Ἡ Τρίτη πολιορκία τοῦ Μεσολογγίου (συχνὰ ἀναφέρεται καὶ ὡς δεύτερη πολιορκία) ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικότερα πολεμικὰ γεγονότα τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821. Ἦταν τὸ γεγονὸς ποὺ ἔδωσε ἔμπνευση στὸ Διονύσιο Σολωμὸ νὰ γράψει τοὺς “Ἐλεύθερους Πολιορκημένους”. Ἔλαβε χώρα στὸ διάστημα ἀπὸ 25 Ἀπριλίου τοῦ 1825 ἕως 10 Ἀπριλίου τοῦ 1826 ὁπότε καὶ τερματίστηκε μὲ τὴν ἡρωικὴ ἔξοδο τοῦ Μεσολογγίου. Ἡ πολιορκία διακρίνεται σὲ δύο φάσεις. Ἡ πρώτη ἀπὸ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1825 μέχρι τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1825 ὅταν ἡ πόλη πολιορκήθηκε ἀπὸ τὰ στρατεύματα τοῦ Κιουταχῆ καὶ ἡ δεύτερη ἀπὸ τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1825 ἕως τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1826 ὅταν ἡ πόλη πολιορκήθηκε ἀπὸ τὰ στρατεύματα τοῦ Ἰμπραὴμ καὶ τοῦ Κιουταχῆ ἀπὸ κοινοῦ.
Τὸ Μεσολόγγι κήρυξε τὴν ἐπανάσταση στὶς 20 Μαΐου 1821 μὲ τὸν ὁπλαρχηγὸ...Δημήτριο Μακρή. Τὸ 1822, μετὰ τὴν ἥττα τῶν Ἑλλήνων στὴ μάχη τοῦ Πέτα τὰ τουρκικὰ στρατεύματα κατευθύνθηκαν πρὸς τὸ Μεσολόγγι καὶ πολιόρκησαν τὴν πόλη. Ἡ Πρώτη πολιορκία τοῦ Μεσολογγίου διήρκεσε δύο μῆνες καὶ ἔληξε μὲ ἀποτυχία τῶν τουρκικῶν δυνάμεων νὰ κυριεύσουν τὴν πόλη. Στὰ μέσα τοῦ 1823 οἱ τουρκικὲς δυνάμεις σχεδίασαν νέα ἐκστρατεία ποὺ περιλάμβανε πολιορκία καὶ κατάληψη τοῦ Μεσολογγίου. Μετὰ ἀπὸ σκληρὲς μάχες ποὺ δόθηκαν στὴν περιοχὴ τῆς Εὐρυτανίας τὰ τουρκικὰ στρατεύματα κατευθύνθηκαν πρὸς τὸ Μεσολόγγι. Οἱ ἀρχὲς καὶ οἱ κάτοικοι τῆς πόλης προετοιμάστηκαν γιὰ πολιορκία ὅμως τὰ τουρκικὰ στρατεύματα προτίμησαν νὰ πολιορκήσουν τὸ Αἰτωλικό. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀναφέρεται συχνὰ ὡς Δεύτερη πολιορκία τοῦ Μεσολογγίου.
Πρώτη φάση πολιορκίας
Μετὰ τὴν ἀποτυχία τοῦ Ὀμὲρ Βρυώνη νὰ καταλάβει τὸ Μεσολόγγι στὰ 1822, ὁ Σουλτάνος ἐπέλεξε τὸν ἰκανότερο στρατηγὸ τοῦ Ρεσὶτ Πασᾶ στὸν ὁποῖο καὶ παραχώρησε πλήρεις ἐξουσίες διορίζοντας τὸν, παράλληλα, ἀρχιστράτηγο (σερασκέρη) καὶ στρατιωτικὸ διοικητὴ ὁλόκληρής της Στερεᾶς (Ρούμελη Βαλεσή). Ὁ Κιουταχής, ὅπως ἐπίσης ὀνομαζόταν λόγω τῆς καταγωγῆς τοῦ ἀπ’ τὴν Κιουτάχεια τῆς Μ. Ἀσίας στρατοπέδευσε τὸ Μάρτιο τοῦ 1825 ἔξω ἀπ’ τὰ Ἰωάννινα καὶ ἄρχισε ἀθρόα στρατολογία μεταξὺ τῶν Ὀθωμανικῶν πληθυσμῶν, ἐνῶ, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ ἐξωμότη Γ. Βαρνακιώτη καλοῦσε τοὺς χριστιανοὺς σὲ ὑποταγή, μὲ τὴν ὑπόσχεση τῆς ἔγγραφης ἀμνηστίας, κατ’ ἐντολὴ τοῦ Σουλτάνου.
Μπροστὰ στὴ μεγάλη ἀπειλὴ ποὺ συνιστοῦσε ἡ παρουσία τοῦ Κιουταχῆ, ὁ ὁποῖος ἔπειτα ἀπὸ συνολικὴ προετοιμασία τρεισήμισι μηνῶν στὶς 15 Ἀπριλίου 1825 ἔφτασε μπροστὰ στὸ Μεσολόγγι ἐπικεφαλῆς 30.000 Τούρκων, ἡ ἑλληνικὴ ἐπιτροπὴ τῆς δυτικῆς Ἑλλάδας ἐξέδωσε ἀνακοίνωση καλώντας τοὺς κατοίκους τῶν ἐπαρχιῶν Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας σὲ συστράτευση. Τὴν ἴδια στιγμὴ στὸ ἐσωτερικό της πόλης βρίσκονταν περίπου 4.000 ἄνδρες (ἀπὸ τοὺς ὁποίους οἱ χίλιοι ἦταν σὲ προχωρημένης ἡλικίας) καὶ 12.000 γυναικόπαιδα. Οἱ λεπτομέρειες αὐτῆς τῆς δεύτερης πολιορκίας τοῦ Μεσολογγίου ἔγιναν γνωστὲς ἀπὸ τὶς εἰδήσεις τῆς ἐφημερίδας τοῦ Μάγερ ποὺ ἐκδίδονταν ἐκείνη τὴν περίοδο. Στὴν ἐφημερίδα ἐκείνη δημοσιεύθηκε ἡ ἑλληνικὴ προκήρυξη, μὲ ἡμερομηνία 7 Μαρτίου 1825 καί, ἐκτός του Μάγερ, ἔφερε τὴν ὑπογραφὴ τοῦ Κ. Πεταλά. Παράλληλα, ὁ στρατηγὸς Ἀνδρέας Ἴσκος διατασσόταν νὰ ἀναλάβει τὴν ὑπεράσπιση τοῦ Μακρυνόρους, ἐνῶ τὴν 1 Ἀπριλίου τὸ Ἐκτελεστικὸ Σῶμα ποὺ ἕδρευε στὸ Ναύπλιο ζήτησε ἀπὸ τοὺς προεστοὺς τῆς Ὕδρας τὸν ἀπόπλου μίας πολεμικῆς μοίρας γιὰ τὴν προστασία ἀπὸ θαλάσσης. Ἀρχηγὸς τῶν ὅπλων τοῦ Μεσολογγίου διορίσθηκε ὁ Νικόλαος Στουρνάρης[1].
Λίγο πρὶν ξεκινήσει τὸν βομβαρδισμὸ τῆς πόλης ὁ Κιουταχὴς πρότεινε μὲ διαπραγματεύσεις τὴν παράδοσή της. Ἀφοῦ ὅμως οἱ τουρκικὲς προτάσεις ἀπορρίφθηκαν, τὸ Μεσολόγγι ἀποκλείστηκε διὰ θαλάσσης ἀπὸ τὸν στόλο τοῦ Μεχμὲτ Χιουρὲφ πασᾶ καὶ τοῦ Γιουσοὺφ πασᾶ ποὺ κατόρθωσε νὰ προσπελάσει καὶ τὴ λιμνοθάλασσα. Οἱ πολιορκητὲς ἄρχισαν τὶς ἑφόδους, ἀλλὰ οἱ πολιουρκούμενοι ἀμύνονταν μὲ ἐπιτυχία ἐπιδιορθώνοντας τοὺς προμαχῶνες καὶ διενεργώντας ἀλεπάλληλες ἐξόδους. Στὶς 3 Ἰουλίου ἡ δύναμη τοῦ στόλου αὐξήθηκε μὲ τὴν ἄφιξη 40 ἑλληνικῶν πλοίων, τὰ ὁποία τελοῦσαν ὑπὸ τὴν ἀρχηγία τῶν Μιαούλη καὶ Σαχτούρη. Γιὰ ἕνα μικρὸ χρονικὸ διάστημα, κατὰ τὸ ὁποῖο διακόπηκε ὁ ναυτικὸς ἀποκλεισμὸς (ἑλληνικὸς στόλος ἀσχολήθηκε μὲ τὴν καταδίωξη τοῦ τουρκικοῦ μέχρι τὴ Μάνη), ἡ πόλη ἀνεφοδιάστηκε μὲ τρόφιμα καὶ στρατιωτικὸ ὑλικό, ἐνῶ τὸ ἠθικὸ τῶν πολιορκημένων ἀνέκαμψε. Στὸ μεταξὺ εἰσῆλθαν στὴν πόλη (7 Αὐγούστου) ἐνισχύσεις Σουλιωτῶν καὶ τοῦ Κίτσου Τζαβέλα, πλαισιώνοντας τὴν ἀποδεκατισμένη φρουρά. Στὸ τουρκικὸ στρατόπεδο, μολονότι καὶ ἐκεῖ οἱ ἀπώλειες ἦταν σημαντικές, ὁ Κιουταχὴς ἀποφάσισε τὴ συνέχιση τῆς πολιορκίας.
Δεύτερη φάση πολιορκίας
Ἡ κατάσταση μεταβλήθηκε, ὅταν στὰ τέλη τοῦ 1825 κατέφθασε στὸ ἐχθρικὸ στρατόπεδο ὁ Ἰμπραὴμ μὲ ἀξιόλογες στρατιωτικὲς δυνάμεις πάνω ἀπὸ 15.000 Αἰγυπτίους. Ὁ Μεχμὲτ Χιουρὲφ ἐπανέλαβε τὸν ἀποκλεισμό, ἀλλὰ ὁ Μιαούλης κατάφερε νὰ ἀνεφοδιάσει τὸ Μεσολόγγι μὲ ὄπλα καὶ τρόφιμα. Ἡ πίεση ἔγινε ἀφόρητη, μετὰ τὴν ἀποχώρηση τοῦ ἑλληνικοῦ στόλου καὶ τὸν συστηματικὸ κανονιοβολισμὸ τοῦ Μεσολογγίου ἀπὸ τὸ πυροβολικὸ τοῦ Ἰμπραὴμ (2.000 βόμβες τὸ εἰκοσιτετράωρο). Στὶς 15 Φεβρουαρίου (1826) οἱ πολιορκητὲς διενήργησαν δύο ἑφόδους, οἱ ὁποῖες, ἂν καὶ κατέληξαν σὲ ἀποτυχία, προκάλεσαν σοβαρὲς ἀπώλειες καὶ στὶς δύο πλευρές. Οἱ Τοῦρκοι κυρίευσαν τὸ Βασιλάδι, οἱ κάτοικοι τοῦ ὁποίου κατέφυγαν στὸ Μεσολόγγι, ἐπιτείνοντας μὲ τὴ μετακίνησή τους τὸ ἐπισιτιστικὸ πρόβλημα τῆς πόλης. Ἔπειτα ἀπὸ μερικὲς ἀνεπιτυχεῖς ἐπιχειρήσεις τῶν Ὀθωμανῶν ἐναντίον τῆς Κλείσοβας, ὁ Ἰμπραὴμ ἐπεδίωξε νὰ ἐξαντλήσει τοὺς πολιορκημένους μὲ ἀποκοπῆ ὅλων τῶν ὁδῶν ἐπικοινωνίας καὶ ἐφοδιασμοῦ.
Παράδοση τοῦ Ἀνατολικοῦ (Αἰτωλικοῦ)
Μετὰ τὴν ἅλωση τῆς νησίδας τοῦ Βασιλαδίου, ὁ Ἰμπραὴμ στράφηκε ἐναντίον ἑνὸς ἀπὸ τὰ τελευταία ὀχυρὰ ἐρείσματα ποὺ ἐνίσχυαν τὴν ἄμυνα τοῦ Μεσολογγίου μὲ στόχο τὴν κατάληψή του. Αὐτὸ ἦταν τὸ «Ἀνατολικὸ» (σήμερα Αἰτωλικὸ) τὸ ὁποῖο προάσπιζε μία ὀλιγομελὴς ὁμάδα Ἑλλήνων μαχητὼν (200 ἄνδρες ὑπὸ τὸ Γρ. Λιακατὰ) μὲ μόλις ἕνα κανόνι, ἐπὶ τῆς νησίδας Ντολμά. Οἱ Αἰγύπτιοι, ἀφοῦ προηγήθηκε σφοδρὸς βομβαρδισμὸς τῆς νήσου ἀπὸ τὴ γειτονικὴ Φοινικιά, ἐξαπέλυσαν στὶς 28 Φεβρουαρίου μία μεγάλη ἐπίθεση μὲ δύναμη 2.000 λογχοφόρων (ὑπὸ τὴν ἐποπτεία Γάλλων μισθοφόρων ἀξιωματικῶν) ἡ ὁποία καὶ λύγισε τὴν ἀντίσταση τῶν ὑπερασπιστῶν παρότι ὑπέστη ἀρκετὲς ἀπώλειες, μεταξὺ τῶν ὁποίων περιλαμβανόταν ὁ Ἀλβανὸς ὁπλαρχηγὸς Σέρβανης. Ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες, ὅλοι ἔπεσαν μαχόμενοι.
Μία προσπάθεια τοῦ Κίτσου Τζαβέλα νὰ βοηθήσει τοὺς ἐπὶ τοῦ Ντολμὰ βρισκόμενους συμπολεμιστές του, μὲ ἐπιθετικὴ ἔξοδο ποὺ ἐνήργησε ἀπὸ τὸ Μεσολόγγι ἐπικεφαλῆς 500 ἀνδρῶν, δὲν εὐωδόθηκε, ἀφοῦ οἱ συντριπτικὰ ὑπέρτεροι ἀντίπαλοι ποὺ βρίσκονταν ἐπὶ τῆς ἀπέναντι παραθαλάσσιας περιοχῆς τοὺς ὑποχρέωσαν νὰ ὑποχωρήσουν. Μετὰ τὴν πτώση τοῦ Ντολμά, ὁ Αἰγύπτιος ἀρχιστράτηγος συγκέντρωσε ὁλόκληρη τὴ δύναμη πυρὸς ποὺ διέθετε ἀπὸ ξηρὰ καὶ θάλασσα, ἐναντίον τοῦ «Ἀνατολικοῦ». Οἱ κάτοικοι τῆς πόλης, ἤδη ἐξαντλημένοι ἀπὸ τὸν πολύμηνο ἀποκλεισμὸ ποὺ εἶχαν ὑποστεῖ, ἀλλὰ καὶ ἀπογοητευμένοι ἀπὸ τὴ μὴ ἄφιξη τοῦ ἑλληνικοῦ στόλου πρὸς ἐνίσχυσή τους μὲ τρόφιμα καὶ πολεμοφόδια, ἀποφάσισαν νὰ προτείνουν ἀνακωχὴ καὶ παράδοση ὑπὸ ὅρους. Ὁ Ἰμπραήμ, μὲ τὴν ἐγγύηση καὶ τοῦ Κιουταχῆ, δέχθηκε τοὺς περισσότερους ἀπὸ τοὺς ὅρους τους, οἱ ὁποῖοι ἦταν νὰ γίνει σεβαστὴ ἡ ζωὴ καὶ τιμὴ τῶν παραδιδομένων καὶ νὰ ἀφεθοῦν νὰ ἀποχωρήσουν ἐλεύθεροι, παίρνοντας μαζί τους ἕνα μικρὸ μέρος τῆς περιουσίας τοὺς (100 γρόσια ὁ καθένας) καὶ μία ἐνδυμασία.
Ὡστόσο, στοὺς ὅρους μπῆκε ἕνας περιορισμὸς ἐκ μέρους τῶν πολιορκητῶν, νὰ παραμείνει ἕνα ἄτομο τῆς ἐπιλογῆς τους στὰ χέρια τοὺς κατὰ τὴ διαδικασία ἐκκένωσης τῆς πόλης. Ὁ λόγος γιὰ αὐτὴ τὴν ἀσυνήθιστη ἀπαίτηση ἦταν ὅτι ὁ Ἰμπραὴμ εἶχε πληροφορηθεῖ τὴν ὕπαρξη μίας ὡραιότατης νεαρῆς Ἀνατολικιώτισας, τὴν ὁποία ἀπαίτησε μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ὡς προσωπική του λεία πολέμου. Πλὴν τῆς ἄτυχης κοπέλας ποὺ συνελήφθη καὶ μεταφέρθηκε στὴ σκηνὴ τοῦ Ἰμπραήμ, ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι κάτοικοι ἐπιβιβάστηκαν σὲ πλοῖα τοῦ Κιουταχῆ μὲ προορισμὸ τὴν Ἄρτα καὶ οἱ Τοῦρκοι δεσμεύθηκαν γιὰ τὴν ἐκεῖ καὶ ἐπὶ ἑνὸς ἔτους, σίτισή τους. Ἱκανοποιημένος γιὰ τὸ τρόπαιό του, ὁ Ἰμπραὴμ περιποιήθηκε ἰδιαιτέρως ὅλους τους προκρίτους, πρὸς τοὺς ὁποίους ἡ συμπεριφορὰ του ὑπῆρξε ἁβρότατη[2].
Τελικὴ φάση πολιορκίας
Ὁ Μιαούλης πλέον δὲν κατάφερε νὰ λύσει καὶ αὐτὴ τὴ φορὰ τὸν ἀποκλεισμὸ καὶ ἡ φρουρὰ ἐξαναγκάστηκε νὰ σιτίζεται μὲ σκυλιά, γάτες καὶ ποντίκια, προκειμένου νὰ ἀποφύγει τὸν θάνατο ἀπὸ τὴν πείνα.[4]Οἱ δυσβάστακτες πλέον συνθῆκες διαβίωσης τῶν κατοίκων (λιμός, ἀρρώστιες κλπ.) καθὼς καὶ ἡ νέα ἀποτυχία τοῦ Μιαούλη νὰ προσεγγίσει τὸ Μεσολόγγι προκάλεσαν ἀπελπιστικὴ κατάσταση μεταξὺ τῶν πολιορκημένων, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔβλεπαν πιὰ ἄλλη λύση ἀπὸ τὴν Ἔξοδο. Ἔτσι τὴ νύχτα τῆς 10ης Απριλίου 1826 ὀργάνωσαν τὶς δυνάμεις τους σὲ τρία σώματα, ὑπὸ τὴν ἀρχηγία τοῦ Νότη Μπότσαρη, Δημήτριο Μακρὴ καὶ Κίτσο Τζαβέλα· στὸ μέσο τοῦ τριγώνου ποὺ θὰ σχημάτιζαν αὐτὲς οἱ δυνάμεις, τοποθετήθηκαν τὰ γυναικόπαιδα.
Ὁ Γεώργιος Καραϊσκάκης, ἂν καὶ ἀνέλαβε νὰ ἐπιτεθεῖ ἀπὸ τὶς πλαγιὲς τοῦ Ζυγοῦ, ἐλπίζοντας νὰ δημιουργήσει ἀντιπερισπασμὸ στοὺς πολιορκητές, τελικὰ δὲν κατόρθωσε νὰ ὑλοποιήσει τὴν ὑπόσχεσή του, ἀφοῦ ὁ Ἰμπραὴμ πληροφορήθηκε τὰ σχέδια τῶν πολιορκημένων. Ἑπομένως, ὅταν ἡ ὀγκώδης μάζα τῶν Ἑλλήνων ξεκίνησε στὶς δύο τὰ μεσάνυχτα τὴν Ἔξοδο, μὲ ἀρχηγὸ τὸν Ἀθανάσιο Ραζὴ- Κότσικα οἱ ἄνδρες τοῦ Ἰμπραὴμ καὶ τοῦ Κιουταχῆ ἦταν προετοιμασμένοι καὶ οἱ ντάπιες (προμαχῶνες) ποὺ εἶχαν ὁριστεῖ ὡς περάσματα τῶν Μεσολογγιτῶν εἶχαν ἀποκλειστεῖ. Ὁ αἰφνιδιασμὸς τοῦ Ἰμπραὴμ προκάλεσε μεγάλη σύγχυση στὴν ἑλληνικὴ πλευρὰ καὶ ὁ ἄνισος ἀγώνας ποὺ ἐπακολούθησε ἀπέβη συντριπτικὸς γιὰ τοὺς Ἕλληνες. Ἡ πρωτοπορία ὡστόσο τοῦ σώματος τῆς Ἐξόδου προχώρησε, διασχίζοντας τὶς τουρκικὲς τάξεις κι φθάνοντας ἀποδεκατισμένη στὶς πλαγιὲς τοῦ Ζυγοῦ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Ἀμφισσα.
Ὅσοι εἶχαν μείνει πίσω ἀναγκάστηκαν νὰ ἀγωνιστοῦν σὲ φονικὲς ὁδομαχίες. Μεταξὺ ἐκείνων ποὺ ξέφυγαν (1.300 μαχητὲς καὶ περίπου ἑκατὸ γυναικόπαιδα) ἦταν οἱ Νότης Μπότσαρης, Δημήτριος Μακρής, Κίτσoς Τζαβέλας, Χρῆστος Φωτομάρας κ.α. Ἀνάμεσα στὸ πλῆθος ποὺ ἐπέστρεψε καὶ σφιαγιάστηκε μέσα στὴν πόλη βρίσκονταν ὁ ἐπίσκοπος Ρωγῶν Ἰωσὴφ (ὁ ἐκκλησιαστικὸς ἡγέτης τῶν πολιορκημένων), ὁ Γιάκομ Μάγερ, ὁ Μιχαὴλ Κοκκίνης (τειχοποιὸς-ἀρχιτέκτων)[5] καὶ ὅσοι ἀνατινάχτηκαν μαζὶ μὲ τὸν Χρῆστο Καψάλη στὶς πυριτιδαποθῆκες. Ο δημογέροντας Χρῆστος Καψάλης, ὅταν κυκλώθηκε ἀπὸ τοὺς εἰσβολεῖς στὸ σπίτι του, ὅπου εἶχαν συγκεντρωθεῖ τραυματίες, γέροντες καὶ γυναικόπαιδα, ἔβαλε φωτιὰ στὴν πυριτιδαποθήκη, ἐνῶ ὁ μητροπολίτης Ρωγῶν Ἰωσὴφ ἀνατίναξε τὸν Ἀνεμόμυλο, στὴν τελευταία πράξη ἀντίστασης, ὅταν κυκλώθηκε ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς. Υπολογίζεται ὅτι ἐκείνη τὴν ἡμέρα- Κυριακὴ τῶν Βαϊων- πυρπολήθηκαν 2.000, ἄλλοι 3.000 σκοτώθηκαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ ἄλλοι χίλιοι αἰχμαλωτίσθηκαν.
Ὁ ἐθνικός μας ποιητὴς Διονύσιος Σολωμὸς ἔγραψε τὴν ἡμιτελῆ ποιητική του σύνθεση «Ἐλεύθεροι Πολιορκημένοι», μὲ τοὺς γνωστοὺς στίχους ἀπὸ τὸ Σχεδίασμα Β’:
Ἄκρα τοῦ τάφου σιωπὴ στὸν κάμπο βασιλεύει·
λαλεῖ πουλί, παίρνει σπυρί, κι ἡ μάνα τὸ ζηλεύει.
Τὰ μάτια ἡ πείνα ἐμαύρισε· στὰ μάτια ἡ μάνα μνέει·
στέκει ὁ Σουλιώτης ὁ καλὸς παράμερα καὶ κλαίει:
«Ἔρμο τουφέκι σκοτεινό, τί σ’ ἔχω γῶ στὸ χέρι;
ὁπού σύ μου ΄γινες βαρὺ κι ὁ Ἀγαρηνὸς τὸ ξέρει».
Ἀμέσως μετὰ τὴν κατάληψη τοῦ Μεσολογγίου, ὁ Κιουταχὴς μὲ τὸν στρατὸ τοῦ κατευθύνθηκε πρὸς τὴν Ἀνατολικὴ Στερεὰ Ἑλλάδα, μὲ ἀντικειμενικὸ σκοπὸ τὴν κατάληψη τῆς Ἀττικῆς. Ὁ Ἰμπραὴμ ἐπανῆλθε στὴν Πελοπόννησο γιὰ νὰ ἐξαλείψει καὶ τὶς τελευταῖες ἑστίες ἀντίστασης σὲ Μάνη καὶ Ἀργολίδα.
Τὸ Μεσολόγγι ἀπελευθερώθηκε στὶς 11 Μαΐου 1829. Τὸ 1937 ἀναγνωρίστηκε ὡς «Ἱερὰ Πόλις» καὶ ἡ Κυριακὴ τῶν Βαΐων ὁρίστηκε ὡς ἐπέτειος τῆς ἐξόδου.
Παραπομπὲς
Διονύσιος Κόκκινος, “Ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπαναστασις”, ἔκδοση “Μέλισσα” (6τομο), τόμος 5, σέλ. 183 – 190
Διονύσιος Κόκκινος, «Ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάστασις», ἔκδοση «Μέλισσα», Ἀθήνα, 1974, τόμος 5, σέλ. 256 – 257 («Ὁ Ἰμβραὴμ καταλαμβάνει τὸν Ντολμᾶν καὶ τὸ Ἀνατολικὸν»)
Διονύσιος Σολωμός, Σχεδίασμα Β΄
Διονύσιος ΣολωμόςΣχεδιασμα Γ΄- Ἐλεύθεροι Πολιορκημένοι
Νικόλαος Κασομούλης, Ἐνθυμήματα στρατιωτικά, τ.2 σ. 282
Πηγὲς
Ἑλληνικὰ Χρονικὰ
Δημήτρης Φωτιάδης, Τὸ Μεσολόγγι τὸ Ἔπος τῆς Μεγάλης Πολιορκίας, ἐκδόσεις Κυψέλη, 1965
Μεσσολόγγι (1821-1829) Τύχη τῆς οἰκογένειας Μάγερ καὶ κατάλογος αἰχμαλώτων, ἔκδ. ΑΛΦΑ Ε.Π.Ε. 2001
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Σὰν σήμερα
ΑΔΕΙΑ : https://creativecommons.org/licenses/by-sa/3.0/deed.el#
Ἔχει προστεθεῖ ἕνα μικρὸ ἀπόσπασμα στὸ ἀρχικὸ κείμενο τῆς ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ.
👍👍
ΑπάντησηΔιαγραφή