Ταυτόσημη μέ τήν δήλωση τοῦ πρώην Πρωθυπουργοῦ γιά τά Ἴμια ἡ δήλωσις τοῦ ὑπουργοῦ Ἐξωτερικῶν γιά τήν Κάσο – Ἐμμονή στό δόγμα νά μήν ἐνοχλοῦμε τίς ΗΠΑ ὅταν ἔχουν πόλεμο – Ὁ δεδομένος σύμμαχος εἶναι ὁ ζημιωμένος σύμμαχος!
ΟΙ ἑλληνο-τουρκικές κρίσεις πού συνήθως ὁδηγοῦν σέ ἑλληνο-τουρκικές προσεγγίσεις ἔχουν εἰδικά χαρακτηριστικά καί ἐπηρεάζονται, πυροδοτοῦνται συνήθως, ἀπό τήν διεθνῆ κατάσταση. Ἐν ὀλίγοις, ὅταν ὑπάρχουν προβλήματα ὅπως πόλεμοι ἤ γενικώτερες κρίσεις τήν περιοχή μας, οἱ Ἀμερικανοί καταλαμβάνονται ἀπό βιασύνη νά κλείσουν ἐκκρεμότητες ὅπως τά ἑλληνο-τουρκικά.
ΟΙ ἑλληνο-τουρκικές κρίσεις πού συνήθως ὁδηγοῦν σέ ἑλληνο-τουρκικές προσεγγίσεις ἔχουν εἰδικά χαρακτηριστικά καί ἐπηρεάζονται, πυροδοτοῦνται συνήθως, ἀπό τήν διεθνῆ κατάσταση. Ἐν ὀλίγοις, ὅταν ὑπάρχουν προβλήματα ὅπως πόλεμοι ἤ γενικώτερες κρίσεις τήν περιοχή μας, οἱ Ἀμερικανοί καταλαμβάνονται ἀπό βιασύνη νά κλείσουν ἐκκρεμότητες ὅπως τά ἑλληνο-τουρκικά.
Τοῦ Εὐθ. Π. Πέτρου
Εἶπε μίαν ἀλήθεια ὁ κ. Γεραπετρίτης, ἡ ὁποία ὅμως δέν εἶναι εὔκολα κατανοητή ἀπό ὅσους δέν γνωρίζουν τό παρασκήνιο τῶν προηγούμενων ἑλληνο-τουρκικῶν κρίσεων. Εἶπε μετά τά γεγονότα τῆς Κάσου: «Στό παρελθόν, θά προέκυπτε... κρίση, καί αὐτό θά ὁδηγοῦσε σέ ὑπαναχώρηση τῆς δικῆς μας πλευρᾶς, ἐνῷ τώρα πού ἀποφύγαμε τήν ἔνταση, κερδίσαμε καί δέν ὀπισθοχωρήσαμε σέ τίποτα». Εἶναι μία δήλωσις ἀνάλογη ἐκείνης τοῦ Κώστα Σημίτη λίγες ἡμέρες μετά τά Ἴμια, ὅταν ὁ τότε Πρωθυπουργός δικαιολόγησε τήν ἐθνική ὑποχώρησή του, λέγοντας ὅτι «ἀποφύγαμε τόν πόλεμο».
Εἶχε προηγηθεῖ, λίγες ὧρες μετά τήν ὑποχώρησή μας στά Ἴμια, ἡ περίφημη φράσις «εὐχαριστοῦμε τούς Ἀμερικανούς», ἡ ὁποία ἐπεκρίθη δεόντως, ἀλλά οὐδέποτε ἀξιολογήθηκε δεόντως, ἄν καί εἶναι μία φράσις κλειδί γιά τήν κατανόηση τῶν ἑλληνοτουρκικῶν κρίσεων ἐν γένει. Ἐν ὀλίγοις οἱ Ἀμερικανοί ἐνδιαφέρονται γιά «ἤρεμα νερά» στό Αἰγαῖο, στίς περιόδους κατά τίς ὁποῖες ἔχουν ἄλλα μέτωπα ἀνοικτά καί θέλουν νά ἀποτρέψουν μίαν ἀκόμη ἐμπλοκή, ἰδιαίτερα ἄν εἶναι μεταξύ κρατῶν μελῶν τοῦ ΝΑΤΟ. Συμμάχων τους δηλαδή. Κατά τοῦτο τά γεγονότα τῆς Κάσου τοποθετοῦνται στό ἴδιο πλαίσιο μέ τήν κρίση τοῦ Μαρτίου τοῦ 1987 καί μέ τά γεγονότα τῶν Ἰμίων, ἐνῷ οἱ κρίσεις στόν Ἕβρο καί στό Αἰγαῖο τό 2020 ἦσαν τελείως διαφορετικές περιπτώσεις.
Τό 1987 ὁ Ψυχρός Πόλεμος ὁδηγεῖτο στό τέλος του, ὁπότε ἦταν σημαντικό γιά τούς Ἀμερικανούς νά διατηρεῖται ἡ εἰκόνα τοῦ ΝΑΤΟ ὡς συμπαγοῦς ὀργανισμοῦ. Ἐνδεχομένη ρωγμή στήν Συμμαχία θά μποροῦσε νά ἔχει συνέπειες στήν διαμόρφωση τῶν στρατηγικῶν ἰσορροπιῶν στήν νέα τάξη πραγμάτων πού ἐκείνη τήν ἐποχή καθορίζετο. Ἦταν ἐπεῖγον λοιπόν νά δημιουργηθοῦν συνθῆκες τέτοιες πού θά ἔφερναν Ἑλλάδα καί Τουρκία σέ διαπραγματεύσεις ὑπό τήν σκιά μιᾶς ἀμερικανικῆς ἐπιδιαιτησίας.
Τό 1996 ἡ κρίσις τῆς Γιουγκοσλαβίας εὑρίσκετο στό ἀποκορύφωμα τῆς κλιμακώσεώς της, καί καθώς ὑπῆρχαν ἤδη τά σχέδια ἀναδιαμορφώσεως τοῦ χάρτου τῶν Βαλκανίων ἐθεωρήθη ἐπιβεβλημένο νά ὁδηγηθοῦν ἡ Ἑλλάς καί ἡ Τουρκία σέ διάλογο, ὥστε νά «ἠρεμήσουν τά νερά στό Αἰγαῖο». Ἐκεῖ πλέον ἡ ἀμερικανική διαμεσολάβησις ἦταν ἀπροκάλυπτη διά τοῦ ἐκλιπόντος πλέον Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ.
Ἡ κρίσις τοῦ 1987 ὁδήγησε στήν συνάντηση τοῦ Ἀνδρέα Παπανδρέου μέ τόν Τουργκούτ Ὀζάλ στό Νταβός καί τήν διακήρυξη «Μή πόλεμος».
Ἡ κρίσις τῶν Ἰμίων ὁδήγησε στήν Μαδρίτη καί τήν ἀναγνώριση στήν Τουρκία δικαιωμάτων στό Αἰγαῖο.
Ἡ βασική διαφορά εἶναι ὅτι μετά τόν ὑποδειγματικό χειρισμό τῆς κρίσεως τοῦ 1987 ἡ Ἑλλάς πῆγε στό Νταβός ἔχοντας τό «ἐπάνω χέρι», ἐνῷ στήν Μαδρίτη ὁ Κώστας Σημίτης πῆγε «μέ τήν οὐρά κάτω ἀπό τά σκέλια» ἐξ αἰτίας τῆς ἀτολμίας τήν ὁποία ἐπέδειξε, μέ ἀποτέλεσμα τήν ἐθνική ἧττα τῶν Ἰμίων.
Καί στίς δύο περιπτώσεις, ὁ ἀμερικανικός παράγων, ὁ ὁποῖος εἶχε ὑποδαυλίσει τίς κρίσεις, μέ ἀπώτερο σκοπό νά μᾶς σύρει σέ διαπραγματεύσεις, εἶχε προειδοποιήσει καί τήν Ἀθήνα καί τήν Ἄγκυρα ὅτι δέν θά ἀνείχετο νά ἐξελιχθοῦν τά πράγματα σέ ὀξύτητες καί θερμά ἐπεισόδια. Θεωροῦμε βέβαιον ὅτι τό ἴδιο συμβαίνει καί τώρα, ἐνῷ δέν συνέβαινε τό 2020. Ἀπό τό 2022 ἔχει ξεσπάσει ὁ πόλεμος στήν Οὐκρανία καί ἀπό πέρυσι στήν Μέση Ἀνατολή. Ἔχει ἀναδυθεῖ ὡς ἐκ τούτου καί πάλι σάν προτεραιότητα στήν Οὐάσιγκτων ἡ ἀνάγκη νά εὑρεθεῖ μιά λύσις στά ζητήματα μέ τήν Τουρκία.
Οἱ πιέσεις εἶναι πράγματι ἀφόρητες. Ὅπως ἀφόρητες ἦσαν καί τό 1987 καί τό 1996. Ἐναπόκειται ὅμως στήν Ἑλλάδα καί τήν κυβέρνησή της νά χειρισθοῦν σωστά τήν κατάσταση ἐπ’ ὠφελείᾳ τῶν ἐθνικῶν συμφερόντων. Καί εἶναι ὁ σωστός τρόπος χειρισμοῦ τό «ναί σέ ὅλα». Ὁ δεδομένος σύμμαχος καθίσταται ἐκ τῶν πραγμάτων ζημιωμένος σύμμαχος. Αὐτό τό ἐγνώριζαν πολύ καλά ὁ Κωνσταντῖνος Καραμανλῆς, ὁ Ἀνδρέας Παπανδρέου καί ὁ Κωνσταντῖνος Μητσοτάκης. Δέν τό ἐγνώριζε ὁ Κώστας Σημίτης, ἐνῷ σήμερα τόσο ὁ Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ὅσο καί ὁ ὑπουργός Ἐξωτερικῶν Γιῶργος Γεραπετρίτης δείχνουν νά μήν ἔχουν ἀντίληψη τοῦ πῶς ἀκριβῶς λειτουργεῖ τό διεθνές σύστημα καί μέ ποιούς ὅρους διεξάγεται ἡ διεθνής πολιτική.
Τό χειρότερο εἶναι ὅτι δέν λαμβάνουν ὑπ’ ὄψιν τίς εἰσηγήσεις τῶν διπλωματῶν, παρά μόνον αὐτές πού συνάδουν πρός τήν δική τους ἀντίληψη γιά τά πράγματα. Ἔτσι ὅμως ἐγκλωβίζονται. Ἐμεῖς λέμε ὅτι ἡ μόνη διαφορά πού συζητᾶμε εἶναι ἡ ὁριοθέτησις ὑφαλοκρηπῖδος καί ΑΟΖ. Ἡ Τουρκία θέλει μία συζήτηση πού νά περιλαμβάνει μέχρι καί ζητήματα ἐθνικῆς κυριαρχίας ἐπί τῶν νησιῶν τοῦ Αἰγαίου. Προβάλλει συνεχῶς καί νέες ἀξιώσεις ἐντείνοντας τήν πίεση ἀπό τήν στιγμή κατά τήν ὁποία ἡ Ἑλλάς ἔδειξε ὅτι θά προχωρήσει σέ κάποιας μορφῆς διάλογο. Ἔτσι ἤδη εὑρισκόμεθα πρό τετελεσμένων. Ἄν μετά ἀπό ὅλες τίς τουρκικές ἀπαιτήσεις συνεχίσουμε νά μιλᾶμε, δεχόμεθα τόν διάλογο ἐφ’ ὅλης τῆς ὕλης. Ἄν διακόψουμε τήν συζήτηση, τότε θά ἐκτεθοῦμε ὅτι τορπιλλίσαμε τόν διάλογο.
Ποιά εἶναι ἡ λύσις; Νά ἀρχίσουμε καί ἐμεῖς νά διατυπώνουμε ἀπαιτήσεις. Ἡ τακτική τοῦ «δέν διεκδικοῦμε καί δέν ὑποχωροῦμε» ἦταν καλή γιά τό 1974 πού ἤμασταν σέ μειονεκτική θέση λόγῳ τοῦ Κυπριακοῦ καί δέν διεφαίνετο προοπτική διαλόγου. Σέ 50 χρόνια τά πράγματα ἀλλάζουν. Μιά ἄκαμπτη πολιτική πού δέν λαμβάνει ὑπ’ ὄψιν τίς διεθνεῖς ἐξελίξεις εἶναι ἐκ τῶν πραγμάτων ἀποτυχημένη. Καιρός λοιπόν νά ἀρχίσουμε καί ἐμεῖς νά διεκδικοῦμε. Ἀπό τήν ἐφαρμογή τῶν συνθηκῶν πού προβλέπουν τήν αὐτονομία τῆς Ἴμβρου καί τῆς Τενέδου, μέχρι καί εἰδικό καθεστώς γιά τήν δυτική Θράκη.
Ἄν τό τελευταῖο αὐτό φαίνεται σέ ὁρισμένους παράλογο, θά σημειώσουμε ὅτι ἐξ ἴσου παράλογο εἶναι νά ζητεῖ ἡ Τουρκία ἀποστρατιωτικοποίηση τῶν νησιῶν τοῦ Αἰγαίου καί νέα ὁριοθέτηση τοῦ FIR, ὥστε νά ἐλέγχει αὐτή πτήσεις, ὅπως γιά παράδειγμα αὐτή πού θά πηγαίνει ἀπό τήν Ἀθήνα στήν Λέσβο. Ὅταν ἡ Τουρκία ἔχει παράλογες ἀξιώσεις καί ταυτοχρόνως πιεζόμεθα νά διαπραγματευθοῦμε, ἡ μόνη λογική ἀπάντησις εἶναι νά πᾶμε καί ἐμεῖς στό παράλογο. Νά διατυπώσουμε ἀπαιτήσεις πού θά ἐκνευρίσουν τήν Τουρκία στόν ἴδιο βαθμό πού ἐκνευρίζει καί ἐμᾶς ἡ ρητορική τοῦ Ἐρντογάν εἰς βάρος τῆς κυριαρχίας μας. Ρητορική τήν ὁποία θά φέρουμε νά μᾶς τήν πεῖ καί στήν Ἀθήνα ὁ Χακάν Φιντάν εἰς ἐπήκοον τοῦ οἰκοδεσπότου του, Γιώργου Γεραπετρίτη.
Καί ἄν ἰσχυρισθεῖ κανείς ὅτι ἡ διατύπωσις ὑπερβολικῶν ἀπαιτήσεων ἐν ἀναμονῇ μιᾶς διαπραγματεύσεως, εἶναι παραλογισμός πού θά ἀποβεῖ εἰς βάρος μας, ἀποδεικνύει ἁπλῶς πόσο ἀδαής εἶναι περί τήν ἐξωτερική πολιτική.
Εἶχε προηγηθεῖ, λίγες ὧρες μετά τήν ὑποχώρησή μας στά Ἴμια, ἡ περίφημη φράσις «εὐχαριστοῦμε τούς Ἀμερικανούς», ἡ ὁποία ἐπεκρίθη δεόντως, ἀλλά οὐδέποτε ἀξιολογήθηκε δεόντως, ἄν καί εἶναι μία φράσις κλειδί γιά τήν κατανόηση τῶν ἑλληνοτουρκικῶν κρίσεων ἐν γένει. Ἐν ὀλίγοις οἱ Ἀμερικανοί ἐνδιαφέρονται γιά «ἤρεμα νερά» στό Αἰγαῖο, στίς περιόδους κατά τίς ὁποῖες ἔχουν ἄλλα μέτωπα ἀνοικτά καί θέλουν νά ἀποτρέψουν μίαν ἀκόμη ἐμπλοκή, ἰδιαίτερα ἄν εἶναι μεταξύ κρατῶν μελῶν τοῦ ΝΑΤΟ. Συμμάχων τους δηλαδή. Κατά τοῦτο τά γεγονότα τῆς Κάσου τοποθετοῦνται στό ἴδιο πλαίσιο μέ τήν κρίση τοῦ Μαρτίου τοῦ 1987 καί μέ τά γεγονότα τῶν Ἰμίων, ἐνῷ οἱ κρίσεις στόν Ἕβρο καί στό Αἰγαῖο τό 2020 ἦσαν τελείως διαφορετικές περιπτώσεις.
Τό 1987 ὁ Ψυχρός Πόλεμος ὁδηγεῖτο στό τέλος του, ὁπότε ἦταν σημαντικό γιά τούς Ἀμερικανούς νά διατηρεῖται ἡ εἰκόνα τοῦ ΝΑΤΟ ὡς συμπαγοῦς ὀργανισμοῦ. Ἐνδεχομένη ρωγμή στήν Συμμαχία θά μποροῦσε νά ἔχει συνέπειες στήν διαμόρφωση τῶν στρατηγικῶν ἰσορροπιῶν στήν νέα τάξη πραγμάτων πού ἐκείνη τήν ἐποχή καθορίζετο. Ἦταν ἐπεῖγον λοιπόν νά δημιουργηθοῦν συνθῆκες τέτοιες πού θά ἔφερναν Ἑλλάδα καί Τουρκία σέ διαπραγματεύσεις ὑπό τήν σκιά μιᾶς ἀμερικανικῆς ἐπιδιαιτησίας.
Τό 1996 ἡ κρίσις τῆς Γιουγκοσλαβίας εὑρίσκετο στό ἀποκορύφωμα τῆς κλιμακώσεώς της, καί καθώς ὑπῆρχαν ἤδη τά σχέδια ἀναδιαμορφώσεως τοῦ χάρτου τῶν Βαλκανίων ἐθεωρήθη ἐπιβεβλημένο νά ὁδηγηθοῦν ἡ Ἑλλάς καί ἡ Τουρκία σέ διάλογο, ὥστε νά «ἠρεμήσουν τά νερά στό Αἰγαῖο». Ἐκεῖ πλέον ἡ ἀμερικανική διαμεσολάβησις ἦταν ἀπροκάλυπτη διά τοῦ ἐκλιπόντος πλέον Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ.
Ἡ κρίσις τοῦ 1987 ὁδήγησε στήν συνάντηση τοῦ Ἀνδρέα Παπανδρέου μέ τόν Τουργκούτ Ὀζάλ στό Νταβός καί τήν διακήρυξη «Μή πόλεμος».
Ἡ κρίσις τῶν Ἰμίων ὁδήγησε στήν Μαδρίτη καί τήν ἀναγνώριση στήν Τουρκία δικαιωμάτων στό Αἰγαῖο.
Ἡ βασική διαφορά εἶναι ὅτι μετά τόν ὑποδειγματικό χειρισμό τῆς κρίσεως τοῦ 1987 ἡ Ἑλλάς πῆγε στό Νταβός ἔχοντας τό «ἐπάνω χέρι», ἐνῷ στήν Μαδρίτη ὁ Κώστας Σημίτης πῆγε «μέ τήν οὐρά κάτω ἀπό τά σκέλια» ἐξ αἰτίας τῆς ἀτολμίας τήν ὁποία ἐπέδειξε, μέ ἀποτέλεσμα τήν ἐθνική ἧττα τῶν Ἰμίων.
Καί στίς δύο περιπτώσεις, ὁ ἀμερικανικός παράγων, ὁ ὁποῖος εἶχε ὑποδαυλίσει τίς κρίσεις, μέ ἀπώτερο σκοπό νά μᾶς σύρει σέ διαπραγματεύσεις, εἶχε προειδοποιήσει καί τήν Ἀθήνα καί τήν Ἄγκυρα ὅτι δέν θά ἀνείχετο νά ἐξελιχθοῦν τά πράγματα σέ ὀξύτητες καί θερμά ἐπεισόδια. Θεωροῦμε βέβαιον ὅτι τό ἴδιο συμβαίνει καί τώρα, ἐνῷ δέν συνέβαινε τό 2020. Ἀπό τό 2022 ἔχει ξεσπάσει ὁ πόλεμος στήν Οὐκρανία καί ἀπό πέρυσι στήν Μέση Ἀνατολή. Ἔχει ἀναδυθεῖ ὡς ἐκ τούτου καί πάλι σάν προτεραιότητα στήν Οὐάσιγκτων ἡ ἀνάγκη νά εὑρεθεῖ μιά λύσις στά ζητήματα μέ τήν Τουρκία.
Οἱ πιέσεις εἶναι πράγματι ἀφόρητες. Ὅπως ἀφόρητες ἦσαν καί τό 1987 καί τό 1996. Ἐναπόκειται ὅμως στήν Ἑλλάδα καί τήν κυβέρνησή της νά χειρισθοῦν σωστά τήν κατάσταση ἐπ’ ὠφελείᾳ τῶν ἐθνικῶν συμφερόντων. Καί εἶναι ὁ σωστός τρόπος χειρισμοῦ τό «ναί σέ ὅλα». Ὁ δεδομένος σύμμαχος καθίσταται ἐκ τῶν πραγμάτων ζημιωμένος σύμμαχος. Αὐτό τό ἐγνώριζαν πολύ καλά ὁ Κωνσταντῖνος Καραμανλῆς, ὁ Ἀνδρέας Παπανδρέου καί ὁ Κωνσταντῖνος Μητσοτάκης. Δέν τό ἐγνώριζε ὁ Κώστας Σημίτης, ἐνῷ σήμερα τόσο ὁ Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ὅσο καί ὁ ὑπουργός Ἐξωτερικῶν Γιῶργος Γεραπετρίτης δείχνουν νά μήν ἔχουν ἀντίληψη τοῦ πῶς ἀκριβῶς λειτουργεῖ τό διεθνές σύστημα καί μέ ποιούς ὅρους διεξάγεται ἡ διεθνής πολιτική.
Τό χειρότερο εἶναι ὅτι δέν λαμβάνουν ὑπ’ ὄψιν τίς εἰσηγήσεις τῶν διπλωματῶν, παρά μόνον αὐτές πού συνάδουν πρός τήν δική τους ἀντίληψη γιά τά πράγματα. Ἔτσι ὅμως ἐγκλωβίζονται. Ἐμεῖς λέμε ὅτι ἡ μόνη διαφορά πού συζητᾶμε εἶναι ἡ ὁριοθέτησις ὑφαλοκρηπῖδος καί ΑΟΖ. Ἡ Τουρκία θέλει μία συζήτηση πού νά περιλαμβάνει μέχρι καί ζητήματα ἐθνικῆς κυριαρχίας ἐπί τῶν νησιῶν τοῦ Αἰγαίου. Προβάλλει συνεχῶς καί νέες ἀξιώσεις ἐντείνοντας τήν πίεση ἀπό τήν στιγμή κατά τήν ὁποία ἡ Ἑλλάς ἔδειξε ὅτι θά προχωρήσει σέ κάποιας μορφῆς διάλογο. Ἔτσι ἤδη εὑρισκόμεθα πρό τετελεσμένων. Ἄν μετά ἀπό ὅλες τίς τουρκικές ἀπαιτήσεις συνεχίσουμε νά μιλᾶμε, δεχόμεθα τόν διάλογο ἐφ’ ὅλης τῆς ὕλης. Ἄν διακόψουμε τήν συζήτηση, τότε θά ἐκτεθοῦμε ὅτι τορπιλλίσαμε τόν διάλογο.
Ποιά εἶναι ἡ λύσις; Νά ἀρχίσουμε καί ἐμεῖς νά διατυπώνουμε ἀπαιτήσεις. Ἡ τακτική τοῦ «δέν διεκδικοῦμε καί δέν ὑποχωροῦμε» ἦταν καλή γιά τό 1974 πού ἤμασταν σέ μειονεκτική θέση λόγῳ τοῦ Κυπριακοῦ καί δέν διεφαίνετο προοπτική διαλόγου. Σέ 50 χρόνια τά πράγματα ἀλλάζουν. Μιά ἄκαμπτη πολιτική πού δέν λαμβάνει ὑπ’ ὄψιν τίς διεθνεῖς ἐξελίξεις εἶναι ἐκ τῶν πραγμάτων ἀποτυχημένη. Καιρός λοιπόν νά ἀρχίσουμε καί ἐμεῖς νά διεκδικοῦμε. Ἀπό τήν ἐφαρμογή τῶν συνθηκῶν πού προβλέπουν τήν αὐτονομία τῆς Ἴμβρου καί τῆς Τενέδου, μέχρι καί εἰδικό καθεστώς γιά τήν δυτική Θράκη.
Ἄν τό τελευταῖο αὐτό φαίνεται σέ ὁρισμένους παράλογο, θά σημειώσουμε ὅτι ἐξ ἴσου παράλογο εἶναι νά ζητεῖ ἡ Τουρκία ἀποστρατιωτικοποίηση τῶν νησιῶν τοῦ Αἰγαίου καί νέα ὁριοθέτηση τοῦ FIR, ὥστε νά ἐλέγχει αὐτή πτήσεις, ὅπως γιά παράδειγμα αὐτή πού θά πηγαίνει ἀπό τήν Ἀθήνα στήν Λέσβο. Ὅταν ἡ Τουρκία ἔχει παράλογες ἀξιώσεις καί ταυτοχρόνως πιεζόμεθα νά διαπραγματευθοῦμε, ἡ μόνη λογική ἀπάντησις εἶναι νά πᾶμε καί ἐμεῖς στό παράλογο. Νά διατυπώσουμε ἀπαιτήσεις πού θά ἐκνευρίσουν τήν Τουρκία στόν ἴδιο βαθμό πού ἐκνευρίζει καί ἐμᾶς ἡ ρητορική τοῦ Ἐρντογάν εἰς βάρος τῆς κυριαρχίας μας. Ρητορική τήν ὁποία θά φέρουμε νά μᾶς τήν πεῖ καί στήν Ἀθήνα ὁ Χακάν Φιντάν εἰς ἐπήκοον τοῦ οἰκοδεσπότου του, Γιώργου Γεραπετρίτη.
Καί ἄν ἰσχυρισθεῖ κανείς ὅτι ἡ διατύπωσις ὑπερβολικῶν ἀπαιτήσεων ἐν ἀναμονῇ μιᾶς διαπραγματεύσεως, εἶναι παραλογισμός πού θά ἀποβεῖ εἰς βάρος μας, ἀποδεικνύει ἁπλῶς πόσο ἀδαής εἶναι περί τήν ἐξωτερική πολιτική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου