Ἡ πόλις τῶν Ἀθηνῶν μπορεῖ νὰ καυχιέται γιὰ τὴν πληθώρα τῶν ἁγίων ποὺ ἀνάδειξε στὸ διάβα τῶν αἰώνων. Ἰδιαίτερα πρέπει νὰ καυχιέται γιὰ τὸν ἅγιο Ἱερομάρτυρα Διονύσιο τὸν Ἀρεοπαγίτη, ὁ ὁποῖος συγκαταλέγεται στοὺς μεγάλους Πατέρες καὶ Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας μας.
Γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα περὶ τὸ 10 π.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ ἐπιφανῆ ἀθηναϊκὴ οἰκογένεια, ἡ ὁποία φρόντισε νὰ τὸν μορφώσει στὶς μεγάλες φιλοσοφικὲς σχολὲς τοῦ κλεινοῦ ἄστεως, ἡ ὁποία, ὅπως καὶ ὁλόκληρη ἡ Ἑλλάδα, βρισκόταν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὑπόδουλη στοὺς Ρωμαίους, ἀλὰ διατηροῦσε ἀκόμη τὴν αἴγλη της, ἔχοντας κάποια προνόμια, μὲ σπουδαιότερο τὴ λειτουργία τοῦ Ἀρείου Πάγου. Ὁ Διονύσιος σπούδασε φιλοσοφία καὶ κατέστη ἐπίλεκτο μέλος τῆς ἀθηναϊκῆς κοινωνίας... Μάλιστα τοῦ δόθηκε ἡ θέση ἑνὸς ἀπὸ τοὺς ἐννέα βουλευτὲς τοῦ Ἀρείου Πάγου.
Ἂν καὶ ζοῦσε σὲ μιὰ «κατείδωλον» πόλη, ὅπου ἡ εἰδωλολατρία εἶχε ἐξαχρειώσει τὰ ἤθη τῶν κατοίκων στὴν ἐποχή του, ζοῦσε μὲ σύνεση καὶ καλλιεργοῦσε τὶς ἔμφυτες ἀρετές του. Ζοῦσε σὰν Χριστιανὸς προτοῦ γίνει Χριστιανός. Ὅλοι τὸν θαύμαζαν καὶ τὸν ἐκτιμοῦσαν, διότι στὴν ἄσκηση τῶν καθηκόντων του ἀπέδιδε δικαιοσύνη.
Περὶ τὸ 33 μ.Χ. μετέβηκε στὴν Ἠλιούπολη τῆς Αἰγύπτου γιὰ ἀνώτερες μελέτες. Κάποιο ἀνοιξιάτικο μεσημέρι εἶδε ξαφνικὰ τὸν ἥλιο νὰ σβήνει, πυκνὸ πέπλο σκοταδιοῦ νὰ σκεπάζει ὅλη τὴ γῆ καὶ νὰ συγκλονίζεται ἀπὸ ἰσχυρὸ σεισμό. Ὁ Θεάνθρωπος Λυτρωτής μας ἔπασχε στὴν Παλαιστίνη καὶ γι’ αὐτὸ συγκλονιζόταν ὁλάκερη ἡ δημιουργία. Ὁ εὐσεβὴς Διονύσιος ἀπόρησε ἀπὸ τὸ ὑπερφυσικὸ γεγονὸς καὶ ἀναφώνησε: «Ἢ θεὸς τὶς πάσχει, ἢ τὸ πᾶν ἀπόλλυται»! Μάλιστα σημείωσε τὴ χρονολογία, τὴν ἡμέρα καὶ τὴν ὥρα ποὺ ἔλαβε χώρα τὸ συγκλονιστικὸ γεγονός, τὸ ὁποῖο χαράχτηκε βαθιὰ στὴν ψυχή του καὶ ζητοῦσε ἐξήγηση.
Μετὰ ἀπὸ τὴν ὁλοκλήρωση τῶν σπουδῶν του γύρισε ξανὰ στὴν Ἀθήνα, στὴ θέση τοῦ ἀρεοπαγίτη, ἀποδίδοντας δικαιοσύνη. Περὶ τὸ 49 μ.Χ. ἦρθε στὴν Ἀθήνα ἕνας περίεργος φλογερὸς κήρυκας μιᾶς νέας θρησκείας. Ἦταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος κλήθηκε ἀπὸ τοὺς Ἀθηναίους νὰ ἀναπτύξει τίς «σπερμολογίες» του ἀπὸ τὸ βῆμα τοῦ Ἀρείου Πάγου. Ἐκεῖ ὁ μεγάλος ἀπόστολος ἀνάγγειλε στοὺς Ἀθηναίους τὸν «Ἄγνωστο Θεὸ» τὸν Ὁποῖο λάτρευαν, ἂν καὶ τὸν ἀγνοοῦσαν. Μεταξὺ τῶν ἀκροατῶν του ἦταν καὶ ὁ ἀρεοπαγίτης Διονύσιος. Βεβαίως, τὸ ἄμεσο ἀποτέλεσμα τοῦ ὑπέροχου ἐκείνου κηρύγματος, ἦταν πενιχρό. Πίστεψαν μόνο ὁ Διονύσιος, μιὰ γυναῖκα ἡ Δάμαρις καὶ μερικοὶ ἄλλοι, ὅπως μᾶς ἀναφέρει τὸ βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων.
Τὸ κήρυγμα τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν προξένησε ἰσχυρὴ ἐντύπωση στὸν εὐσεβῆ Διονύσιο, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε δεκτὸς καὶ ἄρχισε νὰ καρποφορεῖ στὴν ἀγαθὴ ψυχή του. Κάλεσε λοιπὸν τὸν Παῦλο στὸ σπίτι του ὅπου ζήτησε νὰ μάθει περισσότερα γιὰ τὴν νέα πίστη. Ὅταν ὁ Παῦλος τοῦ διηγήθηκε τὰ συγκλονιστικὰ γεγονότα τοῦ Θείου Πάθους, θυμήθηκε τὰ ὑπερφυσικὰ γεγονότα ποὺ βίωσε στὴν Αἴγυπτο. Βεβαιώθηκε λοιπὸν ὅτι ὁ Θεὸς ποὺ ἔπασχε ἦταν ὁ Χριστός, ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεός. Ἀμέσως ζήτησε ἀπὸ τὸν Παῦλο νὰ βαπτισθεῖ, μαζὶ μὲ τὴν οἰκογένειά του. Αὐτὴ ἡ ἀπόφασή του ὁδήγησε καὶ πολλοὺς ἄλλους Ἀθηναίους νὰ ἀρνηθοῦν τὴν εἰδωλολατρικὴ θρησκεία καὶ νὰ βαπτιστοῦν, ἀπαρτίζοντας ἔτσι τὴν πρώτη ἐκκλησία τῶν Ἀθηνῶν, μὲ πρῶτο ἐπίσκοπό της τὸν ἅγιο Ἰερόθεο, ἕναν εὐσεβέστατο Ἀθηναῖο.
Ὁ Διονύσιος ἀφιερώθηκε ψυχή τε καὶ σώματι στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Τώρα πλέον οἱ ἀρετὲς ποὺ βίωνε δὲν ἦταν θεωρητικὰ σχήματα, ἀλλὰ ὁ εὐαγγελικὸς νόμος. Μάλιστα, μετὰ τὸ θάνατο τοῦ ἁγίου Ἱεροθέου οἱ Ἀθηναῖοι Χριστιανοὶ ἀπαίτησαν νὰ χειροτονηθεῖ ἐπίσκοπός τους ὁ Διονύσιος. Ὡς ἐπίσκοπος πιὰ τῆς λαμπρῆς Ἀθήνας
ἐργάστηκε μὲ ζῆλο γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας. Μέσα σὲ λίγα χρόνια μετέστρεψε πλῆθος εἰδωλολατρῶν στὴ νέα πίστη.
Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα νὰ γνωρίσει καὶ νὰ προσκυνήσει τὴν Μητέρα τοῦ Κυρίου. Κήρυξε κατόπιν σὲ πολλὲς χῶρες καὶ κατόπιν γύρισε πάλι στὴν Ἀθήνα. Κατὰ τὴν κοίμηση τῆς Θεοτόκου, ἁρπάγη καὶ αὐτὸς σὲ νεφέλη, ὅπως οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι καὶ παραβρέθηκε στὴν κηδεία της.
Ἀφοῦ ποίμανε γιὰ πολλὰ χρόνια τὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῶν Ἀθηνῶν, θεώρησε ὅτι ἔπρεπε νὰ συνεχίσει τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του ὡς ἱεραπόστολος. Πῆγε στὴ Δύση καὶ ἐγκαταστάθηκε στὸ Παρίσι, ἔκτισε μιὰ μικρὴ ἐκκλησία, ὅπου τὴν ἔκαμε κέντρο τῆς ἱεραποστολῆς του. Κήρυττε μὲ θέρμη καὶ ζῆλο στοὺς εἰδωλολάτρες τῆς περιοχῆς, ὅπου πολλοὶ ἐγκατέλειπαν τὰ εἴδωλα καὶ ἀσπάζονταν τὴν πίστη στὸ Χριστό, ἱδρύοντας καὶ ἑδραιώνοντας ἰσχυρὴ ἐκκλησία στὴν καρδιὰ τῆς Εὐρώπης.
Ἀλλὰ τὰ χρόνια ἐκεῖνα βρισκόταν σὲ πλήρη ἐξέλιξη οἱ φοβεροὶ διωγμοὶ κατὰ τῶν Χριστιανῶν ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες Ρωμαίους. Χιλιάδες πιστοὶ συλλαμβάνονταν, βασανίζονταν καὶ θανατώνονταν μὲ τοὺς πλέον φρικτοὺς καὶ ἐπώδυνους τρόπους. Ἡ δράση τοῦ ἁγίου ἐπισκόπου τῶν Παρισίων ἔγινε γνωστὴ στὶς ρωμαϊκὲς ἀρχές, τὸν κατήγγειλαν οἱ ἄθλιοι ἀδίστακτοι εἰδωλολάτρες ἱερεῖς δρυίδες, οἱ ὁποῖοι σὺν τοῖς ἄλλοις πραγματοποιοῦσαν χιλιάδες ἀνθρωποθυσίες κατ’ ἔτος στοὺς αἱμοδιψεῖς δαιμονικοὺς «θεούς» τους. Τὸν κατήγγειλαν στὸν αὐτοκράτορα Δομετιανὸ (82-96), ὅτι ἀρνεῖται νὰ σεβαστεῖ τὸν αὐτοκράτορα καὶ νὰ λατρεύσει τοὺς «θεοὺς» τῆς αὐτοκρατορίας, παρακινῶντας καὶ τοὺς πολῖτες νὰ κάμουν τὸ ἴδιο. Συνελήφθη καὶ σύρθηκε δέσμιος στὸν τοπικὸ διοικητή, ὁ ὁποῖος προσπάθησε στὴν ἀρχὴ μὲ κολακεῖες καὶ στὴ συνέχεια μὲ φοβέρες νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του. Ὁ Διονύσιος, μὲ πρωτοφανῆ ἡρωισμὸ καὶ παρρησία στηλίτευσε τὴν εἰδωλολατρική του πίστη, ἡ ὁποία λατρεύει «θεοὺς» θηριώδεις, κακούργους καὶ ἀνήθικους.
Μετὰ τὴ γενναία ἀπολογία του, ἀποφασίστηκε ἡ θανατική του καταδίκη. Νὰ ἀποκεφαλισθεῖ μαζὶ μὲ τοὺς ἡρωικοὺς ἀκολούθους του Ρουστικὸ καὶ Ἐλευθέριο. Ἀλλὰ ἀφοῦ ἔκοψαν τὴν τίμια κεφαλή του ἔγινε τὸ ἀπροσδόκητο: Ὁ ἅγιος ἀκέφαλος ἔσκυψε, πῆρε στὰ χέρια του τὸ κεφάλι του καὶ περπάτησε δύο μίλια, γεμίζοντας θαυμασμὸ τοὺς δημίους του. Συνάντησε μιὰ εὐλαβῆ γυναῖκα, ὀνόματι Κατούλα, στὴν ὁποία παρέδωσε τὴν κεφαλή του. Ἐκείνη φρόντισε γιὰ τὴν ταφὴ τοῦ Διονυσίου, καθὼς καὶ τῶν ἄλλων δύο Μαρτύρων, κοντὰ στὸ Παρίσι. Ἡ τιμία κάρα του βρίσκεται σήμερα στὴν Ἱερὰ Μονὴ Δοχειαρίου τοῦ Ἁγίου Ὅρους.
Ἡ Μνήμη τοῦ ἁγίου Διονυσίου, μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους δύο Μάρτυρες, ἑορτάζεται στὶς 3 Ὀκτωβρίου.
Ἐπ’ ὀνόματι τοῦ ἁγίου Διονυσίου ἐμφανίστηκαν τὸν 5ο μ. Χ. αἰῶνα περισπούδαστα συγγράμματα ὕψιστης θεολογικῆς ἀξίας, τὰ ὁποῖα πολλοὶ τὰ ἀποδίδουν σὲ ἄλλον συγγραφέα. Πρόκειται γιὰ τὰ περίφημα «Ἀρεοπαγιτικὰ Συγγράμματα», τὰ ὁποῖα ἀποτέλεσαν τὴ βάση τῆς μυστικῆς Θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας μας.
Γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα περὶ τὸ 10 π.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ ἐπιφανῆ ἀθηναϊκὴ οἰκογένεια, ἡ ὁποία φρόντισε νὰ τὸν μορφώσει στὶς μεγάλες φιλοσοφικὲς σχολὲς τοῦ κλεινοῦ ἄστεως, ἡ ὁποία, ὅπως καὶ ὁλόκληρη ἡ Ἑλλάδα, βρισκόταν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὑπόδουλη στοὺς Ρωμαίους, ἀλὰ διατηροῦσε ἀκόμη τὴν αἴγλη της, ἔχοντας κάποια προνόμια, μὲ σπουδαιότερο τὴ λειτουργία τοῦ Ἀρείου Πάγου. Ὁ Διονύσιος σπούδασε φιλοσοφία καὶ κατέστη ἐπίλεκτο μέλος τῆς ἀθηναϊκῆς κοινωνίας... Μάλιστα τοῦ δόθηκε ἡ θέση ἑνὸς ἀπὸ τοὺς ἐννέα βουλευτὲς τοῦ Ἀρείου Πάγου.
Ἂν καὶ ζοῦσε σὲ μιὰ «κατείδωλον» πόλη, ὅπου ἡ εἰδωλολατρία εἶχε ἐξαχρειώσει τὰ ἤθη τῶν κατοίκων στὴν ἐποχή του, ζοῦσε μὲ σύνεση καὶ καλλιεργοῦσε τὶς ἔμφυτες ἀρετές του. Ζοῦσε σὰν Χριστιανὸς προτοῦ γίνει Χριστιανός. Ὅλοι τὸν θαύμαζαν καὶ τὸν ἐκτιμοῦσαν, διότι στὴν ἄσκηση τῶν καθηκόντων του ἀπέδιδε δικαιοσύνη.
Περὶ τὸ 33 μ.Χ. μετέβηκε στὴν Ἠλιούπολη τῆς Αἰγύπτου γιὰ ἀνώτερες μελέτες. Κάποιο ἀνοιξιάτικο μεσημέρι εἶδε ξαφνικὰ τὸν ἥλιο νὰ σβήνει, πυκνὸ πέπλο σκοταδιοῦ νὰ σκεπάζει ὅλη τὴ γῆ καὶ νὰ συγκλονίζεται ἀπὸ ἰσχυρὸ σεισμό. Ὁ Θεάνθρωπος Λυτρωτής μας ἔπασχε στὴν Παλαιστίνη καὶ γι’ αὐτὸ συγκλονιζόταν ὁλάκερη ἡ δημιουργία. Ὁ εὐσεβὴς Διονύσιος ἀπόρησε ἀπὸ τὸ ὑπερφυσικὸ γεγονὸς καὶ ἀναφώνησε: «Ἢ θεὸς τὶς πάσχει, ἢ τὸ πᾶν ἀπόλλυται»! Μάλιστα σημείωσε τὴ χρονολογία, τὴν ἡμέρα καὶ τὴν ὥρα ποὺ ἔλαβε χώρα τὸ συγκλονιστικὸ γεγονός, τὸ ὁποῖο χαράχτηκε βαθιὰ στὴν ψυχή του καὶ ζητοῦσε ἐξήγηση.
Μετὰ ἀπὸ τὴν ὁλοκλήρωση τῶν σπουδῶν του γύρισε ξανὰ στὴν Ἀθήνα, στὴ θέση τοῦ ἀρεοπαγίτη, ἀποδίδοντας δικαιοσύνη. Περὶ τὸ 49 μ.Χ. ἦρθε στὴν Ἀθήνα ἕνας περίεργος φλογερὸς κήρυκας μιᾶς νέας θρησκείας. Ἦταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος κλήθηκε ἀπὸ τοὺς Ἀθηναίους νὰ ἀναπτύξει τίς «σπερμολογίες» του ἀπὸ τὸ βῆμα τοῦ Ἀρείου Πάγου. Ἐκεῖ ὁ μεγάλος ἀπόστολος ἀνάγγειλε στοὺς Ἀθηναίους τὸν «Ἄγνωστο Θεὸ» τὸν Ὁποῖο λάτρευαν, ἂν καὶ τὸν ἀγνοοῦσαν. Μεταξὺ τῶν ἀκροατῶν του ἦταν καὶ ὁ ἀρεοπαγίτης Διονύσιος. Βεβαίως, τὸ ἄμεσο ἀποτέλεσμα τοῦ ὑπέροχου ἐκείνου κηρύγματος, ἦταν πενιχρό. Πίστεψαν μόνο ὁ Διονύσιος, μιὰ γυναῖκα ἡ Δάμαρις καὶ μερικοὶ ἄλλοι, ὅπως μᾶς ἀναφέρει τὸ βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων.
Τὸ κήρυγμα τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν προξένησε ἰσχυρὴ ἐντύπωση στὸν εὐσεβῆ Διονύσιο, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε δεκτὸς καὶ ἄρχισε νὰ καρποφορεῖ στὴν ἀγαθὴ ψυχή του. Κάλεσε λοιπὸν τὸν Παῦλο στὸ σπίτι του ὅπου ζήτησε νὰ μάθει περισσότερα γιὰ τὴν νέα πίστη. Ὅταν ὁ Παῦλος τοῦ διηγήθηκε τὰ συγκλονιστικὰ γεγονότα τοῦ Θείου Πάθους, θυμήθηκε τὰ ὑπερφυσικὰ γεγονότα ποὺ βίωσε στὴν Αἴγυπτο. Βεβαιώθηκε λοιπὸν ὅτι ὁ Θεὸς ποὺ ἔπασχε ἦταν ὁ Χριστός, ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεός. Ἀμέσως ζήτησε ἀπὸ τὸν Παῦλο νὰ βαπτισθεῖ, μαζὶ μὲ τὴν οἰκογένειά του. Αὐτὴ ἡ ἀπόφασή του ὁδήγησε καὶ πολλοὺς ἄλλους Ἀθηναίους νὰ ἀρνηθοῦν τὴν εἰδωλολατρικὴ θρησκεία καὶ νὰ βαπτιστοῦν, ἀπαρτίζοντας ἔτσι τὴν πρώτη ἐκκλησία τῶν Ἀθηνῶν, μὲ πρῶτο ἐπίσκοπό της τὸν ἅγιο Ἰερόθεο, ἕναν εὐσεβέστατο Ἀθηναῖο.
Ὁ Διονύσιος ἀφιερώθηκε ψυχή τε καὶ σώματι στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Τώρα πλέον οἱ ἀρετὲς ποὺ βίωνε δὲν ἦταν θεωρητικὰ σχήματα, ἀλλὰ ὁ εὐαγγελικὸς νόμος. Μάλιστα, μετὰ τὸ θάνατο τοῦ ἁγίου Ἱεροθέου οἱ Ἀθηναῖοι Χριστιανοὶ ἀπαίτησαν νὰ χειροτονηθεῖ ἐπίσκοπός τους ὁ Διονύσιος. Ὡς ἐπίσκοπος πιὰ τῆς λαμπρῆς Ἀθήνας
ἐργάστηκε μὲ ζῆλο γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας. Μέσα σὲ λίγα χρόνια μετέστρεψε πλῆθος εἰδωλολατρῶν στὴ νέα πίστη.
Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα νὰ γνωρίσει καὶ νὰ προσκυνήσει τὴν Μητέρα τοῦ Κυρίου. Κήρυξε κατόπιν σὲ πολλὲς χῶρες καὶ κατόπιν γύρισε πάλι στὴν Ἀθήνα. Κατὰ τὴν κοίμηση τῆς Θεοτόκου, ἁρπάγη καὶ αὐτὸς σὲ νεφέλη, ὅπως οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι καὶ παραβρέθηκε στὴν κηδεία της.
Ἀφοῦ ποίμανε γιὰ πολλὰ χρόνια τὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῶν Ἀθηνῶν, θεώρησε ὅτι ἔπρεπε νὰ συνεχίσει τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του ὡς ἱεραπόστολος. Πῆγε στὴ Δύση καὶ ἐγκαταστάθηκε στὸ Παρίσι, ἔκτισε μιὰ μικρὴ ἐκκλησία, ὅπου τὴν ἔκαμε κέντρο τῆς ἱεραποστολῆς του. Κήρυττε μὲ θέρμη καὶ ζῆλο στοὺς εἰδωλολάτρες τῆς περιοχῆς, ὅπου πολλοὶ ἐγκατέλειπαν τὰ εἴδωλα καὶ ἀσπάζονταν τὴν πίστη στὸ Χριστό, ἱδρύοντας καὶ ἑδραιώνοντας ἰσχυρὴ ἐκκλησία στὴν καρδιὰ τῆς Εὐρώπης.
Ἀλλὰ τὰ χρόνια ἐκεῖνα βρισκόταν σὲ πλήρη ἐξέλιξη οἱ φοβεροὶ διωγμοὶ κατὰ τῶν Χριστιανῶν ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες Ρωμαίους. Χιλιάδες πιστοὶ συλλαμβάνονταν, βασανίζονταν καὶ θανατώνονταν μὲ τοὺς πλέον φρικτοὺς καὶ ἐπώδυνους τρόπους. Ἡ δράση τοῦ ἁγίου ἐπισκόπου τῶν Παρισίων ἔγινε γνωστὴ στὶς ρωμαϊκὲς ἀρχές, τὸν κατήγγειλαν οἱ ἄθλιοι ἀδίστακτοι εἰδωλολάτρες ἱερεῖς δρυίδες, οἱ ὁποῖοι σὺν τοῖς ἄλλοις πραγματοποιοῦσαν χιλιάδες ἀνθρωποθυσίες κατ’ ἔτος στοὺς αἱμοδιψεῖς δαιμονικοὺς «θεούς» τους. Τὸν κατήγγειλαν στὸν αὐτοκράτορα Δομετιανὸ (82-96), ὅτι ἀρνεῖται νὰ σεβαστεῖ τὸν αὐτοκράτορα καὶ νὰ λατρεύσει τοὺς «θεοὺς» τῆς αὐτοκρατορίας, παρακινῶντας καὶ τοὺς πολῖτες νὰ κάμουν τὸ ἴδιο. Συνελήφθη καὶ σύρθηκε δέσμιος στὸν τοπικὸ διοικητή, ὁ ὁποῖος προσπάθησε στὴν ἀρχὴ μὲ κολακεῖες καὶ στὴ συνέχεια μὲ φοβέρες νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του. Ὁ Διονύσιος, μὲ πρωτοφανῆ ἡρωισμὸ καὶ παρρησία στηλίτευσε τὴν εἰδωλολατρική του πίστη, ἡ ὁποία λατρεύει «θεοὺς» θηριώδεις, κακούργους καὶ ἀνήθικους.
Μετὰ τὴ γενναία ἀπολογία του, ἀποφασίστηκε ἡ θανατική του καταδίκη. Νὰ ἀποκεφαλισθεῖ μαζὶ μὲ τοὺς ἡρωικοὺς ἀκολούθους του Ρουστικὸ καὶ Ἐλευθέριο. Ἀλλὰ ἀφοῦ ἔκοψαν τὴν τίμια κεφαλή του ἔγινε τὸ ἀπροσδόκητο: Ὁ ἅγιος ἀκέφαλος ἔσκυψε, πῆρε στὰ χέρια του τὸ κεφάλι του καὶ περπάτησε δύο μίλια, γεμίζοντας θαυμασμὸ τοὺς δημίους του. Συνάντησε μιὰ εὐλαβῆ γυναῖκα, ὀνόματι Κατούλα, στὴν ὁποία παρέδωσε τὴν κεφαλή του. Ἐκείνη φρόντισε γιὰ τὴν ταφὴ τοῦ Διονυσίου, καθὼς καὶ τῶν ἄλλων δύο Μαρτύρων, κοντὰ στὸ Παρίσι. Ἡ τιμία κάρα του βρίσκεται σήμερα στὴν Ἱερὰ Μονὴ Δοχειαρίου τοῦ Ἁγίου Ὅρους.
Ἡ Μνήμη τοῦ ἁγίου Διονυσίου, μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους δύο Μάρτυρες, ἑορτάζεται στὶς 3 Ὀκτωβρίου.
Ἐπ’ ὀνόματι τοῦ ἁγίου Διονυσίου ἐμφανίστηκαν τὸν 5ο μ. Χ. αἰῶνα περισπούδαστα συγγράμματα ὕψιστης θεολογικῆς ἀξίας, τὰ ὁποῖα πολλοὶ τὰ ἀποδίδουν σὲ ἄλλον συγγραφέα. Πρόκειται γιὰ τὰ περίφημα «Ἀρεοπαγιτικὰ Συγγράμματα», τὰ ὁποῖα ἀποτέλεσαν τὴ βάση τῆς μυστικῆς Θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου