Δράττομαι, λοιπόν, τῆς εὐκαιρίας νά παρουσιάσω μέ πολλή χαρά τήν κριτική τοῦ παραπάνω βιβλίου, πού ἔχει κάνει ὁ ἱερολογιώτατος Διάκονος π. Βασίλειος Σπηλιόπουλος.
Εἶναι πολύ χρήσιμη ἡ ἀνάγνωση αὐτῆς τῆς κριτικῆς ἀπό τούς ἀναγνῶστες τοῦ ὀγκώδους βιβλίου τῆς Γαβριηλίας, ἀλλά καί ἀπό ὅλο τό χριστεπώνυμο πλήρωμα τῶν ὀρθοδόξων, γιά νά μάθουν νά ξεχωρίζουν τό σιτάρι ἀπό τό ἄχυρο, τό φῶς ἀπό τό σκοτάδι, τήν ἀλήθεια ἀπό τό ψέμα.
Δυστυχῶς, ἡ πληθώρα τῶν μηνυμάτων καί τῶν ἀκαταπαύστων πληροφοριῶν τῆς “Νέας Ἐποχῆς”, ἀμβλύνουν τίς ὀρθόδοξες συνειδήσεις ὅλων μας, ἀκινητοποιοῦν τή δοτή ἀπό τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό εὐθυκρισία, ἀποσκοπώντας νά παραπλανήσουν, εἰ δυνατόν, καί τούς ἐκλεκτούς καί νά τούς ἐντάξουν στό γοητευτικό πανόραμα τῆς Πανθρησκείας.
Θεσμοί θεανθρώπινοι καί ἀρχές αὐταπόδεικτες μέχρι τώρα, σχετικοποιοῦνται, μέ ὕπουλους τρόπους καί τελικά ἀμφισβητοῦνται ἀπό τούς “ἄρχοντες τοῦ κοσμοκράτορος τοῦ αἰῶνος τούτου”, τόσο μέσα στήν παγκόσμια κοινότητα, ὅσο καί μέσα στή φιλτάτη ὀρθόδοξη πατρίδα μας, τήν Ἑλλάδα, τήν ὁποία ἀγωνιωδῶς πασχίζουν νά ἐκσυγχρονίσουν, ὡς δῆθεν ἀσυγχρόνιστη καί τριτοκοσμική, ξένοι καί ντόπιοι “ἐκσυγχρονιστές”.
Εἶναι πολύ λυπηρό νά ἐμπλέκονται σ’αὐτή τή νοοτροπία καί στή νεοεποχίτικη “ἱεραποστολή”, μέλη τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας καί δή μέλη θεσμικά ἀφιερωμένα στό Χριστό, καί μάλιστα νά προσπαθοῦν νά ἐμπλέξουν στήν παναίρεση τῆς Νέας Ἐποχῆς καί τῆς Πανθρησκείας τό πλήρωμα τῶν πιστῶν.
Μέσα στίς πεντακόσιες σελίδες τοῦ κρινομένου βιβλίου γίνεται μεθοδική προσπάθεια μέσω ἡρωοποιημένου ἱεραποστολικοῦ προσώπου, τῆς Γαβριηλίας μοναχῆς ἀπό τή Γαβριηλία μοναχή, ὑποτακτική της, νά ἰσοπεδωθεῖ ἡ ὀρθόδοξη ἀδαμάντινη, ἀληθεύουσα διδασκαλία, μέ ὅλες τίς ὑπόλοιπες κακοδοξίες ὅλων τῶν ὁμολογιῶν καί ὅλων τῶν θρησκειῶν.
Ἡ Ἁγία Μοναδικότητα τοῦ Θεανδρικοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἀνύπαρκτη. Ἀπό ὀρθόδοξες μοναχές περιμένει ἡ Ἐκκλησία τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία καί τό ὀρθόδοξο ἦθος πού εἶναι ἀποτυπωμένα καί τά δύο στά πρόσωπα τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας. Κάθε Ἅγιος καί κάθε Ἁγία τῆς Ὀρθοδοξίας μας δέν ὑπολείπονται καθόλου σέ ἡρωϊσμό, σέ κατορθώματα καί σέ θαύματα, τά ὁποῖα ὁ Χριστός ἐπιτελεῖ μέσω αὐτῶν γιά τό καλό, γιά τή σωτηρία, γιά τήν οἰκοδομή τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν μυρίων μελῶν της.
Ἀντίθετα, στίς πολυπληθεῖς σελίδες τοῦ βιβλίου, “Ἡ ἀσκητική τῆς Ἀγάπης”, ἀπουσιάζει ἡ ὀρθόδοξη ἄσκηση καί ταυτόχρονα παραποιεῖται ἡ ἐν Χριστῷ Ὀρθόδοξη Θεανθρώπινη Ἀγάπη. Ὁ συγκρητισμός δηλαδή τό ἀνακάτεμα ὅλων τῶν ξεπερασμένων ὁμολογιῶν καί θρησκειῶν, ἀκυρώνουν τό Μοναδικό, Σωτηριολογικό ἔργο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τά θαύματά Του, τή Θυσιαστική Του προσφορά, τήν ἔνδοξη Ἀνάστασή Του καί τήν εἰς οὐρανούς Ἁγία Ἀνάληψή Του.
Ἡ ἔμμεση προβολή τοῦ Ἰνδουϊσμοῦ καί τοῦ Γκουρουϊσμοῦ, ἡ ὑποτιθέμενη γλωσσολαλιά, ἡ Χορτοφαγία, ἡ ὁλιστική θεώρηση τοῦ κόσμου, τό Παγκόσμιο ἤ Συμπαντικό Πνεῦμα, τό Yama, ἡ Ἀνυπαρξία καί ἡ Νέκρωση, ὁ Διαλογισμός, ἡ Θετική Σκέψη, οἱ δεισιδαιμονίες, ἡ διαφήμιση τοῦ Ράμα Κρίσνα, τά ψευδοοράματα τῆς Γαβριηλίας μαζί μέ τό “ἰαματικό χάρισμα”, οἱ “ἐναλλακτικές θεραπεῖες”, ὁλοκληρώνουν τόν πολυβολισμό τῆς κατά πάντα δοκιμασμένης μέσα στήν ἑλληνική κοινωνία μας Ὀρθοδόξου, θεανθρωπίνης Παραδόσεώς μας, τῆς μόνης πραγματικά σωζούσης τήν ἀνθρώπινη προσωπικότητα.
Εἶναι ὄντως ἄξιο μεγίστης ἀπορίας τό πῶς εἶναι δυνατόν ὀρθόδοξες μοναχές νά ἀλλοτριώνουν, σέ τέτοιο βαθμό καί τέτοια ἔκταση, τήν ἐν Χριστῷ ζωή! Δέν εἶναι γιά μᾶς ἄξιο ἀπορίας τό πῶς κατάφερε νά κυκλοφορήσει σέ δεκατρεῖς ἐκδόσεις ἀφοῦ τό παραπάνω βιβλίο εἶναι πλημμυρισμένο ἀπό τό μεταπτωτικό σύνδρομο ἑνός διαχύτου συναισθηματισμοῦ, ὁ ὁποῖος παρακινεῖ τό ἀναγνωστικό κοινό στή διακίνησή του.
Ἀναρίθμητοι ὅμως ἀναγνῶστες ἀκατάπαυστα, μᾶς “ἐνοχλοῦν” μέ τήν πανομοιότυπη ἐρώτηση γιά τή γνώμη μας γι’αὐτό τό βιβλίο.
Τελικά, φαίνεται ὅτι μετά από μία νηφάλια, ἐσωτερική κριτική τῶν ἀπροκαταλήπτων ἀναγνωστῶν, διαπιστώνεται, ἄτυπα ἤ συνειδητά, τό αἱρετικό περιεχόμενο τῆς “Ἀσκητικῆς τῆς Ἀγάπης”, καί τό βιβλίο τοποθετεῖται στά πιό ψηλά ράφια τῆς βιβλιοθήκης γιά νά μή μεταδίδεται ἡ διάβρωση πού ἀρχικά προκάλεσε.
Χρειάζεται προσεκτική μελέτη τῆς καλοπροαίρετης καί ἀπόλυτα τεκμηριωμένης κριτικῆς τοῦ ἱεροδιακόνου π. Βασιλείου, ὥστε νά ἀποκτήσει ὁ ἀναγνώστης ὀρθά, Θεανθρώπινα κριτήρια, γιά νά μή παραπλανᾶται ἀπό ποταπούς, δαιμονιώδεις συναισθηματισμούς.
Γ Ε Ν Ι Κ Α
Ἡ “Ἀσκητική τῆς Ἀγάπης” διανύει ἤδη τήν 13η ἔκδοσή του, κυκλοφορεῖ πλέον καί στήν ἀγγλική γλώσσα, καί ὁ ὄγκος του ἐκτείνεται σέ 500 σελίδες. Σέ πολλές ἐνορίες τῆς χώρας μας ἔχει, δυστυχῶς χρησιμοποιηθεῖ, ἤ χρησιμοποιεῖται ἀκόμα, ὡς ἐγχειρίδιο τῶν κατηχητικῶν σχολείων.
Κατά τή γνώμη μας, τό βιβλίο αὐτό στοχεύει στήν προώθηση τοῦ λαϊκοῦ οἰκουμενισμοῦ, στήν προώθηση δηλαδή ἀνάμεσα στούς ἁπλούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς κληρικούς καί λαϊκούς τῆς διδασκαλίας ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες κατέχουν μέρος τῆς ἀληθείας καί συνεπῶς, ὄχι μόνο δέν δικαιούμεθα νά ἀπορρίπτουμε τίς διάφορες διδασκαλίες τους ἀλλά ἔχουμε χρέος ἱερό νά τίς ἀποδεχθοῦμε, ὥστε νά φθάσουμε κάποτε στήν ἐπιθυμητή, γιά τούς φορεῖς αὐτῆς τῆς ἰδέας, ἕνωση ὅλων τῶν θρησκειῶν σέ μία. Ἀποτελεῖ, ἄρα, πράξη μίσους φανατισμοῦ ἤ “φονταμενταλισμοῦ” κατά τή μοντέρνα ὁρολογία, καί μισαλλοδοξίας ἡ ἐμμονή στά δόγματα, τούς κανόνες καί τίς παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας μας καί ἡ ἀπόρριψη τῶν ὑπολοίπων ὁμολογιῶν καί δοξασιῶν, φαινόμενο πού, κατά τή συγγραφέα, ὀφείλεται σέ διάφορα κόμπλεξ καί φοβίες πού μᾶς διακατέχουν.
Πρέπει νά τονίσουμε ὅτι ἡ διδασκαλία αὐτή εἶναι ἡ θεμέλιος διδασκαλία τοῦ κινήματος τῆς “ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ”[1], τό ὁποῖο διακηρύσσει ὅτι ὁ Θεός εἶναιπαντοῦ καί τό ὁποῖο μεθοδεύει συστηματικά τήν ἕνωση τῶν θρησκειῶν καί τή δημιουργία τῆς ΠΑΝΘΡΗΣΚΕΙΑΣ. Ἡ Ἀλήθεια, ὅμως, δέν εἶναι, οὔτε μπορεῖ νά γίνει διαπραγματεύσιμο μέγεθος. Τήν Ἀλήθεια μόνον ἐμεῖς ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί καί πάντα ὡς μέλη τῆς Μίας Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας “κατέχουμε”, καί μάλιστα καθ’ ὁλοκληρίαν, διότι δέν πρόκειται γιά μιά ἀφηρημένη ἤ ἀπρόσωπη ἔννοια, ἀλλά γιά τό ἴδιο τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου, πού σαφέστατα μᾶς φανέρωσε ὅτι Αὐτός εἶναι “ἡ Ὁδός ἡ Ἀλήθεια καί ἡ Ζωή” (Ἰω.ιδ ´, 6).
Ἄς δοῦμε ὅμως τά πιό ἐμφανῆ καί ἀποκαλυπτικά σημεῖα πού ἐπαληθεύουν τόσο τήν ὕπαρξη ἑνός ἀνελέητου καί νεοεποχίτικου συγκρητισμοῦ, ὅσο καί τίς πλάνες τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν, οἱ ὁποῖες εἶναι διάσπαρτες σ’ ὅλο τό βιβλίο, “μεταμφιεσμένες” ἐπιμελῶς σέ Ὀρθόδοξη πνευματικότητα.
Α. ΣΤΟΙΧΕΙΑ
ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΤΙΚΑ
Ὅπως προείπαμε τό βιβλίο αὐτό προσπαθεῖ νά πείσει τόν ἀναγνώστη ὅτι οἱ χριστιανικές καί μή ὁμολογίες δέν ἀπέχουν πολύ ἀπό τήν ἀλήθεια. Αὐτό ἐπιτυγχάνεται μέ διαφόρους τρόπους ὅπως μέ τήν ἀναφορά σέ πάμπολλους ἀλλοθρήσκους καί ἑτεροδόξους φίλους τῆς γερόντισσας μέ τούς ὁποίους διατήρησε σχέσεις σ’ ὅλη της τή ζωή, χωρίς ὡστόσο νά τούς μεταστρέψει ἤ ἔστω νά καταβάλει τήν παραμικρή προσπάθεια. Ἀντίθετα, τούς θεωρεῖ συχνά καί ὡς ἁγίους (π.χ. σελ. 212 καί 407) ἤ ὑπόδειγμα χριστιανῶν (σ. 72)[2]
καί γι’ αὐτό συνομιλεῖ μαζί τους γιά τό Θεό (γιά ποιό Θεό ἄραγε; ).
Ἄς ἀναφερθοῦμε, ὅμως, ἀναλυτικώτερα : Στή σελ. 15, ἕνας ἀγγλικανός “θεολόγος”, ἀναγνωρίζει τήν “ἐν Χριστῷ ζωή της”. Εἶναι αὐτονόητο πώς αὐτό προϋποθέτει κοινό βίωμα καί κοινή πίστη γιά τό Χριστό, ἡ ὁποία φυσικά δέν μπορεῖ νά ταυτιστεῖ μέ τήν ὀρθόδοξη πίστη, γιατί σ’ αὐτή τήν περίπτωση ὁ ἀγγλικανός θά εἶχε ἐπίμονα ζητήσει καί λάβει τό ὀρθόδοξο Βάπτισμα.
Στή σελίδα 27 ἀναρωτιέται ἡ συγγραφέας σέ τί θά μποροῦσε νά ἐνοχλεῖ τή γερόντισσα ἡ συνεργασία, ἀκόμα καί ἡ μισθοδοσία ἀπό Ἑβραίους; Πόσο εἶναι σύμφωνη ἡ τακτική αὐτή πού παρουσιάζεται ὡς ἀρετή καί προβάλλεται ὡς ἀπόδειξη τῆς ὑπέρμετρης ἀγάπης πού εἶχε ἡ γερόντισσα πρός ὅλους μέ τά λόγια τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου πού μᾶς λέει “εἴ τις ἔρχεται πρός ὑμᾶς καί ταύτην τήν διδαχήν οὐ φέρει, μή λαμβάνετε αὐτόν εἰς οἰκίαν, καί χαίρειν αὐτῷ μή λέγετε” ( Β´ Ἰωάν. 10); Μήπως τελικά ἡ γερόντισσα διέθετε μεγαλύτερη ἀγάπη ἀπ’ αὐτόν πού ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία ὀνόμασε “ μαθητή τῆς ἀγάπης”;
Στή σελ. 33 βλέπουμε τή στενή σχέση τῆς γερόντισσας μέ τήν αἵρεση τῶν
Κουακέρων[3]. Τό ἔργο τους στή Θεσσαλονίκη διαφημίζεται ὡς σπουδαῖο, ἐνῷ ἡ ἴδια κατέχει θέση διευθύντριας στή σχολή τους, ἀλλά καί διδασκάλου τοῦ Εὐαγγελίου. Ποιός ἀφελής θά μποροῦσε ποτέ νά πιστεύσει πώς ἄν οἱ ἀπόψεις της καί ἡ ἑρμηνεία πού ἔδιδε στό Εὐαγγέλιο δέν ταυτίζονταν ἀπόλυτα μ’ αὐτές τῆς αἱρέσεως, θά τῆς ἐμπιστεύονταν τίς δύο, ἀναμφισβήτητα, πιό εὐαίσθητες θέσεις σέ τέτοια αἵρεση; Παράλληλα, δίδεται στόν ἀναγνώστη ἡ ἐσκεμμένη ἐντύπωση πώς οἱ Κουάκεροι εἶναι ὁμάδα ὀρθοδόξων χριστιανῶν μέ σπουδαῖο μάλιστα ἔργο καί δραστηριότητες, ἐντύπωση ἐσφαλμένη καί ἄκρως ἐπικίνδυνη ἀκόμα καί προσηλυτιστική. Στίς σελ. 40 - 41 παρουσιάζεται ἡ σχέση της μέ δύο ἀκόμη Κουάκερους, ἐνῷ φιλοξενεῖται καί στόν ξενῶνα τους (σελ. 46).
Στή σελ. 63, κάποιος μεθοδιστής ἱεραπόστολος ζητᾶ τίς προσευχές της γιά νά λάβουν καί ἄλλη χάρη ἀπ’ τό Θεό. Αὐτό παραμένει ἀσχολίαστο καί διδάσκει γιά μιά ἀκόμη φορά πώς ἡ Χάρις δέν εἶναι προνόμιο τῶν Ὀρθοδόξων. Ἡ Χάρις ὅμως τοῦ Θεοῦ, τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐνεργεῖ μόνο στούς κόλπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί “ὅλον συγκροτεῖ τόν θεσμόν τῆς Ἐκκλησίας”. (Ἰδιόμελο τῆς Ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος).
Στή σελ. 42, ὁ “θρασύς συγκρητισμός” ξεπερνάει κατά πολύ τά ὅρια, καθώς , ὅπως διαβάζουμε, ἡ Αὐρηλία, ἡ γερόντισσα ὡς λαϊκή, φεύγοντας γιά τήν Ἰνδία, πῆρε μαζί της μόνο δύο βιβλία. Τό ἕνα ἦταν τό Εὐαγγέλιο καί τό ἄλλο ἕνα βιβλίο τοῦ γκουρού Sivananda[4]. Καί ἐνῷ γιά τό Εὐαγγέλιο οὔτε λόγος γίνεται, τό βιβλίο τοῦ γκουρού τήν ἐνθουσιάζει τόσο πολύ, πού ψάχνει ἀπεγνωσμένα τό συγγραφέα του. Αὐτός μέ τή σειρά του “ὡς ἐκ θαύματος”, τήν ἀκολουθεῖ παντοῦ καί τήν βοηθᾶ πολύ περισσότερο στό ξεκίνημά της στήν Ἰνδία[5], γιά νά μᾶς ἀποδείξει, ἄτυπα ἔστω, πόσες δυνάμεις κρύβονται στόν Ἰνδουϊσμό καί στούς γκουρού, τίς ὁποῖες ἄν καί ἀγνοοῦμε, μποροῦμε ὅμως σταδιακά νά ἀνακαλύψουμε καί νά εὐεργετηθοῦμε ἀπ’ αὐτές.
Στή σελ. 50 -51, γίνεται σύγκριση γκουρουϊστικῶν τεχνικῶν μέ ὀρθόδοξες ἀπόψεις. Θεωρεῖ, δηλαδή, ἡ γερόντισσα πώς στόν ὀρθόδοξο μοναχισμό, ὅπως καί στόν Ἰνδουϊστικό, εἶναι σύνηθες φαινόμενο ἡ προσπάθεια τοῦ ἀσκητοῦ νά γίνεται ἀόρατος ἀπ’ τούς ἀνθρώπους πράγμα ἐντελῶς ξένο καί ἄγνωστο στή δική μας ἀσκητική παράδοση.
Στή σελ. 53 συγκρίνεται καί ἡ ἰνδουϊστική μέ τήν ὀρθόδοξη λατρεία, χωρίς νά ἀπουσιάζει ἀπό τόν κατάλογο τῶν “ὁμοιοτήτων” καί ἡ διαρκής ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ, πού δῆθεν ὑπάρχει καί στίς δύο λατρεῖες μέ μοναδική διαφορά τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ πού ὁ ἀσκητής ἐπικαλεῖται[6]. Φυσικά, ἡ διαφορά εἶναι πολύ πιό οὐσιαστική, ἐνῷ ἔντεχνα περνᾶ καί πάλι τό μήνυμα ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες ἔχουν τήν ἀλήθεια μέ μόνη διαφορά τό ὄνομα πού προσδίδουν στό Θεῖο.
Στή σελ. 54 διαφημίζεται ὁ Rama Krishna, ὡς ἐπηρεασμένος τάχα ἀπό τό Χριστιανισμό, ἐνῷ στή σελ. 47, παρατίθενται ἀρκετά ὀνόματα μεγάλων γκουρού πού γνώρισε ἡ γερόντισσα, προφανῶς γιά νά ξέρουν ποῦ πρέπει νά ἀπευθυνθοῦν οἱ ἐνδιαφερόμενοι γιά τήν ἰνδική φιλοσοφία καί τίς τεχνικές της.
Λίγο πιό κάτω προσπαθεῖ ἡ συγγραφέας νά μᾶς πείσει ὅτι ἡ Ἑβραία φίλη της πίνει ἀπό τό σταυρωμένο νεράκι, ὅταν ταυτόχρονα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς λέει ὅτι “Σταυρός Ἰουδαίοις σκάνδαλον”.
Σέ τί ἀποσκοπεῖ ἡ παραπλάνηση αὐτή, παρά στό νά πιστεύσουμε ὅτι οἱ ὀπαδοί τῶν ἄλλων θρησκειῶν δέν διακατέχονται ἀπό τόν ἴδιο “φανατισμό” ἀπό τόν ὁποῖο διακατεχόμαστε ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι;
Ἀκόμα, γίνεται σύγκριση τοῦ μοναχισμοῦ μέ τήν ἀρχαία Ἑλλάδα, σέ μιά ἐποχή πού ἡ νεοειδωλολατρεία καί ἡ λατρεία τοῦ Δωδεκαθέου βρίσκεται σέ ἔξαρση καί ἰδιαίτερα στή χώρα μας(σ. 106).
Ἀλλοῦ ἡ γερόντισσα προσκαλεῖται νά προσευχηθεῖ μέσα σέ τζαμιά (σελ. 44), χωρίς νά ἀναφέρεται τό ἄν τελικά ἀποδεχόταν τήν πρόσκληση αὐτή, μολονότι ἡ πράξη αὐτή ἐπαινεῖται ἀπό τή συγγραφέα.
Πάντως ἡ προσκύνηση τῶν τζαμιῶν δέν ἀντιβαίνει στό πνεῦμα τοῦ βιβλίου, ἀφοῦ οἱ Μουσουλμάνοι, οἱ Ἰνδουϊστές ἀλλά καί οἱ Ἑβραῖοι, ἔχουν τό Θεό μέσα τους καί ὁδηγοῦνται ἀπό τό ἴδιο πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἡ ἴδια ἡ Γαβριηλία ὑποστηρίζει (σελ. 325)[7]. Ἀκόμα, ὁ Ραμασάντρα ἀναφέρεται ὡς σπουδαῖος ἄνθρωπος πού ζεῖ κατά Χριστόν (σελ. 234), ἐνῷ διαρκής εἶναι καί ἡ ἀναφορά στά χαρίσματα τοῦ Βaba Amte (σελ. 403). Γίνεται λοιπόν ἐμφανής ἡ ἄποψη τῆς Γαβριηλίας πώς ὅλοι μποροῦν νά ζοῦν καί νά πορεύονται κατά Χριστόν καί, συνεπῶς, εἶναι ἐντελῶς ἄχρηστο τό ἄγιο Βάπτισμα καί ἔνδειξη μίσους ἡ ἀντίθετη ἄποψη.
Τά πιό χαρακτηριστικά, ὅμως σημεῖα συγκρητισμοῦ στό βιβλίο εἶναι τά ἑξῆς :
α) Στή σελ. 101, ἀναφέρεται πώς ἀφοῦ ἔγινε μοναχή καί κάποια μέρα συναντήθηκε μέ δύο Ἰνδούς μοναχούς ἀπό τό Ashram τοῦ Sivananda, αὐτοί τῆς εἶπαν : “Τώρα εἶσαι πραγματική ἀδελφή μας. Ρ ά σ ο ἐ σ ύ - ρ ά σ ο ἐ μ ε ῖ ς”. Στή φράση αὐτή συμπυκνώνεται ὅλη ἡ διδασκαλία τοῦ βιβλίου ἀλλά καί τῆς Νέας Ἐποχῆς. Μέ τόν τρόπο μάλιστα πού εἶναι διατυπωμένο, περνάει τό μήνυμα τόσο ὅτι ὡς ὀρθόδοξοι χρήζουμε μιᾶς ἀναγνωρίσεως ἀπό τά ἄλλα, πιό “πνευματικά” καί μυστικιστικά θρησκεύματα, ὅσο καί ὅτι οἱ Ἰνδοί, ὡς μεγαλόψυχοι καί ἀφανάτιστοι, μᾶς παρέχουν αὐτή τήν ἀναγνώριση καί ἀποδέχονται ἀπόλυτα τήν ἀσκητική μας πού λίγο φυσικά ἀπέχει ἀπό τή δική τους. Εἶναι ἡ βάση μιᾶς σύγκρισης μεταξύ τῆς δικῆς μας ἀσκητικῆς παραδόσεως καί τῆς ἰνδουϊστικῆς δηλαδή τῆς γιόγκα καί τοῦ διαλογισμοῦ, μέ τήν προσευχή, ἰδιαίτερα τή νοερά προσευχή καί γενικῶς τήν ὀρθόδοξη λατρεία μας. Στά ἴδια, ἐξάλλου, πλαίσια, κινοῦνται καί οἱ σκέψεις τῆς γερόντισσας στή σελ. 245 -246, ὅπου κι ἐκεῖ δέν παραλείπει, μέ μιά σκόπιμα μπερδεμένη πρόταση νά μᾶς πεῖ ὅτι ἐκεῖνο πού σώζει εἶναι ἡ λιτότητα, ἡ πτωχεία καί ἡ στενή ὁδός, ἡ ὁποία, ὅμως συγκεκαλυμμένα παρακάτω, βιώνεται καί στά ὀρθόδοξα μοναστήρια καί στά Ἄσραμ[8].
β) Τό δεύτερο σημεῖο τό ἐντοπίζουμε στή σελ. 39. Ἐκεῖ ἀναφέρεται πώς ὡς Ἕλληνες τρέφουμε “ἔμφυτο” σεβασμό γιά τήν ἰνδική φιλοσοφία, γιατί καί οἱ Ἰνδοί, ὅπως κι ἐμεῖς, ἔχουν μιά ψυχική λεπτότητα, ἡ ὁποία εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς καλλιεργείας τους. Γράφει ἀκόμα πώς ὑπάρχουν στήν Ἰνδία σοφοί πού ἔχουν ὁλοκληρωτικά ἀφιερωθεῖ στό Θεό, χωρίς τήν παραμικρή νύξη γιά τό γεγονός ὅτι δέν ὑπηρετοῦν τόν ἴδιο Θεό, τόν μοναδικό Θεό, πού διακονοῦμε ἐμεῖς. Πράγματι, ἄν λάβουμε τή λέξη Ἕλληνες μέ τή συνήθη ἁγιογραφική της σημασία ὡς εἰδωλολάτρες δηλαδή, τότε δέν μποροῦμε παρά νά συμφωνήσουμε. Ἄν ὅμως δεχθοῦμε ὅτι οἱ Ἕλληνες, ὡς Ρωμηοί, ὡς ὀρθόδοξος δηλαδή λαός παραμείναμε ἀνέκαθεν ἀμετακίνητοι στήν πίστη καί στίς παραδόσεις μας, τότε τί κοινό μποροῦμε νά βροῦμε μεταξύ τοῦ Φωτός καί τοῦ σκότους, τῆς Ἀληθείας καί τοῦ ψεύδους καί τοῦ πατρός αὐτοῦ Διαβόλου; Ἀπολύτως καμμία, ἰδιαίτερα ἄν λάβουμε ὑπ’ ὄψιν τό γεγονός ὅτι οἱ Πατέρες μας οἱ σοφοί καί ἅγιοι, δέν δέχθηκαν νά βάλουν στό Σύμβολο τῆς Πίστεώς μας οὔτε μία φορά ὁποιαδήποτε λέξη πού νά ἀρχίζει ἀπό τό γράμμα Ψ, ἀρχικό τῆς λέξεως “Ψεῦδος”, διδάσκοντάς μας ὅτι καμμιά κοινωνία δέν μποροῦμε καί δέν πρέπει νά ἔχουμε μέ τό ψεῦδος καί ὅτι ἡ πίστη μας εἶναι ἡ μόνη πού δέν ἐμπεριέχει ἴχνος Ψεύδους, ἡ μόνη πού ἐμπεριέχει τήν Ἀλήθεια.
Πρέπει ὅμως νά τονίσουμε ὅτι πραγματικά σοφός εἶναι μόνον αὐτός πού κοινωνεῖ μέ τή σοφία τοῦ Θεοῦ, τήν ὄντως Σοφία, τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό καί γίνεται θεός κατά χάριν, πρᾶγμα πού ἀδυνατοῦν νά δεχθοῦν οἱ Ἰνδουϊστές, οἱ ὁποῖοι ἐλπίζουν μόνο στίς ἐσωτερικές τους δυνάμεις καί στή δυνατότητα αὐτοθεώσεως. Στή σελ. 184 τέλος, συγκρίνονται καί οἱ ἁγιασμένες μορφές τῶν Προφητῶν μέ τίς μορφές τῶν γιόγκι καί τῶν γκουρού.
Δέν πρέπει ὅμως νά ἐξαιρέσουμε ἀπ’ αὐτό τό κεφάλαιο καί τή “Μίμηση τοῦ Χριστοῦ”. Ἡ “Μίμηση τοῦ Χριστοῦ” εἶναι ἕνα πασίγνωστο βιβλίο πού ἐκφράζει ὅλο τόν εὐσεβισμό καί τή λογικοκρατία τῆς Δύσεως καί πού καμμία σχέση δέν ἔχει μέ τήν ὀρθόδοξη πνευματικότητα καί τήν ὀρθόδοξη καί πατερική μίμηση Χριστοῦ. Τό βιβλίο αὐτό ἡ γερόντισσα τό ἀγαποῦσε ἰδιαιτέρως καθώς καί τό συγγραφέα του, ὅπως φαίνεται στή σελ. 205, ὅπου συγκαταλέγεται ἡ “Μίμηση τοῦ Χριστοῦ” στά βιβλία πού συνιστοῦσε στούς ἄλλους πρός μελέτη, καθώς καί στή σελ. 77, ὅπου συμβαδίζει μέ τό συγγραφέα του, τό Θωμᾶ Κεμπήσιο κι ἕνα ἀκόμη ἑτερόδοξο μοναχό. Ἄκρως κατατοπιστικό γιά τό θέμα αὐτό εἶναι ἕνα ἄρθρο τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου, ἑνός τῶν λογιωτέρων καί παραδοσιακῶν ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ Σεβασμιώτατος μεταξύ ἄλλων ἀναφέρει : “ Ἔχει ἀποδοθεῖ (ἐνν. ἡ Μίμηση τοῦ Χριστοῦ) στόν Θωμᾶ Κεμπήσιο, πού ὑπῆρξε ἕνας παπικός ἀσκητικός συγγραφέας...Φαίνεται ὅτι τό βιβλίο αὐτό εἶναι ἐντεταγμένο μέσα στά δυτικά πλαίσια καί ἐκφράζει τήν πνευματικότητα τοῦ δυτικοῦ ἀνθρώπου...Μπορεῖ κανείς νά διαπιστώσει ὅτι ἡ μετάφρασή του μέ τήν παράλληλη παραθεώρηση τῶν νηπτικῶν πατερικῶν κειμένων συνετέλεσε στή δυτικοποίηση τῶν Ὀρθοδόξων. Βέβαια εἶναι γεγονός ὅτι ὅταν κανείς διαβάσει τή “Μίμηση τοῦ Χριστοῦ” θερμαίνεται συναισθηματικά, ἀλλ’ ὅμως ἐκτρέπεται, χωρίς νά τό καταλάβει, ἀπό τή γνήσια ἔκφραση τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως...”.
Φρονοῦμε, λοιπόν, πώς καί τό βιβλίο πού μελετᾶμε, ἔχει τίς ἴδιες ἀκριβῶς καί ἀκόμα ἐπιβλαβέστερες ἐπιδράσεις, γιατί ἐκτός ἀπό τό νοσηρό συναισθηματισμό, τόν ὁποῖο ἐκπέμπει, προβάλλει καί ἐπικίνδυνες τεχνικές καί δοξασίες. Συνιστοῦμε, συνεπῶς, ἀνεπιφύλακτα καί τήν ἀνάγνωση τοῦ συγκεκριμένου ἄρθρου[9].
Ἀναφέραμε μερικά μόνο σημεῖα τοῦ βιβλίου, στά ὁποῖα ἐπιχειρεῖται νά συγκριθεῖ ἡ ὀρθόδοξη μέ τήν ἰνδουϊστική “πνευματικότητα”, μεταξύ τῶν ὁποίων, δυστυχῶς, δέν ἀνευρίσκεται ἀπό τή συγγραφέα καμμία διαφορά. Μιά ὅμως προσεκτική καί ἀπαλλαγμένη προκαταλήψεων ματιά, ἀπό ἕνα “κριτικό” μάτι θά ἀνασύρει, σχετικά εὔκολα, ἄπειρα τέτοια σημεῖα, ἀφοῦ αὐτός εἶναι καί ὁ σκοπός τοῦ ἐν λόγῳ βιβλίου.
Β.
“ΜΕΤΡΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ”
Εἶναι μαθηματικῶς βέβαιο, ὅμως, πώς ἄν ὅλα αὐτά τά στοιχεῖα δίδονταν στόν ἀναγνώστη χωρίς τήν ἀπαραίτητη ἐπικάλυψη, τότε δύσκολα θά ἔπεφτε στήν παγίδα. Γιά τό λόγο αὐτό, ἡ συγγραφέας ἔχει φροντίσει νά πάρει τά κατάλληλα, ψυχολογικά κυρίως, μέτρα ἀσφαλείας, ὥστε δύσκολα κάποιος νά ὑποψιαστεῖ μήπως ὅλα αὐτά δέν εἶναι καί τόσο σωστά ἤ ὀρθόδοξα. Ἐκτός λοιπόν ἀπό τό συγκεκαλυμμένο τρόπο μέ τόν ὁποῖο δίδονται κάποιες πληροφορίες ἀλλά καί τόν καταιγισμό μέ αὐτές, ἔτσι ὥστε ὁ ἀναγνώστης νά μήν προλαβαίνει νά τίς ἐπεξεργάζεται, θά ἀναφέρουμε δειγματοληπτικά μερικά από τά ψυχολογικά “μέτρα ἀσφαλείας”.
Στή σελ. 44 ἀναφέρεται ἡ πρόσκληση πρός τή γερόντισσα νά προσκυνήσει στά μικρά τζαμιά τῶν ξενοδοχείων, τονίζεται ὅμως ταυτόχρονα πώς αὐτό ἀποτελεῖ ἡρωϊκή πράξη “στή δική μας ἐποχή τοῦ Φονταμενταλισμοῦ”. Αυτομάτως, λοιπόν χαρακτηρίζεται φονταμενταλιστής ὅποιος δέν δεῖ καί μέ καλό μάτι τήν πράξη αὐτή.
Στήν ἑπόμενη σελίδα ἀναφέρεται ἡ συγγραφέας στά λόγια κάποιου ἱεράρχου, ὁ ὁποῖος λέει πώς “ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί κινδυνεύουμε μόνο ἀπό τίς ἀδυναμίες μας”. Ἄρα λοιπόν εἶναι ἀδύνατοι στήν πίστη ὅσοι, ἀκολουθώντας τήν τακτική τῶν Πατέρων καί τῆς Ἐκκλησίας δέν ἀναπτύσσουν ἰδιαίτερες σχέσεις μέ αἱρετικούς καί ἀλλοθρήσκους καί κυρίως δέν συμπροσεύχονται μ’ αὐτούς, κατά τόν ἱεράρχη αὐτόν. Ἀντιθέτως εἶναι πολύ πιστοί, ὅσοι κυριολεκτικά, διαπραγματεύονται τό Θεό καί τήν Ἀλήθεια. Μέ τά λόγια αὐτά, καί μάλιστα ἀπό τό στόμα ἑνός ὀρθοδόξου ἀρχιερέως πιστεύει ἡ συγγραφέας καί δυστυχῶς ἐν μέρει δικαιολογημένα πώς θά ἐξαλείψει κάθε ἐνδεχόμενη ἀντίρρηση. Μήπως, ὅμως, εἶναι προτιμότερο γιά μᾶς νά ὑπακούσουμε στά λόγια τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, πού ἀναφέραμε στήν εἰσαγωγή, ἀλλά καί τοῦ ἰδίου τοῦ Κυρίου πού παραγγέλει : “Προσέχετε ἀπό τῶν ψευδοπροφητῶν” (Ματθ. Ζ, 15), παρά σέ ἕνα ἱεράρχη, ὅποιος κι ἄν εἶναι αὐτός; Πῶς εἶναι δυνατόν, ἐξάλλου, νά πιστεύσουμε πώς ἀμέτρητοι ξένοι εἶδαν τό φῶς τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως ἀναφέρεται λίγο πιό κάτω, ὅταν δέν κατονομάζονται παρά μόνον ἕνας ἤ δύο; Δέν θά ἔκανε ἡ συγγραφέας συστηματική ἀναφορά στίς πραγματικές ἐπιτυχίες τῆς Γαβριηλίας ὅταν κάνει τό ἴδιο γιά ὅλες τίς πλάνες της; Δέν ἔχει γίνει ἤδη κατανοητό πώς ἡ ὁποιαδήποτε προσπάθεια μεταστροφῆς ἀλλοθρήσκων καί ἑτεροδόξων στήν Ὀρθοδοξία ἐκλαμβάνεται ἀπό τή γερόντισσα ὡς δεῖγμα φανατισμοῦ;
Στή σελ. 49, γράφεται πώς ἡ γερόντισσα ἔγινε ἕνα “παράθυρο στήν Ὀρθοδοξία” γιά τούς ἄλλους καί στόν κόσμο γιά ἐμᾶς ἀνοίγοντας ἕνα βαθύ ρῆγμα στήν “ἐπίκτητη φοβία μας”. Τονώνει δηλαδή, ἡ συγγραφέας τόν ἐγωϊσμό μας ὥστε νά λειτουργήσει ἀνασταλτικά πρός τίς ἐνστάσεις μας, ἀφοῦ κανείς δέν θέλει νά κουβαλάει τόν τίτλο τοῦ φοβισμένου.
Στή σελ. 122 προλαμβάνονται γιά μιά ἀκόμη φορά πιθανές ἀντιρρήσεις ἀφοῦ ἡ συγγραφέας μᾶς λέει πώς ἡ Γαβριηλία ἦταν ἡ μόνη πού εἶχε τό θάρρος γιά τέτοιου εἴδους ἀνοίγματα καί πώς οἱ ὑπόλοιποι μοναχοί μας δέν εἶναι καί τόσο ἐργατικοί, ἀλλά παραμένουν κλεισμένοι στό μοναστήρι τους καθώς καί ὅτι ἡ γερόντισσα εἶχε τήν εὐλογία γιά κάτι τέτοιο, ἀπό ἕναν ἀναγνωρισμένο γέροντα (τόν π. Αμφιλόχιο). Ὡστόσο, ὁ γέροντας αὐτός ἔχει κοιμηθεῖ πολύ ἐνωρίτερα (1976) ἀπό τήν πρώτη ἔκδοση τοῦ βιβλίου (1996), ὅπως, βέβαια, καί πολλοί ἄλλοι πού ἀναφέρονται σ’ αὐτό γιά νά στηρίξουν τήν ἁγιότητα τῆς γερόντισσας Γαβριηλίας. Τό γεγονός αὐτό σέ συνδυασμό μέ ἄλλα στοιχεῖα πρέπει νά μᾶς βάλει σέ ὑποψίες γιά τά κίνητρα τῆς συγγραφέως.
Τέλος, στή σελ. 288, παρερμηνεύεται ἡ ἀγάπη πού ὀφείλουμε πρός ὅλους καί προβάλλεται ἡ γερόντισσα ὡς ὁμολογήτρια τῆς πίστεως ἐνῷ ὅσοι διαφωνοῦν ὀνομάζονται διῶκτες τῆς ἀγάπης. Εἶναι ἀνάγκη, ὅμως νά ξεφύγουμε ἀπ’ὅλες τίς παραπάνω καλοστημένες παγίδες. Ἄς ἀπαντήσουμε στίς κατηγορίες πού κινδυνεύουμε νά ἑλκύσουμε, διαφωνώντας μέ τίς τακτικές αὐτές (φανατικός, φονταμενταλιστής, φοβισμένος, ἄπιστος, μισαλλόδοξος κ. ἄ.), μέ τά λόγια τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Εὐαγγελιστοῦ τῆς ἀγάπης πού ἤδη ἀναφέραμε, ἀλλά καί τοῦ ἀποστόλου Παύλου πού μᾶς παρακαλεῖ “σκοπεῖν τούς τάς διχοστασίας καί τά σκάνδαλα παρά τήν διδαχήν ἥν ὑμεῖς ἐμάθετε ποιοῦντας καί ἐκκλίνατε ἀπ’ αὐτῶν” (Ρωμ. 16, 17), πού μᾶς ξεκαθαρίζει ὅτι “οὐ θέλω δέ ὑμᾶς κοινωνούς τῶν δαιμονίων γίνεσθαι” (Α´Κορ. 1, 20) καί μᾶς ἐφιστᾶ τήν προσοχή “μή τις ὑμᾶς συλαγωγῶν διά τῆς φιλοσοφίας καί κενῆς ἀπάτης κατά τήν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων καί οὐ κατά Χριστόν “ (Κολ. 2, 8). Ἄς ἀπαντήσουμε ἀκόμα μέ τά λόγια τῶν πνευματοφόρων Πατέρων μας οἱ ὁποῖοι ξεκάθαρα μᾶς προειδοποιοῦν λέγοντας ὅτι “εἴ τις κληρικός ἤ λαϊκός εἰσέλθῃ εἰς συναγωγήν Ἰουδαίων ἤ αἱρετικῶν προσεύξασθαι καί καθαιρείσθω καί ἀφοριζέσθω” (Κανών ΞΕ´ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων)[10].
Τίθεται λοιπόν τό ἐρώτημα : Ἡ γερόντισσα Γαβριηλία εἶχε μεγαλύτερη ἀγάπη ἀπ’ αὐτή τῶν Πατέρων, τῶν Ἀποστόλων ἀκόμα καί τοῦ Κυρίου; Σέ ποιόν, τελικά, ὀφείλουμε νά ὑπακούσουμε καί ποιόν νά ἐμπιστευθοῦμε καί νά ἀκολουθήσουμε, τήν ἴδια τήν Ἀλήθεια, ἤ μία πλανεμένη μοναχή;
Γ. ΙΝΔΟΥΪΣΜΟΣ
- ΓΚΟΥΡΟΥΪΣΜΟΣ
Ἄς περάσουμε ὅμως σέ κάτι πιό ἐπικίνδυνο καί σημαντικό. Ἕνα ἀπό τά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τῆς Νέας Ἐποχῆς εἶναι ἡ ἀντιστροφή χριστιανικῶν ὅρων. Αὐτό, πολύ ἁπλᾶ, σημαίνει πώς οἱ διάφορες ὁμάδες τῆς Νέας Ἐποχῆς παίρνουν ἕνα ὅρο συνηθισμένο στήν ὀρθόδοξη πνευματικότητα καί τούς προσδίδουν νόημα τελείως διαφορετικό καί ξένο. Παίρνουν π.χ. τόν ὅρο π ρ ο σ ε υ χ ή καί τόν ταυτίζουν μέ τό περιεχόμενο τοῦ ὅρου δ ι α λ ο γ ι σ μ ό ς γιά νά ἑλκύσουν τά ἀνυποψίαστα θύματά τους εὐκολώτερα, κάμπτοντας πιθανούς ἐνδοιασμούς καί παρασύροντας, εἰ δυνατόν, καί τούς ἐκλεκτούς ἀφοῦ γίνεται λόγος γιά χριστιανικές ἀρετές καί μεθόδους. Τό φαινόμενο τῆς ἀντιστροφῆς εἶναι πολύ σύνηθες καί στό βιβλίο αὐτό. Μέ ἔξυπνο ὁμολογουμένως τρόπο, ἑτοιμάζεται ὁ ἀναγνώστης νά δεχθεῖ τήν ἰνδουϊστική φιλοσοφία καί ζωή, ἐφόσον μάλιστα παρουσιάζεται ὡς γνήσια μορφή ὀρθοδόξου πνευματικότητος, κατηχεῖται καί σταδιακά μυεῖται, ἀκουσίως μάλιστα, σ’αὐτήν καί κινδυνεύει νά απομακρυνθεῖ ἀπό τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἤ νά παραμείνει τυπικά σ’ αὐτή, προσκυνώντας ἄλλους θεούς, δαίμονες στήν πραγματικότητα, πού θά ἀποκτοῦν αὐξανόμενη ἐξουσία πάνω του, ἀποξενώνοντάς τον ἀπό τή Θεία Χάρη καί ἀμαυρώνοντάς του τόν χιτῶνα τοῦ Βαπτίσματος. Ὅμως, “οὐδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν” (Ματθ. 6, 24). Θά ἐξετάσουμε τά σημεῖα τοῦ βιβλίου ὅπου γίνεται ἀντιστροφή κάποιων ὅρων, ἀντιπαραβάλλοντάς τα μέ σχετικά ἀποσπάσματα ἀπό τά βιβλία τοῦ π. Αντωνίου Ἀλεβιζοπούλου[11].
Στή σελ. 3, ἡ συγγραφέας εὔχεται νά μᾶς “μυήσει” - καί ἔχει μεγάλη σημασία ὁ ὅρος - στήν ἀσκητική τῆς ἀγάπης, ἕνα ποίημα πού βρέθηκε στά χαρτιά τῆς γερόντισσας, καί ὅλο τό βιβλίο νά μᾶς ἀνοίξει ἕνα παράθυρο στόν οὐρανό της. Κατ’ ἀρχήν εἶναι γνωστό ὅτι τή λέξη μ ύ η σ η τή χρησιμοποιοῦμε ὅταν μεταδίδουμε σέ κάποιον “ξένο”, κάτι ἀπό τίς δικές μας ἐμπειρίες καί μάλιστα θρησκευτικές ἐμπειρίες ὅταν δηλαδή, τόν εἰσάγουμε σταδιακά στά δικά μας μυστήρια, στή λατρεία τοῦ δικοῦ μας Θεοῦ. “Στή μύηση ἀνήκει τό νά ἀκολουθεῖ ὁ μαθητής τίς ἐντολές τοῦ γκουρού του, ἀνεξάρτητα ἄν ζεῖ κοντά στό γκουρού ἤ ὄχι”[12]. Ἴσως ὁ παραλληλισμός αὐτός νά φαντάζει ὑπερβολικός ἀλλά πιστεύουμε πώς στή συνέχεια θά δικαιολογήσετε τίς ὑποψίες μας. Διαβάζουμε ἐξάλλου, πώς ἡ μύηση θά γίνει στήν ἀσκητική τῆς ἀγάπης. Ἐδῶ πρέπει νά ἀναφέρουμε πώς ὁ διάσημος σ’ ὁλόκληρο τόν κόσμο, γκουρού Σάϊ Μπάμπα, πιστεύει πώς “ὑπάρχει μόνο μία θρησκεία, ἡ θρησκεία τῆς Ἀγάπης...ὑπάρχει μόνο μιά γλῶσσα, ἡ γλῶσσα τῆς καρδιᾶς”[13]. Πρόκειται γιά πεποιθήσεις πού ταυτίζονται, δυστυχῶς, ἀπόλυτα μ’ αὐτές τῆς γερόντισσας. Ἀκόμα οἱ ὑποψίες μας ἐνισχύονται ἀπό τό γεγονός ὅτι κατά τόν πατέρα τῆς θετικῆς σκέψης[14]...”ὁ ἄνθρωπος δημιουργεῖ τό δικό του οὐρανό καί τή δική του κόλαση”[15]. Πρέπει νά θεωρήσουμε τυχαῖες συμπτώσεις καί μάλιστα σέ μιά παραγραφούλα, πού τυγχάνει(;) νά εἶναι ἡ πρώτη τοῦ βιβλίου; Στό τέλος μάλιστα τῆς παραγράφου αὐτῆς ἀναφέρεται πώς ἐκεῖνος (ἐνν. ὁ οὐρανός της;) εἶναι τό πεπρωμένο μας! Δέν μᾶς ἐκπλήσσει αὐτό ἀφοῦ “κάρμα σημαίνει δράση καί ἡ δράση εἶναι ἀναπόφευκτη...καί μ’ αὐτή τήν ἔννοια τό πεπρωμένο μας εἶναι ἤδη ἀποφασισμένο”[16], καθώς “κάθε ἄνθρωπος παίζει τό ρόλο του πού εἶναι λεπτομερειακά καθορισμένος στήν προσωπική ταινία τῆς ζωῆς του, κι αὐτός ὁ ρόλος ἀλλάζει συνεχῶς ἀπό ζωή σέ ζωή”[17], λόγια πού σχεδόν αὐτούσια ἐπαναλαμβάνει ἡ γερόντισσα στή σελ. 396[18].
Γλωσσολαλιά: Στή σελ. 10, ἀναφέρονται τά “χαρίσματα” τῆς γερόντισσας μεταξύ τῶν ὁποίων