3 Δεκ 2022

Γιά γέλια καί γιά κλάματα...

Γράφει ὁ Δημήτριος Νατσιός
Διαβάζω στό Ἀνθολόγιο Ε'-Στ' Δημοτικοῦ, σελ. 85: "Ἕνα βράδυ ἡ γιαγιά μου κάπνιζε τό μαῦρο της ποῦρο, ἐνῶ ἐγώ μισοκοιμόμουν μακάρια στή ζεστή ἀγκαλιά της". Βεβαίως, ὅσοι τοὐλάχιστον εἴμαστε πάνω ἀπό τά σαράντα-πενῆντα καί «προλάβαμε» ἐκεῖνες τίς ὀλο ζωής μαυροντυμένες γριοῦλες, τίς μανᾶδες ἤ τίς γιαγιάδες τῶν περισσοτέρων ἀπό μας, πού ἀνάβανε ἀκούραστες τά καντήλια στά ταπεινά ξωκλήσια καί στά ερημὁμονάστηρα τῆς Ἑλλάδας, αὐτήν τήν εἰκόνα φυλάξαμε στήν μνήμη μας: Νά μᾶς νανουρίζουν, καπνίζοντας μαῦρα ποῦρα, γιατί δέν καταδέχονταν τά παρακατιανά...διαβάζω στό Ἀνθολόγιο τῆς ἀνοησίας.  Στή σελίδα 133 φιλοξενεῖται... κείμενο μέ τίτλο «οἱ κάλοι τῆς Κλάρας», κάποιου Ντιμίτερ Ἰνκιόφ, πού γεννήθηκε στή Βουλγαρία, ζεῖ στή Γερμανία καί ἔχει ἀμερικανική ὑπηκοότητα (Φραγκολεβαντίνος ὁλκῆς ὁ ἄνθρωπος. Ἔχει τό αἷμα τριῶν ἐθνῶν καί τήν ψυχή κανενός). Κείμενο καταθλιπτικό, κακόγουστο, ἐπιβλαβές. Πέθανε μιά γερόντισσα στήν πολυκατοικία καί θέλουν νά πᾶνε στή κηδεία μιά γειτονική οἰκογένεια μέ τά δύο παιδιά της. Τό κείμενο κινεῖται σέ ἀπαράδεκτο, σαχλό ὕφος, ἀνάρμοστο γιά τήν σοβαρότητα τοῦ μυστηρίου τοῦ θανάτου. Συζητοῦν τά παιδιά: «-Μπορεῖ ἡ γερόντισσα πού πέθανε νά πῆγε στήν Κόλαση.

-Λές; Ἡ Κλάρα ἔγνεψε μέ τό κεφάλι της.
-Τό δίχως ἄλλο θά πῆγε στήν Κόλαση, γιατί μάλωνε ὅλα τά παιδιά τῆς πολυκατοικίας. Κι ἐπειδή πρέπει νά πάει στήν Κόλαση, κλαῖνε ὅλες οἱ φίλες της. Ἔτσι θά εἶναι. Κι ἐγώ αὐτό τό νομίζω πολύ σωστό. Καί ὅταν ἔκανα νά ρωτήσω, ἄν οἱ διάβολοι θά ψήσουν στήν Κόλαση τή γριά, μᾶς εἶπε χαμηλόφωνα ὁ πατέρας:
-Σιωπή! Πολλά λέτε!». Στό τέλος πῆγαν στήν κηδεία καί  ἡ Κλάρα κλαίει γοερά. Καί ὅταν προσπαθοῦν νά τήν παρηγορήσουν, ἀπαντᾶ. «Δέν κλαίω γι' αὐτήν. Κλαίω, γιατί μέ στενεύουν ἀνυπόφορα τά ἀπαίσια καινούργια παπούτσια μου. Τά πόδια μου γέμισαν κάλους. Καί τούτη δῶ ἡ κηδεία δέν ἔχει τελειωμό». Οὔτε τό «φοβερόν μυστήριον» τοῦ θανάτου δέν σέβεται ἡ ἀσημαντοκρατία πού ἀποφασίζει το τί θά διδάσκονται τά παιδιά τοῦ προδομένου λαοῦ μας. Καί ὑποτίθεται ὅτι στό «Ἀνθολόγιο», τό λέει καί ἡ λέξη, βάζεις τά ἄνθη τῆς λογοτεχνίας, ὅ,τι καλύτερο ἱστόρησε ὁ κάλαμος τῶν μαϊστόρων τοῦ λόγου, τό ἀκροθίνιον. Γιαγιάδες μέ ποῦρα, πού ψήνονται στήν κόλαση, «διαβόλια καί τριβόλια», μαγαρισιές καί δαιμονολογίες, τί δουλειά ἔχουν μέ 11χρονα παιδιά;
Στό παλιό «Ἀνθολόγιο-πρό τοῦ 2006-ἐξαιρετικό καί ὄντως ἀνθοδέσμη κειμένων διδάσκαμε κείμενα μέ ἰθαγένεια καί ὀσμήν εὐωδίας πνευματική. Κόντογλου (Βασίλειος ὁ Μακεδών), Ναταλία Μελά (γιά τόν ἀετό τῆς Μακεδονίας, Παῦλο), Βενέζης, Πετσάλης (γιά τόν Ρήγα), Βαλαωρίτης, Μόντης, Πηνελόπη Δέλτα («τά μυστικά του Βάλτου), Ἐλύτης, Μυριβήλης, Ψαθάς, «τοῦ νεκροῦ ἀδελφοῦ», «ὁ Διγενής», «τῆς Ἄρτας τό γιοφύρι».
Ὅλα τά πέταξαν, διότι τά κρυμμένα στά κελάρια τοῦ πατρογονικοῦ μας σπιτιοῦ, καλούδια τῆς ρωμαίικης παράδοσης, ἐξαίσια καί ἄφθονα, ἐλέγχουν τούς γενίτσαρους τῆς Ἐκπαίδευσης.
Συνεχίζω μέ ἄλλο κείμενο-πτῶμα τυμπανιαῖο: «Τά μάτια τοῦ Χριστοῦ ἦταν γλυκά. Τά μάτια τοῦ γατιοῦ ἦταν γλυκά. Ὁ Χριστός καί ὁ δράκος». (σελ. 166).
Ἕνα Κινεζάκι, ὁ Τα Κι Κό, «γιορτάζει» τά Χριστούγεννα στήν Εὐρώπη (μᾶλλον στήν Ἑλλάδα). Τήν ἡμέρα τῆς γιορτῆς, ἐπειδή «ὁ ἀξιότιμος κύριος Χριστός δέν φαινόταν πουθενά», τοῦ ἔδωσαν μία εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Τήν πῆρε στό δωμάτιό του, ζωγράφισε ἕναν κινέζικο δράκο, μάζεψε κι ἕνα γατί, πού ἦταν στό παράθυρό του καί ξεκινᾶ ἡ βλάσφημη σύγκριση.
Τά μάτια «τοῦ ἀξιότιμου κυρίου Χριστοῦ» μέ «τά μάτια τοῦ γατιοῦ».
Καί κάτι ἄλλο γιά νά γελάσει τ' ἀχείλι μας ἐν,ἕν μέσῳ τοῦ ψηλαφητοῦ σκότους πού μᾶς περιβάλλει. Στήν σελ. 22 τοῦ Ἀνθολόγιου τῶν Γ΄ καί Δ΄ δημοτικοῦ, ὑπάρχει ἄσκηση ὅπου τά ἐμβρόντητα παιδάκια καλοῦνται νά συνθέσουν ἕνα «νανούρισμα γιά χταπόδια». Ὄχι δέν εἶναι... πλάκα. Εἶναι ἀλήθεια. Ἐδῶ ξεπερνᾶμε τήν ἀνοησία καί ἀγγίζουμε τά ὅρια τῆς σχιζοφρένειας.
Ἐρώτηση: Γιατί δέν ζήτησαν, ἀπό τούς ἀνυπεράσπιστους μαθητές, νά βροῦν ἕνα παραδοσιακό νανούρισμα, ἀπό τά ἐξοχότερα δείγματα τῆς δημοτικῆς μας ποίησης-«τό τελεσφορώτατον ὄργανον τῆς Ἐθνικῆς ἀγωγῆς, ἡ ἐκτρέφουσα καί συντηροῦσα τό ἐθνικόν φρόνημα», ὅπως γράφει ὁ μεγάλος μας λαογράφος Νικόλαος Πολίτης στόν πρόλογο τοῦ βιβλίου του «Δημοτικά Τραγούδια»;
Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἁπλή: ἄν κόψεις τίς ρίζες (τήν Παράδοση) τά κλαδιά ξεραίνονται καί οἱ καρποί σαπίζουν καί γίνονται «οἱ πολιτεῖες λημέρια τῶν ἀκαθάρτων καί ταμπούρια τῶν κιοτήδων». (Παλαμᾶς).
Ἕνας ἀπελπισμένος γονέας, ψάχνοντας παντοῦ καί σέ ξένες λογοτεχνίες δέν βρῆκε νανούρισμα γιά χταπόδια. Οὐδέποτε κάποιος κάτοικος τοῦ πλανήτη μας, λογοτέχνης ἤ μή, ξενύχτησε γιά νά ἐμπνευστεῖ ἀπό γιά τόν ὕπνο τῶν χταποδιῶν. Οὔτε καταγράφτηκαν ποτέ φαινόμενα μαζικά ἀϋπνίας τῶν συμπαθῶν καί νοστιμότατων μαλακίων. Κάνοντας, ὁ ταλαίπωρος «γονέας Α'», κατά τήν τρέχουσα ὁρολογία τῶν παρανοϊκῶν δικαιωματιστῶν, ὑπακοή στήν γυναῖκα του κι αὐτή στόν γιο της, ἔγραψε ἕνα νανούρισμα γιά χταπόδια. (Ὅταν ἐρωτήθη ὁ Περικλῆς ὁ Ἀθηναῖος ποιός κυβερνᾶ τόν κόσμο ἀπάντησε: ὁ γιος μου. Καί ἐξήγησε. Ὁ γιος μου κυβερνᾶ τήν γυναῖκα μου, ἡ γυναῖκα μοῦ ἐμένα, ἐγώ τήν Ἀθήνα, ἡ Ἀθήνα ὅλο τόν κόσμο). Παραθέτω τό εὐφυές στιχούργημα. Εἶναι τό μοναδικό συμπαντικῶς νανούρισμα γιά χταπόδια καί λοιπά βέβαια μαλάκια καί ἀρθρόποδα....

Κοιμήσου, χταποδάκι μου,
χταπόδι, νάνι νάνι
κι ἐγώ γιά σέ ἑτοίμασα
τό πιό τρανό τηγάνι.

Κοιμήσου καί παρήγγειλα
τ' ἁλατοπίπερά σου,
τά λάδια σου, τά ξίδια σοῦ
καί τά μυρωδικά σου.


Τῆς θάλασσας τά ρεύματα
νά 'ρθούν νά σέ λικνίσουν
γλυκά μές στό θαλάμι σου
καί νά σ' ἀποκοιμήσουν.


Καθώς ἀποκοιμήθηκαν
οἱ νόες οἱ μεγάλοι,
πού φέραν τήν παιδεία μας
σέ τοῦτο 'δῶ τό χάλι...

Στά παλιά Ἀνθολόγια ὑπῆρχε ἕνα νανούρισμα, προσευχές ἦταν στήν Παναγία καί τόν ἀφέντη τόν Χριστό,  πού ἔλεγαν οἱ γιαγιάδες μας, οἱ παλιές, «οἱ καθυστερημένες» καί ὄχι οἱ ψιμυθιωμένες, οἱ προοοδευμένες παλιμπαιδίζουσες τῶν ἡμερῶν μας, πού θέλουν νά τίς προσφωνοῦν μέ τά «μικρά» τους ὀνόματα-μήν τίς θυμηθεῖ ὁ Χάρος....

«Κοιμήσου σύ, μωράκι μου, σέ κοῦνια καρυδένια
Σέ ρουχαλάκια κεντητά καί μαργαριταρένια
Ἔλα, Χριστέ καί Παναγιά, καί παρ' το στούς μπαξέδες
Καί γέμισε τούς κόρφους τοῦ λουλούδια μενεξέδες.
Κοιμήσου σύ, παιδάκι μου, κι ἡ μοῖρα σου δουλεύει
Καί τό καλό σου ριζικό, σοῦ κουβαλεί καί φέρνει
Κοιμᾶται νιο, κοιμᾶται νιο, κοιμᾶται νιο φεγγάρι
Κοιμᾶται τό παιδάκι μοῦ στ' ἄσπρο τό μαξιλάρι.
Ὁ ὕπνος τρέφει τά παιδιά κι ἡ γεια τά μεγαλώνει
Καί ἡ Κυρά ἡ Παναγιά τά καλοξημερώνει».
Θά ἄφηναν οἱ «γραικύλοι τῆς σήμερον» τραγούδι-νανούρισμα πού μιλᾶ γιά τόν Χριστό καί τήν Παναγία ;

Δημήτρης Νατσιός
δάσκαλος-Κιλκίς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.