Σὲ ἕνα ταπεινὸ σπήλαιο γεννήθηκε ὁ Σωτῆρας, γιὰ νὰ ἐλευθερώσει τελικὰ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν σπηλαιώδη λαβύρινθο τοῦ Ἅδη.
Γράφει ὁ Ἐλευθέριος Ἀνδρώνης
Σὲ ἕνα κόσμο γεμᾶτο ἀπὸ ἐπίδειξη καὶ φιγούρα, ἡ πιὸ μεγαλοπρεπὴς δόξα τῶν Χριστουγέννων εἶναι ἡ ταπεινότητά τους. Μιὰ ἐπανάσταση στὸ διηνεκές. Μιὰ γροθιὰ στὸ κατεστημένο τῆς κενοδοξίας. Μιὰ ὑπενθύμιση ὅτι τὰ σπουδαῖα ξεκινοῦν μέσα ἀπὸ τὴν ἁπλότητα, τὴν ταπεινοφροσύνη, τὴ θαλπωρὴ τοῦ λιτοῦ βίου.
Βλέπεις διάφορους «σπουδαίους» νὰ ξοδεύουν περιουσίες γιὰ νὰ φέρουν στὸν κόσμο τοὺς ἀπογόνους τους μὲ ὅση μεγαλοπρέπεια γίνεται. Διαλαλοῦν παντοῦ τὰ γεννητούρια, κομπάζουν, γελοιοποιοῦνται, στήνονται σὲ κάμερες, κάνουν δηλώσεις, περιφέρουν τὰ μωρὰ σὰν λάφυρα τοῦ ἐγωισμοῦ τους.
Καὶ στὴν ἄλλη πλευρὰ τῆς λογικῆς, ἔχεις τὸν ἴδιο τόν Θεὸ νὰ σοῦ λέει... ὅτι πρῶτος ἐκεῖνος ἀπαρνήθηκε κάθε τιμὴ ἀπὸ τὸν κόσμο ποὺ ὁ ἴδιος ἔπλασε ἀπὸ τὸ μηδέν. Ἡ ἀρχοντιὰ τῆς Παναγίας καὶ ἡ βασιλικὴ λαμπρότητα τοῦ ἐνσαρκωμένου Ἰησοῦ, χώρεσαν σὲ ἕνα ἀκατέργαστο σπήλαιο, σὲ μιὰ ὀπὴ τῆς γῆς ποὺ ἀγκάλιασε τὸν Κύρη της καὶ ἐκπλήρωσε τὴν ὕψιστη ἀποστολή της. Γιατί ποιό θὰ ἦταν τὸ νόημα νὰ ὑπάρχει γῆ καὶ πετρώματα καὶ σπήλαια, ἂν ὁ Πλαστουργὸς δὲν ἐρχόταν μιὰ μέρα νὰ ξαπλώσει πάνω στὴν κτίση του; Νὰ γίνει ἡ σκληρὴ πέτρα, ἕνα τρυφερὸ λίκνο γιὰ τὸν ἀφέντη της. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ νὰ ξεκινήσει τὴν ἀποστολή Του γιὰ νὰ κόψει τὰ δεσμὰ τοῦ ἀνθρώπου.
Σὲ ἕνα ταπεινὸ σπήλαιο γεννήθηκε ὁ Σωτῆρας, γιὰ νὰ ἐλευθερώσει τελικὰ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν σπηλαιώδη λαβύρινθο τοῦ Ἅδη καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσει ἔξω στὸ φῶς τῆς Ἀνάστασης, στὸν ἥλιο τῆς θεϊκῆς δόξας. Μιὰ ὑγρὴ καὶ κρύα σπηλιά, μὲ τὴ σαρκωμένη Ἀγάπη ἐντός της, ἔγινε ἀνώτερη καὶ ἀπὸ παλάτι τοῦ πιὸ τρανοῦ βασιλείου. Γιατί ἡ ἀγάπη ὄντως μεταβάλλει τὴν πραγματικότητα ἐξαγιάζοντάς την. Ἡ ἀγάπη ὄντως ὀμορφαίνει τὰ ἄσχημα καὶ πολλαπλασιάζει τὰ λίγα καὶ ἁπλᾶ.
