Τοῦ Δημητρίου Νατσιοῦ, Προέδρου τοῦ Δημοκρατικοῦ Πατριωτικοῦ Κινήματος ΝΙΚΗ
Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ ἐθναπόστολος
«Ρώτησαν κάποιον 100χρονίτη, εὐσεβῆ γέρο Ἠπειρώτη, ποὺ ξεψυχοῦσε στὸ Γηροκομεῖο τῶν Ἰωαννίνων, τὸ 1872, τί χαράχτηκε βαθύτερα στὴν ψυχή του ἀπ’ ὅσο ἔζησε. Ἀπάντησε ὁ πολιὸς γέροντας: Ὅταν μικρὸς ἄκουσα τὴν διδαχὴ τοῦ πάτερ Κοσμᾶ καὶ φίλησα τὸ χέρι του». (Φ. Μιχαλόπουλος, «Ἅγιο Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός», 1940).
Μὲ τὸ στόμα του νομίζω μιλοῦσε ὅλη ἡ Ρωμηοσύνη, ἐκφραζόταν ἡ εὐγνωμοσύνη τοῦ Γένους στὸν μεγάλο ἐθναπόστολο.
Ἂς μὴν τὸ ξεχνοῦμε αὐτό, τὰ λιοντάρια τοῦ ’21 ἦταν, μὲ τὸν ἕναν ἢ τὸν ἄλλο τρόπο, πνευματικοπαίδια τοῦ Ἁγίου. Ὁ ἀθάνατος Κατσαντώνης μαρτύρησε ἔχοντας τὸ ὄνομά του στὰ χείλη του. Ὁ καλόγερος Σαμουήλ, ὁ μπουρλοτιέρης... τοῦ Σουλίου, ὑπῆρξε μαθητής του. Ἀλλὰ καὶ Νεομάρτυρες, τὸ καινὸν καύχημα τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, μαθήτευσαν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Δασκάλου τοῦ Γένους, ὅπως ὁ ἐκ Σαμαρίνης νεομάρτυς Δημήτριος, τὸν ὁποῖο οἱ Τοῦρκοι ἔκτισαν ζωντανό. Ὁ ἅγιος στάθηκε «ὁ χτίστης της Ρωμηοσύνης», ὅπως πολὺ ὡραῖα ὀνομάζεται σ’ ἕνα ποίημα τοῦ 1960, γραμμένο ἀπὸ τὸν Γεώργιο Ἀθάνα. Τὸ διαβάζω:
Μὲ τὸ στόμα του νομίζω μιλοῦσε ὅλη ἡ Ρωμηοσύνη, ἐκφραζόταν ἡ εὐγνωμοσύνη τοῦ Γένους στὸν μεγάλο ἐθναπόστολο.
Ἂς μὴν τὸ ξεχνοῦμε αὐτό, τὰ λιοντάρια τοῦ ’21 ἦταν, μὲ τὸν ἕναν ἢ τὸν ἄλλο τρόπο, πνευματικοπαίδια τοῦ Ἁγίου. Ὁ ἀθάνατος Κατσαντώνης μαρτύρησε ἔχοντας τὸ ὄνομά του στὰ χείλη του. Ὁ καλόγερος Σαμουήλ, ὁ μπουρλοτιέρης... τοῦ Σουλίου, ὑπῆρξε μαθητής του. Ἀλλὰ καὶ Νεομάρτυρες, τὸ καινὸν καύχημα τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, μαθήτευσαν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Δασκάλου τοῦ Γένους, ὅπως ὁ ἐκ Σαμαρίνης νεομάρτυς Δημήτριος, τὸν ὁποῖο οἱ Τοῦρκοι ἔκτισαν ζωντανό. Ὁ ἅγιος στάθηκε «ὁ χτίστης της Ρωμηοσύνης», ὅπως πολὺ ὡραῖα ὀνομάζεται σ’ ἕνα ποίημα τοῦ 1960, γραμμένο ἀπὸ τὸν Γεώργιο Ἀθάνα. Τὸ διαβάζω:
«Στὸ Μέγα Δένδρο ξεκινᾶ
στὸ Καλοντάει ἁγιάζει
χτίζει σχολειά, χτίζει ἐκκλησιές
χτίζει την Ρωμηοσύνη.
Πάτερ Κοσμᾶ, σὰ νά ‘ταν χθές
τὸ κήρυγμά σου ἀχάζει (=βροντάει)
στὴν Ρούμελη, στὴν Ἤπειρο
στὸ Καλοντάει ἁγιάζει
χτίζει σχολειά, χτίζει ἐκκλησιές
χτίζει την Ρωμηοσύνη.
Πάτερ Κοσμᾶ, σὰ νά ‘ταν χθές
τὸ κήρυγμά σου ἀχάζει (=βροντάει)
στὴν Ρούμελη, στὴν Ἤπειρο
στὴν ἀπεραντοσύνη».
Χτίζει, λέει ὁ ποιητής, πρῶτα σχολειὰ καὶ κατόπιν χτίζει καὶ ἐκκλησιές, γιατί; Διότι «καλύτερον, ἀδελφέ μου, νὰ ἔχης ἑλληνικὸν σχολεῖον εἰς τὴν χώραν σου, παρὰ νὰ ἔχης βρῦσες καὶ ποτάμια, καὶ ὡσὰν μάθης τὸ παιδί σου γράμματα, τότε λέγεται ἄνθρωπος. Τὸ σχολεῖον ἀνοίγει τὰς ἐκκλησίας, τὸ σχολεῖον ἀνοίγει τὰ μοναστήρια». Ναί, ἐκεῖνα τὰ σχολειὰ τοῦ Ἁγίου ἄνοιγαν ἐκκλησιές, τὰ τωρινὰ κλείνουν τὶς ἐκκλησιὲς καὶ γκρεμίζουν μοναστήρια. Τὰ σχολεῖα τοῦ Ἁγίου δὲν ἦταν ἁπλῶς «τόποι προσκτήσεως γνώσεων, ἀλλὰ κυρίως φροντιστήρια ἠθικῆς, χριστιανικῆς καὶ ἠθικῆς ἀγωγῆς», ὅπως γράφει σὲ μία ἐπιστολή του ὁ Ἰω. Καποδίστριας, ὁ πρῶτος καὶ τελευταῖος κυβερνήτης τῆς Πατρίδας μας. Τὸν διαδέχτηκαν πρωθυπουργοί, ἐλάχιστοι κατέλειπαν καλὸ ὄνομα, οἱ περισσότεροι ὑπῆρξαν φιλήκοοι τῶν ξένων καὶ «ὁ φιλήκοος τῶν ξένων εἶναι προδότης» μᾶς λέει καὶ πάλι ὁ ἀδικοχαμένος Κυβερνήτης.
Βλέποντας αὐτὰ ποὺ γίνονται σήμερα στὸν τόπο μας, τὶς ἀναθυμιάσεις ποὺ μᾶς πνίγουν, μοῦ ἔρχεται στὸ νοῦ ἡ παροιμία ποὺ ἔλεγε καὶ ὁ Πατροκοσμάς: «Ἐκεῖ ποὺ κρεμοῦν τώρα οἱ καπεταναῖοι τὰ καριοφίλια, θὰ 'ρθη καιρὸς ποὺ θὰ κρεμοῦν οἱ γύφτοι τα νταούλια».
Λίγο πιὸ πάνω ἀπὸ τὴν γενέτειρά μου, στὴν Ἄνω Μηλιὰ Πιερίας, ὑπάρχει ναὸς τοῦ Ἁγίου. Σὲ μία διχάλα ἑνὸς δέντρου, ποὺ δὲν ψηλώνει, εἶναι καρφωμένος ἕνας σιδερένιος σταυρὸς ἀπὸ τὸν Πατροκοσμά. Ἐκεῖ χτίστηκε ἡ ἐκκλησιά. Καμάρωναν οἱ παπποῦδες μας: «Πέρασε κι ἀπ’ τὰ μέρη μας ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς», ἦταν εὐλογία, εὐωδία μεγάλη τὸ πέρασμά του. Κι ἀπ’ ὅπου δίδασκε ὁ Πατροκοσμάς, ὅπου ἔστηνε τὸ ταπεινὸ σκαμνί του, ποὺ ἦταν ὁ τάφος του ὅπως ἔλεγε, τὸ ἀντίχριστο Ἰσλὰμ ἐκεῖ δὲν στέριωνε.
Σὲ ἐποχὴ ποὺ οἱ κατακτητὲς μᾶς ἀφανίζουν, πού, οἱ «ἀλώπεκες τοῦ σκότους», οἱ παπικοὶ μισιονάριοι προσηλυτίζουν, οἱ ραγιᾶδες ὑποκύπτουν καὶ κατὰ ἐπαρχίες ἀλλαξοπιστοῦν, ὁ Ἅγιος παίρνει στοὺς ἰσχνοὺς ὤμους του τὸν σταυρὸ τοῦ Κυρίου καὶ χτίζει σχολεῖα γὰ νὰ μαθαίνουν τα σκλαβόπουλα «τί εἶναι Θεός, τί εἶναι Ἁγία Τριάς, τί εἶναι ἄγγελοι, ἀρχάγγελοι, τί εἶναι καταραμένοι οἱ δαίμονες, τί εἶναι Παράδεισος, τί εἶναι κόλασις, τί εἶναι ἁμαρτία καὶ ἀρετή».
Στὰ σημερινὰ σχολειὰ τῶν ἄθεων γραμμάτων, δὲν μαθαίνουν οἱ μαθητές μας τί εἶναι οἱ καταραμένοι οἱ δαίμονες καὶ ἡ ἁμαρτία, ἀλλὰ καλοῦνται νὰ μιμηθοῦν τοὺς δαίμονες. (Θυμίζω στὸ βιβλίο Θεατρικῆς Ἀγωγῆς Ε-Στ Δημοτικοῦ, τὴν παρότρυνση τοῦ βιβλίου, σελ. 81, «εἶσαι δαιμόνιο», νὰ ὑποδυθοῦν, δηλαδή, οἱ μαθητές, τὸ δαιμόνιο). «Τὸ κακό», ἔλεγε ὁ ἅγιος σὲ μία προφητεία του, «θὰ σᾶς ἔρθει ἀπὸ τοὺς διαβασμένους».
Δὲν εἶπε μορφωμένους. Ὁ λαός μας τοὺς μορφωμένους τοὺς ὀνομάζει γνωστικούς, ἐνῷ τοὺς διαβασμένους πολύξερους. Πολύξεροι εἶναι οἱ ἡμιμαθεῖς ποὺ μεταρρυθμίζουν, ἀναγεννοῦν, ἀναπτερώνουν τὴν Παιδεία, γιὰ νὰ καταλήξουμε σήμερα, ἀντὶ νὰ ἔχουμε σχολεῖα ρωμαίικα, μὲ «ψυχὴ καὶ Χριστό», νὰ καταντήσουν μάνδρες ἐκκλησιομαχίας, ἀφιλοπατρίας καὶ γλωσσικῆς σύγχυσης.
Δίδασκα πάντοτε στοὺς μαθητές μου, τὴν ὥρα τῶν Θρησκευτικῶν, τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς. Δὲν προβλέπεται ἀπὸ τὸ ἀναλυτικὸ πρόγραμμα, ὅμως – καὶ τὸ λέω χωρὶς ἴχνος ἔπαρσης, ἐν οἴδᾳ ὅτι οὐδὲν εἰμί – δὲν ἔσκυβα τὸ κεφάλι στὸ ψευτορωμαίικο, γιατί «ὅταν μοῦ πειράζουν πατρίδα καὶ θρησκεία μου, θὰ μιλήσω, θά ‘νεργήσω καὶ ὅ,τι θέλουν ἂς μοῦ κάμουν», ὅπως μᾶς κανοναρχεῖ ὁ πατριδοφύλακας στρατηγὸς Μακρυγιάννης. Θυμᾶμαι ἕνας μαθητής μου, κάποτε μοῦ εἶπε: «Γιατί, κύριε, τὴν ὥρα ποὺ μᾶς διαβάζετε τὸ Εὐαγγέλιο ἐπικρατεῖ ἀπόλυτη ἡσυχία;». Σιώπησα, τί νὰ ἔλεγα; Θυμήθηκα τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου: «Δὲν βλέπετε ὅτι ἀγρίευσε τὸ Γένος μας ἀπὸ τὴν ἀμάθεια καὶ ἐγίναμεν ὡσὰν τὰ θηρία»;
Καὶ πῶς νὰ μὴν ἀγριέψουν τὰ παιδιά, νὰ μὴν γίνουν ὡσὰν τὰ γουρουνόπουλα, ὅπως ἔλεγε ὁ Ἅγιος στοὺς γονεῖς τους, ποὺ τ’ ἄφηναν χωρὶς «τὰ γράμματα ποὺ διαβάζουνε/οἱ ἀγράμματοι καὶ ἁγιάζουνε» (Ἐλύτης). Τὰ γράμματα αὐτὰ εἶναι ὁ λόγος τοῦ Κυρίου καὶ ὁ λόγος, ὁ ὁρμητικὸς αὐτὸς σπόρος, δὲν φτάνει εἰς τὴν γῆν τὴν ἀγαθήν, τὶς ψυχὲς τῶν παιδιῶν μας, γιατί τὸν πνίγουν τὰ ζιζάνια. Καὶ τὰ δηλητηριώδη ἀγκάθια τῆς ἀφιλοπατρίας καὶ τῆς ἐκκλησιομαχίας, φωλιάζουν στὰ σχολικὰ βιβλία γλώσσας, τὰ παλιὰ ἀναγνωστικά. Καὶ τὰ λέγαμε ἀναγνωστικά, διότι μέσῳ τῶν βιβλίων «διάβαζε» ὁ μαθητὴς τὸν πολιτισμό μας, περιεῖχαν γνώσεις ἱστορίας, λαογραφίας, θεολογίας, γεωγραφίας, μ’ ἕνα λόγο, βιβλία, νὰ πῶ μία λέξη ποὺ ποινικοποιήθηκε, πατριδογνωσίας. Σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ νέα-περιοδικὰ ποικίλης ὕλης, ὅπως ἀπροκάλυπτα τὰ ὀνομάζω, ποὺ γελοιοποιοῦν τὸν δάσκαλο καὶ ὑπονομεύουν τὴν ἴδια τήν ὑπόσταση τοῦ σχολείου.
Ἀγρίεψαν, τὰ παιδιά μας, γιατί τὰ καταδικάσαμε μὲ τὴν μεγαλύτερη τιμωρία ποὺ ὑπάρχει: νὰ τὰ ἔχουν ὅλα, νὰ μὴν τοὺς λείπει τίποτε, χωρὶς ποτὲ νὰ ὀρθώνουμε καὶ τὸ εὐλογημένο ΟΧΙ. Τὰ ἔχουν ὅλα μπούκωσαν ἀπὸ τὶς προσφορὲς καὶ τοὺς στερήσαμε τὸ ἀνθρωποποιὸ λίπασμα τῆς ἀνατροφῆς: Τὴν ἀγάπη, τὴν ἐν Χριστῷ νουθεσίᾳ, διότι «ὅσῳ πλεονάζεις τῷ πλούτῳ τουσούτω ἐλλείπεις τὴ ἀγάπη». (Μέγας Βασίλειος).
«Ὅταν τὰ μῆλα εἶναι ξινά, δὲν φταῖνε τὰ μῆλα, φταῖνε οἱ μηλιές» μας διδάσκει καὶ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς. Καὶ μηλιὲς εἶναι οἱ γονεῖς καὶ οἱ δάσκαλοι. Σήμερα τὰ παιδιά μας ἀντιμετωπίζουν σοβαρὸ πρόβλημα στὴν γλῶσσα, ἀδυνατοῦν νὰ ἐκφραστοῦν! Γιατί; γιατί ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι πρῶτα δουλειὰ τῆς μάνας. Οἱ μαστοί της εἶναι τρεῖς. Οἱ δύο γιὰ τὸ γάλα καὶ ὁ τρίτος τὸ στόμα της, ἡ λαλιά της. Μὲ τὴν περιφρόνηση ὅμως τῆς παράδοσής μας, τὴν ἐκφράγκευσή μας ὁ τρίτος αὐτὸς μαστός, ἀποξεράθηκε. (Καὶ παράδοση σημαίνει «φωνὴ κεκοιμημένων διδάσκουσα τοὺς ζῶντας». Δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ παραλαμβάνεις, θὰ λεγόταν παραλαβή, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ παραδίδεις).
Ἐνῷ εἶναι γεμᾶτο τὸ κελάρι τοῦ πατρογονικοῦ μας σπιτιοῦ μὲ καλούδια καὶ μὲ τὰ τιμαλφῆ τοῦ Γένους καὶ τῆς ἡλιόλουστης Ὀρθοδοξίας μας, ἀντὶ νὰ εὐφραίνονται τὰ παιδιά, ποὺ εἶναι Ἕλληνες καὶ Χριστιανοὶ Ὀρθόδοξοι, ἐμεῖς τὰ καταδικάσαμε σὲ λιμοκτονία, τὰ «ταΐζουμε» ξυλοκέρατα.
Μόνο μὲ τό... ἀναλυτικὸ πρόγραμμα ποὺ ὀνομάζεται «διδαχὲς τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ», θὰ ἀναστηθεῖ ἡ Πονεμένη Ρωμηοσύνη.
Δημήτρης Νατσιός,
Πρόεδρος ΝΙΚΗΣ
Πρόεδρος ΝΙΚΗΣ
Μπράβο στον Δημήτριο Νατσιό!
ΑπάντησηΔιαγραφή