«Θρῆνος μεγάλος γίνεται
μέσα στό Μεσολόγγι.
Τό Μάρκο πᾶν στήν ἐκκλησιά
τό Μάρκο πᾶν στό μνῆμα»
Στό δρόμο γιά τήν τελευταία του μάχῃ, στό Κεφαλόβρυσο – εἴμαστε στίς 9 Αὐγούστου τοῦ 1823 – σταμάτησε, ὁ Μάρκος Μπότσαρης, γιά λίγο στό ξακουστό μοναστήρι τῆς Παναγίας τῆς Προυσιώτισσας. Προσκύνησε τήν εἰκόνα, παρακαλῶντας την Παναγία νά εὐλογήσει τόν ἀγῶνα. Ἔδωσε σέ ἕναν καλόγερο ἕνα πουγκί μέ φλουριά, λέγοντάς του:
-Πάρτο καί νά τά μοιράσεις γιά τήν ψυχή τοῦ Μάρκου Μπότσαρη.
-Τί; Πέθανε ὁ Μάρκος Μπότσαρης;
Καί ἀπαντᾷ ὁ ἥρωας:
-Ὄχι, ἀλλά πηγαίνει νά πεθάνει.
(Ἀπό ἄρθρο τοῦ Γ. Παπαθανασόπουλου, στίς 20 Φεβρουαρίου τοῦ 2021)
Ὅλη ἡ ἑλληνική ἱστορία, ἀπό τήν ἀρχαιότητα ὡς τίς ἡμέρες μας, «φωλιάζει» στό προαναφερθέν ἀπόσπασμα. Τόν ἀθάνατο Μάρκο, ξεπροβοδίζουν καί τόν καρτεροῦν στό Συναξάρι τοῦ Γένους, ὅλοι οἱ κοσμοξάκουστοι καπεταναῖοι καί πολέμαρχοι. Ὁ Λεωνίδας πού πολεμοῦσε κάτω ἀπό τήν σκιά πού ἔφτιαχναν τά βέλη τῶν «Περσιάνων». (Ἔτσι βροντοφώναζε στούς Τούρκους, ὁ Νικηταράς, στήν μάχῃ τῶν Δολιανῶν, πού ἔφευγαν νικημένοι: «Σταθεῖτε ὠρέ Περσιάνοι νά πολεμήσουμε!!).
Ἀπό τήν Βασιλεύουσα Πόλη, τοῦ γνέφει ὁ μαρμαρωμένος βασιλιᾶς μας, κρατῶντας το αἱματοβαμμένο κεφάλι του στά χέρια, σάν τόν Ἀϊ-Γιάννη τόν Πρόδρομο,
«Ἔτσι καθώς ἐστέκονταν – ὀρθός μπροστά στήν πύλη – Κι ἄπαρτος μές στήν λύπη του», καθώς τραγουδᾷ καί ὁ Ἐλύτης, καί νά ψιθυρίζει, «πάντες αὐτοπροαιρέτως» πεθαίνουμε ἐμεῖς οἱ Ρωμιοί γιά τήν Πίστη καί τήν Πατρίδα. Αὐτοπροαιρέτως καί ὁ Μάρκος «πηγαίνει νά πεθάνει»...
Αὐτό τό «αὐτοπροαιρέτως», τό ὁποῖο ἀναβλύζει ἀπό τίς ἀρχαῖες ἀρτηρίες τῆς γλώσσας μας, προσμένει καί τόν Παῦλο Μελά στήν Μακεδονία. «Σκοτῶστε μέ παιδιά, πῶς θά μ΄ ἀφήσετε στούς Τούρκους;», ὁ Μελάς. «Δέν ὑπάρχει ἕνας χριστιανός νά μοῦ πάρει τό κεφάλι;», ὁ Παλαιολόγος. Αὐτοί δέν καταδέχονταν οὔτε τά λείψανά τους νά βροῦν οἱ Τοῦρκοι. Εἶναι παλιά, ἀρχαία παράδοση.
Ὁ νεκρός πολεμιστής μέ κανέναν τρόπο δέν πρέπει νά πέσει στά χέρια τῶν ἐχθρῶν, γιά νά μήν γίνει καύχημά τους καί χλεύη γιά τόν νεκρό. Γύρω ἀπό τό νεκρό σῶμα τοῦ Πάτροκλου γίνεται δεινή πάλη μεταξύ Ἀχαιῶν καί Τρώων. Στά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, ὁ πληγωμένος καπετάνιος, προστάζει τό κλεφτόπουλο, νά κόψει τό κεφάλι του γιά «νά μή τό πάρουν τά σκυλιά καί μοῦ τό μαγαρίσουν!». Αὐτό ζητᾷ κι ὁ Παῦλος Μελάς. Καί ἔτσι ἔγινε. Τό ἴδιο ἔκανε καί μέ τά ἅρματά του, πρόσταξε νά δοθοῦν στό γιό του...
«Τοῦ ἀντρειωμένου τ' ἅρματα
δέν πρέπει νά πουλιῶνται
μόν' πρέπει τους στήν ἐκκλησιά
ἐκεῖ νά λειτουργιῶνται»,
λέει τό δημοτικό τραγούδι.
Οἱ ἀγωνιστές τιμοῦσαν τά ἅρματά τους. Ἦταν γιά ἐκείνους τά ἅγια τῶν ἁγίων καί ξεχωριστά τά σπαθιά τους. Τά θεωροῦσαν ἅρματα τῆς παλληκαριᾶς. Τό κλεφτόπουλο πού ξεψυχάει, γιά στερνή χάρη ζητᾷ ἀπ' τή μάνα του. «Φέρε μου τό σπαθάκι μου, μάνα νά τό φιλήσω».
Καί τοῦ Μάρκου Μπότσαρη τό νεκρό σῶμα, τό σήκωσαν στούς ὤμους τους οἱ Σουλιῶτες καί θρηνῶντας το πῆγαν πρῶτα στό μοναστήρι τοῦ Προυσοῦ. Ἐκεῖ γιατροπορευόταν ὁ Καραϊσκάκης. Τό ἔμαθε καί πῆγε σέρνοντας τό βασανισμένο σῶμα του καί φίλησε μέ δάκρυα τόν νεκρό, λέγοντας:
-Ἄμποτε, ἥρωα Μάρκο, κι ἐγώ ἀπό τέτοιο θάνατο νά πάω. Καί πῆγε ἀπό τέτοιον θάνατο, πού θάνατος δέν λογιέται...
Καί ὅπως λέει καί ἡ ἐκκλησία μας τήν ἁγιότητα μόνο οἱ ἅγιοι τήν ἀναγνωρίζουν, ἔτσι καί τήν ἀληθινή παλληκαριά μόνο τά πραγματικά παλληκάρια τήν κατανοοῦν καί τήν ἀποθαυμάζουν. Στό πόλεμο τῆς Μαράτης, κοντά στήν Ἄρτα, κατά τό 1821, γνωρίστηκε πρώτη φορά ὁ Καραϊσκάκης μέ τόν Μάρκο Μπότσαρη. Βρέθηκαν στό ἴδιο ταμπούρι-πολεμίστρα καί θαύμασε τήν παλικαριά του κι ἀπόρησε τόσο πολύ, πού ἀργότερα συνήθιζε νά λέει πώς δέν εἶδε ἄλλη φορά ἄνθρωπο γενναιότερο. «Σάν τόν Μάρκο ἥρωα, μάνα δέν ξαναγεννάει», ἔλεγε.
Καί ὅταν ἡ ρίζα εἶναι σουλιώτικη καί τά κλωνάρια της γίνονται ὡραία. Ὅταν ἡ γυναῖκα τοῦ Μάρκου ἔμαθε τόν θάνατό του, ἔτυχε νά χτενίζει τόν γιό της, ἀγόρι ἕντεκα ἐτῶν. Ἄρχισε νά μοιρολογεῖ τό χαμένο ἥρωά της. Ὁ μικρός δεν την ἄφηνε νά κλαίει.
Ὁ πατέρας, ἔλεγε, σκοτώθηκε γιά τήν πατρίδα καί ἡ ψυχή του πάει στόν παράδεισο. Μήν κλαῖς! Νά βγάλεις τά μαῦρα καί νά μ' ἀφήσεις νά πάω στόν θεῖο μου, (τόν Νότη Μπότσαρη), νά πολεμάω μαζί του. Νά μοῦ δώσεις ἅρματα καί ἄλογο, μπορῶ νά τά κρατῶ. Θέλω νά πάρω τό αἷμα τοῦ πατέρα μου....
Νά κλείσω, τέτοιες μέρες πού ἡ πατρίδα "τηγανίζεται" ἀπό μυριάδες προβλήματα μέ τό Ρόδον τό Ἀμάραντον τῆς Ὀρθοδοξίας, τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο καί μέ τήν προσευχή τοῦ Κεφαλλονίτη Ἐπισκόπου Κερνίτζης καί Καλαβρύτων, Δασκάλου τοῦ Γένους, Ἠλία Μηνιάτη (1669-1714):
«Ἕως πότε, πανακήρατε Κόρη, τό τρισάθλιον γένος τῶν Ἑλλήνων ἔχει νά εὑρίσκεται εἰς τά δεσμά μιᾶς ἀνυποφέρτου δουλείας;.... Ἄχ! Παρθένε! Ἐνθυμήσου πώς εἰς τήν Ἑλλάδα πρότερον, παρά εἰς ἄλλον τόπον, ἔλαμψε τό ζωηφόρον φῶς της ἀληθινῆς πίστεως. Τό ἑλληνικόν γένος ἐστάθη τό πρῶτον ὁπού ἄνοιξε τάς ἀγκάλας καί ἐδέχθη τό θεῖον Εὐαγγέλιον,... τό πρῶτον ὁπού ἀντεστάθη τῶν τυράννων, ὁπού μέ μύρια βάσανα ἐγύρευαν νά ἐξερριζώσωσιν ἀπό τάς καρδίας τῶν πιστῶν τό σεβάσμιόν σου ὄνομα. Τοῦτο ἔδωσε εἰς τόν κόσμον Διδασκάλους, οἱ ὁποῖοι, μέ τό φῶς της διδασκαλίας των ἐφώτισαν τάς ἠμαυρωμένας διανοίας τῶν ἀνθρώπων... Καί ἄν ἐτοῦται μας αἱ φωναί δέν σέ παρακινοῦσι εἰς σπλάγχνος, ἄς σέ παρακινήσωσι τά πικρά δάκρυα, ὁπού μᾶς πέφτουσιν ἀπό τά ὀμμάτιά μας...».
Δημήτρης Νατσιός
δάσκαλος-Κιλκίς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου