Ἀρκετοὶ εἶναι αὐτοὶ ποῦ τοὺς ἀπασχολεῖ τὸ ἐρώτημα: «Ἀφοῦ ἕνας εἶναι ὁ Θεός, τότε γιατί ὑπάρχουν στὸν κόσμο τόσες θρησκεῖες; Γιατί τόσες πολλὲς θρησκεῖες ποὺ δυσκολευόμαστε ἴσως καὶ νὰ τὶς ἀριθμήσουμε ἀκόμα ἢ νὰ ἐντάξουμε τὴν καθεμιὰ στὴν ἰδιαίτερη ὁμάδα στὴν ὁποία ἀνήκει;
Ὁπωσδήποτε τὸ ἐρώτημα εἶναι πολὺ σπουδαῖο καὶ χρήζει ἀπαντήσεως, καὶ μάλιστα σοβαρῆς καὶ ἱκανοποιητικῆς.
Πρὶν ὅμως δοθεῖ ἀπάντηση, εἶναι ἀνάγκη, εἰσαγωγικῶς, νὰ τονίσουμε κάποιες...ἀλήθειες οἱ ὁποῖες ἰσχύουν πάντοτε, καὶ ποὺ θὰ μᾶς βοηθήσουν νὰ περάσουμε στὸ καθαυτὸ θέμα μας πού, ὅπως ἤδη εἴπαμε, εἶναι οἱ διάφορες θρησκεῖες.
Νὰ ἐπισημάνουμε λοιπόν, εὐθὺς ἐξαρχῆς, ὅτι τὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα ὑπάρχει σὲ ὅλους τους ἀνθρώπους καὶ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο πρὸς τὸ Θεῖον.
Εἶναι, θὰ λέγαμε, ἡ ζωντανὴ ἐπικοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν προσωπικὸ Θεό. Τὸν Πάνσοφο καὶ Πανάγαθο Δημιουργὸ ὅλων, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἐξαρτᾶται ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ ποὺ τείνει καὶ στρέφεται πρὸς Αὐτόν. Ὅπως τὰ ἄνθη στρέφονται πρὸς τὸν ζωογόνο ἥλιο, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ στρέφεται πρὸς τὸν Δημιουργό της, διότι ὁ Θεὸς εἶναι γιὰ αὐτὴν τὸ ὕψιστο ἀγαθὸ καὶ ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ τῆς εὐτυχίας. Εἶναι μάλιστα πολὺ χαρακτηριστικὸ τὸ περιστατικὸ μὲ τὸν ἐθνικό μας ποιητή, τὸν Διονύσιο Σολωμό. Κάποια ἡμέρα ποὺ ὁ Σολωμὸς ἔκανε τὸν περίπατό του σὲ ἕνα πάρκο, ἕνας γιὰ νὰ τὸν πειράξει στὸ πλέον εὐαίσθητο σημεῖο του, δηλαδὴ στὴν πίστη του στὸν Θεό, στάθηκε μπροστά του καὶ τὸν ρώτησε: «Πιστεύεις στὸν Θεό. Καὶ τί λοιπόν σου προσφέρει ὁ Θεός;» Καὶ ὁ πιστὸς ποιητής, ἡ μεγάλη αὐτὴ καρδιά, ἀντὶ ἄλλης ἀπαντήσεως, σκύβει, παίρνει στὸ χέρι τοῦ ἕνα μικρὸ ἀγριολούλουδο, τὸ ὑψώνει καὶ τοῦ ἁπαντά: «Τί μου προσφέρει ὁ Θεός; Ό, τί καὶ ὁ ἥλιος σ’ αὐτὸ τὸ λουλουδάκι!»
Φίλοι μου, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ δοθεῖ περισσότερο θεολογική, ὑπαρξιακὴ καὶ ποιητικὴ ἀπάντηση! Ναί, ὅπως τὰ ἄνθη ὅταν εἶναι ζωντανὰ καὶ ἀνθισμένα, στρέφονται πρὸς τὸ ἡλιακὸ φῶς γιὰ νὰ συνεχίσουν νὰ ὑπάρχουν, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ στρέφεται πρὸς τὸν Δημιουργό του, μέσω αὐτοῦ ἀκριβῶς τοῦ θρησκευτικοῦ λεγομένου συναισθήματος, τὸ ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ κατασκευαστὴς τοῦ τοῦ φύτεψε στὰ βάθη τῆς ὑπάρξεώς του.
Καὶ ὅτι ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, καὶ προφανῶς παραλογίζονται ὅσοι ὑποστηρίζουν τὰ ἀντίθετα, τὸ ὅτι δηλαδὴ τὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα εἶναι πανανθρώπινο καὶ ἀπ` ἀρχῆς τῆς ἐμφανίσεως τοῦ ἀνθρώπου στὸ μεγάλο σπίτι ποὺ ὀνομάζεται πλανήτης γῆ, τοῦτο τὸ βλέπουμε σὲ πλεῖστες ὅσες περιπτώσεις καὶ μᾶς τὸ ἐπιβεβαιώνει αὐτὴ ἡ ἱστορία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Μὲ κλασσικὸ τρόπο ἔχει συνοψίσει τὴν ἀλήθεια αὐτὴ γιὰ τὴν καθολικότητα τῆς θρησκείας ὁ Πλούταρχος: «Εὔροις δ’ ἂν ἐπὶ ὧν πόλεις ἀτειχίστους, ἀγραμμάτους, ἀβασιλεύτους, ἀοίκους, ἀχρημάτους, νομίσματος μὲ δεομένας, ἀπείρους θεάτρων καὶ γυμναστηρίων. Ἀνιέρου δὲ πόλεως καὶ ἀθέου, μὴ χρωμένης εὐχαῖς, μὴ δ’ ὄρκοις, μηδὲ μαντείαις, μηδὲ θυσίαις ἐπ’ ἀγαθοῖς, μὴ δ’ ἀποτροπαῖς κακῶν οὐδείς ἐστι, οὐδ’ ἔσται γεγονῶς θεατής…» (Πρὸς Κωλώτην, 1126bcd – e).
Καὶ ἐπειδὴ ἔχουμε τὴν εὐλογία νὰ ἀνήκουμε στὸ Ἑλληνικὸ Ἔθνος ποὺ τόσα πρόσφερε, ὡς γνωστόν, σὲ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα, εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ Ἕλληνας, ὅσο εἶναι γνωστὰ τὰ ἴχνη του στὴν Ἱστορία, ἔχει θεοκεντρικὴ ὕπαρξη. Ἀθεΐα στὸν ἀρχαῖο Ἕλληνα εἶναι ἄγνωστη. Τοῦτο τὸ ἀλλοπρόσαλλο στὴν κυριολεξία φαινόμενο θὰ μᾶς εἰσαχθεῖ τοὺς τελευταίους αἰῶνες ἀπὸ τὴν Δυτικὴ Εὐρώπη. Τὰ ἀρχαιότερα ἑλληνικὰ γραπτὰ κείμενα, δηλαδὴ τὰ Ὁμηρικὰ Ἔπη, εἶναι θριαμβευτικὴ καταξίωση τοῦ διαλόγου θεοῦ – ἀνθρώπου, κάτι ποὺ μέσα στὴ διεργασία τῆς φιλοσοφικῆς σκέψης, ἀργότερα, θὰ ἀναχθεῖ σὲ λυτρωτικὴ ζήτηση…
Νὰ θυμηθοῦμε ἀκόμα, στὴν παράγραφο αὐτή, ὅτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, στὴν ἐπίσκεψή του στὴν Ἀθήνα, θὰ χαρακτηρίσει τοὺς προγόνους μᾶς Ἀθηναίους – Ἕλληνες ὡς «Δεισιδαιμονεστέρους» (Πράξ. Ἄπ. 17,22), δηλαδή, «Εὐσεβεστάτους», διότι τὰ πάντα στὴν Ἀθήνα μαρτυροῦσαν αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἀπεγνωσμένη ἀναζήτηση τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ (τοῦ «Ἀγνώστου Θεοῦ»), ποὺ στὴ συνέχεια ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τοὺς τὸν κατέστησε γνωστὸ στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὁπωσδήποτε, τὸ θρησκευτικὸ φαινόμενο ἢ σὲ περισσότερο ἀνεπτυγμένη μορφὴ ἢ θρησκεία, ἀποτελεῖ βασικότατο γνώρισμα τοῦ ἀνθρώπου, διότι αὐτὸς εἶναι ἐκ φύσεως ὂν θρησκευτικόν. Καὶ αὐτοὶ ἀκόμα ποὺ πολεμοῦν τὴν θρησκεία καὶ τὴν πίστη, μὲ κύριο στόχο τοὺς τὸν Χριστιανισμό, καὶ μάλιστα τὴν Ὀρθοδοξία, καὶ διατείνονται urbi et orbi (στὴν πόλη καὶ στὴν οἰκουμένη) ὅτι δὲν πιστεύουν σὲ τίποτε, καὶ αὐτοὶ ἀκόμα κατὰ βάθος ἔχουν θρησκευτικότητα καί, ὅταν παρουσιάζεται ἡ κατάλληλη ἀφορμή, καταφεύγουν στὸν προσωπικὸ θεό, τὸν ὁποῖο μέχρι πρὶν πεισματικῶς ἀρνιόντουσαν.
