19 Ιαν 2023

Γιατί ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ γίνεται ἄνθρωπος;

Ἡρακλῆς Ρεράκης, Καθηγητής ΑΠΘ,
Πρόεδρος τῆς Πανελληνίου Ἑνώσεως Θεολόγων
O Ἅγιος Ἀθανάσιος σημειώνει ὅτι οἱ ἄνθρωποι, μετά τήν πτώση, ἀπομακρύνονταν διαρκῶς ἀπό τόν Θεό, λόγῳ τῆς ἀδυναμίας, τῆς ἀμέλειας καί τῆς ἀσυνέπειάς τους, ἔναντι τῶν χαρισμάτων, πού εἶχαν λάβει μέ την «κατ' εἰκόνα Θεοῦ» δημιουργία τους, πού, στήν ἄσκησή τους, τούς συνέδεαν μέ τόν Θεό Πατέρα τους.

Τό κάλλος καί ἡ ἁρμονία τῆς κτίσεως δέν τούς συγκινοῦσε, ἔτσι ὥστε νά μποροῦν νά ἀτενίζουν τόν Θεό, μέσα ἀπό... τά δημιουργήματά Τοῦ, νά τόν δοξάζουν καί νά τόν εὐχαριστοῦν.

Ἀγνοοῦσαν, ἀκόμη, τόν Νόμο καί τούς Προφῆτες, πού τούς ἀπέστειλε ὁ Θεός, προκειμένου νά ἀκοῦν τόν Λόγο του καί νά ζοῦν «τόν κάτ΄ ἀρετήν βίον».

Διερωτᾶται λοιπόν, ὁ Ἅγιος, «Τί ἔδει ποιεῖν τόν Θεόν», τί ἔπρεπε νά κάνει ὁ Θεός, ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἀπώλεσαν τό λογικό τους, καθώς ἡ δαιμονική πλάνη ἐπεσκίαζε τά πάντα καί ἀπέκρυπτε τόν σκοπό τῆς ὑπάρξεώς τους, πού ἦταν ἡ διαρκής κοινωνία τους μέ τόν ἀληθινό Θεό;

Νά μήν τους λυπηθεῖ, ὅταν μάλιστα αὐτή ἡ πλάνη γινόταν, ὅλο καί πιό πολύ, αἰτία ἀπώλειας καί ἀφανισμοῦ τους;

Ἡ ὑπέρ λόγον καί ἔννοιαν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ,  δέν μποροῦσε νά ἀφήσει νά χαθοῦν τά πλάσματά του, ἅπαξ καί ἔγιναν μέτοχα τῆς θείας εἰκόνας Του. Ὡς Πατέρας καί Δημιουργός, πού «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Ἀ΄ Τιμ. 2,4), θέτει σέ ἐφαρμογή τό πρό τῶν αἰώνων σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας Του καί στέλνει τόν Υἱόν Αὐτοῦ, νά θεραπεύσει καί νά ἀνανεώσει τά χαρίσματα τοῦ «κάτ΄ εἰκόνα», μέ τά ὁποῖα εἶχε προικίσει τούς ἀνθρώπους, γιά νά μποροῦν, ἐξ' ἀρχῆς πάλι, νά χρησιμοποιοῦν ὀρθά τήν ἐλευθερία τους καί νά πορεύονται πρός τόν Θεό καί τή γνώση τῆς ἀλήθειας καί ὄχι πρός τόν διάβολο, τήν πλάνη καί τόν θάνατο.

Ἐξάλλου, μόνον ὁ Δημιουργός τοῦ ἀνθρώπου -καί κανείς ἄλλος, οὔτε οἱ εὐσεβεῖς συνάνθρωποι οὔτε οἱ Ἄγγελοι- μποροῦσε νά πραγματοποιήσει τή θεραπεία καί τήν ἀνάπλαση τῆς «εἰκόνας τοῦ Θεοῦ» στόν ἄνθρωπο.

Ἡ θεία ἐνανθρώπιση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο ἔγινε, γιά νά ἀναδημιουργηθεῖ ὁ «κατ' εἰκόνα Θεοῦ» ἄνθρωπος. Δέν μποροῦσε νά γίνει ἀλλιῶς, γιά νά ἐξαφανιστεῖ ὁ θάνατος καί ἡ φθορά. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός στή διδασκαλία Του ἔλεγε ὅτι ἦλθε «ζητῆσαι καί σῶσαι τό ἀπολωλός» (Λουκ. 19,10) καί ὅτι ἡ σωτηρία τοῦ ἀπολωλότος δέν μπορεῖ νά γίνει, «ἐάν μή τίς γεννηθεῖ ἐξ ὕδατος καί Πνεύματος» (Ἰω. 3,5).

Ἡ ἔλευση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο ἀποτελεῖ τήν ἀπαραίτητη καί μοναδική ἀποτελεσματική ἐπέμβαση, προκειμένου νά δοθοῦν νέα πνευματικά προσόντα στόν ἄνθρωπο, γιά νά μπορεῖ νά νικᾶ τά πάθη καί τίς ὀντολογικές συνέπειές τους, δηλαδή τή φθορά καί τόν θάνατο.

Ὁ Θεός, συνεπῶς, ἀφενός, ἀπό ἀγάπη πρός τόν ἄνθρωπο, ἔγινε ἄνθρωπος, καί, ὡς Θεάνθρωπος, νίκησε τόν θάνατο διά τῆς Ἀναστάσεώς Τοῦ, ἀφετέρου, φανέρωσε τά ἔργα Του, γνωστοποιῶντας τόν ἀόρατο ἑαυτό Του,  γιά νά βοηθήσει τούς ἀνθρώπους νά κάνουν μιά νέα ἀρχή, γιά νά μπορέσουν νά γνωρίσουν, μέσῳ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τόν Πατέρα καί Δημιουργό τους καί νά πορευθοῦν πρός τή Βασιλεία Του.

Τό γεγονός ὅτι ὁ Θεός «ἐφανερώθη ἐν σαρκί», ἀποτελεῖ τό «μέγα τῆς εὐσεβείας μυστήριον» (Τιμ. 3,16). Καί τοῦτο, διότι τόσο ἡ φανέρωση τοῦ ἴδιου τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο, «ἐν μορφῇ Θεοῦ», δηλαδή, χωρίς νά ὑποβιβαστεῖ οὔτε στό ἐλάχιστον ἡ Θεότητά Του ὅσο καί ἡ δι' Αὐτοῦ πρόσληψη τῆς ἀληθινῆς ἀνθρώπινης φύσεως, συνιστᾶ, κατά τήν ὀρθόδοξη Θεολογία, ἕνα «μυστήριον ξένον», τό μυστήριο τῆς κενώσεως.

Ἔτσι, ὁ σαρκωθείς Θεός, ἀποκαλύπτεται, ὡς ἀληθινός Θεός καί ἀληθινός ἄνθρωπος, δηλαδή, ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα, κατά τή Θεότητα  καί ὁμοούσιος μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, κατά τήν ἀνθρωπότητά του. Αὐτή ἡ θεανθρωπινότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀποτελεῖ τήν ἐγγύηση τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου.

Ὁ Σωτῆρας Χριστός, ὡς Υἱός τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀληθινός Θεός καί ἀποκαλύπτει στούς ἀνθρώπους, μέσα ἀπό ὅλη τή ζωή, τή δράση καί τή διδασκαλία του, τή θεία Του Φύση. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, φανερώνεται καί ὡς τέλειος ἄνθρωπος, ὡς Υἱός τοῦ ἀνθρώπου, γεννηθείς ἐκ Παρθένου Μαρίας «δι' ἡμᾶς καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν».

Ἔτσι, ἀφενός, ὡς  Θεός, ἐκφράζει τό κίνητρο τῆς ἐνανθρωπήσεώς Τοῦ, ἀφοῦ κατέρχεται καί παρεμβαίνει στόν κόσμο, ἀπό ἀγάπη, ὡς Σωτῆρας καί Λυτρωτής καί, ἀφετέρου, ὡς ἄνθρωπος, προσλαμβάνει ὁλόκληρη τήν ἀνθρώπινη φύση, ἀνοίγοντας τόν δρόμο γιά τή σωτηρία της.

Πολύ σημαντικό, ὡστόσο, γιά τήν προοπτική πού δίνεται διά τῆς Θείας Ἐνσαρκώσεως στό ἀνθρώπινο γένος, εἶναι αὐτό πού σημειώνει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὅτι «ὁ προαιώνιος τοῦ Θεοῦ Λόγος, ἐπί τήν ἰδίαν εἰκόνα χωρεῖ, καί σάρκα φορεῖ διά τήν σάρκα καί ψυχή νοερά διά τήν ἐμήν ψυχήν μίγνυται, τό ὁμοίῳ τό ὅμοιον ἀνακαθαίρων. Καί πάντα γίνεται, πλήν ἁμαρτίας, ἄνθρωπος». (Λόγος 38. Εἰς τά Θεοφάνεια).

Καί οἱ ἄλλοι θεόπνευστοι Πατέρες, ἐπίσης, τονίζουν ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, προσέλαβε τήν αὐθεντική καί ἀρχέγονη ἀνθρώπινη φύση. Μέ ἄλλα λόγια, ὁ πρό πάντων τῶν αἰώνων γεννηθείς στούς κόλπους τοῦ Πατρός κατῆλθε στόν κόσμο, γεννήθηκε ἐντός τοῦ χρόνου, προσέλαβε τέλεια ἀνθρώπινη φύση καί ἔζησε ὡς τέλειος ἄνθρωπος.

Ὁ Μ. Βασίλειος σημειώνει ὅτι ἡ εἰσβολή τῆς ἁμαρτίας, κατά τήν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων καί ἡ ἐξ'  αὐτῆς ἀλλοτρίωση ἀπό τόν Θεό τῆς ἀνθρώπινης φύσεως δέν μποροῦσε νά συνεχιστεῖ γιά πάντα. Ἡ θεία φιλανθρωπία μερίμνησε, ἔτσι, ὥστε νά ὑπάρξει μιά νέα «γενέθλιος τῆς ἀνθρωπότητας ἡμέρα» (Μ. Βασιλείου, Εἰς τήν Ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ γέννησιν).

Στό ἐρώτημα, γιατί ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ προσέλαβε τό ἀνθρώπινο σῶμα, ὁ Μ. Βασίλειος ἀπαντᾶ ὅτι τό προσληφθέν σῶμα, κατά τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ, δέν εἶναι κάποιο «οὐράνιο σῶμα», ἀλλά τό «βασιλευόμενον ὑπό τοῦ θανάτου» γήινο καί πραγματικό ἀνθρώπινο σῶμα. Ἄν ἦταν  ἄλλης φύσεως τό σῶμα, πού ὁ κάθε ἄνθρωπος φέρει καί ἄλλο αὐτό πού προσέλαβε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, δέν θά μποροῦσε νά καταργηθεῖ ἡ ἐνέργεια τοῦ θανάτου καί δέν θά εἶχαν οἱ ἄνθρωποι κάποιο πνευματικό κέρδος ἀπό τά πάθη τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ ἐν Χριστῷ ζωοποίηση, ἡ ἀνάπλαση τοῦ ἀνθρώπινου γένους καί ἡ πρός τόν Θεό οἰκείωσή του, προϋποθέτουν τό γεγονός ὅτι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι πραγματικό ἀνθρώπινο σῶμα.

Βέβαια, ὁ Μ. Βασίλειος, κάνει διάκριση ἀνάμεσα στά φυσικά καί ἀναγκαῖα πάθη της κάθε βιολογικῆς ὑπάρξεως, πού εἶχε μέ τήν ἐνσάρκωσή Του το σαρκικό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί στά ἐκ τῆς προαιρέσεως πάθη, πού δέν ὑπῆρχαν κἄν στόν Χριστό, καθώς Αὐτός «σάρκα μέν τήν ἡμετέραν ἀνέλαβε, μετά τῶν φυσικῶν αὐτῆς παθῶν, ἁμαρτίαν δέ οὐκ ἐποίησεν».

Στό Ἅγιο  πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή, καταργήθηκε ἡ ἁμαρτία, ἔτσι ὥστε οἱ ἄνθρωποι, κατά τήν τελική Ἀνάσταση, νά ἀναλάβουν τή σάρκα τους καθαρή καί ὄχι «ὑπόδικον θανάτου, μήτε ὑπεύθυνον ἁμαρτίας» (Μ. Βασιλείου, Τοῖς ἕν Σωζοπόλει, ἐπιστολή 261).

Κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο, τόν Θεολόγο, ἡ ἔνσαρκη οἰκονομία τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ μιά ἀποστολή Του στόν κόσμο, ἀπό τόν Πατέρα, γιά νά ἀποκαταστήσει τόν ἄνθρωπο στήν ἀρχική, προπτωτική, αὐθεντική του ζωή.

Ἔτσι, ὁ Ἄκτιστος Θεός, κατέρχεται, προσλαμβάνει τήν κτιστή ἀνθρώπινη φύση καί τήν καθιστά ὑπόθεση τῆς δικῆς του θεανθρώπινης ὑπάρξεως.

Μέ τήν ἕνωση τῶν δύο φύσεων, στό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου, οἱ δύο φύσεις ἑνώνονται ἀχωρίστως καί λόγῳ αὐτῆς τῆς ἑνώσεως τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό ἁγιάζεται καί ἀναπλάθεται ὁ ἄνθρωπος.

Θαυμάσια συνοπτική ἀπάντηση στό ἐρώτημα, γιατί ἔγινε ἄνθρωπος ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, δίνει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «Ἐπτώχευσεν, ἶνα,ἵνα ἡμεῖς τή ἐκείνου πτωχεία πλουτίσωμεν, δούλου μορφήν ἔλαβεν ἶνα τήν ἐλευθερίαν ἡμεῖς ἀπολάβωμεν, κατῆλθεν, ἶνα,ἵνα ὑψωθῶμεν, ἀπέθανεν ἶνα,ἵνα σώση» (Ἁγίου Γρηγορίου, τοῦ Θεολόγου, Εἰς τό Πάσχα).


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.