1 Απρ 2010

Πάσχα μέ τούς Ρωμηούς στίς ἄγνωστες ἐνορίες τῆς Πόλης





Γιά ἄλλη μία φορά, μέ ἔχει τρομάξει καί φέτος ἡ προαναγγελθεῖσα εἰσβολή τῶν Ἑλλήνων στήν Πόλη γιά τό Πάσχα. Τῶν λεωφορείων τοῦ μαζικοῦ τουρισμοῦ πού κουβαλοῦν κόσμο σάν πρόβατα ἀπό τό Πατριαρχεῖο στήν Ἁγία Σοφία καί τήν Πρίγκηπο, ἐξαντλώντας τυπικά καί μηχανικά ἕνα δρομολόγιο στάσεων.
Τῶν κοπαδιῶν πού θά κατακλύσουν ἀλαλάζοντα τή Μεγάλη Ὁδό τοῦ Πέραν, φωνάζοντας οἱ μέν στούς δέ τιμές καί νοστιμιές πού ἐντοπίζουν στίς βιτρίνες. Ὅλων ὅσων θά ἔρθουν καί θά φύγουν χωρίς νά ἔχουν δεῖ, νιώσει ἡ ἀφομοιώσει τίποτε ἀπό τήν Πόλη.
Κουβαλώντας πίσω, στή βαλίτσα τῆς ἡμιμάθειας καί τῶν προκαταλήψεών τους, κάποιες ἐλάχιστες προσθῆκες στίς εἰκόνες τῶν κάρτ-ποστάλ πού ἤδη γνώριζαν, μαζί μέ κάποιες γευστικές ἐμπειρίες καί μερικές – ὄχι πιά τόσο φθηνές! – ἀγορές.
Γιά ὅλους αὐτούς πού, ἄς μου ἐπιτραπεῖ ἡ κακεντρέχεια, θά δυσκολεύονταν νά ξεχωρίσουν μία φωτογραφία τῆς Ἁγίας Σοφίας ἀπό μία του τεμένους Σουλτάναχμετ (τοῦ Μπλέ Τζαμιοῦ), πού νομίζουν ὅτι τό Φανάρι εἶναι ἀκόμη ἑλληνική γειτονιά καί πώς στήν Τουρκία κυβερνᾶ ὁ στρατός, λυπᾶμαι, ἀλλά δέν ἔχω τίποτε νά προτείνω. Ἴσως κάποιους μῆνες ἐντατικῆς ἐπιμόρφωσης... Γιά τούς ὑπόλοιπους, πού δέν ταξιδεύουν μέ γκρούπ καί δέ φοροῦν παρωπίδες, πού δέν ἦλθαν ψάχνοντας δερμάτινα ἤ «μπουζούκια» (δέν ἔχουμε ἀπό αὐτά στήν Πόλη, λυπᾶμαι) ἀλλά τό χρῶμα τῆς Κωνσταντινούπολης, θά τούς πρότεινα νά συνεορτάσουν τό Πάσχα μέ τούς Ρωμηούς καί τούς Ἑλλαδῖτες πού μετοικήσαμε ἐδῶ, κατά τά τοπικά ἔθιμα....

Οἱ περίπου 5000 Ἑλληνορθόδοξοί της Πόλης (Ἑλληνικῆς καί Ἀραβικῆς καταγωγῆς σέ ἴσα περίπου μέρη) καί οἱ διακόσιοι νέοι Ἑλλαδῖτες πού ζοῦμε ἐδῶ μόνιμα θά ἑορτάσουμε τό Πάσχα μαζί μέ τούς Τούρκους καί ἀλλοδαπούς φίλους μας στίς ἄγνωστες γιά τούς πολλούς ἐνορίες τῆς Πόλης. Μακριά ἀπό ὅλο αὐτό τό συρφετό, μακριά ἀπό τόν ἀποκαρδιωτικό συνωστισμό στό Πατριαρχεῖο – λές καί δέν ὑπάρχει ἄλλη ἐνορία πού νά ἑορτάζει τήν Ἀνάσταση! Οἱ ἄγνωστες αὐτές ἐνορίες, συχνά κρυμμένες μέσα στά δάση τῆς εἰδυλλιακῆς Πολίτικης περιφέρειας, θά γεμίζουν αὐτές τίς ἐορτάσιμες ἡμέρες γιά μόνη φορά μέσα στό χρόνο. Ἐλλείψει πιστῶν, πολλές ἀπό τίς 83 Ἑλληνικές ἐκκλησίες τῆς Κωνσταντινούπολης παραμένουν τόν ὑπόλοιπο χρόνο ἀδειανές, μέ μόνη ἐξαίρεση τήν ἡμέρα πού τιμᾶται ὁ Ἅγιός τους.

«Δέν ὑπάρχουν πιά τά ἔθιμά μας. Ἐκεῖνοι πού φύγανε τά πήρανε μαζί τους» παραπονεῖται ὁ Μιχάλης Βασιλειάδης, διευθυντής τῆς «Ἀπογευματινῆς», μίας ἐκ τῶν δύο Ἑλληνικῶν ἐφημερίδων τῆς Πόλης. «Τά ἔθιμα τηροῦνταν ὅταν οἱ Ἕλληνες ζοῦσαν συλλογικά, κοντά ὁ ἕνας μέ τόν ἄλλο, σέ ἕνα εἶδος γκέτο. Ὅσοι ἀπομένουν σήμερα εἶναι σταγόνα στόν ὠκεανό. Ἔθιμα σέ μία κοινότητα τῆς ὁποίας τά μέλη ζοῦν μεμονωμένα δέ νοοῦνται.» Κάποιες ὡστόσο ἀπό τίς ἰδιόμορφες πασχαλινές συνήθειες τῆς ἄλλοτε ἀκμάζουσας Ὁμογένειας ἐπιβιώνουν, ἄν καί πρέπει νά σημειωθεῖ πώς τό Πάσχα τῶν Πολιτῶν δέν εἶχε ἔθιμα τόσο κραυγαλέα διαφορετικά ἀπό ἐκεῖνα στήν Ἑλλάδα, ὅπως τό Μπακλαχοράνι – τό καρναβάλι τῆς Καθαρᾶς Δευτέρας. Τά ἔθιμα πού ἀξίζει νά ἀναφερθοῦν καί οἱ ἀντίστοιχες ἐνορίες πού προτείνουμε εἶναι οἱ ἑξῆς:
Μεγάλη Τρίτη στόν Πατριαρχικό ναό
Ἡ πνευματική ἀκτινοβολία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ξεπερνᾶ κατά πολύ τόν ὑλικό κόσμο τῶν ἐνδιαιτημάτων του. Τό Πατριαρχεῖο ἐντυπωσιάζει μέ τήν ἁπλότητα τῶν κτιρίων του, ἐνῷ ἡ μεγαλοπρέπεια καί ἡ ἐπιβλητικότητα τῆς Μεγάλης του Γένους Σχολῆς στό διπλανό λόφο τό κάνει νά μοιάζει χωρικά ἀκόμη πιό ἀσήμαντο. Ἡ στενότητα τοῦ χώρου μετατρέπει τό Πατριαρχεῖο σέ κόλαση ὅταν ξεβράζονται ὁμαδικά τά γκρούπ τῶν ἐκδρομέων.

Ἡ καλύτερη στιγμή γιά νά τό ἐπισκεφθεῖ κανείς μεσούσης τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας, ἐφόσον βέβαια τό θεωρήσει ἀπαραίτητο παρά τό γεγονός ὅτι ἡ ἐποχή δέν προσφέρεται γιά μία τέτοια ἐπίσκεψη, εἶναι ἡ Μεγάλη Τρίτη. Δέν ἐπικρατεῖ ὁ ἀποκαρδιωτικός συνωστισμός τοῦ τέλους τῆς ἑβδομάδας, ἐνῷ ἡ καλλίφωνη χορωδία τοῦ Πατριαρχικοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ψάλλει τό Τροπάριο τῆς Κασσιανῆς κατά τό Βυζαντινό τυπικό. Προτοῦ ἀποτραβηχθεῖ στήν ἐκκλησία, ἐπιβάλλεται νά περιδιαβεῖ κανείς τήν κάποτε ἀμιγῶς Ἑλληνική συνοικία τοῦ Φαναρίου. Νά θαυμάσει τίς ἀνηφοριές μέ τά ὄμορφα Ἑλληνικά τρίπατα σπίτια (1880-1920) καί νά ξετρυπώσει τίς μικρές ἐνορίες κρυμμένες πίσω ἀπό τούς μαντρότοιχούς τους. Ἕλληνες δέν ἀπομένουν ἐδῶ, τά κτίρια ὅμως διασώουν τή μνήμη τῆς κοινότητας. Ἡ Μεγάλη Σχολή μέ τήν αἴθουσα τελετῶν τῆς στολισμένη μέ τοιχογραφίες σέ ἀττικό ρυθμό εἶναι ἰδιαίτερα ἀξιεπίσκεπτη (εἶναι ἀνοικτή τό πρωί καθώς λειτουργεῖ μέ τριάντα περίπου μαθητές). Ἀξιεπίσκεπτη καί ἡ Παναγία τῶν Μογγόλων (Μουχλιώτισσα), μόνη Βυζαντινή ἐκκλησία πού παραμένει σέ χέρια Ἑλληνικά.

Μεγάλη Παρασκευή πρωί: Οἱ Ἑπτά Ἐπιτάφιοι καί ἡ Ζουλόπετρα

Καθαρά Πολίτικο ἔθιμο ἀποτελεῖ τό Προσκύνημα τῶν Ἑπτά Ἐπιταφίων, τό πρωί τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς. Ἀποτελεῖ μάλιστα ἔθιμο κοινό σέ ὅλες τίς Χριστιανικές κοινότητες τῆς Πόλης. «Δέν εἶναι κάτι τό θεσμοθετημένο, ὅποιος θέλει τό κάνει» ἐξηγεῖ ὁ Πρόεδρος τοῦ Συλλόγου Ἀποφοίτων Ζωγραφείου καί τῆς Ρωμαίικης Κοινότητας Νεοχωρίου Λάκης Βίγκας. «Τό εἶχαν καί οἱ Καθολικοί καί οἱ Ἀρμεναίοι. Ἡ μητέρα μου, πού ἦταν Λεβαντίνα, τό τηροῦσε κι ἐκείνη».

Οἱ πιστοί ἐπισκέπτονται ἑπτά ἐκκλησίες καί περνοῦν κάτω ἀπό τούς ἐπιταφίους τους. «Μέσα στίς ἑπτά συμπεριλαμβάνουν καί ἐκείνη τοῦ νεκροταφείου, ὅπου κεῖνται οἱ συγγενεῖς τους» ἐξηγεῖ ὁ Βασιλειάδης. «Τελοῦν τρισάγια στούς τάφους καί μοιράζουν κόλλυβα. Αὐτές τίς μέρες παραδοσιακά μαζεύονταν καί οἱ ἐπαῖτες ἔξω ἀπό τά Ρωμαίικα κοιμητήρια, στό Σισλί καί τό Μπαλουκλί». Πολλές φορές Πολίτικοι σύλλογοι ὀργανώνουν προσκυνήματα μέ λεωφορεῖα, πού ἐκκινοῦν ἀπό τήν ὄπερα στήν πλατεῖα Τάξιμ. Λεπτομέρειες μπορεῖ νά βρεῖ κανείς στίς δύο Ἑλληνικές ἐφημερίδες τῆς Πόλης, τήν Ἀπογευματινή καί τήν Ἠχώ, ἀλλά καί ἀνηρτημένες στίς ἐκκλησίες.

