Πρόσφατα, ἀρχαῖες ἑλληνικὲς ἐπιγραφὲς σκαλισμένες σὲ βράχο βρέθηκαν σὲ ἕνα βουνὸ στὸ Τατζικιστάν, στὴν Κεντρικὴ Ἀσία.
Οἱ ἐπιγραφές, γραμμένες στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα στὴν περιοχή τῆς Βακτρίας, ἀναγράφουν: «ΕΙΔΙΗΛΟ Υ...ϸΑΟΝΑΝϸΑΕ ΟΟΗ-ΜΟ ΤΑΚ-ΤΟΕ», ποὺ μεταφράζεται ὡς «Αὐτὸ εἶναι τό... τοῦ βασιλιᾶ τῶν βασιλέων, Βίμα Τάκτου», σύμφωνα μὲ τὸν Nicholas Sims-Williams, κορυφαῖο εἰδικὸ στὴ μελέτη τῆς βακτρικῆς γλώσσας.
Ἡ βακτρικὴ γλῶσσα γραφόταν κυρίως μὲ ἀλφάβητο βασισμένο στὸ ἑλληνικὸ σύστημα γραφῆς, γνωστὸ ὡς ἀριαο (Ἄρια). Μετὰ τὴν κατάκτηση τῆς Βακτρίας ἀπὸ τὸν Μέγα Ἀλέξανδρο τὸ 323 π.Χ., ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα καθιερώθηκε ὡς διοικητικὴ γλῶσσα ἀπὸ τοὺς ἑλληνιστικοὺς διαδόχους του, τὰ βασίλεια τῶν Σελευκιδῶν καὶ τῶν Ἑλληνοβακτριανῶν, γιὰ περίπου δύο αἰῶνες.
Ἀργότερα, ἡ αὐτοκρατορία τῶν Κουσὰν διατήρησε τὴν ἑλληνικὴ... γιὰ διοικητικοὺς σκοπούς, ἀλλὰ σύντομα τὴν ἀντικατέστησε μὲ τὴ βακτρική. Ἡ ἐπιγραφὴ Rabatak (ἀνακαλύφθηκε τὸ 1993 καὶ ἀποκρυπτογραφήθηκε τὸ 2000) καταγράφει ὅτι ὁ βασιλιᾶς τῶν Κουσάν, Κανίσκα (περ. 127 μ.Χ.), ἐγκατέλειψε τὴν ἑλληνική («Ἰωνικὴ») ὡς διοικητικὴ γλῶσσα ὑπέρ τῆς βακτρικῆς («Ἄρια γλῶσσα»).
Παρὰ τὴν παρακμὴ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, τὸ ἑλληνικὸ ἀλφάβητο συνέχισε νὰ χρησιμοποιεῖται γιὰ τὴ γραφή τῆς βακτρικῆς.
Οἱ ἀρχαιολόγοι στὸ Τατζικιστὰν σπάνια ἔχουν τὴν εὐκαιρία νὰ ἀνακαλύψουν νέα μνημεῖα λόγῳ τῆς μορφολογίας τοῦ ἐδάφους. Τὰ μνημεῖα σὲ ἀπομακρυσμένες ὀρεινὲς περιοχὲς εἶναι ἰδιαίτερα δύσκολο νὰ ἐντοπιστοῦν.
Ὡστόσο, οἱ ντόπιοι κάτοικοι συμβάλλουν συχνά, ἀναφέροντας τὶς ἀνακαλύψεις τους στοὺς ἀρχαιολόγους. Γιὰ παράδειγμα, τὸ 1932, ἕνας βοσκὸς ὀνόματι Jura Ali βρῆκε ἕνα καλάθι γεμᾶτο ἔγγραφα στὸ Ὅρος Mug, ὁδηγῶντας στὴν ἀνακάλυψη τοῦ πρώτου κειμένου στὴ Σογδιανὴ γλῶσσα καὶ τοῦ ἀρχαίου οἰκισμοῦ τοῦ Penjikent.
Μὲ παρόμοιο τρόπο, ἕνας κάτοικος τοῦ χωριοῦ Σὸλ στὴν περιοχὴ Hisor Sanginov ἐντόπισε ἐπιγραφὲς σὲ ἄγνωστη γραφὴ στὰ βουνά.
Ὁ Bobomullo Bobomulloev, ἐρευνητὴς στὸ Ἰνστιτοῦτο Ἱστορίας, Ἀρχαιολογίας καὶ Ἐθνογραφίας τῆς Ἐθνικῆς Ἀκαδημίας Ἐπιστημῶν τοῦ Τατζικιστάν, ἀνέλαβε τὴν ἐξέταση τῆς ἀνακάλυψης.