Ὑπάρχουν πάρα πολλὰ παραδείγματα ἀνθρώπων, ἀπίστων καὶ ἀθέων, οἱ ὁποῖοι μετὰ ἀπὸ ἕνα συγκλονιστικὸ γεγονὸς τῆς ζωῆς τους, ὄχι ἁπλῶς ἐπανῆλθαν στὴν πίστη, ἀλλὰ ἔγιναν καὶ συνειδητὰ μέλη τῆς ἐκκλησίας μας. Καὶ αὐτὸ ποὺ προξενεῖ ἰδιαίτερη ἐντύπωση εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι σὲ ἐποχὲς ἀναστατώσεων καὶ ἐπαναστάσεων, ὅταν θέλησαν κάποιοι νὰ ἐκριζώσουν τὴν πίστη ἀπὸ τὴν ψυχὴ τῶν λαῶν, διότι δῆθεν ἡ πίστη καὶ ἡ χριστιανικὴ ἐκκλησία παρακωλύουν τὴν πρόοδο καὶ τὸν πολιτισμό, αὐτὸ ποὺ κατόρθωσαν, ἦταν, παρὰ τοὺς διωγμοὺς καὶ τὰ μαρτύρια, οἱ ἄνθρωποι νὰ αὐξάνουν ἔτι πλέον μέσα στὴν καρδιὰ τοὺς τὴν ζωντανὴ πίστη στὸν Θεό. Τόσο ἡ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση τὸ 1789, ὅσο καὶ ἡ Μπολσεβικικὴ στὴ Ρωσία τὸ 1917, ἀποδεικνύουν τοῦ λόγου τὸ ἀληθές.
Καὶ ἐπειδὴ ἀναφερθήκαμε στὴ Ρωσία, θὰ κλείσουμε τὸ πρῶτο αὐτὸ μέρος μὲ μία ἱστορία (ἀνέκδοτο) ποὺ ἐπιβεβαιώνει τὰ ὅσα εἴπαμε. Ὅτι δηλαδὴ ἡ πίστη εἶναι ριζωμένη μέσα στὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου καὶ εἶναι ἀδύνατον νὰ ἐξαφανιστεῖ.
Ρωσία, πρὸ Γκορμπατσὼφ ἐποχή:
«Οἱ φοιτητὲς εἴχανε δώσει τὶς πτυχιακές τους ἐξετάσεις καὶ ὡς τελευταῖο μάθημα, γιὰ νὰ λάβουν τὰ πτυχία τους, διαγωνίστηκαν στὸ μάθημα τῆς «ἀθεΐας» (ἀναγκαῖο τοῦτο). Μία φοιτήτρια ποὺ δὲν τὸ περίμενε κανείς, στὸ μάθημα αὐτὸ ἀρίστευσε πρὸς ἔκπληξη τῶν πανεπιστημιακῶν καθηγητῶν της.
Ἂς παρακολουθήσουμε τὸν διάλογο:
Κάθ. : «Παιδί μου συγχαρητήρια, ἀρίστευσες».
Φοιτήτρια : (Συγκινημένη) «Σοβαρά; Ἄχ, δὲν τὸ περίμενα. Σᾶς εὐχαριστῶ πολύ.»
Κάθ. : «Ναί, ἀλήθεια, πῶς μπόρεσες νὰ τὸ κατορθώσεις αὐτό; Εἶναι σπάνιο πράγμα νὰ ἀριστεύει κανεὶς στὸ μάθημα αὐτό. Προφανῶς θὰ ἐργάστηκες καὶ θὰ μελέτησες πάρα πολύ».
Φοιτήτρια: «Μπά, ὄχι…»
Κάθ. : «Μά, δὲν μπορεῖ, πῶς ὄχι; Ἐσὺ ξεπέρασες κάθε προσδοκία. Τί ἔκανες;»
Φοιτήτρια: «Τί ἔκανα; Ά, πολὺ ἁπλά, τὸ πρωὶ πρὶν ἔρθω νὰ γράψω πέρασα ἀπὸ ἕνα μισοκατεστραμμένο ἐκκλησάκι καὶ ἄναψα ἕνα κεράκι γιὰ νὰ γράψω στὸ μάθημα καλά».
-Κόκκαλο οἱ καθηγητές!»
Λοιπὸν φίλοι μου, πράγματι, ὅπως ἔλεγε καὶ ἕνας πρώην ἄθεος, τὸ νὰ ὁμολογεῖ κανεὶς σήμερα ὅτι πιστεύει στὸν Θεό, αὐτὸ εἶναι πολὺ «in».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου