22 Μαρ 2024

Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Εὐθύμιος ὁ Πελοποννήσιος (22 Μαρτίου †)

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητοῦ
Νεομάρτυρες ἔχουν νά ἐπιδείξουν ὅλα τά μέρη τῆς τουρκοκρατούμενης πατρίδος μας, ὅπως καί ὅλες οἱ ὀρθόδοξες ὑπόδουλες χῶρες. Μιά ἀπό αὐτές εἶναι καί ἡ Πελοπόννησος, ὁ θρυλικός Μοριᾶς, ἡ ὁποία ἀνέδειξε μιά πλειάδα ἡρωικῶν ἀθλητῶν τοῦ Χριστοῦ καί ταυτόχρονα ἀσυμβίβαστων ἑλληνοπούλων, σέ μιά ἀπό τίς πιό κτηνώδεις σκλαβιές πού γνώρισε ποτέ ἡ ἀνθρωπότητα, τῶν ἀλλοθρήσκων Ὀθωμανῶν. Ἕνας ἀπό αὐτούς εἶναι καί ὁ ὅσιος Νεομάρτυς Εὐθύμιος ὁ Πελοποννήσιος.
Γεννήθηκε στήν ξακουστή Δημητσάνα στά τέλη τοῦ 18ου αἰῶνα ἀπό εὐσεβεῖς καί πλούσιους γονεῖς τόν Ἀθανάσιο καί...τήν Αἰκατερίνη Ἠλιοπούλου. Ὁ πατέρας του ἦταν φημισμένος ἀργυροχρυσοχόος. Λόγῳ τῆς δυστοκίας τῆς μητέρας τοῦ κατά τή γέννα του καί τήν ἐπίκληση τοῦ ἁγίου Ἐλευθερίου, ὀνομάστηκε Ἐλευθέριος. Ὁ πατέρας του εἶχε ἐμπορική ἐπιχείρηση στό Ἰάσιο τῆς Παραδουνάβιας Ἡγεμονίας τῆς Μολδαβίας καί γιά τοῦτο τήν ἀνατροφή του εἶχε ἡ εὐσεβής μητέρα του, ἡ ὁποία φρόντισε νά τόν ἀναθρέψει χριστιανικά. Φρόντισε ἐπίσης νά τόν μορφώσει στά περίφημα σχολεῖα τῆς Δημητσάνας. Κατόπιν τόν ἔστειλε γιά τή συνέχιση τῶν σπουδῶν του στήν Κωνσταντινούπολη, στήν ἐκεῖ περίφημη Πατριαρχική Ἀκαδημία, ὅπου σπούδαζε καί ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός του Ἰωάννης.
Μετά τό πέρας τῶν σπουδῶν του ἀναχώρησε γιά τό Ἰάσιο, γιά νά ἐργασθεῖ στίς ἐπιχειρήσεις τοῦ πατέρα του. Ὅμως κάποια στιγμή ξύπνησε μέσα του ἡ ἐπιθυμία νά γίνει μοναχός καί γιά τοῦτο ἀποφάσισε νά μεταβεῖ στό Ἅγιον Ὄρος, μέσῳ τῆς Ὀδησσοῦ. Ὅμως λόγῳ τοῦ ρωσσοτουρκικοῦ  πολέμου (1787-1792), δέν κατόρθωσε νά φτάσει στόν προορισμό του. Ἔτσι ἀναγκάστηκε νά ἐγκατασταθεῖ στό Βουκουρέστι, ὅπου προσλήφθηκε ὡς γραμματέας στό γαλλικό προξενεῖο καί ἀργότερα σέ κάποιον ἀνώτερο Ρῶσο ἀξιωματοῦχο. Συναναστρεφόμενος μέ τούς διπλωματικούς κύκλους, παρασύρθηκε στήν τριφηλή ζωή καί σέ ἀσωτίες. Ἀργότερα ἔμπλεξε μέ κάποιους Τούρκους διπλωμάτες καί προσκολλήθηκε σέ κάποιον πρεσβευτή, ἐπακολουθῶντας τόν στήν πόλη Σούμλα καί ἀπό ἐκεῖ στήν Ἀδριανούπολη. Ἐκεῖ, κάποιος ἐξωμότης τόν ἔπεισε νά γίνει μουσουλμᾶνος, γιά νά ζήσει ἐλεύθερος καί νά ἀποκτήσει πλούτη καί δόξα. Ὁ Ἐλευθέριος δέχτηκε, ἀρνήθηκε τό Χριστό, ὑπέστη περιτομή καί μετονομάστηκε Ρεσίτης.
Δέν ἄργησε ὅμως νά συναισθανθεῖ τό μέγιστο σφάλμα του, τόν ἔτυπτε ἡ συνείδησή του καί ζητοῦσε  τρόπο καί εὐκαιρία νά φύγει, χωρίς νά τό κατορθώσει, διότι τόν περιφρουροῦσαν οἱ μουσουλμᾶνοι φίλοι του. Παράλληλα τοῦ παρεῖχαν ἀνέσεις, γλέντια καί ἀσωτίες καί τοῦ ὑπόσχονταν λαμπρή καριέρα καί ἄνετη ζωή, γιά νά λησμονήσει τήν πρότερη ζωή του.
Πέρασαν τρεῖς  μῆνες, ὥσπου κατόρθωσε νά ἀποδράσει ἀπό τόν κλοιό τῶν Τούρκων καί προσπάθησε νά φτάσει στή Μητρόπολη καί νά μιλήσει στόν Μητροπολίτη, ἀλλά, γιά κάποιο λόγο δέν τά κατέφερε. Γιά τοῦτο ἔφυγε γιά τήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἀναγνωρίστηκε ἀπό κάποιον πασᾶ, ὁ ὁποῖος τόν πῆρε στό σπίτι του, κάνοντάς τον θετό γιό του. Ἐνῶ ἔδειχνε ὅτι ζοῦσε ὡς μουσουλμᾶνος στό τουρκικό σπίτι, ὅταν βρισκόταν μόνος του καί ἰδίως τίς νύχτες, ἔκλαιε γοερά καί παρακαλοῦσε τήν Παναγία, νά τόν βοηθήσει γιά νά ἀποδράσει, νά ὁμολογήσει τήν πίστη του στό Χριστό καί νά μαρτυρήσει, ξεπλένοντας ἔτσι, μέ τό αἷμα του,  τό μεγάλο κρίμα του.
Κάποιο πρωινό κατόρθωσε νά ἀποδράσει ἀπό τό σπίτι τοῦ πασᾶ καί νά τρέξει στό Πατριαρχεῖο, ὅπου συνάντησε κάποιον συμπατριώτη του πνευματικό, στόν ὁποῖο ἐξομολογήθηκε τό ἁμάρτημά του καί τοῦ ζήτησε χριστιανικά ἐνδύματα. Ἐκεῖνος, τον
καλοδέχτηκε, τόν συμπόνεσε, τοῦ ἔδωσε ψυχωφελεῖς συμβουλές καί τόν στήριξε, ὅμως ἀρνήθηκε νά τόν προμηθεύσει ρωμαίικα ροῦχα, προφανῶς ἀπό φόβο.
Ὁ Ἐλευθέριος γύριζε ἀπό συνοικία σέ συνοικία, προσπαθῶντας νά κρυφτεῖ στό πλῆθος. Κατέληξε στό σπίτι τοῦ Ρώσου πρεσβευτῆ στόν Γαλατά, τόν ὁποῖο γνώριζε ἀπό τό Βουκουρέστι, ἐξηγῶντας του τήν περιπέτειά του. Οἱ οἰκογένειά του Ρώσου διπλωμάτη τόν καλοδέχτηκε, μέ χαρά γιά τήν μεταστροφή του καί πάλι στήν Ὀρθοδοξία, τοῦ ἔδωσαν χριστιανική ἐνδυμασία καί τόν ἔκρυψαν προσωρινά στήν πρεσβεία.
Μετά ἀπό τέσσερις ἡμέρες ἔφυγε μέ πλοῖο γιά τό Ἅγιον Ὄρος, φτάνοντας στήν Ἱερά Μονή Μεγίστης Λαύρας, ὅπου βρισκόταν ἀπό τό 1810 ἐξόριστος ὁ Πατριάρχης ἅγιος Γρηγόριος Ἐ΄, στόν ὁποῖο ἐξομολογήθηκε τό μεγάλο ἁμάρτημά του. Ὁ ἅγιος Πατριάρχης, ἀφοῦ τόν παρηγόρησε τόν ἀνάθεσε σέ κάποιον πνευματικό  γιά νά τόν κατηχήσει καί νά τοῦ διαβάζει ἱλαστήριες εὐχές γιά σαράντα ἡ μέρες. Κατόπιν, ἀφοῦ ἔλαβε τό Ἅγιο Μύρο, ἀναχώρησε γιά τήν Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας, γιά νά βρεῖ ἔμπειρο «ἀλείπτη», γιά νά τόν προετοιμάσει γιά τό μαρτύριο. Στά δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια λειτουργοῦσε αὐτός ὁ θεσμός, γιά τήν πληθώρα τῶν Νεομαρτύρων. Ἐκεῖ συνάντησε τόν ἔμπειρο μοναχό Ἀκάκιο, ὁ ὁποῖος ἔγινε «ἀλείπτης» του καί τόν προετοίμαζε γιά τό ὁμολογητικό του μαρτύριο. Ὁ Ἐλευθέριος ὑπέβαλε τόν ἑαυτό του σέ σκληρό πνευματικό ἀγῶνα, προσευχῆς, νηστείας, ἀγρυπνίας καί ποταμῶν δακρύων. Μάλιστα ξύπνησε μέσα του ἡ παλιά ἐπιθυμία του νά ἀσπασθεῖ τόν μοναχισμό. Ἀφοῦ πέρασε τή δοκιμαστική περίοδο, ἐκάρη μοναχός, λαμβάνοντας τό μοναχικό ὄνομα Εὐθύμιος.
Μετά ἀπό καιρό καί ἀφοῦ προετοιμάστηκε κατάλληλα πνευματικά, πῆρε τήν εὐλογία τῶν ἁγιορειτῶν πατέρων καί ἔφυγε γιά τήν Κωνσταντινούπολη γιά νά ὑποστεῖ τό μαρτύριο. Πῆγε ἀρχικά στό Πατριαρχεῖο, γιά νά συναντήσει τόν συμπατριώτη του πνευματικό, στόν ὁποῖο κοινοποίησε τήν ἀπόφασή του νά μαρτυρήσει. Ἐκεῖνος προσπάθησε νά τόν ἀποτρέψει φοβούμενος ὅτι θά δειλιάσει ἀπό τά βασανιστήρια καί θά ἀσπασθεῖ καί πάλι τό Ἰσλάμ. Βλέποντάς τον ὅμως ἀμετάπειστο, τοῦ ἔδωσε τήν εὐλογία του καί τίς νουθεσίες του νά φανεῖ ἡρωικός σέ ὅσα θά ἀκολουθοῦσαν.
Πῆγε, κατόπιν στήν συνοικία τοῦ Γαλατά, συνοδευόμενος ἀπό κάποιον μοναχό Γρηγόριο, ὅπου ἐκκλησιάστηκε καί κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Ἦταν Κυριακή τῶν Βαΐων, 19 Μαρτίου τοῦ 1814. Μετά τή λειτουργία, ἔβγαλε τά μοναχικά ἐνδύματα, φόρεσε τούρκικα καί κρατῶντας στά χέρια του τά Βάϊα καί το Σταυρό, πῆγε στόν βεζίρη Ρουσούτ Πασᾶ. Παρουσιάστηκε μπροστά του, μέ περισσό θάρρος, ἔβγαλε τό φέσι του, τό πέταξε καταγῆς καί τό καταπάτησε καί ὁμολόγησε τήν πίστη του στό Χριστό, ὡς τόν μόνο ἀληθινό Θεό. Ἡ καταπάτηση τῶν τουρκικῶν ἐνδυμάτων καί ἰδιαίτερα τοῦ σαρικιοῦ (φέσι), ἦταν δηλωτικό τῆς ἀπάρνησης τοῦ Ἰσλάμ καί θεωροῦνταν μεγάλη ἀσέβεια ἀπό τούς μουσουλμάνους. Δήλωσε εὐθαρσῶς ὅτι ἀρνεῖται τό Ἰσλάμ, χαρακτηρίζοντάς το ὡς ψεύτικη θρησκεία καί ἀναθεμάτισε τόν Μωάμεθ, ὡς ψευδοπροφήτη καί ἀντίχριστο, δείχνοντας τά Βάϊα καί τό Σταυρό.
Ὁ βεζίρης ἀρχικά ἐξεπλάγη καί τόν ἐξέλαβε γιά μεθυσμένο. Ἀφοῦ βεβαιώθηκε περί τοῦ ἀντιθέτου καί πώς αὐτά πού ἔλεγε τά ἐννοοῦσε, διέταξε νά τόν ξυλοκοπήσουν, νά τόν κλείσουν ἁλυσοδεμένο στήν φυλακή καί νά τοῦ βάλλουν στά πόδια του τό «τομπρούκ», τό φοβερό βασανιστικό ξύλο. Μετά ἀπό ἀρκετή ὥρα τόν πῆγαν καί πάλι στόν βεζίρη, ὁ ὁποῖος χρησιμοποίησε τή γνωστή μέθοδο τῶν κολακειῶν καί τοῦ ταξίματος χρημάτων καί ἀξιωμάτων, γιά νά ἐπανέλθει στό Ἰσλάμ. Ἀλλά ὁ Μάρτυς παρέμεινε ἀκλόνητος, ὁμολογῶντας τήν πίστη του στό Χριστό. Ὁ Τοῦρκος ἀξιωματοῦχος διέταξε καί πάλι νά τόν κλείσουν στή φυλακή καί νά τόν ὑποβάλλουν σέ πιό ἐπώδυνα βασανιστήρια, ἐλπίζοντας ὅτι ἔτσι θά ἄλλαζε γνώμη. Τα
ὑπόμεινε μέ ἡρωισμό καί καρτερία, δίχως νά βγάλει τήν παραμικρή κραυγή πόνου καί νά διαμαρτυρηθεῖ.
Ὅταν ὁ βεζίρης  διαπίστωσε ὅτι ματαιοπονοῦσε νά τόν μεταστρέψει, ἔβγαλε τήν ἀπόφαση: θάνατος δια ἀποκεφαλισμοῦ. Νά διευκρινίσουμε πώς τό Κοράνιο καί ὁ ἰσλαμικός νόμος προβλέπουν θανατική ποινή σέ ὅποιον μουσουλμᾶνο ἀρνεῖται τή μουσουλμανική θρησκεία.
Ὁ Εὐθύμιος ὅταν πληροφορήθηκε τήν ἀπόφαση ἔγινε περιχαρής. Κρατῶντας το Σταυρό καί τά Βάϊα στά χέρια του, βάδιζε μέ προθυμία στόν τόπο τῆς ἐκτελέσεως, σάν νά πήγαινε σέ πανηγύρι, παρά τούς ξυλοδαρμούς καί τίς ὕβρεις πού ὑφίστατο ἀπό τούς ἀνελέητους δημίους καί τό ὀργισμένο πλῆθος τῶν φανατισμένων μουσουλμάνων τῆς Πόλης. Φτάνοντας, δέν ἔδειξε κανένα σημάδι δειλίας ἤ φόβου, ἀντίθετα ἔλαμπε ἀπό χαρά καί οὐράνια ἀγαλλίαση. Ἔκανε μέ εὐλάβεια τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ καί κατόπιν γονάτισε, ἔσκυψε τό κεφάλι στό δήμιο. Ἐκεῖνος μέ χαιρεκακία τόν ἀποκεφάλισε. Ἡ ψυχή του πέταξε στά οὐράνια, γιά νά συναντήσει τό Χριστό, ξαλαφρωμένη καί δικαιωμένη ἀπό τό κρίμα τῆς ἐξωμοσίας. Ἦταν 22 Μαρτίου τοῦ 1814, Κυριακή τῶν Βαΐων.
Ὁ συνοδός του μοναχός Γρηγόριος καταβάλλοντας μεγάλους κόπους καί δίδοντας πολλά χρήματα στούς Τούρκους, ἀγόρασε τό τίμιο λείψανο τοῦ Μάρτυρα, τό ὁποῖο μετέφερε στό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἔγινε ἡ ταφή του. Τόσο στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου του, ὅσο καί στόν τόπο τῆς ταφῆς του ἔλαβαν χώρα θαυμαστά φαινόμενα καί θεραπεῖες ἀσθενῶν, φανερώνοντας ὅτι ἡ θυσία τοῦ Μάρτυρα ἔγινε ἀποδεκτή ἀπό το Θεό καί ἡ ὁμολογία του εἶχε σημαντική παρηγορητική καί ἐνισχυτική ἐπίδραση στούς ὑπόδουλους καί κατατρεγμένους Ρωμηούς.
Οἱ κάτοικοι τῆς γενέτειράς του Δημητσάνας, γιά νά τόν τιμήσουν, ἔχτισαν ναό στό ὄνομα τοῦ μαζί μέ αὐτόν τοῦ ἐθνομάρτυρα Πατριάρχη Γρηγορίου τοῦ Ἐ΄. Τεμάχιο τοῦ ἱεροῦ του λειψάνου βρίσκεται στήν Ἱερά Μονή Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους, ἡ κάρα του στήν Ἱερά Μονή Ἁγίου Παντελεήμονος καί ἕνα μέρος στήν Σκήτη Τιμίου Προδρόμου.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται στίς 22 Μαρτίου, τήν ἡμέρα τοῦ ἐνδόξου μαρτυρίου του καί την 1η Μαΐου, μαζί μέ τούς Ὁσιομάρτυρες Ἰγνάτιο τό Νέο καί Ἀκάκιο.
Τό ἀγωνιζόμενο Ἔθνος μας εἶναι (πρέπει νά εἶναι) χρεώστης στούς ἡρωικούς Νεομάρτυρες, τῶν ὁποίων τό αἷμα ἔσμιξε μέ αὐτό τῶν Ἐθνομαρτύρων, ποτίζοντας ἀρκοῦντος τό δένδρο τῆς ἐλευθερίας. Οἱ μυριάδες Νεομάρτυρες, καθ' ὅλη τή διάρκεια τῆς φρικτῆς δουλείας, μέ τήν ὁμολογία τους στό Χριστό  καί τήν ἐμμονή τούς Ὀρθοδοξία, τή μοναδική σώζουσα πίστη, ὑπῆρξαν τά ἰσχυρά ἀναχώματα γιά τή ματαίωση τοῦ ἐξισλαμισμοῦ, τόν ὁποῖο ἀσκοῦσε ἡ Ὀθωμανική ἐξουσία, γιά τήν ἐξαφάνιση τοῦ Γένους μας. Μέ τήν μαρτυρία τους καί τό μαρτύριό τους διέσωσαν τήν Ὀρθοδοξία καί ταυτόχρονα τόν Ἑλληνισμό, διότι ἀπώλεια τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, σήμαινε καί ἀπώλεια τῆς ἑλληνικῆς συνείδησης!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.