Ἡ ἀνάλυση ἀποκάλυψε ὅτι οἱ ἐπιγραφὲς ἦταν γραμμένες σὲ ἀρχαία γραφή. Ἐντοπίστηκαν στὸ βόρειο τμῆμα τοῦ φαραγγιοῦ, κοντὰ στὸν δεξιὸ παραπόταμο τοῦ ποταμοῦ Almosi, σὲ μιὰ περιοχὴ γνωστὴ στοὺς ντόπιους ὡς Khoja Mafraj.
Ὁ τοπικὸς βοσκὸς Sanginov Khaitali, ποὺ ἔκανε τὴν ἀνακάλυψη, δήλωσε ὅτι εἶχε βρεῖ περισσότερα εὑρήματα στὴν περιοχὴ στὸ παρελθόν. Λόγῳ χιονοστιβάδων, τμήματα μὲ ἐπιγραφὲς ἔπεσαν στὴ βάση τοῦ γκρεμοῦ. Τὸ τμῆμα ποὺ διασώθηκε εἶναι χαραγμένο σὲ ἐπίπεδη ἐπιφάνεια βράχου μὲ τρεῖς γραμμὲς ποὺ περιλαμβάνουν 23 γράμματα.
Ἡ Βακτρία ἦταν ἱστορικὴ περιοχὴ τῆς Κεντρικῆς Ἀσίας, ἀνάμεσα στὴν ὀροσειρὰ τοῦ Ἰνδικοῦ Καυκάσου καὶ τὸν ποταμὸ Ὄξο (νῦν Ἀμοῦ Ντάρια). Ἡ περιοχὴ ὀνομάζεται ἐπίσης «Βάκτρα», ἀπὸ ἕναν παραπόταμο τοῦ Ἀμοῦ Ντάρια.
Παρὰ τὴν ἱστορική της ἑνότητα, σήμερα ἡ περιοχὴ εἶναι μοιρασμένη ἀνάμεσα σὲ διάφορες χῶρες, ὅπως τὸ Τουρκμενιστάν, τὸ Ἀφγανιστάν, τὸ Οὐζμπεκιστάν, τὸ Τατζικιστὰν καὶ τὸ Πακιστάν. Σημαντικὲς πόλεις της εἶναι ἡ Σαμαρκάνδη (Οὐζμπεκιστὰν) καὶ τὸ Κουντοὺζ (βόρειο Ἀφγανιστάν).
Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες περιέγραφαν τὴν περιοχὴ ἀνατολικά της Περσίας καὶ βορειοδυτικὰ τῆς Ἰνδίας ὡς ἑστία αὐτοκρατοριῶν ἤδη ἀπὸ τὸ 2500 π.Χ.
Τὸν 6ο αἰῶνα π.Χ., ὁ Κῦρος ὁ Μέγας κατέκτησε τὴ Βακτρία καὶ τὴν ἐνέταξε στὴν Περσικὴ Αὐτοκρατορία. Μετὰ τὴν ἧττα τοῦ Δαρείου Γ΄ ἀπὸ τὸν Μέγα Ἀλέξανδρο στὴ Μάχη των Γαυγαμήλων τὸ 331 π.Χ., ἡ Βακτρία πέρασε σὲ ἑλληνικὴ κυριαρχία.
Ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ἔπαιξε σημαντικὸ ρόλο στὴ διάδοση τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ σὲ περιοχὲς μακρινὲς ἀπὸ τὴ Μεσόγειο.
Ἡ ἑλληνιστικὴ περίοδος (323-331 π.Χ.) ἔφερε πολιτιστικὲς μεταβολὲς καὶ ἀλληλεπιδράσεις λόγῳ τῆς ἑλληνικῆς παρουσίας στὴ Δυτικὴ καὶ Κεντρικὴ Ἀσία.
Ἡ Βακτρία, μιὰ ἀπομονωμένη περιοχή, ἀποτέλεσε ἕδρα τοῦ μοναδικοῦ Ἑλληνοβακτριανοῦ Βασιλείου.
Παρὰ τὴν ἑλληνικὴ παρουσία στὴν περιοχὴ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀλεξάνδρου, ἡ πλήρης ἐνσωμάτωση ἔγινε κατὰ τὴν περίοδο τῶν Σελευκιδῶν, τῆς Ἑλληνομακεδονικῆς δυναστείας ποὺ κυβέρνησε μεγάλο μέρος τῆς Μέσης Ἀνατολῆς στὴν ἑλληνιστικὴ περίοδο.
Οἱ ἐπιγραφές, γραμμένες στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα στὴν περιοχή τῆς Βακτρίας, ἀναγράφουν: «ΕΙΔΙΗΛΟ Υ...ϸΑΟΝΑΝϸΑΕ ΟΟΗ-ΜΟ ΤΑΚ-ΤΟΕ», ποὺ μεταφράζεται ὡς «Αὐτὸ εἶναι τό... τοῦ βασιλιᾶ τῶν βασιλέων, Βίμα Τάκτου», σύμφωνα μὲ τὸν Nicholas Sims-Williams, κορυφαῖο εἰδικὸ στὴ μελέτη τῆς βακτρικῆς γλώσσας.
Ἡ βακτρικὴ γλῶσσα γραφόταν κυρίως μὲ ἀλφάβητο βασισμένο στὸ ἑλληνικὸ σύστημα γραφῆς, γνωστὸ ὡς ἀριαο (Ἄρια). Μετὰ τὴν κατάκτηση τῆς Βακτρίας ἀπὸ τὸν Μέγα Ἀλέξανδρο τὸ 323 π.Χ., ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα καθιερώθηκε ὡς διοικητικὴ γλῶσσα ἀπὸ τοὺς ἑλληνιστικοὺς διαδόχους του, τὰ βασίλεια τῶν Σελευκιδῶν καὶ τῶν Ἑλληνοβακτριανῶν, γιὰ περίπου δύο αἰῶνες.
Ἀργότερα, ἡ αὐτοκρατορία τῶν Κουσὰν διατήρησε τὴν ἑλληνικὴ... γιὰ διοικητικοὺς σκοπούς, ἀλλὰ σύντομα τὴν ἀντικατέστησε μὲ τὴ βακτρική. Ἡ ἐπιγραφὴ Rabatak (ἀνακαλύφθηκε τὸ 1993 καὶ ἀποκρυπτογραφήθηκε τὸ 2000) καταγράφει ὅτι ὁ βασιλιᾶς τῶν Κουσάν, Κανίσκα (περ. 127 μ.Χ.), ἐγκατέλειψε τὴν ἑλληνική («Ἰωνικὴ») ὡς διοικητικὴ γλῶσσα ὑπέρ τῆς βακτρικῆς («Ἄρια γλῶσσα»).
Παρὰ τὴν παρακμὴ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, τὸ ἑλληνικὸ ἀλφάβητο συνέχισε νὰ χρησιμοποιεῖται γιὰ τὴ γραφή τῆς βακτρικῆς.
Οἱ ἀρχαιολόγοι στὸ Τατζικιστὰν σπάνια ἔχουν τὴν εὐκαιρία νὰ ἀνακαλύψουν νέα μνημεῖα λόγῳ τῆς μορφολογίας τοῦ ἐδάφους. Τὰ μνημεῖα σὲ ἀπομακρυσμένες ὀρεινὲς περιοχὲς εἶναι ἰδιαίτερα δύσκολο νὰ ἐντοπιστοῦν.
Ὡστόσο, οἱ ντόπιοι κάτοικοι συμβάλλουν συχνά, ἀναφέροντας τὶς ἀνακαλύψεις τους στοὺς ἀρχαιολόγους. Γιὰ παράδειγμα, τὸ 1932, ἕνας βοσκὸς ὀνόματι Jura Ali βρῆκε ἕνα καλάθι γεμᾶτο ἔγγραφα στὸ Ὅρος Mug, ὁδηγῶντας στὴν ἀνακάλυψη τοῦ πρώτου κειμένου στὴ Σογδιανὴ γλῶσσα καὶ τοῦ ἀρχαίου οἰκισμοῦ τοῦ Penjikent.
Μὲ παρόμοιο τρόπο, ἕνας κάτοικος τοῦ χωριοῦ Σὸλ στὴν περιοχὴ Hisor Sanginov ἐντόπισε ἐπιγραφὲς σὲ ἄγνωστη γραφὴ στὰ βουνά.
Ὁ Bobomullo Bobomulloev, ἐρευνητὴς στὸ Ἰνστιτοῦτο Ἱστορίας, Ἀρχαιολογίας καὶ Ἐθνογραφίας τῆς Ἐθνικῆς Ἀκαδημίας Ἐπιστημῶν τοῦ Τατζικιστάν, ἀνέλαβε τὴν ἐξέταση τῆς ἀνακάλυψης.
Ἡ ἀνάλυση ἀποκάλυψε ὅτι οἱ ἐπιγραφὲς ἦταν γραμμένες σὲ ἀρχαία γραφή. Ἐντοπίστηκαν στὸ βόρειο τμῆμα τοῦ φαραγγιοῦ, κοντὰ στὸν δεξιὸ παραπόταμο τοῦ ποταμοῦ Almosi, σὲ μιὰ περιοχὴ γνωστὴ στοὺς ντόπιους ὡς Khoja Mafraj.
Ὁ τοπικὸς βοσκὸς Sanginov Khaitali, ποὺ ἔκανε τὴν ἀνακάλυψη, δήλωσε ὅτι εἶχε βρεῖ περισσότερα εὑρήματα στὴν περιοχὴ στὸ παρελθόν. Λόγῳ χιονοστιβάδων, τμήματα μὲ ἐπιγραφὲς ἔπεσαν στὴ βάση τοῦ γκρεμοῦ. Τὸ τμῆμα ποὺ διασώθηκε εἶναι χαραγμένο σὲ ἐπίπεδη ἐπιφάνεια βράχου μὲ τρεῖς γραμμὲς ποὺ περιλαμβάνουν 23 γράμματα.
Ἡ Βακτρία ἦταν ἱστορικὴ περιοχὴ τῆς Κεντρικῆς Ἀσίας, ἀνάμεσα στὴν ὀροσειρὰ τοῦ Ἰνδικοῦ Καυκάσου καὶ τὸν ποταμὸ Ὄξο (νῦν Ἀμοῦ Ντάρια). Ἡ περιοχὴ ὀνομάζεται ἐπίσης «Βάκτρα», ἀπὸ ἕναν παραπόταμο τοῦ Ἀμοῦ Ντάρια.
Παρὰ τὴν ἱστορική της ἑνότητα, σήμερα ἡ περιοχὴ εἶναι μοιρασμένη ἀνάμεσα σὲ διάφορες χῶρες, ὅπως τὸ Τουρκμενιστάν, τὸ Ἀφγανιστάν, τὸ Οὐζμπεκιστάν, τὸ Τατζικιστὰν καὶ τὸ Πακιστάν. Σημαντικὲς πόλεις της εἶναι ἡ Σαμαρκάνδη (Οὐζμπεκιστὰν) καὶ τὸ Κουντοὺζ (βόρειο Ἀφγανιστάν).
Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες περιέγραφαν τὴν περιοχὴ ἀνατολικά της Περσίας καὶ βορειοδυτικὰ τῆς Ἰνδίας ὡς ἑστία αὐτοκρατοριῶν ἤδη ἀπὸ τὸ 2500 π.Χ.
Τὸν 6ο αἰῶνα π.Χ., ὁ Κῦρος ὁ Μέγας κατέκτησε τὴ Βακτρία καὶ τὴν ἐνέταξε στὴν Περσικὴ Αὐτοκρατορία. Μετὰ τὴν ἧττα τοῦ Δαρείου Γ΄ ἀπὸ τὸν Μέγα Ἀλέξανδρο στὴ Μάχη των Γαυγαμήλων τὸ 331 π.Χ., ἡ Βακτρία πέρασε σὲ ἑλληνικὴ κυριαρχία.
Ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ἔπαιξε σημαντικὸ ρόλο στὴ διάδοση τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ σὲ περιοχὲς μακρινὲς ἀπὸ τὴ Μεσόγειο.
Ἡ ἑλληνιστικὴ περίοδος (323-331 π.Χ.) ἔφερε πολιτιστικὲς μεταβολὲς καὶ ἀλληλεπιδράσεις λόγῳ τῆς ἑλληνικῆς παρουσίας στὴ Δυτικὴ καὶ Κεντρικὴ Ἀσία.
Ἡ Βακτρία, μιὰ ἀπομονωμένη περιοχή, ἀποτέλεσε ἕδρα τοῦ μοναδικοῦ Ἑλληνοβακτριανοῦ Βασιλείου.
Παρὰ τὴν ἑλληνικὴ παρουσία στὴν περιοχὴ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀλεξάνδρου, ἡ πλήρης ἐνσωμάτωση ἔγινε κατὰ τὴν περίοδο τῶν Σελευκιδῶν, τῆς Ἑλληνομακεδονικῆς δυναστείας ποὺ κυβέρνησε μεγάλο μέρος τῆς Μέσης Ἀνατολῆς στὴν ἑλληνιστικὴ περίοδο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου