Ὁ μακαριστός ἅγιος π. Ἰάκωβος Τσαλίκης γεννήθηκε στίς 5 Νοεμβρίου τό 1920 στό Λίβισι τῆς Μ. Ἀσίας. Τά παιδικά του χρόνια ἦταν πολύ δύσκολα, καθώς στήν περιοχή κυριαρχοῦσαν οἱ Τοῦρκοι. Ὅταν ἦταν δύο ἐτῶν δόθηκε διαταγή ὅλοι οἱ Λιβισιανοί νά φύγουν ἀπό τήν περιοχή.
Περίπου 2000 γυναικόπαιδα καί γέροι (μιά καί ὅλοι οἱ ἄντρες εἶχαν ὁδηγηθεῖ αἰχμάλωτοι σέ καταναγκαστικά ἔργα-μαζί καί...ὁ πατέρας τοῦ μακαριστοῦ Ἰακώβου, Σταῦρος) κίνησαν στή θλιβερή πομπή. Τόν μικρό Ἰάκωβο κρατοῦσε στήν ἀγκαλιά ἡ μητέρα του. Τά ἀδέλφια του, Γιῶργος καί Τασούλα, ἦταν μόλις τεσσάρων ἐτῶν καί σαράντα ἡμερῶν. Δίχως τά παραμικρά οἰκονομικά ἐφόδια, ξεκίνησαν ἕνα βασανιστικό ταξίδι πού κράτησε μιά ἑβδομάδα καί πλέον. Ἔφτασαν τελικά στήν Ἰτέα. Ἀρχηγός τῆς οἰκογένειας ἦταν τώρα ἡ γιαγιά τοῦ Ἰακώβου, ἡ κυρα-Δέσποινα. Γυναῖκα μέ φλογισμένη πίστη, ἀστείρευτη ὑπομονή καί δυναμικότητα. Ἀπό αὐτήν πῆρε ὁ Ἰάκωβος τό λαμπρό παράδειγμα καί διδάχθηκε τήν ἀγάπη στό Θεό καί τούς ἀνθρώπους. Λίγο ἀργότερα, τό 1925 μετέφεραν τούς Λιβισιανούς πρόσφυγες σέ μιά τοποθεσία τῆς βόρειας Εὔβοιας, στό χωριό Φαράκλα.
Ὁ Ἰάκωβος ἔπαιρνε πολύ τά γράμματα. Ἦταν ἄριστος μαθητής ὄχι μόνο γιά τίς ἐπιδόσεις του ἀλλά καί γιά τήν συμπεριφορά του. Ἕνα πάμφτωχο παιδί, ἕξι-ἑπτά χρόνων, τούς περισσότερους μῆνες ξυπόλυτο. Ἀργότερα, σχεδόν ἀπό τά δέκα του χρόνια, πολλοί θά τόν φωνάζουν "πάτερ Ἰάκωβε". Ἀργά τό ἀπόγευμα κάθε μέρα μετά τό σχολεῖο πήγαινε καί ἄναβε τά καντηλάκια στό ἐκκλησάκι τῆς Ἁγ. Παρασκευῆς (τό σχολεῖο του).
Ἕνα ἀπόγευμα ὅμως, ἐκεῖ πού προσευχότανε τοῦ ἐμφανίστηκε ὁλοζώντανη ἡ ἁγία Παρασκευή, ἀκριβῶς ὅπως ἦταν στή εἰκόνα. Τό παιδί τρόμαξε καί ἔφυγε. Ξαναπῆγε ἄλλη μέρα καί τοῦ ἐμφανίστηκε πάλι. Ἔφυγε τρέχοντας μά ἡ ἁγία του μίλησε γλύκα καί τόν καθησύχασε λέγοντάς του ποιά εἶναι. Ὁ Ἰάκωβος ἔκατσε δειλά-δειλά κοντά της καί τήν ἄκουγε. Οἱ ἐμφανίσεις τῆς ἁγίας συνεχίστηκαν, ὥσπου τό ἀγόρι συνήθισε. Κάθονταν δίπλα-δίπλα καί μιλάγανε! Συχνά βοηθοῦσε στό ἱερό τόν π. Δημήτριο μέ φόβο Θεοῦ καί ἐπιμέλεια. Ἐκεῖ στήν ἁγία τράπεζα, πολλές φορές ἀντιλήφθηκε καί εἶδε ἀγγέλους καί ἄκουσε ψαλμωδίες.
Τό 1933 ὁ Ἰάκωβος τελείωσε τό Δημοτικό. Γιά Γυμνάσιο οὔτε λόγος. Ἡ φτώχια καί ἡ ἀνέχεια δέν ἐπέτρεπαν τέτοια σκέψη. Ἔτσι ἔμεινε καί δούλευε στά χωράφια τους καί γιά μεροκάματο σέ ξένα χωράφια. Ὅσο ὅμως κουβάλαγε πέτρες προσευχόταν. Ἔλεγε Παρακλήσεις καί ψιθύριζε τροπάρια. Τή νύχτα ἔκανε πολλές μετάνοιες, διάβαζε μέ τό λυχνάρι ἤ τό φεγγάρι καί ὧρες ὁλόκληρες ἔμενε γονατιστός, κάτι πού τό εἶχε μέχρι τήν κοίμησή του. Κάποτε ἀρρώστησε πολύ βαριά. Μέ τή λίγη ἰατρική περίθαλψη ἦταν βέβαιο πώς θά πέθαινε. Ἕνα ἀπόγευμα ὅμως τοῦ ἐμφανίστηκε ὁ ἅγιος Χαράλαμπος. Εἶδε ζωντανό τό χέρι του νά τόν σταυρώνει στό στῆθος. Ὁ Ἰάκωβος συνῆλθε ἀμέσως! Ὅλοι στό χωριό τόν εἶχαν γιά ἱερό πρόσωπο κι ἄς ἦταν μόλις εἴκοσι ἐτῶν. Στήν κατοχή τά βάσανα τῶν φτωχῶν προσφύγων ἔγιναν ἀκόμη μεγαλύτερα. Ὁ Ἰάκωβος, ὅμως, ὄρθιος! Στίς ἤδη ὑπάρχουσες συμφορές προστέθηκε κι ἐκείνη τοῦ θανάτου τῆς μητέρας του. Ἡ λύπη του ἦταν ἀφόρητα μεγάλη. Ἀπό τότε ἀνέλαβε τήν προστασία τῆς μικρῆς του ἀδελφῆς καί ἔμεινα νά τήν φροντίζει. Ὁ στρατός στήν ἡλικία τῶν εἰκοσιεπτά ἐτῶν τόν βρῆκε ἐξαντλημένο.
Τό 1951, σέ ἡλικία τριανταενός ἐτῶν ἔβαλε πλώρη γιά τό μοναστήρι τοῦ ὁσίου Δαυίδ τοῦ γέροντα στήν Εὔβοια, μιά καί ἡ ἀδελφή του εἶχε πιά παντρευτεῖ. Μέ πολύ κόπο λόγῳ καί τῆς πεζοπορίας, κατόρθωσε νά φτάσει στό μοναστήρι. Ἡ κατάσταση ἐκεῖ ἦταν ἀπερίγραπτη. Τρεῖς μοναχοί πού ζοῦσαν ἐκεῖ, φαίνονταν παραδομένοι στόν ἄθλιο κατήφορο τῆς Μονῆς. Ὅλοι τόν κακοπήραν καί τοῦ κακοφέρθηκαν. Τοῦ μιλοῦσαν ἄσχημα, τόν περιφρονοῦσαν, δέν τοῦ ἔδιναν φαγητό. Τόν ἔβαλαν σ' ἕνα κελί ἐρείπιο. Ὁ μοναχός Ἄνθιμος καί οἱ τσοπάνηδες τοῦ ἄνοιξαν φρικτό πόλεμο. Ὅταν ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς, ἀναγνωρίζοντας τήν ἀρετή του, τόν ἔκειρε μοναχό καί τόν ἔκανε οἰκονόμο τῆς μονῆς ὁ πόλεμος ἐναντίον τοῦ ἔγινε ἀκόμη μεγαλύτερος. Στίς 18 Δεκεμβρίου χειροτονήθηκε διάκονος καί τήν ἑπομένη ἱερέας.
Ἀπό τήν πολλή σωματική κούραση, ἡ ὑγεία του χειροτέρευε ὁλοένα καί περισσότερο. Ἐντούτοις δέν ἔπαψε νά δέχεται πλῆθος ἀνθρώπων πού ἔρχονταν γιά νά πάρουν τήν εὐχή του. Προσευχόταν γιά ἄλλους καί θεραπεύονταν. Οἱ συνεργάτες του ὅμως ἅγιοι Δαυίδ καί Ἰωάννης δέν συνέτρεχαν καί στίς δικές του ἀρρώστιες. Τά ἤξερε αὐτά καλά. Θά 'μενε ὅπως ὁ ἀπόστολος Παῦλος μέ τη χάρη τοῦ Θεοῦ. Οἱ κρίσεις μέ σφιξίματα καί ἐφιδρώσεις ἦταν ἀνυπόφορες. Τόν ρωτοῦσες ὅμως "τί κάνεις γέροντα;" καί καμιά φορά ἀπαντοῦσε:
-Ἔχω ἕνα σφίξιμο στό στῆθος καί μέ πιάνουν ἱδρῶτες... Ἀλλά δέ βαριέσαι, ὁ ἕνας ἀπ' αὐτό, ὁ ἄλλος ἀπό τήν ἄλλη, ὅλοι θά φύγουμε μιά μέρα. Καί θά πᾶμε στούς οὐρανούς, ἐνώπιον τοῦ δίκαιου Κριτῆ. Τό ἄσχημο γιά μένα εἶναι ὅτι δέν ἔχω κάνει τίποτα γιά τόν Κύριο καί τί λόγο θά δώσω στό Θεό;
Νύχτα τῆς 20ης Νοεμβρίου-πρωί της 21ης. Ἦρθε ἡ ὥρα νά τελειώσει τό μαρτύριο τῆς ζωῆς αὐτῆς. Ἀγρύπνησε τό τελευταῖο του βράδυ. Λειτούργησε τήν ἑπομένη γιά τά Εἰσόδια τῆς Παναγίας καί λίγο μετά τό μεσημέρι ἄφησε σάν πουλάκι τήν ψυχή του, τήν ἐξαγνισμένη ἀπό στό καμίνι τῆς ἄσκησης καί τῆς γεμάτης ταπείνωση ἀγάπης. Τήν ἡμέρα τῆς κηδείας ἀλλά καί τήν ἑπομένη τό πρόσωπο τοῦ γέροντα εἶχε μιά ἱλαρότητα καί φωτεινότητα. Ὁ κόσμος πού ἔφτασε στό μοναστήρι ἦταν ἀμέτρητος. Ὁ ἐπίσκοπος ζήτησε νά ὑψώσουν τό φέρετρο γιά νά τό δεῖ ὁ κόσμος.
H Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἁγιοκατέταξε τό μακαριστό Γέροντα Ἰάκωβο Τσαλίκη, ὕστερα ἀπό αἴτηση ἁγιοκατατάξεως πού εἶχε ὑποβληθεῖ ἀπό τήν Ἱερά Μητρόπολη Χαλκίδος καί ὁρίστηκε ὡς ἡμέρα μνήμης τοῦ ἡ 22α Νοεμβρίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου