7 Σεπ 2022

Ὁσία Κασσιανὴ ἡ ὑμνογράφος τῆς Ἐκκλησίας μας , καί τό τροπάριό της (7 Σεπτεμβρίου †)

Ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Ἡ ἑβδομάδα τῶν Παθν», 
τοῦ πρώην Μητροπολίτου Πειραιῶς Καλλινίκου
Ἀπόψε τὰ ἑκατομμύρια τῶν Χριστιανῶν, ποὺ κατακλύζουν τοὺς ναούς, συναρπάζονται ἀπὸ τὸ περίφημο τροπάριο τῆς Κασσιανῆς. Καὶ εἶναι ὄντως θαυμάσιο σὲ ἔμπνευσι καὶ ὑπέροχο σὲ οἰκοδομητικὰ διδάγματα καὶ ἀφάνταστα δυνατὸ στὴν πλοκὴ τῶν στίχων τὸ ποιητικὸ αὐτὸ ἀριστούργημα.
Ὅμως οἱ πολλοί, ἀπὸ ἄγνοια τῆς ἱστορικῆς ἀλήθειας, κάνουν ἕνα μεγάλο σφάλμα γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς διακεκριμένης ὑμνογράφου. Νομίζουν, ὅτι ἡ Κασσιανὴ ἦταν...ἁμαρτωλὴ καὶ ὅτι στὸ τροπάριό της ξεδιπλώνει τὸ δράμα τῆς παραστρατημένης της ψυχῆς.
Αὐτὸ εἶναι μεγάλο σφάλμα, ἀνιστόρητο καὶ ἀντιεπιστημονικό, ποὺ τὸ ἔπλασαν μὲ τήν μυθώδη φαντασία τους ἀναξιόπιστοι χρονογράφοι καὶ μυθιστοριογράφοι. Κάνοντας ἔτσι ἕνα μεγάλο ἀδίκημα στὴ μνήμη τῆς παρθένου, εὐλαβεστάτης καὶ ἐμπνευσμένης ὑμνογράφου. Γι΄ αὐτὸ θἂθελα ἀπόψε σ΄ αὐτὴν νὰ ἀφιερώσουμε τὴν ὁμιλία μας.
Ποιὰ ἦταν ἡ Κασσιανή;
Ὅπως εἶναι ἱστορικὰ ἐξακριβωμένο ἦταν μία βυζαντινὴ ἀρχόντισσα. Γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολι, κατὰ μὲν τὸν Παπαρηγόπουλο τὸ 802, κατὰ δὲ τὸν Κρουμβάχερ τὸ 810 μ.Χ. Ἀνῆκε σὲ πλουσία καὶ εὐγενῆ οἰκογένεια. Ἦταν προικισμένη μὲ ὑπέροχα...
διανοητικὰ χαρίσματα, μὲ μεγάλη ἐξυπνάδα καὶ φιλομάθεια. Ὅπως φαίνεται δὲ ἀπὸ τὰ ἔργα της, εἶχε λάβει σπουδαία μόρφωσι στὶς ἀνώτερες Σχολὲς τότε τῆς Βασιλευούσης, τὴν ὁποίαν ἀσφαλῶς συνεπλήρωσε ἡ μεγάλη της ἀγάπη πρὸς τὴ μελέτη, ἡ ἰσχυρὴ διανοητικότης της καὶ ἡ ἀφοσίωσί της στοὺς θησαυροὺς τῆς κλασσικῆς ἑλληνικῆς φιλολογίας, μὰ περισσότερο ἡ λατρεία της στὸν ἀσύγκριτο πλοῦτο τῆς Ἁγ. Γραφῆς καὶ τῆς Πατερικῆς σοφίας.
Προικισμένη μὲ ἀξιόλογο ποιητικὸ τάλαντο ἀγάπησε πολύ τούς καλύτερους ἐκκλησιαστικοὺς ὑμνογράφους καὶ μελωδούς, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνας ποιητᾶς. Ἐνεβάθυνε στὰ ἔργα καὶ στοὺς στίχους των. Καὶ ἐμελέτησε τὴν μετρική τους, ποὺ τὴν ἐφήρμοσε σὲ δικούς της στίχους. Γι΄ αὐτὸ καὶ ἔγραψε πολλοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ὕμνους μὲ λυρισμὸ μεγάλο, μὲ δύναμι ἐκφράσεως καὶ χάρι περισσή.
Στοὺς ὕμνους της ἐνεπνέετο πάντα ἀπὸ γεγονότα καὶ σκηνὲς τῆς Ἁγ. Γραφῆς καὶ μάλιστα ἀναφερόμενες στὴν κατὰ σάρκα γέννησι τοῦ Κυρίου, στὸ θεῖο δράμα τοῦ Γολγοθά, στὴν ἀχαριστία τοῦ Ἰούδα καὶ σὲ ζωντανὲς σκηνὲς μετανοούντων ἀνθρώπων, ποὺ τοὺς δεχόταν ὁ Κύριος μὲ ἔλεος καὶ εὐσπλαχνία. 
Καὶ τὸ τροπάριό της, τὸ περίφημο, τὸ ἀποψινό, τὸ ἐνεπνεύσθη ἀπὸ τὴ στγκινητικὴ ἐκείνη σκήνη, ποὺ περιγράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὸ Εὐαγγέλιό του. Κατὰ τὴν περιγραφὴ τοῦ Λουκᾶ, μία ἁμαρτωλή, μετανοιωμένη γιὰ τὸν πρότερο βίο της, πῆγε κοντὰ στὸν Κύριο συντετριμμένη. Τοῦ ἔπλυνε μὲ τὰ δάκρυά της τὰ πόδια καὶ τὰ σκούπισε μὲ τὰ μαλλιὰ τῆς κεφαλῆς της, καὶ Τοῦ ἔρριξε τὸ πολύτιμο μύρο, ποὺ εἶχε κρυμμένο στὸν κόρφο της, σὰν δεῖγμα τῆς συντριβῆς καὶ μετανοίας της. Καὶ ὁ Κύριος τὴν συγχώρησε καὶ τῆς ἔπλυνε τὸ ρύπο τῆς ψυχῆς της. 
Τὸ περιστατικὸ αὐτό, τὸ τόσο συγκλονιστικό, ποὺ προβάλλει ἀπόψε σὰν κύριο θέμα ἡ Ἐκκλησία μας, τὸ ζωγράφισε μὲ ποιητικὴ δεινότητα καὶ ἔξαρσι σπανία, στὸ γνωστὸ πιὰ τροπάριό της, ἡ Κασσιανή.
Ὁμιλεῖ, λοιπόν, διὰ τοῦ τροπαρίου της, γιὰ τὴν ἁμαρτωλὴ ἐκείνη τῆς ἐποχῆς, ποὺ ἦταν στὴ γῆ ὁ Κύριος καὶ ὄχι γιὰ τὸν ἑαυτό της, ποὺ ἦταν μιὰ κόρη ἀφιερωμένη στὸ Θεό.

Ποιὸ τὸ περὶ μοναχισμοῦ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς;
Γιά νὰ καταλάβουμε τὴν ἀπόφασι τῆς μορφωμένης καὶ πανέξυπνης Κασσιανῆς νὰ γίνη μοναχή, πρέπει νὰ δοῦμε, ἔστω καὶ ἐπιτροχάδην, τὸ περὶ μοναχισμοῦ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς. Τότε ὁ μοναχισμὸς ἐξασκοῦσε μεγάλη γοητεία στὶς ἀνώτερες κυρίως κοινωνικὲς τάξεις. Πολὺ συνηθισμένο ἦταν τὸ φαινόμενο πρίγκιπες καὶ πριγκίπισσες, ἄρχοντες καὶ ἀρχόντισσες νὰ ἀλλάσουν τὴν χλιδὴ τοῦ σπιτιοῦ των μὲ τὸ φτωχὸ κελλὶ ἑνὸς Μοναστηριοῦ. Γιατί; Διότι εἶχαν ἀντιληφθῆ, ὅτι ὁ κατὰ Χριστὸν παρθενικὸς βίος εἶναι ὁ ἀνώτερος πάνω στὴ γῆ βίος. Εἶναι ὁ βίος ποὺ ἀκολούθησαν ὁ Κύριος, οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ὁ βίος ποὺ συντομώτερα ἑνώνει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν Θεό. Ὁ ἀληθινὰ φιλόσοφος βίος, τὸν ὁποῖον ἔζησαν οἱ ἠρωϊκότερες μορφὲς καὶ τὰ εὐγενέστερα πνεύματα.
Τότε τὰ Μοναστήρια ἤσαν γεμάτα ἀπὸ ἀνθρώπους τοῦ πνεύματος, ἀπὸ μοναχοὺς καὶ μοναχὲς μὲ μόρφωσι, μὲ συγκραφικὸ ταλέντο, ποὺ τὸ ἔθεταν στὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, γιατί τὰ στήθη τους ἐφλόγιζε ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ Χριστό. Γι΄ αὐτὸ ἦταν σύνηθες φαινόμενο προσωπικότητες σὰν τὴν Κασσιανὴ νὰ προτιμοῦν τὸ Μοναστήρι ἀπὸ τὴν τύρβη καὶ τὸ θόρυβο τοῦ κόσμου, χωρὶς μὲ αὐτὸ βέβαια νὰ ὑποτιμοῦν τὴν ἀξία τοῦ χριστιανικοῦ γάμου.
Σὲ μία τέτοια ἐποχὴ ἔζησε ἡ Κασσιανή, καὶ δὲν εἶναι ἄξιον ἀπορίας πῶς αὐτή, μιά ἀρχόντισσα καὶ μιά μορφωμένη κόρη, ἐκλείσθηκε σὲ Μοναστήρι.
Ἀλλὰ ἡ ἀπόφασίς της ἐξηγεῖται πιὸ καθαρὰ ἀπὸ τὸ πνεῦμα της καὶ τὰ βιώματά της, ὅπως φαίνονται στοὺς ὑπερόχους ὕμνους της καὶ στὰ ἐπιγράμματά της.

Ἡ φυσιογνωμία τῆς Κασσιανῆς ἐκ τῶν ἔργων της
Ἐκ τῶν ἔργων της βλέπουμε, ὅτι ἡ Κασσιανὴ ἦταν μία ψυχὴ ἀφοσιωμένη ἐξ ὁλοκλήρου στὸν Κύριο. Στὴν καρδιὰ της ἦταν ἀνεπτυγμένος σὲ μεγάλο βαθμὸ ὁ θεῖος ἔρως πρὸς τὸν Νυμφίον Ἰησοῦν. Ρέπουσα δὲ ἐξ ἰδιοσυγκρασίας πρὸς τὸν θεωρητικὸ βίο, μὲ ἔντονη μέσα της τὴ φιλομοναστικὴ κλίσι, εὐρῆκε στὸ Μοναστήρι τὴν πλήρη ἀνάπαυσι τῆς ψυχῆς της, ἐπιδιδομένη στὴν ἱερὴ θεωρία, στὴ μελέτη τῆς  Ἁγ. Γραφῆς, τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν Ἑλλήνων ποιητῶν καὶ φιλοσόφων καὶ τὴν πολυσχιδῆ συγγραφική της δραστηριότητα.
Ἡ Κασσιανὴ δὲν συνέθεσε μόνον τὸ τροπάριο, ποὺ ἀπόψε ψάλλουμε γιὰ τὴν μετανοήσασα γυναίκα τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ ποὺ ἀρχίζει μὲ τὶς λέξεις: «Κύριε ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή», ἀλλὰ καὶ ἄλλα πολλά. Δικά της εἶναι τὰ ὡραία ἰδιόμελα, ποὺ ἀκούσαμε ἀπόψε στοὺς Αἴνους, ὅπως κι΄ αὐτὰ ποὺ ψάλλουμε τὰ Χριστούγεννα. Δικοί της ἀκόμα εἶναι οἱ κατανυκτικοὶ εἱρμοὶ τοῦ Μεγ. Σαββάτου: «Κύματι θαλάσσης»...
Στὰ ἔργα της περιλαμβάνονται καὶ Γνῶμες καὶ Ἐπιγράμματα σὲ ἰαμβικὸ μέτρο. Θέμα της στὶς Γνῶμες εἶναι ἡ φιλία. Στὰ δὲ Ἐπιγράμματα ὁμιλεῖ περὶ χαρακτῆρος, περὶ φύσει κακοῦ, περὶ μωρῶν, περὶ εὐτυχίας, περὶ χάριτος, περὶ φιλοδοξίας, περὶ πλούτου κλπ. Σ΄ ἕνα πρωτότυπο ποιητικό της ἔργο διαβλέπει στὸ ρωμαϊκὸ κράτος τῆς ἐποχῆς τοῦ Ὀκταβίου Αὐγούστου τὴν εἰκόνα τῆς παγκοσμίου εἰρήνης, ποὺ ἦλθε νὰ πραγματοποιήση ὁ Χριστός.
Ἀπὸ τὰ ἔργα της πουθενὰ δὲν διαφαίνεται ὁ τύπος τῆς πρώην ἁμαρτωλῆς ἢ ἀποτυχημένης στὴ ζωή, ἀλλ΄ ἀντιθέτως φαίνεται καθαρὰ ἡ μεγάλη της θρησκευτικὴ ἐμπειρία, ἡ θερμουργὸς ἀγάπη της πρὸς τὸν Ἰησοῦν, τὸν Ὁποῖον ἀκολούθησεν «ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων», ἡ δυναμικότης τοῦ χαρακτῆρος της καὶ ἡ μεγάλη της δημιουργικὴ ἱκανότης.
Ἀδελφοί μου, ἂς ἀνυψώσουμε μέσα μας τὴν ἐκτίμησι πρὸς τὴν μεγάλη ποιήτρια τοῦ Βυζαντίου. Καὶ ἂς τὴν μιμηθοῦμε στὴν ἀπόλυτη ἀφοσίωσί της στὸν Κύριο καὶ στὸ ἔργο τοῦ Κυρίου. Καὶ ἂς θέσουμε ὁ καθείς μας τὰ τάλαντα, ποὺ ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε, εἴτε εἶναι μεγάλα, εἴτε μικρά, στὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν πνευματικὴ καλλιέργεια καὶ ἠθικὴ ἀνύψωσι τῶν συνανθρώπων μας, ὅπως τὸ ἔκαμε σ΄ ὁλόκληρη τὴ ζωή της ἡ μεγάλη ὑμνογράφος καί Ὁσία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ Κασσιανή.

Τὸ τροπάριο τῆς Ἁγίας...

Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή, τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν, ὀδυρομένη, μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει. Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας, ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας. Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων, ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ· κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας, ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει. Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας, ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις· ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη. Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου; Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.

(Φώτη Κόντογλου - μεταγραφὴ) 
"Κύριε, ἡ γυναίκα ποὺ ἔπεσε σὲ πολλὲς ἁμαρτίες, σὰν ἔνοιωσε τὴ θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα καὶ σὲ ἄλειψε μὲ μυρουδικὰ πρὶν ἀπὸ τὸν ἐνταφιασμό σου κι ἔλεγε ὀδυρόμενη: 
Ἀλλοίμονο σὲ μένα, γιατί μέσα μου εἶναι νύχτα κατασκότεινη καὶ δίχως φεγγάρι, ἡ μανία τῆς ἀσωτείας κι ὁ ἔρωτας τῆς ἁμαρτίας. 
Δέξου ἀπὸ μένα τὶς πηγὲς τῶν δακρύων, ἐσὺ ποὺ μεταλλάζεις μὲ τὰ σύννεφα τὸ νερὸ τῆς θάλασσας. Λύγισε στ' ἀναστενάγματα τῆς καρδιᾶς μου, ἐσὺ ποὺ ἔγειρες τὸν οὐρανὸ καὶ κατέβηκες στὴ γή. 
Θὰ καταφιλήσω τὰ ἄχραντα ποδάρια σου, καὶ θὰ τὰ σφουγγίσω πάλι μὲ τὰ πλοκάμια τῆς κεφαλῆς μου· αὐτὰ τὰ ποδάρια, ποὺ σὰν ἡ Εὕα κατὰ τὸ δειλινό, τ' ἄκουσε νὰ περπατᾶνε, ἀπὸ τὸ φόβο της κρύφτηκε. 
Τῶν ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ τῶν κριμάτων σου τὴν ἄβυσσο, ποιὸς μπορεῖ νὰ τὰ ἐξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου; Μὴν καταφρονέσης τὴ δούλη σου, ἐσὺ ποὺ ἔχεις τ' ἀμέτρητο ἔλεος. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.