Οἱ Μάγοι καὶ οἱ Βοσκοὶ καὶ οἱ Ἄγγελοι καὶ τὸ Ἄστρο τῆς Βηθλεὲμ καὶ τὰ ταπεινὰ ζῶα τῆς Φάτνης, ὅλα ἦταν στολίσματα μιᾶς βασιλικῆς γέννησης ποὺ δὲν χαράχτηκε στὴν ἱστορία γιὰ τὴν ὑλική, ἀλλὰ γιὰ τὴν πνευματική της μεγαλοπρέπεια. Κι ἔτσι ἡ πιὸ ταπεινὴ γέννηση, ξεθώριασε ὅλες τὶς ἄλλες γεννήσεις τῶν τρανῶν τῆς ἱστορίας.
Στὰ Χριστούγεννα τῆς κατανάλωσης, τῆς ὑπερβολῆς καὶ τῆς φιοριτούρας, ἐκεῖνο τὸ λιτὸ σπήλαιο φαντάζει ἄβολο μπροστὰ στὰ ἀκόρεστα «θέλω» μας. Ἀκόμα καὶ σὲ ἐμᾶς τοὺς χριστιανούς, θὰ μᾶς κακοφανεῖ ἂν δὲν ἔχουμε τὰ ρεβεγιόν μας, τὰ δῶρα μας καὶ τὶς χειμερινὲς ἀνέσεις μας. Λίγο ἢ πολύ, ἔχουμε γίνει παιδιὰ τῆς τρυφηλῆς ἐποχῆς μας. Καὶ πολλὲς φορὲς σὰν νὰ κοιτοῦμε ἐκεῖνο τὸ Σπήλαιο πίσω ἀπὸ θολωμένο τζάμι, ποὺ τὸ ἔχει θολώσει ὁ ἀχνός της καλοπέρασης.
Δὲν θωριέται ἔτσι ἡ Φάτνη ὅμως. Μόνο ἂν φωτίσουμε μὲ τὴν ἐλεημοσύνη τὰ ἀνήλιαγα σπήλαια τῶν ἀνθρώπων, τοῦ φτωχοῦ, τοῦ ἄστεγου, τοῦ ἄρρωστου, τοῦ ἀπελπισμένου, μόνο τότε θὰ προσκυνήσει παροῦσα ἡ ψυχή μας τὸ μέγα σπήλαιο τῆς Γέννησης.
Ποὺ δίνουμε ἄραγε τὰ δικά μας δῶρα; Δίνουμε τὸν «χρυσό» μας, τὰ χρήματά μας, σὲ 99 ματαιότητες καὶ μία ὠφέλεια; Ποὺ προσφέρουμε τὸ λιβάνι μας; Γιὰ νὰ λιβανίζουμε τὰ εἴδωλα τοῦ κόσμου; Ποὺ προσφέρουμε τὸ μύρο μας; Γιὰ νὰ μυρώνουμε θνητὲς ἐλπίδες καὶ νὰ ἀρωματίζουμε τὴ ματαιότητά μας;
Ὁ φανὸς τοῦ σύμπαντος γεννήθηκε μέσα στὴν ἀφάνεια, ἀλλὰ μήπως ἐμεῖς θέλουμε νὰ σεργιανίζουμε τὴν ἀφεντιά μας μόνο στὴν ἐπιφάνεια; Στὸ ναὸ τῆς Γεννήσεως στὴ σημερινὴ Βηθλεέμ, μόνο σκυφτὸς μπορεῖς νὰ περάσεις τὴ χαμηλὴ πύλη. Παρ' ἐκτὸς καὶ ἂν εἶσαι παιδί. Τότε ἔχεις τὸ ἐλευθέρας γιὰ νὰ ἀτενίζεις ὅλα τὰ βασιλικὰ δωμάτια, σὲ ὅλο τους τὸ μεγαλεῖο.
Βλέπεις διάφορους «σπουδαίους» νὰ ξοδεύουν περιουσίες γιὰ νὰ φέρουν στὸν κόσμο τοὺς ἀπογόνους τους μὲ ὅση μεγαλοπρέπεια γίνεται. Διαλαλοῦν παντοῦ τὰ γεννητούρια, κομπάζουν, γελοιοποιοῦνται, στήνονται σὲ κάμερες, κάνουν δηλώσεις, περιφέρουν τὰ μωρὰ σὰν λάφυρα τοῦ ἐγωισμοῦ τους.
Καὶ στὴν ἄλλη πλευρὰ τῆς λογικῆς, ἔχεις τὸν ἴδιο τόν Θεὸ νὰ σοῦ λέει... ὅτι πρῶτος ἐκεῖνος ἀπαρνήθηκε κάθε τιμὴ ἀπὸ τὸν κόσμο ποὺ ὁ ἴδιος ἔπλασε ἀπὸ τὸ μηδέν. Ἡ ἀρχοντιὰ τῆς Παναγίας καὶ ἡ βασιλικὴ λαμπρότητα τοῦ ἐνσαρκωμένου Ἰησοῦ, χώρεσαν σὲ ἕνα ἀκατέργαστο σπήλαιο, σὲ μιὰ ὀπὴ τῆς γῆς ποὺ ἀγκάλιασε τὸν Κύρη της καὶ ἐκπλήρωσε τὴν ὕψιστη ἀποστολή της. Γιατί ποιό θὰ ἦταν τὸ νόημα νὰ ὑπάρχει γῆ καὶ πετρώματα καὶ σπήλαια, ἂν ὁ Πλαστουργὸς δὲν ἐρχόταν μιὰ μέρα νὰ ξαπλώσει πάνω στὴν κτίση του; Νὰ γίνει ἡ σκληρὴ πέτρα, ἕνα τρυφερὸ λίκνο γιὰ τὸν ἀφέντη της. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ νὰ ξεκινήσει τὴν ἀποστολή Του γιὰ νὰ κόψει τὰ δεσμὰ τοῦ ἀνθρώπου.
Σὲ ἕνα ταπεινὸ σπήλαιο γεννήθηκε ὁ Σωτῆρας, γιὰ νὰ ἐλευθερώσει τελικὰ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν σπηλαιώδη λαβύρινθο τοῦ Ἅδη καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσει ἔξω στὸ φῶς τῆς Ἀνάστασης, στὸν ἥλιο τῆς θεϊκῆς δόξας. Μιὰ ὑγρὴ καὶ κρύα σπηλιά, μὲ τὴ σαρκωμένη Ἀγάπη ἐντός της, ἔγινε ἀνώτερη καὶ ἀπὸ παλάτι τοῦ πιὸ τρανοῦ βασιλείου. Γιατί ἡ ἀγάπη ὄντως μεταβάλλει τὴν πραγματικότητα ἐξαγιάζοντάς την. Ἡ ἀγάπη ὄντως ὀμορφαίνει τὰ ἄσχημα καὶ πολλαπλασιάζει τὰ λίγα καὶ ἁπλᾶ.
Οἱ Μάγοι καὶ οἱ Βοσκοὶ καὶ οἱ Ἄγγελοι καὶ τὸ Ἄστρο τῆς Βηθλεὲμ καὶ τὰ ταπεινὰ ζῶα τῆς Φάτνης, ὅλα ἦταν στολίσματα μιᾶς βασιλικῆς γέννησης ποὺ δὲν χαράχτηκε στὴν ἱστορία γιὰ τὴν ὑλική, ἀλλὰ γιὰ τὴν πνευματική της μεγαλοπρέπεια. Κι ἔτσι ἡ πιὸ ταπεινὴ γέννηση, ξεθώριασε ὅλες τὶς ἄλλες γεννήσεις τῶν τρανῶν τῆς ἱστορίας.
Στὰ Χριστούγεννα τῆς κατανάλωσης, τῆς ὑπερβολῆς καὶ τῆς φιοριτούρας, ἐκεῖνο τὸ λιτὸ σπήλαιο φαντάζει ἄβολο μπροστὰ στὰ ἀκόρεστα «θέλω» μας. Ἀκόμα καὶ σὲ ἐμᾶς τοὺς χριστιανούς, θὰ μᾶς κακοφανεῖ ἂν δὲν ἔχουμε τὰ ρεβεγιόν μας, τὰ δῶρα μας καὶ τὶς χειμερινὲς ἀνέσεις μας. Λίγο ἢ πολύ, ἔχουμε γίνει παιδιὰ τῆς τρυφηλῆς ἐποχῆς μας. Καὶ πολλὲς φορὲς σὰν νὰ κοιτοῦμε ἐκεῖνο τὸ Σπήλαιο πίσω ἀπὸ θολωμένο τζάμι, ποὺ τὸ ἔχει θολώσει ὁ ἀχνός της καλοπέρασης.
Δὲν θωριέται ἔτσι ἡ Φάτνη ὅμως. Μόνο ἂν φωτίσουμε μὲ τὴν ἐλεημοσύνη τὰ ἀνήλιαγα σπήλαια τῶν ἀνθρώπων, τοῦ φτωχοῦ, τοῦ ἄστεγου, τοῦ ἄρρωστου, τοῦ ἀπελπισμένου, μόνο τότε θὰ προσκυνήσει παροῦσα ἡ ψυχή μας τὸ μέγα σπήλαιο τῆς Γέννησης.
Ποὺ δίνουμε ἄραγε τὰ δικά μας δῶρα; Δίνουμε τὸν «χρυσό» μας, τὰ χρήματά μας, σὲ 99 ματαιότητες καὶ μία ὠφέλεια; Ποὺ προσφέρουμε τὸ λιβάνι μας; Γιὰ νὰ λιβανίζουμε τὰ εἴδωλα τοῦ κόσμου; Ποὺ προσφέρουμε τὸ μύρο μας; Γιὰ νὰ μυρώνουμε θνητὲς ἐλπίδες καὶ νὰ ἀρωματίζουμε τὴ ματαιότητά μας;
Ὁ φανὸς τοῦ σύμπαντος γεννήθηκε μέσα στὴν ἀφάνεια, ἀλλὰ μήπως ἐμεῖς θέλουμε νὰ σεργιανίζουμε τὴν ἀφεντιά μας μόνο στὴν ἐπιφάνεια; Στὸ ναὸ τῆς Γεννήσεως στὴ σημερινὴ Βηθλεέμ, μόνο σκυφτὸς μπορεῖς νὰ περάσεις τὴ χαμηλὴ πύλη. Παρ' ἐκτὸς καὶ ἂν εἶσαι παιδί. Τότε ἔχεις τὸ ἐλευθέρας γιὰ νὰ ἀτενίζεις ὅλα τὰ βασιλικὰ δωμάτια, σὲ ὅλο τους τὸ μεγαλεῖο.
«Ὑψηλὲ βασιλεῦ, τί σοὶ καὶ τοῖς πτωχεύσασι;
Ποιητὰ οὐρανοῦ, τί πρὸς γηΐνους ἤλυθας;
Σπηλαίου ἠράσθης, ἢ φὰτνῃ ἐτέρφθης;»
«Ὑπέροχε Βασιλιᾶ, τί σχέση ἔχεις Ἐσὺ μὲ ἐκείνους ποὺ πτώχευσαν;
Δημιουργὲ τοῦ οὐρανοῦ, γιατί ἦρθες σὲ ἐμᾶς τοὺς χωματένιους;
Μήπως ἀγάπησες τὸ Σπήλαιο; Ἢ μήπως ζήλεψες τὴ Φάτνη;»
Ποιητὰ οὐρανοῦ, τί πρὸς γηΐνους ἤλυθας;
Σπηλαίου ἠράσθης, ἢ φὰτνῃ ἐτέρφθης;»
«Ὑπέροχε Βασιλιᾶ, τί σχέση ἔχεις Ἐσὺ μὲ ἐκείνους ποὺ πτώχευσαν;
Δημιουργὲ τοῦ οὐρανοῦ, γιατί ἦρθες σὲ ἐμᾶς τοὺς χωματένιους;
Μήπως ἀγάπησες τὸ Σπήλαιο; Ἢ μήπως ζήλεψες τὴ Φάτνη;»
Ἀκατανόητο αἴνιγμα εἶναι ἡ κένωση τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ σπηλιὰ ἄνοιξε τὸν παράδεισο, ἔγινε ἡ πρώτη πύλη τῆς σωτηρίας. Καὶ τὸ πρῶτο προσκυνητάρι γιὰ τὸν ἐνσαρκωμένο Θεό – Λόγο. Κι ὅταν σὲ ρωτᾶνε «τί εἶναι ἀγάπη;», νὰ τοὺς ἀπαντᾶς «εἶναι τὸ Μυστήριο ἐκεῖνο ποὺ γεννήθηκε στὸ Σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ»...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου