ὁ οὐμανισμός, μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ρεύματος ποὺ ἐγέννησε ὁ Γαλλικὸς Διαφωτισμός, ἄνοιξαν τὸν δρόμο γιὰ τὸν μὴ Ὀρθόδοξο Οἰκουμενισμό. Λέγω μὴ Ὀρθόδοξο, διότι ἔχουμε καὶ Ὀρθόδοξο Οἰκουμενισμό. Ὀρθόδοξος Οἰκουμενισμὸς εἶναι ἡ Οἰκουμενικότητα τῆς Ἐκκλησίας τὴν ὁποία ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως.

Δὲν πρέπει ἐπίσης νὰ διαφεύγει τῆς προσοχῆς μας τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ Π.Σ.Ε. ἀποτελεῖ ἐδῶ καὶ χρόνια στόχο διαβρώσεως ἐκ μέρους τῆς ὀργανώσεως τοῦ Κορεάτου ψευδομεσσία Σὰν Μυοὺνκ Μοῦν «Ἑνωτικὴ Ἐκκλησία», ἡ ὁποία ἐπιδιώκει τὴν διάβρωση ὅλων τῶν δομῶν ἐξουσίας στὸν κόσμο. Ἡ «Ἑνωτικὴ Ἐκκλησία» ἰσχυρίζεται ὅτι «χρειάζεται ἄλλα δεκαπέντε περίπου χρόνια γιὰ νὰ διαβρώσει τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» καὶ ὅτι «ἤδη ὑπάρχει ἕνας μεταξὺ τῶν πέντε Προέδρων τοῦ Π.Σ.Ε. ποῦ συνεργάζεται στενὰ μὲ τὴν κίνηση αὐτή»!... «Μὲ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις», σχολιάζει ὁ μακαριστὸς π. Ἀντώνιος Ἀλεβιζόπουλος: (1996), «ὁ διαθρησκευτικὸς διάλογος θὰ ἦταν τουλάχιστον ἀνευθυνότητα καὶ ἐπιπολαιότητα ἀπὸ μέρους ἐκκλησιαστικῶν παραγόντων καὶ ἐκφράζουμε ἀπορία γιατί ἕνας ἀπὸ τοὺς Προέδρους τοῦ Π.Σ.Ε. νὰ εἶναι σήμερα συνεργάτης τοῦ Κορεάτη ψευδομεσσία καὶ γιατί δὲν ἀκούστηκε ἀκόμη καμμία κραυγὴ διαμαρτυρίας»30.
Συνέπειες – ἀποτελέσματα
Οἱ συνέπειες τῆς συμμετοχῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν γένει στὴν λεγομένη Οἰκουμενικὴ κίνηση καὶ τοὺς συναφεῖς διαλόγους εἶναι, ὅπως θὰ δοῦμε, κυρίως ἐκκλησιολογικές, σωτηριολογικὲς καὶ ποιμαντικές. Ἡ συμμετοχὴ αὐτὴ ὁδήγησε καὶ ὁδηγεῖ καθ' ἡμέραν καὶ περισσότερο στὴν ἀλλοίωση τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος καὶ ἤθους καὶ στὴ διαμόρφωση ἑνὸς ἄλλου φρονήματος καὶ ἤθους «διαθρησκειακοῦ», τουλάχιστον μεταξὺ τῶν στελεχῶν ποὺ ἐμπλέκονται στὴν ὅλη αὐτὴ προσπάθεια.

Ὅπως γράφει ὁ καθηγητὴς κ. Κωνσταντῖνος Μουρατίδης «Διὰ τῆς συμμετοχῆς τῆς εἰς τὸ Π.Σ.Ε. ἡ Ὀρθοδοξία παρητήθη κατ' οὐσίαν τῆς οἰκουμενικῆς αὐτῆς ἀποστολῆς ὑπὲρ τοῦ Π.Σ.Ε., ὅπερ κατὰ τὴν γνώμην μου συνιστᾶ τὸ μέγιστον καὶ πλέον ὀδυνηρὸ πλῆγμα κατὰ τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου, τὸ ὁποῖον εἶναι κεκλημένη νὰ ἐπιτελέση ἐν μέσω τοῦ συγχρόνου κόσμου»31.