Στήν καρδιά τοῦ ἄλλοτε Ἑβραϊκοῦ γκέτο τοῦ Μπαλατᾶ (Balat), συνοικίας πού ἐκτείνεται μεταξύ του Φαναρίου καί τῶν Βλαχερνῶν, βρίσκεται ὁ ναός τῶν Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν, γνωστός καί ὡς Ἀη-Στράτης. Ἐδῶ προσέρχονται οἱ Ρωμηοί τή Μεγάλη Παρασκευή γιά νά περάσουν τή Ζουλόπετρα, μία στενή ὀπή στή βάση ἑνός τοίχου τοῦ ναοῦ πού βγάζει σέ ἕνα μικρό δωμάτιο. Κατά τήν παράδοση, οἱ πιστοί διέρχονται τό μᾶλλον τρομακτικό αὐτό πέρασμα τρεῖς φορές – ἀρχέγονη πράξη ἐπίκλησης τῆς καλῆς τύχης.

Ἡ περιφορά τοῦ Ἐπιταφίου στήν Πρίγκηπο
Ἡ συγκινητικότερη στιγμή τοῦ Πολίτικου Πάσχα εἶναι ἡ περιφορά τοῦ Ἐπιταφίου στούς δρόμους τῆς Πριγκήπου. Ἡ Παναγία τῆς Πριγκήπου εἶναι ἡ μόνη ρωμαίικη ἐνορία πού πραγματοποιεῖ περιφορά ἔξω στούς δρόμους. Τό ἔθιμο ἀναβίωσε γιά πρώτη φορά τό 2004. Ἡ ἀκολουθία ξεκινᾶ πολύ νωρίς, λίγο μετά τίς πέντε, καί ὁ Ἐπιτάφιος βγαίνει κατά τίς ἐξίμισυ. Τά πλοῖα γιά τά Πριγκηπόνησα ἐκκινοῦν ἀπό τό Καμπάτας, στό στόμιο τοῦ Βοσπόρου, καί ἡ διαδρομή πρός τήν Πρίγκηπο διαρκεῖ περίπου μιάμιση ὥρα. Ὑπάρχουν πολλά δρομολόγια ἀπό νωρίς τό πρωί ὡς ἀργά τό βράδυ.
Θυμᾶμαι ἔντονα τήν πρώτη ἐκείνη περιφορά τοῦ 2004, μετά δεκαετίες ἀπαγορεύσεων. Πίσω ἀπό τήν ἐντυπωσιακή Ἄρ Νουβῶ Σκάλα τῆς Πριγκήπου ὑποδεχόταν τούς προσκυνητές ἕνα μεγάλο πανό: «Καλό Πάσχα στούς Ρωμιούς συμπατριῶτες μας. Δημαρχία Πριγκηποννήσων». Στή μικρή πλατειοῦλα ὅπου σταθμεύουν οἱ ἅμαξες γιά τό γῦρο τοῦ νησιοῦ, βρίσκεται ἡ ἐκκλησία τῆς Παναγίας. Οἱ ψαλμῳδίες ἀκούγονταν ἔξω στήν πλατεῖα, γεμάτη ἀπό ἀστυνομικούς καί ἁμαξάδες. Οἱ τελευταῖοι κουβεντίαζαν ἀμέριμνα. Πελάτες γιά τόν γῦρο δέ βρίσκονταν.
Ὁ δήμαρχος Πριγκηποννήσων ὑποδεχόταν τούς πιστούς στόν ἐξωνάρθηκα. Ἡ Κατερίνα, μεσήλικη Ἑλληνοαμερικανίδα πού γεννήθηκε καί μεγάλωσε στό νησί, δάκρυζε συνεχῶς. «Εἶμαι τόσο συγκινημένη». Ἐκείνη καί ὁ ἐπίσης Πριγκηπινός ἄνδρας της δέν εἶχαν ἐπισκεφθεῖ τή γενέτειρά τους γιά πάνω ἀπό τριάντα χρόνια. «Μέ κακές μνῆμες φύγαμε». «Συγκινήθηκα πού ἦρθε ὁ δήμαρχος. Ποῦ μᾶς δείχνουν πῶς τούς ἀρέσει ἡ παρουσία μας καί ἡ γιορτή μας», μᾶς εἶχε πεῖ ἡ Στέλλα, Πριγκηπινή πού τώρα ζεῖ στή Θεσσαλονίκη.
Ἡ περιφορά ἔκτοτε γεμίζει τήν ἐκκλησία μέ κόσμο. Πριγκηπινοί πού ἐπιστρέφουν στή γενέτειρά τους, ἀλλά καί Πολῖτες ἀπό ὅλη τήν Κωνσταντινούπολη. «Κάθε χρόνο ἐρχόμαστε, ἀπό τότε πού ἐπιτρέψανε τήν περιφορά», λέει ἡ Ἕλλη, πού ἔφθασε μέ τόν σύζυγο, τά παιδιά καί τούς γέρους γονεῖς της ἀπό τό Μέγα Ρεῦμα τοῦ Βοσπόρου. «Ὅταν ἤμασταν νέοι, γεμάτες ἦταν οἱ ἐκκλησίες. Σήμερα, κινδυνεύεις νά βρεθεῖς μόνη μέ τόν παπά» παραπονεῖται ἡ ἡλικιωμένη μητέρα της.

Καθώς ἡ πομπή βγαίνει, οἱ ἁμαξάδες παρατάσσονται σοβαροί καί ἀμίλητοι. Προπορεύονται τά παιδιά μέ τίς λαμπάδες, ἀκολουθεῖ ἡ χορωδία –νέες Ρωμιές ἀπό ὅλη τήν Πόλη– ὁ ἐσταυρωμένος καί οἱ ἱερεῖς, ἐνῷ ἀκολουθοῦν πενήντα περίπου πιστοί μέ ἀναμμένα κεριά. Ἀνάμεσά τους, ξένοι καί Τοῦρκοι δημοσιογράφοι, ἀλλά καί οἱ Τοῦρκοι καί ἀλλοδαποί φίλοι πού μᾶς συνοδεύουν. Μεγάλο ἐκκλησίασμα γιά μία ἑλληνική ἐνορία τῆς Πόλης στό σημεῖο πού ἔχουμε φθάσει σήμερα.

Οἱ ἀστυνόμοι κυκλώνουν τήν πομπή, τῆς ἀνοίγουν δρόμο καί μιλοῦν ἐνίοτε στούς ἀσυρμάτους. Οἱ καταστηματάρχες βγαίνουν στίς πόρτες καί στέκονται ἀμίλητοι. Πολλοί Τοῦρκοι περιεργάζονται ἕνα θέαμα πού, στούς περισσότερους, μοιάζει ὅσο «ἐξωτικό», ὅσο θά ἦταν μία πομπή βουδιστῶν μοναχῶν σέ μία συνοικία τῆς Ἀθήνας. Οἱ περισσότεροι ἔχουν ἔλθει ἀπό τήν Ἀνατολία, δέν πρόλαβάν τους Δέ θυμοῦνται τούς Ἕλληνες καί δέν τούς θυμοῦνται. «Ἄκου, τραγουδοῦν!» Μία κυρία βγαίνει στό παράθυρο μέ τό κινητό ἀνοιχτό, γιά νά ἀκούσει ὁ συνομιλητής.
Μία ἄλλη, στό δικό της, ἔχει ὑψώσει τά χέρια κατά τό Μουσουλμανικό τυπικό δέησης. «Ὁ Θεός νά δεχθεῖ τίς προσευχές σᾶς» φωνάζει καί μᾶς χαμογελᾶ. Ἄν οἱ Τοῦρκοι νιώθουν καλοπροαίρετη περιέργεια, γιά τούς Ρωμιούς κυριαρχεῖ ἡ συγκίνηση. Πολλοί ἀπό τούς γηραιότερους κλαῖνε. Ὁ Ἐπιτάφιος συμβολίζει τό θάνατο τῆς δικῆς τους κοινότητας, πού ἔχει ἀποδεκατισθεῖ. Ἡ Ἀνάσταση τῆς Ὁμογένειας δέν εἶναι καθόλου βέβαιη, καί σίγουρα δέ θά πάρει τρεῖς ἡμέρες.

Ἡ πομπή κάνει τό γύρω της πόλης καί ἐπιστρέφει στήν Παναγία. Ἕνας μεσήλικος κύριος στέκεται στήν πόρτα τοῦ ναοῦ καί εὔχεται στούς πιστούς: «Ἀλλάχ καμπούλ ἐτσίν» (Νά δεχθεῖ ὁ Θεός τίς προσευχές σας). Δέν εἶναι ἐκπρόσωπος καμιᾶς ἀρχῆς καί κανείς δέν τόν παρότρυνε νά τό κάνει. «Πολύ χαίρομαι πού ξανατελεῖται ἡ ἑορτή», λέει. Ὀνομάζεται Ρεφίκ καί εἶναι καταστηματάρχης. «Πρόλαβα νά δῶ τήν Πρίγκηπο μία μικρή Ἑλλάδα. Τότε πολύ λίγοι Τοῦρκοι μέναμε ἐδῶ», λέει. «Θυμᾶμαι τίς γιορτές τοῦ Πάσχα καί τά Θεοφάνια. Τότε κάθε ἐκκλησία ἔβγαζε δικό της Ἐπιτάφιο, καί οἱ πομπές συναντιοῦνταν στό λιμάνι. Ἐκεῖ ἔριχνε ὁ παπάς καί τόν σταυρό τῶν Θεοφανίων. Μετά ὅλα σταμάτησαν καί τό γιατί νομίζω τό γνωρίζετε καλύτερα ἀπό μένα».
Γιά ὅσους τό ταξίδι μέ τό πλοῖο στήν Πρίγκηπο πέφτει μακριά, μποροῦν νά παρακολουθήσουν τήν ἀκολουθία τοῦ Ἐπιταφίου στήν Παναγία τοῦ Πέραν, πού μόλις φέτος ἄνοιξε μετά ἀπό πολυετῆ ἀνακαίνιση, ἤ τήν Εὐαγγελίστρια Προπόδων Ταταούλων στό Ντολάπντερε. Ἡ Ἁγία Τριάδα Σταυροδρομίου εἶναι πολύ κεντρικότερη, δίπλα στήν πλατεῖα Τάξιμ, ἐνῷ εἰδυλλιακό εἶναι τό περιβάλλον στόν Ἅγιο Γεώργιο στό Τσενγκέλκιοϊ. Ἡ τελευταία αὐτή ἐκκλησία ἔχει τό ὡραιότερο ἴσως ξυλόγλυπτο τέμπλο ναοῦ τῆς Πόλης, ἐνῷ ἡ περιφορά τοῦ Ἐπιταφίου λαμβάνει χώρα στόν τεράστιο κῆπο της.
Ἀνάσταση στό Νιχώρι
Ἡ ἀναστάσιμη ἀκολουθία γεμίζει κάθε χρόνο τίς ἐκκλησίες τοῦ Νεοχωρίου, τῆς πιό δυναμικῆς σήμερα ἀπό τίς Ρωμαίικες κοινότητες τοῦ Βοσπόρου. Τό ἄλλοτε μεγάλο ἑλληνικό χωριό ἔχει ὑμνήσει καί ὁ Καβάφης, πού ἔζησε κάποια χρόνια ἐδῶ, ἀφιερώνοντας ἕνα ποίημα στή φυσική καλλονή του. «Τήν πρασινάδα πού θά ’δης ἐκεῖ νά μήν ἐλπίσης πού σ’ ἄλλο μέρος θά τήν βρής.» Ψηλά στό λόφο, ἡ ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Νικολάου, πού κτίσθηκε τό 1772, χάνεται μέσα στά δένδρα. Αὐτή τῆς Παναγίας Κουμαριώτισσας δεσπόζει στόν κεντρικό δρόμο. Μία ἀπό τίς δύο γίνεται τό ἐπίκεντρό του ἐνδιαφέροντος τό βράδυ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου κάθε χρόνο. Φέτος, μᾶς πληροφορεῖ ἡ Μαρίνα Δρυμαλίτου πού συντονίζει τίς πολιτιστικές δραστηριότητες τῆς ὁμογένειας, εἶναι ἡ σειρά τοῦ Ἁγίου Νικολάου, μέ τό ἀριστουργηματικό ἐπίχρυσο εἰκονοστάσιο.

Τό ἐκκλησίασμα εἶναι πάντοτε ἕνα ἐθνικό καί κοινωνικό ψηφιδωτό. Οἱ λίγοι – ἡλικιωμένοι ὡς ἐπί τό πλεῖστον – Νιχωρίτες ὑποδέχονται τούς Ρωμηούς συμπολῖτες τους, πολλοί ἀπό τούς ὁποίους καταφθάνουν μέ Τούρκους καί Ἀρμένιους φίλους, Ρώσους, Σέρβους καί ἄλλους Ὀρθοδόξους της Πόλης, ντόπιους ἤ μετανάστες.
Στό Νιχώρι μαζευόμαστε καί ὅλοι οἱ Ἑλλαδῖτες καί Ἑλληνοκύπριοι πάροικοί της Πόλης, πάντα σχεδόν μέ Τούρκους κοντινούς φίλους, τούς ὁποίους διακατέχει ἡ περιέργεια γιά τά ὑπό ἐξαφάνιση ἔθιμα τῶν γηγενῶν της Πόλης. Ἡ λιτανεία εἶναι κάτι σάν προσκλητήριο γιά μεγάλο μέρος τῆς φιλελεύθερης διανόησης τῆς Πόλης. Τοῦρκοι στορικοί, πανεπιστημιακοί, ἐθνολόγοι, φωτογράφοι, δικηγόροι καί ὅλοι ὅσοι στηρίζουν καί στέκονται πλάι στήν Πολίτικη Ρωμηοσύνη καταφθάνουν στό ναό γιά τήν ἀκολουθία, καί συμμετέχουν στό γεῦμα πού παρέχεται στόν κῆπο τῆς ἐκκλησίας στή συνέχεια.

Στό Νιχώρι ἔρχονται ἀνελλιπῶς ἐδῶ καί χρόνια καί ὁ Ἀχμέτ καί ἡ Νέτζλα Ὄζγκιουνες, πού ἀσπάσθηκαν πρόσφατα τήν Ὀρθοδοξία, καί οἱ κόρες τούς Νεσλιχᾶν καί Μέριτς, ἡ τελευταία παντρεμένη μέ τόν Ἕλληνα ἱστορικό Κώστα Τσιτσελίκη καί κάτοικος Θεσσαλονίκης.
Καί οἱ δύο κόρες δηλώνουν ὅτι δέν τίς ἀπασχολεῖ καθόλου τό θέμα τῆς θρησκείας, ἐνῷ τίς προσελκύουν τά ἔθιμα. Ἡ Ἰντίλ, παντρεμένη μέ Ἕλληνα, ζεῖ καί αὐτή στήν Ἑλλάδα. «Μοῦ ἀρέσει ἡ αἰσθητική της Ὀρθοδοξίας. Ἀλλά οὔτε ἐγώ οὔτε ὁ ἄνδρας μου εἴμαστε θρῆσκοι» ἐξηγεῖ. «Εἶμαι παντελῶς ἄθεος, ἀλλά μου ἄρεσε. Εἶναι μία ὄμορφη παράδοση», λέει ὁ Κενᾶν, φωτογράφος, πού ἔχει συνθλίψει τά αὐγά ὅλης της παρέας. «Σιγά παιδί μου, δέν τά τσουγκρίζουμε μέ τόση φόρα. Δέν εἶσαι ὁ Ὀμέρ Βρυώνης πού πάει νά πάρει τήν Τριπολιτσά», γελάει ἡ Ἑλληνίδα φίλη του, φοιτήτρια στήν Πόλη. Οἱ Τοῦρκοι διασκεδάζουν ἀφάνταστα μέ τό τσούγκρισμα τῶν αὐγῶν.
Οἱ πιστοί ἀποχωροῦν μέ τά κεριά ἀναμμένα καί τά κόκκινα αὐγά στό χέρι. Πολλοί κατευθύνονται πρός τό ἀπέναντι καφενεῖο, ὅπου σερβίρεται μαγειρίτσα καί ἄλλα καλά καί ἐπικρατεῖ πανδαιμόνιο.
Ἕνα νέο ζευγάρι πλησιάζει δειλά δειλά. «Συγγνώμη... σᾶς εἴδαμε μέ τά κεριά... Τί γιορτάζετε; Συγχαρητήρια!» Τούς ἐξηγοῦν. «Μείναμε τόσοι λίγοι πού καταντήσαμε ἀντικείμενο περιεργείας» λέει μία γηραιά Ρωμιά. «Στό τέλος μόνο λέξεις, ὅπως τό paskalya, πού χρησιμοποιοῦν στά τουρκικά γιά τό τσουρέκι, θά τούς θυμίζουν ὅτι ὑπήρξαμε, ζήσαμε ἐδῶ».
Πασχαλινό τραπέζι
Τήν Κυριακή του Πάσχα Ρωμηοί καί Ἑλλαδῖτες, μαζί μέ τούς συγγενεῖς καί τούς φίλους πού τούς ἐπισκέπτονται καί Τούρκους φίλους, μαζεύονται σέ κάποιες ἐνορίες πού στήνουν πασχαλινά τραπέζια. Πρός τό μεσημέρι, ἑορτάζεται ἡ Δεύτερη Ἀνάσταση, καί μετά σερβίρονται στούς πιστούς ἐδέσματα Πασχαλινά.
Μία ἀπό τίς κεντρικότερες ἐνορίες τῆς Πόλης ὅπου προσέρχονται πλήθη γιά τή Δεύτερη Ἀνάσταση καί τό τραπέζι τοῦ Πάσχα εἶναι ἡ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου Διπλοκιονίου, δίπλα στήν ἀγορά τοῦ Μπεσίκτας. Εἶναι μία ἐξαιρετικά συντηρημένη ἐκκλησία μέ ἐντυπωσιακά σκαλισμένο ἐπίχρυσο τέμπλο.
Ἐδῶ τό Εὐαγγέλιο διαβάζεται σέ διάφορες γλῶσσες καί οἱ πιστοί μαζεύονται στήν αἴθουσα τελετῶν, ὅπου μοιράζονται σοκολατένια αὐγά καί παιγνίδια στά παιδιά. Πολλοί ἀπό τούς Ρωμηούς, πού εἴτε παραμένουν ἐδῶ εἴτε ἐπιστρέφουν ἀπό τήν Ἑλλάδα, ἑορτάζουν τό Πάσχα στήν ἐξοχή τοῦ Polonezkoy, χαμένη στά δάση τῆς Ἀσίας.
Στίς ταβέρνες τοῦ ἄλλοτε πολωνικοῦ αὐτοῦ χωριοῦ σερβίρεται χοιρινό καί τοπικό κρασί, ἐνῷ οἱ Ρωμηοί ἑτοιμάζουν εἰδικά μενού γιά τό Πάσχα. Ἔτσι κλείνει ὁ κύκλος τῆς λαμπρότερης ἑορτῆς τῆς Ὀρθοδοξίας, σέ μία πόλη βαριά μέ τίς μνῆμες ἑνός εὐτυχέστερου, γιά τήν ἑλληνική κοινότητά της, παρελθόντος.
Romfea.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.