21 Ιουλ 2010

ΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΣΥΜΒΟΛΑ ΚΑΙ Η ΣΥΜΒΑΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥΣ ΜΕ ΔΗΜΟΣΙΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ. ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ ΜΕ ΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ

Ἀνδρέας Κατράκης, ἀεροπαγίτης ἐ.τ.
Τό ζήτημα τοῦ χωρισμοῦ κράτους Ἐκκλησίας δέν εἶναι νέο. Ἀνέκαθεν ὑπῆρχε διάσταση ἀντιλήψεων ὡς πρός τήν σκοπιμότητα ἤ ὄχι αὐτοῦ του χωρισμοῦ.
Ἀνεξάρτητα ὅμως ἀπό τό κατά καιρούς προβαλλόμενο θέμα, δέν μπορεῖ νά παραγνωριστεῖ τό ἱστορικό γεγονός ὅτι τό ἑλληνικό ἔθνος κατά τήν μακρόχρονη μεταχριστιανική ἱστορία του, εἶναι ταυτισμένο μέ τήν ὀρθόδοξη χριστιανική θρησκεία, οὔτε νά ἀγνοηθεῖ ἡ διαπίστωση ὅτι ὁ ἑλληνικός λαός στήν μεγάλη πλειοψηφία τοῦ ἀσπάζεται τίς κοσμοϊστορικές θέσεις τῆς χριστιανικῆς θρησκείας καί βιώνει ἄλλος σέ μικρότερο καί ἄλλος σέ μεγαλύτερο βαθμό τίς δοξασίες της.
Από ὁποιαδήποτε σκοπιά καί ἄν ἐξεταστεῖ ὡς θέμα, τά σοβαρά αὐτά δεδομένα συνιστοῦν μία ἀναμφισβήτητη πραγματικότητα, μέσα ἀπό τήν ὁποία ἀνακύπτει καί τό συναφές ζήτημα τοῦ στενοῦ καί ἰσχυροῦ συνδέσμου τῶν Ἑλλήνων μέ τά... χριστιανικά σύμβολα, κυρίως μέ τούς ἱερούς ναούς καί τίς εἰκόνες τῶν ἁγίων. Ζήτημα πού ἔχει σχέση μέ τήν συμβατότητα ἤ τήν «παρουσία» τέτοιων συμβόλων σέ ἐκδηλώσεις τῆς ζωή του, ἤ σέ χώρους ἐργασίας του, εἴτε στόν ἰδιωτικό ‹ ἰδιωτικές ἐπιχειρήσεις ›, εἴτε στό δημόσιο τομέα ‹ δημόσιες ὑπηρεσίες, δικαστήρια κλπ.›, λαμβάνοντας ὑπόψη ὅτι ὁρισμένα ἄτομα – ὁμοεθνῆ ἤ ὄχι – δέν συμφωνοῦν μέ αὐτή τή βιωματικότητα, διότι, ἔστω καί ἄν αὐτή προσωπικά δέν τά θίγει, θεωροῦν ὅτι, ἐνδεχομένως, ἡ ὕπαρξη τῶν συμβόλων στούς χώρους αὐτούς δέν εἶναι συμβατή μέ ὁρισμένες ἀντιλήψεις καί εἰδικότερα, ὅτι στά δικαστήρια εἶναι δυνατόν νά ἀποτελεῖ παράγοντα πλημμελοῦς ἄσκησης τῶν καθηκόντων κάποιων ἤ ἔστω νά προκαλεῖται ἡ ἐντύπωση στούς διαδίκους ὅτι οἱ δικαστές αὐτοί, ἐπηρεαζόμενοι ἀπό τά χριστιανικά συμβολα ‹ π.χ. παρεκκλήσια σέ προαύλιο χῶρο δικαστηρίου ἤ εἰκόνα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πάνω ἀπό τήν ἔδρα› ἤ παρεμβάσεις ἱερωμένων, δέν ἐκτελοῦν δεοντολογικά τήν ἀποστολή τους.
Ἡ πρώτη ἀπορία ποῦ ἀνακύπτει σέ σχέση μέ τήν ἀπονομή τῆς δικαιοσύνης – ποῦ ἐνδιαφέρει ἐδῶ – εἶναι: Συνιστοῦν πράγματι τά σύμβολα αὐτά ἤ μπορεῖ νά ἀποτελέσουν παράγοντα πλημμελοῦς ἄσκησης τῶν καθηκόντων κάποιων δικαστῶν ἤ νά δημιουργήσουν ἐντυπώσεις σέ τρίτους, ποῦ δέν τά ἀσπάζονται, ὅτι αὐτά τά σύμβολα ἀποβαίνουν ἤ μπορεῖ νά ἀποβαίνουν εἰς βάρος τῆς ἀμερόληπτης κρίσης συγκεκριμένων δικαστῶν κατά τήν ἐκδίκαση κάποιας ὑπόθεσης, ἀστικῆς ἤ ποινικῆς;
Καί ἀκόμη, ἡ ὕπαρξη τῶν συμβόλων αὐτῶν δίδει ἀφορμή σέ κάποιους ἐκκλησιαστικούς παράγοντες ‹ἱερωμένους› νά παρεμβαίνουν σέ ὁρισμένες δίκες καί νά «ἀναγκάζουν» ἤ νά ἐπηρεάζουν τούς δικαστές νά παραβιάσουν τήν συνείδησή τους καί τόν ὅρκο τους ἤ καί τή θρησκευτική τους πίστη, καί νά ἐκδίδουν ἀποφάσεις ἀντίθετες μέ τό δίκαιο καί τήν ἀλήθεια, παρόλο ποῦ – προκειμένου γιά τήν πίστη – στοιχειῶδες δίδαγμα τῆς εἶναι ἡ ἀποφυγή τῆς κάθε ἀδικίας;
Ἡ ταπεινή μας πεποίθηση εἶναι ὅτι ἕνα τέτοιο δικαστικό ἀνοσιούργημα, ὑπό τό πρίσμα τῆς ἀνωτέρω συλλογιστικῆς, εἶναι ἀδιανόητο. Εἶναι μία οὐτοπία. Δέν εἶναι τά σύμβολα ἤ ἡ ἰδιότητα κάποιων ἱερωμένων, πού μπορεῖ νά δημιουργήσουν τέτοιες ἀνώμαλες καταστάσεις, ἀλλά ἀποκλειστικά καί μόνο – ἔστω ὡς σπάνια ἐξαίρεση – ἡ ἀσυνειδησία κάποιου δικαστῆ, πού, ἀνεξάρτητα ἀπό κάθε ἀρχή δικαίου καί τῆς λογικῆς τῶν ἐν λόγω συμβόλων, θά θελήσει νά γίνει ἐπίορκος ἤ μέ ἄλλα λόγια, «μασκαράς».
Μέ τήν ἴδια συλλογιστική, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ὕπαρξη ὁποιουδήποτε χριστιανικοῦ συμβόλου, θά πρέπει, γιά τήν ἀποφυγή ἐντυπώσεων κάποιων τρίτων ἀπό μία τέτοια ἐπήρεια, ἡ ἐπιλογή τῶν δικαστῶν νά γίνεται μεταξύ ἀτόμων πού δηλώνουν ἄθρησκοι, ὥστε νά μήν ὑπάρχει τό στοιχεῖο τῆς δημιουργίας τῆς ἐντύπωσης σέ κάποιους διαδίκους ἤ μή, ὅτι οἱ δικαστές, κατά τήν ἄσκηση τῶν καθηκόντων τους, ἐνεργοῦν – ἐφόσον θρησκεύoυν – ὑπό τήν ἐπήρεια τῶν θρησκευτικῶν τους πεποιθήσεων ἤ τῶν χριστιανικῶν συμβόλων ἤ τῆς παρέμβασης τῶν ὁποίων ἱερωμένων.
Παρόλο πού τέτοιοι ὑποθετικοί συλλογισμοί ὑπερβαίνουν τά ὅρια τῆς ρεαλιστικῆς ἐκτίμησης τῶν πραγμάτων, εὐλόγως θά μποροῦσε κανείς νά διερωτηθεῖ: Μήπως ὅμως καί στή περίπτωση τῆς ἐπιλογῆς δικαστῶν αὐτῆς τῆς ἀντίληψης, οἱ διάδικοι χριστιανοί ἤ οἱ ὀπαδοί ἄλλων θρησκευμάτων ποῦ θά δικάζονται διακατέχονται ἀπό τήν ἐντύπωση ὅτι αὐτοί οἱ δικαστές κρίνουν ὑπό τήν ἐπήρεια τῆς διαφορετικῆς κοσμοθεωρητικῆς τοποθέτησής τους, σέ σχέση μέ ἐκείνη τῶν θρησκευόντων διαδίκων; Θέλω νά ἐπαναλάβω, ὅτι πρόκειται γιά σκέψεις καί ὑποθέσεις πού δέν ἀντέχουν στή λογική στάθμιση τῶν πραγμάτων, εἶναι ἐξωπραγματικές. Οἱ δικαστές καί οἱ διάδικοι μετέχουν στή δίκη, ὁ καθένας ἀπό τή δική του θέση, ἀνεξάρτητα ἀπό ὁποιαδήποτε ἐπήρεια. «Χρειάζεται ἀσυνείδητος δικαστής γιά τήν ὅποια παρέκκλιση, ἡ ὁποία ἄν συμβεῖ καθόλου δέν σημαίνει ὅτι ἔχουν συντελέσει τά ὅποια χριαστιανικά σύμβολα ἤ ἄλλες παρεμβάσεις, οὔτε ὁ διάδικος θά σκεφθεῖ ποτέ ὅτι ἡ ὁποιαδήποτε ἀπόφαση εἶναι ἀποτέλεσμα ἐπηρεασμοῦ θρησκευτικῶν συμβόλων.
Καί ἄν ὡς ὑπόθεση ἐκλάβουμε μία τέτοια ἐπήρεια, αὐτή, ἔξω ἀπό κάθε ἀμφιβολία, θά εἶναι θετική, μέ τήν ἔννοια, ὅτι τά θρησκευτικά σύμβολα, ὡς σύμβολα Ὑπέρτατης Θείας Δύναμης, ἐπιτάσσουν τήν ὀρθή ἀπονομή τοῦ δικαίου ἔναντι πάντων, ἀνεξαρτήτως θρησκεύματος, ἐθνότητας ἤ χρώματος, ἀφοῦ, πέραν τῶν ἄλλων, στή συνείδηση τοῦ θρησκεύοντος δικαστῆ (ἤ ὅπως ἀπαξιωτικᾶ ἀποκαλεῖται «θεοφοβούμενος» δικαστής), κάθε παρέκκλιση ἀπό τήν ἀλήθεια καί τό δίκαιο, πού καλεῖται νά ἐφαρμόσει, προβάλλει προπαντός αὐτά τά ἴδια τά θρησκευτικά σύμβολα.
Τά χριστιανικά σύμβολα, ἐκφράζουν μία ἀλήθεια. Ὅποιος ἔχει τήν ὅποια γι’ αὐτό ἀμφιβολία, δέν ἔχει παρά νά ἀναζητήσει, ἐρευνώντας, τήν ἀπόδειξη τῆς προβαλλόμενης αὐτῆς ἀλήθειας. Καί μάλιστα μέ τά αὐστηρότητα πού προσδιορίζουν στή φύση τῆς ἀποδεικτικά μέσα. Νά εἶναι βέβαιος, ὅτι ἄν τό ἐπιχειρήσει, θά βρεθεῖ μπροστά σέ ἐκπλήξεις.
Ἡ ἀφηρημένη νόηση μόνη της δέν ὁδηγεῖ στήν ἀλήθεια, διότι τῆς λείπει τό ἀποδεικτικό ὑπόστρωμα. Τό ἀφηρημένο, χωρίς ἀπόδειξη, εἶναι ἐπιρρεπές πρός τήν πλάνη. Ἡ πλάνη ἀκριβῶς αὐτή εἶναι ἐκείνη πού ὁδηγεῖ στήν ἀποστροφή τῆς παρουσίας τῶν θρησκευτικῶν συμβόλων σέ δημοσίους χώρους.
Σέ σχέση, πάντοτε, μέ τά προεκτεθέντα, γιά τή δυνατότητα ἐπηρεασμοῦ τῶν δικαστῶν ἀπό ἐξωδικαστικούς παράγοντες, ἤ τή δημιουργία ἐντυπώσεων ἀπό τούς ἴδιους παράγοντες, θά πρέπει νά ἐπισημανθεῖ, ἀναφορικά μέ τό ζήτημα τῆς ἐν γένει ἀνεξαρτησίας τοῦ δικαστῆ νά δικάζει μόνο κατά συνείδηση, μέ γνώμονα μόνο τήν ἀλήθεια καί τό νόμο, ἀγνοώντας τήν ὁποιαδήποτε παρέμβαση, τό ἰσχῦον συνταγματικό σύστημα καί ὁ κανονισμός τῶν δικαστηρίων τοῦ παρέχουν ἀπόλυτα αὐτή τή δυνατότητα, ἀφοῦ οἱ προαγωγές του, οἱ μεταθέσεις του καί ὁ πειθαρχικός του ἔλεγχος ἐξαρτῶνται ἀποκλειστικά ἀπό τό Ἀνώτατο Δικαστικό Συμβούλιο καί τήν Ὁλομέλεια τοῦ Ἀρείου Πάγου, πού τοῦ παρέχουν ὅλα τά ἐχέγγυα ἀνεξαρτησίας καί ἐλεύθερης κρίσης, σέ βαθμό – ἄς ἐπιτραπεῖ ἡ λαϊκή ἔκφραση – πού νά «γράφει στά παλιά του ὑποδήματα» ὁποιαδήποτε καί ἀπό ὁπουδήποτε προερχόμενη παρέμβαση.
Αὐτή ἡ πραγματικότητα πρέπει νά εἶναι ἐμπεδωμένη καί στήν κοινωνική συνείδηση, ὥστε νά μή δημιουργοῦνται ἐντυπώσεις γιά ἐπηρεασμό τοῦ δικαστῆ κατά τό σχηματισμό τῆς δικαστικῆς του κρίσης ἀπό ὁποιαδήποτε παρέμβαση τρίτου πού φέρεται νά ὁδηγεῖ στήν παράβαση τοῦ δικαίου καί τήν ἐξυπηρέτηση τῆς ἀδικίας.
Σέ κάθε περίπτωση, ἐπειδή σέ ἕνα ὑγιές δημοκρατικό πολίτευμα, γιά τήν ἐπικράτηση τῆς μίας ἤ τῆς ἄλλης ἀντίληψης, τόν κύριο λόγο πρέπει νά ἔχει ἡ πλειοψηφία τῶν ἐνδιαφερομένων, θά ἦταν ἐνδεδειγμένο τό ζήτημα νά τεθεῖ ὑπό τήν κρίση ὅλων τῶν δικαστῶν καί δικηγόρων, προκειμένου νά ληφθεῖ συλλογική ἀπόφαση γιά τήν ὀρθότητα τῆς μίας ἤ τῆς ἄλλης ἀντίληψης, σέ σχέση μέ τά χριστιανικά σύμβολα.
Ἡ μόνη ρωγμή πού μπορεῖ νά παρατηρηθεῖ στή θεσμοθετημένη ἀνεξαρτησία τοῦ δικαστῆ, ἐντοπίζεται στό ἰσχῦον σήμερα ἀναχρονιστικό σύστημα προαγωγῆς στούς ἀνώτατους βαθμούς τῆς δικαστικῆς ἱεραρχίας (Πρόεδρο, Ἀντιπροέδρους) τῶν Ἀνώτατων Δικαστηρίων τῆς χώρας καί Εἰσαγγελέα τοῦ Α.Π. ἀπό τήν ἑκάστοτε πολιτική «κομματική» ἐξουσία. Κατά τό σύστημα αὐτό, χωρίς νά παραβλέπεται καί ἡ ὑπηρεσιακή ἀξιολόγηση, βασικό στοιχεῖο ἐπιλογῆς ἀποτελεῖ καί ἡ κομματική τοποθέτηση, ἤ μᾶλλον ἐκδήλωση τοῦ κρινόμενου, μέ τήν ἐντεῦθεν διάχυτη ἐντύπωση ὅτι ὁ εὐνοηθεῖς εἶναι ἀτύπως χρεωμένος καί μέ κάποιο «γραμμάτιο» μελλοντικῆς ἐξόφλησης. Καί ὄχι μόνο. Ἱκανός ἀριθμός ὑποψηφίων σέ ἀνύποπτο ἀκόμη χρόνο ἐπιδιώκει κατάλληλες διασυνδέσεις μέ πολιτικά – κομματικά στελέχη, προκειμένου νά ἔχουν τήν «συμπαράσταση» τῶν τελευταίων τήν κρίσιμη ὥρα, ἐνῶ τίς παραμονές τῶν σχετικῶν προαγωγικῶν κρίσεων οἱ προσπάθειες τέτοιων «διασυνδέσεων» πολλαπλασιάζονται, γεγονός πού εὐλόγως δημιουργεῖ ἐντυπώσεις γιά ἀθέμιτες παρεμβάσεις, ἀνεξάρτητα ἀπό τό ἄν οἱ ἐντυπώσεις αὐτές ἀνταποκρίνονται στήν πραγματικότητα. Τό κάθε κόμμα, ὅταν εἶναι στήν ἀντιπολίτευση τό διαλαλεῖ αὐτά σ’ ὅλους τους τόνους. Ὅταν ὅμως ἔλθει στήν ἐξουσία βλέπει μέ ἄλλο πρίσμα τό σύστημα καί δέν τό μεταβάλλει, γιατί, φαίνεται, ὅτι ἡ διατήρησή του «βολεύει».
Προβάλλεται ὡς ἀντεπιχείρημα ὅτι τό σύστημα αὐτό ἐφαρμόζεται καί σέ ἄλλα κράτη. Ὅμως, ἕνα κακό καί ὅταν ἀκόμη διαπράττεται ἀπό πολλούς, καθόλου δέν σημαίνει ὅτι μειώνεται ἡ ἀπαξία του.
Ἄς ἐλπίσουμε ὅτι θά ἐπικρατήσει κάποτε ἡ πολιτική ἐκείνη φρόνηση, πού θά ἀπαλείψει μέ ἀντίστοιχη συνταγματική τροποποίηση, αὐτήν τήν κηλίδα ἀπό τό σύστημα ἀνεξαρτησίας τῆς δικαιοσύνης, καί θά ἀναθέσει ὁριστικά τήν ἁρμοδιότητα τῆς ἐπιλογῆς τῆς ἠγεσίας τῆς Δικαιοσύνης στίς Ὁλομέλειες τῶν Ἀνώτατων Δικαστηρίων τῆς χώρας, ὡς τούς μοναδικούς καί ἀναμφισβήτητους φυσικούς καί κατάλληλους κριτές, γιά τήν ἱεραρχική ἐξέλιξη τῶν μελῶν τους, σέ ἀντίθεση μέ τήν κατ’ ἐξοχήν «ἀφύσικη» καί πλέον ἀκατάλληλη κομματική πλειοψηφία, «ἔστω καί ἄν ἐνεργεῖ ὑπό τό μανδύα» τῆς κρατικῆς ἐξουσίας.
Οἱ δικαστές τῶν Ἀνωτάτων Δικαστηρίων, στήν συντριπτική τους πλειοψηφία, δέν κομματίζονται. Ἔτσι, ἄν ἡ ἁρμοδιότητα τῶν προαγωγῶν τούς περιέλθει στή φυσική της πηγή, τίς Ὁλομέλειες τῶν Α.Δ. ὁποιοσδήποτε ὑποψήφιος πού τυχόν θά ἤθελε νά «προβάλλει» τήν κομματική του «ἰδεολογία» ὡς «προσόν» προαγωγῆς, θά ἔθετε ἑαυτόν, μετά βεβαιότητας, εἰς τό περιθώριο.
Συναφῶς, ἀξίζει νά ἐπισημανθεῖ τό γεγονός, ὅτι ἀκόμη καί οἱ Γενικοί Διευθυντές τῶν Ὑπουργείων, πού κατά τεκμήριο πρέπει νά εἶναι πρόσωπα τῆς ἄμεσης ἐμπιστοσύνης τῶν οἰκείων Ὑπουργῶν, δέν ἐπιλέγονται ἀπό τήν ἑκάστοτε Κυβέρνηση, ἀλλά ἀπό εἰδικά ὑπηρεσιακά συμβούλια, στά ὁποῖα δέν μετέχουν μέλη τῆς Κυβέρνησης ἤ κυβερνητικοί παράγοντες. Μόνο οἱ Γενικοί Γραμματεῖς τῶν Ὑπουργείων ἐπιλέγονται ἀπό τήν ἑκάστοτε πολιτική – κομματική ἐξουσία, καθόσον ἐπιτελοῦν ἔργο πού ἔχει σχέση καί μέ τήν ἐφαρμογή τοῦ προγράμματος, τό ὁποῖον ἔχει ἐξαγγελθεῖ προεκλογικά ἀπό τό κυβερνῶν κόμμα, καί ἑπομένως τά πρόσωπα αὐτά πρέπει νά ἐμφοροῦνται ἀπό τήν ἴδια κομματική – πολιτική ἰδεολογία, μέ ἐκείνη τῶν μελῶν τῆς ἑκάστοτε Κυβέρνησης.
Εἶναι ὅμως ὀρθό καί πρέπον καί τά ἀνώτατα στελέχη ἀπονομή τῆς δικαιοσύνης νά ταυτίζονται ἰδεολογικά – κομματικά μέ τά μέλη τοῦ κυβερνῶντος κόμματος, ὥστε ἔτσι νά ἀπονέμεται ὀρθότερα ἡ δικαιοσύνη; Ἄν μπορεῖ νά σταθεῖ μία τέτοια συλλογιστική, θά πρέπει, σέ κάθε κομματική κυβερνητική ἐναλλαγή, νά ἐπέρχεται καί ἄμεση ἀντικατάσταση καί τῆς ἡγεσίας τῶν Ἀνώτατων Δικαστηρίων, ὥστε νά ὑπάρχει ἔτσι «ἐναρμόνιση» τοῦ κυβερνητικοῦ ἔργου μέ τήν ὀρθότητα ἀπονομῆς τοῦ δικαίου!!!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.