Ὁ ἀείμνηστος Σέρβος καθηγητὴς τῆς Δογματικῆς καὶ ὁμολογητὴς τῆς Ὀρθοδοξίας π. Ἰουστίνος Πόποβιτς χαρακτηρίζει τὸ Π.Σ.Ε. ὡς «αἱρετικόν, ἀνθρωποπαγὴ καὶ ἀνθρωπολατρικὸν σύλλογον» καὶ τὴν συμμετοχὴν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς αὐτὸ ὡς «δουλικὸν ἐξευτελισμόν». Ὁ δὲ μακαριστὸς π. Σπυρίδων Μπιλάλης γράφει: «Ὁ Οἰκουμενισμός, ἡ μεγαλυτέρα αἵρεσις τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος, κηρύττουσα τὸν δογματικὸν καὶ θρησκευτικὸν συγκρητισμὸν καὶ τείνουσα εἰς ἐν εἶδος πανθρησκείας διὰ τῆς ἐξισώσεως τῶν χριστιανικῶν ὁμολογιῶν καὶ θρησκειῶν, ἀποτελεῖ τὴν πλέον θανάσιμον ἀπειλὴν διὰ τὴν Ὀρθοδοξίαν»32.

Οὐσιαστικῶς ὁ διαχριστιανικὸς καὶ διαθρησκειακὸς συγκρητισμὸς καταργεῖ τὰ ὅρια μεταξὺ Ὀρθοδοξίας καὶ αἱρέσεως. Ὁ Οἰκουμενισμὸς μὲ τὴν ἔννοιαν τοῦ συγκρητισμοῦ ὑποστηρίζει ὅτι τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀσαφῆ. Ὅτι, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀφ' ἑνὸς καὶ ἄλλες χριστιανικὲς ὁμολογίες ἀφ' ἑτέρου, συναποτελοῦν τὴν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως. Αὐτὸ βέβαια ἀποτελεῖ ἐκκλησιολογικὴ αἵρεση καὶ ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἀπ' ἀρχῆς αὐτοσυνειδησία μας ὡς Ὀρθοδόξων.

Ἐπ' αὐτοῦ θὰ ἠμπορούσαμε νὰ προσκομίσουμε πλῆθος ἁγιοπατερικῶν χωρίων.

Μὲ τὸν συγκρητισμὸ ποὺ καλλιεργεῖται στὸ πλαίσιο αὐτῶν τῶν διαλόγων μὲ ἑτεροδόξους καὶ ἐτεροθρήσκους οὐσιαστικὰ ἀθετεῖται ἡ ἔννοια τῆς αἱρέσεως γιὰ λόγους «οἰκουμενικῆς ἁβροφροσύνης» καὶ γιὰ τὴν ἐπικράτηση «οἰκουμενικοῦ πνεύματος». Μετατίθεται ἡ πραγματικὴ βάση ἑνότητος τῶν ἀνθρώπων ἐν Ἀληθεία, δηλαδὴ ἐν Χριστῷ, καὶ προτείνεται ἕνα νέο πρότυπο ἑνώσεως -παρὰ τὶς δογματικὲς διαφορές-, δηλαδὴ ὄχι ἐν Ἀληθεία. Τὸ πρότυπό της δράσεως ἀπὸ κοινοῦ, τῆς ὀργανώσεως, τῆς «κοινῆς διακονίας», δηλαδὴ ἕνα πρότυπο οὐμανιστικό, ἀνθρωποκεντρικό. Κέντρον τῆς ἑνότητος ἀποτελεῖ πλέον ὄχι ὁ Θεάνθρωπος ἀλλ' ὁ πεπτωκὸς ἄνθρωπος.

Ἡ συμμετοχὴ στὸ Π.Σ.Ε. καὶ ὁ ὅλος οἰκουμενιστικὸς συγχρωτισμός, ποὺ περιλαμβάνει ὄχι μόνον διαλόγους ἀλλὰ καὶ κοινὲς λατρευτικὲς ἐκδηλώσεις, ὁδήγησε στὴν οὐσιαστικὴ παύση τῆς Ὀρθοδόξου ἱεραποστολῆς στὶς χῶρες ὅπου ἐπικρατοῦν οἱ χριστιανικὲς ὁμολογίες. Ἔτσι κλείνουμε τὴν πόρτα στοὺς κουρασμένους ἀνθρώπους τῆς Δύσεως, ὑποδεικνύοντάς τους νὰ μείνουν ἐκεῖ ὅπου εὑρίσκονται, ἐφ' ὅσον «εἴμαστε τὸ ἴδιο», εἴμαστε «ἀδελφὲς Ἐκκλησίες» καὶ «ἐπίκειται ἡ ἕνωση».

Ἀλλὰ καὶ ἀποκαθάρσεις λειτουργικῶν βιβλίων μελετῶνται ὥστε νὰ μὴν θίγονται οἱ ἀντιχαλκηδόνιοι ἀπὸ τὶς αὐστηρὲς ἐκφράσεις ποὺ χρησιμοποιεῖ ἡ ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας γιὰ τοὺς αἱρεσιάρχες ἀρχηγοὺς τῶν.

Ἔλλειψη ἐνημερώσεως καὶ συμφωνίας τῆς Ἐκκλησίας
Ἡ συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στὶς διαδικασίες τῶν διαλόγων αὐτῶν μὲ τὸν τρόπο ποὺ γίνονται, πάσχει ὄχι μόνον οὐσιαστικῶς ἀλλὰ καὶ διαδικαστικῶς. Οὔτε ἐξ ἀρχῆς ὑπῆρξε, οὔτε ὑπάρχει οὐσιαστικὴ ἐνημέρωση γιὰ τὰ λαμβάνοντα χώραν στὰ πλαίσια τῶν διαλόγων. Ὄχι μόνον ὁ εὐσεβὴς κλῆρος καὶ λαός μας δὲν ἐνημερώνεται, ἀλλ' οὔτε καὶ ἡ σεπτὴ ἱεραρχία ἐνημερώνεται σὲ βάθος. Οἱ διάλογοι αὐτοὶ ἀποτελοῦν σὲ διεθνὲς ἐπίπεδο ἀποκλειστικὴ ἐνασχόληση μίας κατηγορίας ἀνθρώπων ποὺ θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ τοὺς ὀνομάσει ἐξ ἐπαγγέλματος γραφειοκράτες καὶ τεχνοκράτες οἰκουμενιστές.

Τὸ θέμα ὅμως δὲν εἶναι μόνον ἡ ἐνημέρωση. Τὸ ζητούμενον εἶναι τὰ ἀποφασιζόμενα στοὺς διαλόγους νὰ συμφωνοῦν καὶ νὰ ἐκφράζουν τὸ εὐσεβὲς φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλιῶς θὰ ἔχουν τὴν τύχη ἀποφάσεων τύπου Φερράρας-Φλωρεντίας καὶ τὸ μόνο ποὺ θὰ κάνουν θὰ εἶναι νὰ δημιουργήσουν πληγὲς στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.

Ὀρθόδοξες θέσεις
Ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση, τῆς ὁποίας ἄγρυπνος θεματοφύλακας εἶναι ὁ μοναχισμός, ὡς πρόταση ἀντιστάσεως στὸν διαχριστιανικὸ καὶ διαθρησκειακὸ συγκρητισμό, ὡς πρόταση ἀντιστάσεως οὐσιαστικὰ στὸν ὁδοστρωτήρα τῆς παγκοσμιοποιήσεως τῆς λεγομένης Νέας Ἐποχῆς, προβάλλει τὴν ὁδὸ τῆς ἀληθοῦς θεογνωσίας, τὴν κατὰ χάριν θέωση, δηλαδή, σὲ προσωπικὴ κοινωνία ἀγάπης καὶ ὑπακοῆς μὲ τὸν μόνον Ἅγιο Τριαδικὸ Θεό.

Προβάλλει τὴν ἀνεκτίμητη ἀξία τοῦ προσώπου τὸ ὁποῖο ἡ Νέα Ἐποχὴ θέλει νὰ ἀριθμοποιήσει καὶ ἐξαφανίσει. Ἡ Ὀρθόδοξη αὐτὴ πρόταση ζωῆς δὲν εἶναι μία διανοητικὴ κατασκευή. Εἶναι ἡ ἐμπειρία ἀναριθμήτου πλήθους ἁγίων στὴ διάρκεια τῶν δύο χιλιάδων ἐτῶν ἐκκλησιαστικοῦ βίου.
Ὁ ἀγώνας αὐτὸς γιὰ διάσωση τοῦ προσώπου εἶναι συγχρόνως καὶ ἀγώνας γιὰ διάσωση τῆς ἐθνικῆς καὶ θρησκευτικῆς μας αὐτοσυνειδησίας, ἡ ὁποία τελευταία μάλιστα δέχεται πυκνὰ καὶ μεθοδευμένα κτυπήματα.

Ὁ διάλογος βέβαια μὲ τοὺς ἑτεροδόξους καὶ ἐτεροθρήσκους σὲ καμμία περίπτωση δὲν ἀπορρίπτεται. Ἀντιθέτως, πάντοτε κατεῖχε θέση σημαντικὴ στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, θέση συνυφασμένη μὲ τὴν ἀποστολή της ποὺ εἶναι τὸ προφητικὸ καὶ ἀποστολικὸ κήρυγμα τῆς μετανοίας καὶ ἡ ἕνωσις τῶν πάντων.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ ποῦμε, ὅτι στὸ πλαίσιο τῆς λεγομένης οἰκουμενικῆς κινήσεως κακοποιοῦνται ἐρμηνευτικῶς οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου μας κατὰ τὴν ἀρχιερατική Του προσευχή. Ὅταν ὁ Κύριος εὔχεται «ἴνα πάντες ἐν ὦσιν» (Ἰωάν. 17,21) κατὰ τὴν πατερικὴ ἑρμηνεία, ποὺ ὑπενθυμίζει ὁ καθηγητὴς π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ζητεῖ ἀπὸ τὸν Πατέρα «ὥστε οἱ μαθηταί Του καὶ οἱ μαθηταὶ τῶν μαθητῶν Του νὰ γίνουν ἕνα εἰς τὴν θέαν τῆς δόξης Του, εἰς αὐτὴν ἤδη τὴν ἐπίγειον ζωὴν ὡς μέλη τοῦ Σώματός Του, δηλαδὴ τῆς Ἐκκλησίας...»33.

Ὀρθοδόξως ἡ ἕνωσις τῶν πάντων, ἑπομένως καὶ ἡ ἕνωσις τῶν «ἐκκλησιῶν», ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν Χάριν τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς ἐπιστροφῆς τῶν πεπλανημένων ἐν μετανοία στὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, δηλαδὴ τὴν Ὀρθόδοξο.

Θὰ ἦταν φρονοῦμε πολὺ χρήσιμο καὶ γιὰ τοὺς σήμερον διαλεγομένους ἀπὸ πλευρᾶς Ὀρθοδόξου καὶ καλουμένους νὰ δώσουν λόγον «παντὶ τῷ αἰτούντι περὶ τῆς ἐν ἠμὶν ἐλπίδος», νὰ ἐντρυφήσουν στὸ πῶς διελέγοντο οἱ ἅγιοί της Ἐκκλησίας μας μὲ τοὺς ἑτεροδόξους καὶ ἐτεροθρήσκους καὶ μάλιστα κάτω ἀπὸ ἀσυγκρίτως δυσμενέστερες ἀπ' ὅτι ἐμεῖς σήμερα ἱστορικὲς συνθῆκες.

Ἐμεῖς σήμερα γιατί θὰ πρέπει νὰ ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὴ δική τους γραμμή; Μήπως εἴμεθα ἁγιότεροι ἢ ἐξυπνότεροι ἐκείνων;

Μακαριώτατε, Σεβασμιώτατοι, σεπτὴ ὁμήγυρις μοναχῶν καὶ φιλομονάχων, ἐξ ὅσων μέχρι στιγμῆς ἐλέχθησαν καθίσταται νομίζω σαφὲς ὅτι εὐρισκόμεθα μπροστὰ σὲ ἕνα ὑπαρκτὸ καὶ σοβαρὸ πρόβλημα ποὺ ἀποτελεῖ μέρος τῆς προκλήσεως τῆς λεγομένης Νέας Ἐποχῆς.

Ἔγινε πιστεύω φανερὸ ἀπὸ ὅσα μέσα στὸ περιορισμένο αὐτὸ χρονικὸ διάστημα ἐξετέθησαν, ὅτι ὁ συγκρητισμός, διαχριστιανικὸς καὶ διαθρησκειακὸς εἶναι τελείως ἀντίθετος καὶ ἀσυμβίβαστος μὲ τὸ εὐσεβὲς φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ φρόνημα αὐτὸ ἐκφράζει κατ' ἐξοχὴν ὁ Ὀρθόδοξος Μοναχισμός, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τὴν γρηγοροῦσα συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸν θεματοφύλακα τῆς Παραδόσεώς της. Γι' αὐτὸ τὸ λόγο ἔχει κάθε δικαίωμα ἀλλὰ καὶ καθῆκον νὰ προμαχεῖ καὶ ὑπερμαχεῖ ὑπὲρ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως προασπίζοντας τὴν ἀκεραιότητά της.

Κλείνοντας ἐπιτρέψτε μου τοῦτο μόνον νὰ προσθέσω:
Ἐπειδὴ ἡ προσπάθεια προωθήσεως τοῦ συγκρητισμοῦ, διαχριστιανικοῦ καὶ διαθρησκειακού, ἐνδύεται συνήθως, ὅπως εἴπαμε, τὸ μανδύα τῆς ἀγάπης, θὰ πρέπει νὰ τονίσουμε ὅτι ἀκριβῶς ἡ πατερικὴ στάση ποὺ ἐμμένει στὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως καὶ ποὺ λέγει τὴν ἀλήθεια στοὺς ἐκτὸς Ἐκκλησίας μὲ πόνο, ἀγάπη καὶ διάκριση, εἶναι ὄντως ἡ φιλάνθρωπος στάση, διότι οὐσιαστικὰ βοηθεῖ τὸν πλανώμενο ἄνθρωπο νὰ ἔλθει σὲ συναίσθηση καὶ μετάνοια, ἐνῶ ἡ ἄλλη -ἡ οὐμανιστικὴ ἀγαπολογικὴ- τὸν ἀφήνει ἀβοήθητο στὴν ἀρρώστειά του.
Ἐξ ἄλλου ἡ ἀγάπη ἡ ἀληθινή, ποὺ εἶναι καρπὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, συμπορεύεται πάντοτε μὲ τὴν Ἀλήθεια, ποὺ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ἀλλιῶς δὲν πρόκειται οὔτε γιὰ ἀληθινὴ ἀγάπη οὔτε γιὰ ἀλήθεια.
Σᾶς εὐχαριστῶ


** Αὐτὰ ἐγράφοντο πρὶν ἔλθει ὁ πάπας στὴν Ἑλλάδα τὸν Μάιο τοῦ 2001. Σήμερα, δυστυχῶς, δὲν μποροῦμε νὰ ἐπαναλάβουμε τὶς δηλώσεις μᾶς ἐκεῖνες τοῦ Σεπτεμβρίου τοῦ 2000.
1. Βλ. Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, «Ὀρθοδοξία καὶ Οὐμανισμός. Ὀρθοδοξία καὶ Παπισμός», Γ' ἔκδ. 1996, σέλ. 9
2. Κλίμαξ Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, ἔκδ. «Ἀστέρος», Ἀθῆναι 1979, σέλ. 128, κγ'
3. Βλ. Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, «Ὀρθοδοξία καὶ Οὐμανισμός. Ὀρθοδοξία καὶ Παπισμός», Γ' ἔκδ. 1996, σέλ. 10
4. Β.Θ. Σταυρίδου -Εὖ.Α. Βαρέλλα, «Ἱστορία τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως», Θεσσαλονίκη, 1996, σέλ. 247-248
5. Βλ. Περιοδικὸ «Διάλογος» τοῦ Διορθοδόξου Συνδέσμου Πρωτοβουλιῶν Γονέων», τ. 1, σέλ. 16
6. Μητροπολίτου Ἐλβετίας Δαμασκηνοῦ, Λόγος Διαλόγου, σέλ. 156
7. Μητροπ. Ἐλβετίας Δαμασκηνοῦ, ἐν: Ὀρθοδοξία καὶ Ἰσλάμ, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου, 1997, σέλ. 16
8. Μητροπολίτου Ἐλβετίας Δαμασκηνοῦ, ἐν περιοδ. «Ἐπίσκεψις», ἄρ. 426/1.10.1989, σέλ. 6
9. Στὸν συλλογικὸ τόμο "You shall be my Witnesses", ἐπιμέλεια καὶ ἔκδοσις Γεωργίου Λαιμοπούλου, ἐκδόσεις «Τέρτιος, σέλ. 19, Κατερίνη 1993
10. Περιοδικὸ«Πανταινος», ἄρ. 1 /Ἰανουάριος-Ἀπρίλιος 1991,σέλ.59
11. † π:. Ἀντωνίου Ἀλεβιζοπούλου, Διαλογισμὸς ἢ Προσευχή; -Ὀρθόδοξη Θεώρηση, σέλ. 235, Ἀθῆναι 1993
12. † π. Ἀντωνίου Ἀλεβιζοπούλου, αὐτόθι, σέλ. 237
13. Μητροπολίτου Ἐλβετίας Δαμασκηνοῦ, «Ὁ ἀκαδημαϊκὸς διάλογος...», ἐνθ' ἀνωτ., σέλ. 14
14. Βλ. Δηλώσεις "Gaudium et spes" καὶ κυρίως "Nostra Aetate" («Γιὰ τὶς σχέσεις τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὶς μὴ χριστιανικὲς θρησκεῖες») τῆς Β' Βατικανῆς Συνόδου (1965)
15. Περιοδικὸν «Ἐπίσκεψις», ἄρ. 511 / 39.11.1994, σέλ. 28
16. Ἐνθ' ἀνωτ. περιοδ. «Διάλογος», τ.1, σέλ. 16
17. Περιοδικὸν «Ἐκκλησία», ἄρ. 15/15.8.-1.2.1998, σέλ. 634
18. Ἀπόσπασμα συνεντεύξεώς του στὴν ἐκπομπὴ τοῦ π. Κωνσταντίνου Στρατηγοπούλου στὸν Ραδιοφωνικὸ Σταθμὸ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (24.5.1998)
19. Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, «Ὀρθοδοξία καὶ Οἰκουμενισμός, Ὀρθοδοξία καὶ Παπισμός», Γ' ἔκδ. 1996, σέλ. 123
20. Κοινὸ ἀνακοινωθὲν Πάπα καὶ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου μετὰ τὸν ἑορτασμὸ τῆς θρονικῆς ἑορτῆς τῆς Ρώμης (1995), βλ. Περιοδ. «Ἐπίσκεψις», ἄρ. 520/31.7.1995, σέλ. 19
21. Ἐφημερίδα «Ἐκκλησιαστικὴ Ἀλήθεια», ἄρ. 393/16.1.1995, σέλ. 1 καὶ 7
22. Βλ. Σέβ. Μητρ. Δημητριάδος κ. Χριστοδούλου (νῦν Μάκ. Ἀρχιεπισκόπου) «Ἡ οὐνία μόνον ξεπερασμένη μέθοδος ἑνότητος;», ἐν περιοδ. «Πειραϊκὴ Ἐκκλησία», ἄρ. 32 / Ὀκτ. 1993
23. Βλ. Κείμενον Ἱερᾶς Κοινότητος Ἁγίου Ὅρους ἐν περιοδ. «Ἁγιορειτικὴ Μαρτυρία» τεῦχος 18/ Ἀπρίλιος 1995, σέλ. 86-99
24. Περιοδικὸν «Ἐπίσκεψις», ἄρ. 446/1.10.1990, σέλ. 19-20 («Δευτέρα Κοινὴ Δήλωσις», πάρ. 9, τῆς Γ' Συνελεύσεως τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Θεολογικοῦ διαλόγου, Σαμπεζύ, 23-28.9.1990)
25. Ἱερᾶς Κοινότητος Ἁγίου Ὅρους Ἄθω, Παρατηρήσεις περὶ τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων καὶ Ἀντιχαλκηδονίων, Ἅγιον Ὅρος 1996, σέλ. 12
26. Βλ. Περιοδικὸν «Πειραϊκὴ Ἐκκλησία», ἄρ. 4/Μάρτιος 1991, σέλ. 58-59
27. Βλ. Μ. Πρωτοπρ. Γεωργίου Τσέτση, «Ἀπὸ τὸ Βανκοῦβερ στὴν Καρμπέρα», περιοδικὸν «Ἐνημέρωσις», ΣΤ' -1990/11-12, σέλ. 4
28. Βασιλείου Θ. Σταυρίδου - Εὖ.Α. Βαρέλλα, Ἱστορία τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως, 47, Θεσσαλονίκη 1996, σέλ. 370
29. Βλ. Μ. Πρωτοπρ. Γεωργίου Τσέτση «Οἰκουμενικὸς θρόνος καὶ Οἰκουμένη - Ἐπίσημα Πατριαρχικὰ Κείμενα», ἔκδ. «Τέρτιος», Κατερίνη 1988, σέλ. 57
30. Βλ. ἄρθρο «Ἡ 'Νέα Ἐποχὴ' κίνδυνος γιὰ τὸν πολιτισμό!», ἐφημερίδα «Χριστιανική», 20.6.1991, σέλ. 6-7 καὶ 10• περιοδικὸ «Ἐκκλησία», ἄρ. 14/1.10.1990, σέλ. 511α
31. Κ.Δ. Μουρατίδου, Οἰκουμενικὴ Κίνησις - Ὁ σύγχρονος μέγας πειρασμὸς τῆς Ὀρθοδοξίας, σέλ. 28, ἐκδόσεις «Ὀρθοδόξου Τύπου», Ἀθῆναι 1973
32. Ἀρχιμ. Σπυρίδωνος Σπ. Μπιλάλη, «Ὀρθοδοξία καὶ Παπισμός», Τόμος Β', ἔκδοσις «Ὀρθοδόξου Τύπου», Ἀθῆναι 1969, σέλ. 598
33. Βλ. Ἐπιστολὴ Ἱερᾶς Κοινότητος Ἁγίου Ὅρους πρὸς τὴν Α.Θ.Π. τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαῖο περὶ τοῦ κειμένου τοῦ Μπάλαμαντ, ἐν περιοδ. «Ἁγιορειτικὴ Μαρτυρία», τεῦχος 18 / Ἀπρίλιος 1995, σέλ. 86

ΠΗΓΗ: ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ»
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2002
ΤΕΥΧΟΣ 26
ΠΗΓΗ:Ι.Μ.ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.