Ἀπὸ τὴν Ἀσκητικὴ καὶ Ἡσυχαστικὴ Ἁγιορείτικη Παράδοση
Ο κατά κόσμον Δῆμος Φλῶρος, ὁ μετέπειτα μοναχός Δαυΐδ, γεννήθηκε τό ἔτος 1889 στό χωριό Κτιστάδες τῆς ὀρεινῆς Ἄρτας. Εἶχε ἄλλα δύο ἀδέλφια. Οἱ γονεῖς τούς δίδαξαν μέ τό παράδειγμά τους τήν εὐλάβεια καί τήν ἀγάπη στόν Θεό· τούς ἔμαθαν νά πηγαίνουν στήν Ἐκκλησία καί νά προσεύχωνται.
Ὅταν ὁ Δῆμος ἦταν πέντε χρόνων, εἶδε στόν οὐρανό φῶς, ἐνῶ ἡ μητέρα του, στήν ὁποία τό ἔδειχνε, δέν ἔβλεπε τίποτε.
Ἄλλη φορά εἶδε νά ἀνοίγη ὁ οὐρανός καί εἶδε μέσα σέ ἀπερίγραπτη δόξα τάγματα Ἁγίων καί Ἀγγέλων νά δοξολογοῦν τόν Θεό πού καθόταν πάνω στόν θρόνο Του.
Ἀπό μικρός ἔμαθε τήν τέχνη τοῦ...κτίστου καί ἐργαζόταν φιλόπονα. Ὅταν ἔγινε 16 ἐτῶν, ἐργαζόταν σέ κάποιο ἐξωκκλήσι τοῦ χωριοῦ του. Ἐκεῖ εἶδε κάποια ἀποκάλυψη, πού ὅταν θέλησε ἔπειτα νά τήν διηγηθῆ, κόπηκε ἡ φωνή του γιά μισή ὥρα. Κατάλαβε ὅτι δέν πρέπει νά πῆ σέ κανέναν αὐτό πού εἶδε.
Κάποτε πού περνοῦσε ἀπό ἐρείπια ἐξωκκλησίου τοῦ παρουσιάστηκε ἡ ἁγία Παρασκευή καί τοῦ εἶπε: «Νά μοῦ κτίσης τό ναό μου». «Θά στόν κτίσω, Κυρία μου», ἀπάντησε μέ τήν ἁγία του ἀφελότητα, ἀφοῦ τήν προσκύνησε. Τήρησε τόν λόγο του καί ὡς καλός κτίστης πού ἦταν, τόν ἔκτισε.
Ὁ Δῆμος μέ τήν εὐλάβεια πού εἶχε, τήν μεγάλη ἁπλότητα καί τήν καθαρότητά του ἔβλεπε Ἁγίους ἀπό νέος, ἀλλά καί τόν διάβολο.
Κάποτε, ἐνῶ ἐργαζόταν, τοῦ εἶπε ὁ ἐργοδότης του νά κοιμηθῆ στό κρεββάτι τοῦ γυιοῦ του Κωνσταντίνου πού ἀπουσίαζε στήν Ἀμερική. Ὁ Κωνσταντῖνος δυστυχῶς εἶχε γίνει χιλιαστής καί ἐπηρέαζε ὅλη τήν οἰκογένειά του. Ἐνῶ ἑτοιμαζόταν νά ξαπλώση, εἶδε τόν διάβολο πού καθόταν πάνω στό κρεββάτι νά τόν ἀπειλῆ καί νά τόν πετᾶ μέ δύναμη σέ ἀπόσταση τριῶν μέτρων.
Ἀλλ᾿ αὐτός δέν φοβόταν τόν διάβολο. Εἶχε συνηθίσει μέ τά πειράγματά του, γιατί συχνά πάλευαν σῶμα μέ σῶμα. Τά ὅπλα του ἦταν τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καί ἡ ἐπίκληση τῆς Παναγίας, τά ὁποῖα ἔκαναν νά ἐξαφανισθῆ ὁ διάβολος. Κάποτε πού τοῦ παρουσιάστηκε σάν δράκοντας, χωρίς νά τόν φοβηθῆ καθόλου ὁ Δῆμος, τόν ἔπιασε ἀπό τήν οὐρά καί τόν πέταξε μακρυά.
Ἄν καί ἀγαποῦσε τήν μοναχική ζωή καί ἤθελε ἀπό μικρός νά γίνη μοναχός, οἱ γονεῖς του τόν ἐμπόδισαν. Ἔτσι νυμφεύθηκε κάποια νέα, ὀνόματι Σπυριδούλα, καί ἀπέκτησαν δύο τέκνα. Συνέχισε νά ἐργάζεται καί νά βοηθᾶ τήν οἰκογένειά του ἀλλά καί νά ἀγωνίζεται. Δέν τοῦ ἔλειψαν οἱ πειρασμοί.
Κάποτε κάθησε ὁ πειρασμός στόν ὦμο του καί, μόλις φώναξε «Παναγία μου», εἰς ἐπήκοον τῆς συζύγου του, ἀμέσως ἐξαφανίστηκε.
Τόν διάβολον ἀποκαλοῦσε συνήθως «τρισκατάρατον» καί ἐνίοτε «παρασάνδαλον». Τόν ἔδιωχνε καί μέ τήν ἐκφώνηση τοῦ ἱερέως, «τῆς Παναγίας, ἀχράντου, ὑπερευλογημένης, ἐνδόξου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου…».
Κάποτε τόν ἀγγάρευσαν οἱ κομμουνιστές νά μεταφέρη ὅπλα ἀπό τό χωριό του σέ ἕνα ἄλλο. Καθ᾿ ὁδόν τούς εἶπε: «Εἶπε καί ὁ Χριστός: “Ἄφες αὐτοῖς· οὐ γάρ οἴδασι, τί ποιοῦσιν”». «Ἄ, ξέρεις καί τέτοια», τοῦ εἶπαν. «Ὅταν φθάσουμε στόν προορισμό μας, θά σέ τακτοποιήσουμε». Μόλις ἔφθασαν στό χωριό καί ἄφησε τά ὅπλα, ἔτρεξε καί κρύφτηκε πίσω ἀπό ἕνα σπίτι. Οἱ κομμουνιστές νόμισαν ὅτι πῆρε τόν δρόμο γιά νά ἐπιστρέψη καί ἔτρεξαν πρός αὐτήν τήν κατεύθυνση, ἀλλά δέν τόν βρῆκαν. Ἔτσι ἡ θεία Πρόνοια τόν διεφύλαξε.
Κάποτε τοῦ ζήτησε κάποιος ἕνα ἀξιόλογο ποσό νά τοῦ δανείση καί τοῦ ἔδωσε παρά τήν φτώχεια του. Ἐκεῖνος δέν τά ἐπέστρεψε καί, ὅταν ὁ Δῆμος τά εἶχε ἀνάγκη καί τοῦ ὑπενθύμισε τό χρέος του, τόν ἀπείλησε νά τόν φονεύση. Τότε τοῦ εἶπε μέ ἁπλότητα: «Ἄς τό βρῆς ἀπ᾿ ἄλλον». Καί δυστυχῶς συνέβη τό πολύ δυσάρεστον. Ὁ ἄδικος αὐτός ἄνθρωπος ζήτησε δανεικά καί ἀπό κάποιον ἄλλον καί, ὅταν δέν τά ἐπέστρεψε, πάνω στήν ἁψιμαχία τους ὁ ἄλλος φόνευσε τόν ἄδικο πού δανειζόταν χωρίς νά τά ἐπιστρέφη καί μάλιστα ἀπειλώντας μέ φόνο.
Ἔφεραν κάποτε μία γυναῖκα δαιμονισμένη σέ Μοναστήρι τῆς περιοχῆς. Ὅλο τό ἐκκλησίασμα φώναζε στόν διάβολο «ἔβγα». Τότε μόνο ὁ Δῆμος πού ἦταν παρών, τόν εἶδε νά ἐξέρχεται ἀπό τό στόμα της σάν πετεινό σκουροκόκκινο.
Τά χρόνια περνοῦσαν, τά παιδιά τοῦ Δήμου μεγάλωσαν, ἔκαναν οἰκογένεια καί ἀπέκτησε καί ἐγγόνια. Ἀλλά ὁ ἴδιος ὅλα αὐτά τά χρόνια εἶχε ἀσίγαστη τήν ἐπιθυμία νά γίνη μοναχός. Ἔλεγε: «Μ᾿ ἔτρωγε μέσα μου ὁ θεῖος πόθος. Ὁ πόθος γιά τόν Χριστό, γιά τήν μοναχική ζωή. Ἔτσι ἄφησα γυναῖκα, παιδιά, περιουσίες, νυφάδες καί ἐγγόνια, καί ἦρθα νά προσφέρω στόν Κύριο τά γεράματά μου, ἀφοῦ δέν μπόρεσα νά δώσω τά νιᾶτα μου»[1].
Ἔτσι τό ἔτος 1955 σέ ἡλικία 66 ἐτῶν ἦρθε στήν Μονή Γρηγορίου. Ἐκεῖ ἔμεινε γιά ὀκτώ μῆνες καί σ᾿ αὐτό τό διάστημα πού ἦταν δόκιμος, εἶδε σέ ὅραμα τούς δύο κτίτορες τῆς Μονῆς.
Γιά ἄγνωστο λόγο ἀνεχώρησε καί κοινοβίασε στήν γειτονική μονή τοῦ Διονυσίου. Μετά τή νόμιμη δοκιμασία ἐκάρη μοναχός μέ τό ὄνομα Δαυΐδ. Ἐνθουσιασμένος ἀπό τήν μοναχική ζωή καί λατρεία, τήν ὁποία στερήθηκε τόσα χρόνια, χαιρόταν, ἔκανε ἀκούραστα τά διακονήματά του καί ἦταν πολύ ὑπάκουος. Ἔτρεχε σάν μικρό παιδί καί διακονοῦσε παντοῦ. Εἶχε μάθει καλά τό “εὐλόγησον” καί τό “νἆναι εὐλογημένο”. Ἦταν φιλήσυχος, εἰρηνικός μέ ὅλους. Δέν πείραζε κανένα, δέν κατέκρινε κανένα. Ἦταν νηστευτής. Κατά καιρούς νήστευε περισσότερο. Δέν παρακαθόταν στήν τράπεζα. Ἔτρωγε τά τελευταῖα χρόνια μόνο ὅ,τι τοῦ πήγαινε ὁ πατήρ Θεόκτιστος στό κελλί του. Ἦταν ρακενδύτης. Φοροῦσε παλαιά καί μπαλωμένα ζωστικά, καί γιά κάλτσες ἔρραβε κομμάτια ἀπό ὑφάσματα πού εὕρισκε. Δέν τόν ἐνδιέφερε ἡ ἐξωτερική του ἐμφάνιση. Δέν τοῦ ἄρεσε ἡ ἀργολογία καί ἔλεγε συμβουλευτικά σέ νέο συγκοινοβιάτη του: «Κουβεντούλα–κουβεντούλα, τρώει ὁ λύκος τήν βετούλα» (χρονιάρα γίδα). Δηλαδή μέ τήν ἀργολογία ζημιώνεται ἡ ψυχή μας. Στίς λοιδορίες δέν ἀπαντοῦσε· ἔκανε ὅτι δέν ἄκουγε. Τήν ἡμέρα πού ἔγινε Μεγαλόσχημος κάποιος παλαιότερος τόν ἐλοιδώρησε λέγοντας ἕνα δηκτικόν λόγον, ἀλλά αὐτός ἦταν «ὡσεί ἄνθρωπος οὐκ ἀκούων καί οὐκ ἔχων ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ ἐλεγμούς»[2]. Ὅταν ἐκοιμήθη ὁ λοίδορος μοναχός, ὁ γερω–Δαυΐδ τόν εἶδε ἐντός λίμνης καί μόλις φαινόταν λίγο τό κεφάλι του.
Τό κελλί του ἦταν πολύ ἀτημέλητο καί λερωμένο γι᾿ αὐτό εἶχε πολλούς ψύλλους καί κοριούς. Ὅταν ἦρθε ἡ συνοδεία τοῦ παπα–Χαράλαμπου ἀπό τό Μπουραζέρι, θέλησαν νά τό καθαρίσουν καί πέταξαν στήν θάλασσα πολλά ἄχρηστα πράγματα. Ὁ γερω–Δαυΐδ δέν ἀντέδρασε, μόνο ἔλεγε: «Δόξα τῷ Θεῷ πού ἦρθαν οἱ πατέρες καί μᾶς καθαρίζουν».
Στό ταπεινό, μικρό, μισοσκότεινο, ἀπεριποίητο κελλάκι του καταγινόταν στήν εὐχή. Ἔκανε ἀγρυπνίες καί γιά νά μήν τόν πιάνη ὁ ὕπνος, ὅταν κουραζόταν, καθόταν σ᾿ ἕνα σκαμνάκι κουτσό μέ τρία πόδια. Μόλις ἀποκοιμόταν ἔχανε τήν ἰσορροπία πέφτοντας ξυπνοῦσε καί συνέχιζε τήν ἀγρυπνία του.
Εἶχε πραγματική ταπείνωση, ἦταν ἕνας ταπεινός Κοινοβιάτης. Τόν ἑαυτό του, ὅπως ἔλεγε, δέν τόν λογάριαζε οὔτε γιά σκνίπα. Αὐτή ἡ ταπείνωσή του ἦταν ἡ ἀσπίδα του στίς πολλές ἐπιθέσεις τοῦ διαβόλου πού τοῦ ἐμφανιζόταν συχνά.
Κάποτε στό παρεκκλήσι τοῦ Ἀκαθίστου, ἐνῶ προσευχόταν, εἶδε πλῆθος δαιμόνων νά περνοῦν ἀπό μπροστά του, χωρίς ὅμως νά μπορέσουν νά τόν βλάψουν.
Ἄλλη φορά ἀνέβαινε τίς σκάλες τοῦ Μοναστηριοῦ καί τοῦ παρουσιάστηκε δῆθεν ὁ παπα–Θόδωρος, ἀδελφός τῆς Μονῆς. Τοῦ πρότεινε τό χέρι γιά νά τό φιλήση. Ὁ γερω–Δαυΐδ τραβήχτηκε πίσω παραξενεμένος. Σκεφτόταν: «Τί συμβαίνει; Γιατί μοῦ δίνει τό χέρι;», καί σκύβοντας πέρασε κάτω ἀπό τό χέρι του καί πῆγε στήν ἀκολουθία.
Ἄλλη φορά προσπαθοῦσε νά τόν ρίξη στόν γκρεμό, ἐνῶ βρισκόταν στό Μετόχι τοῦ Μονοξυλίτη. Τότε παρουσιάστηκε ὁ Κύριος μέ τήν Παναγία καί τόν Πρόδρομο, ὅπως εἶναι στό τρίμορφο, στήν εἰκόνα πού εἶναι στό Μοναστήρι ἀπέναντι ἀπό τήν θύρα τῆς τραπέζης. Ὁ Τίμιος Πρόδρομος βγῆκε ἀπό τήν εἰκόνα, πῆρε ἐνσώματη ζωντανή μορφή καί τόν ἔσωσε. Θυμόταν σέ ὅλη του τήν ζωή καθαρά τό γεγονός αὐτό τῆς σωτηρίας του καί ἔλεγε: «Οἰκτίρμων καί ἐλεήμων ὁ Κύριος».
Στόν Μονοξυλίτη τήν ἡμέρα ἔκτιζε πεζούλια, καλυβόσπιτα, τό ὀπωροφυλάκιο, καί τή νύχτα ἔκανε ἀγρυπνία πού τήν ἄρχιζε μέ τήν ἀνατολή τοῦ ἀποσπερίτη, μέχρι πού ξημέρωνε.
Ἄλλοτε προσευχόμενος ἐκεῖ εἶδε μπροστά του ἕναν λαμπρό νέο. Ἦταν ἄγγελος. Ὅταν ἐξαφανίστηκε, εἶδε πλῆθος ἀγγέλων νά δοξολογοῦν τόν Θεό.
«Κάποτε», διηγήθηκε, «τήν ὥρα τῆς προσευχῆς ἦρθε νά μέ ταράξη ὁ διάβολος. Ἀμέσως τόν πιάνω καί ᾿γώ καί τοὔσπασα τό κεφάλι μέ τίς γροθιές. Φοβήθηκε καί ἔφυγε. Ἔλεγα, βλέπεις, καί τό “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ …”»[3].
Ἔβλεπε πολλές φορές τούς δαίμονες μέσα στήν Ἐκκλησία καί οἱ πατέρες τό καταλάβαιναν ἀπό τίς ἀντιδράσεις του. Κάποτε γέλασε καί ὅταν ζήτησαν νά μάθουν τόν λόγο, ἀπάντησε: «Δέν εἶδες πού μοῦ ἔδινε ὁ διάβολος λουκουμάκι γιά νά μήν κοιμηθῶ;».
Ἀλλά καί στό κελλί του δέν εὕρισκε ἡσυχία ἀπό τόν διάβολο. Τό ἁπλό γεροντάκι τόν πολεμοῦσε καί αὐτό μέ τόν τρόπο του. Ἀπό ὅπου ἐρχόταν ὁ πειρασμός, ἔβαζε ἕνα Σταυρό καί μετά δέν τολμοῦσε νά ξαναμπῆ ἀπό τό ἴδιο σημεῖο. Ἔτσι εἶχε γεμίσει τό κελλί του μέ Σταυρούς. Στήν πόρτα, στό παράθυρο, στούς τοίχους, ἀκόμη καί στό ταβάνι κρέμασε Σταυρούς μέ κλωστή. Οἱ Σταυροί πού ἔφτιαχνε ἦταν ἁπλοί καί αὐτοσχέδιοι. Ἔδενε δύο ξυλαράκια μέ κλωστή ἤ δύο λωρίδες ἀπό χαρτί ἤ ἀπό ὕφασμα ἤ λαμαρίνα σέ σχῆμα Σταυροῦ. Ἦταν μέν ἁπλοί ἀλλά τήν δουλειά τους τήν ἔκαναν, γιατί ἐμπόδιζαν τήν εἴσοδο τοῦ πειρασμοῦ. Ἔλεγε μέ ἁπλότητα: «Σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους παρουσιάζεται ὁ διάβολος, ἀλλά δέν τόν βλέπουν ὅλοι. Ἅμα ὁ ἄνθρωπος ἔχη πάθη, κακίες, ἁμαρτίες, ἔχει μέσα στήν καρδιά του καί στό μυαλό του τόν διάβολο. Τούς πράους καί ταπεινούς τούς φοβᾶται, ἀλλά δέν μπορεῖ νά τούς κάνη τίποτε, διότι εἶναι μέ τόν Χριστό»[4].
Τόν ρωτοῦσε συγκοινοβιάτης του:
–Γερω–Δαυΐδ, βλέπεις τίποτε; Βλέπεις κανέναν Ἅγιο;
–Ἔ, τί σκαλίζεις ἐκεῖ πέρα; Ἄσε με, ἀπαντοῦσε. Μετά ὅμως ἀπό ἐπίμονες ἐρωτήσεις ἔλεγε μέ τήν χαριτωμένη του ἁπλότητα σάν νά διηγεῖτο ἕνα πολύ φυσικό γεγονός: «Νά, χθές πῆγα νά ψάλω τό Ἀπολυτίκιο τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ καί ἐμφανίστηκε μπροστά μου ὅλος φῶς. Τόν χαιρέτησα μέ ὑπόκλιση καί ἐκεῖνος ἐξαφανίστηκε».
Ὅταν ἐπισκέφτηκε τήν Μονή Διονυσίου ὁ γερω–Παΐσιος, πῆγε νά δῆ καί τόν γερω–Δαυΐδ στό κελλί του. Τόν βρῆκε τυλιγμένον μέ τά κουρέλια του, μέ τραβηγμένες τίς κουρτίνες γιά νά εἶναι σκοτεινό τό κελλί του. Τόν ρώτησε τί κάνει, καί ὁ γερω–Δαυΐδ ἀπάντησε μέ ἁπλότητα, «τί κάνουν οἱ καλόγεροι;» δείχνοντας τό κομποσχοίνι του. Καί ὅταν τόν ρώτησε γιά τά μυστικά βιώματά του, ἀπάντησε: «Δέν λέγονται, δέν λέγονται».
Ὁ ἁπλός καί ὀλιγογράμματος Γέρων σάν τόν προφήτη Ἰεζεκιήλ εἶχε πολλές ὁράσεις ἀπό τήν παιδική του ἡλικία. Ὡς μοναχός ἀγωνίσθηκε φιλότιμα. Ἔλεγε συνεχῶς τήν εὐχή καί εἶχε προσοχή πολλή. Ἔλεγε ὅτι τό κουκούλι μᾶς φυλάγει νά μήν περιεργαζώμαστε καί μετά κατακρίνουμε τούς ἀδελφούς τήν ὥρα τῆς τραπέζης. Συμβούλευε, οἱ μοναχοί νά κάνουν ὑπακοή καί νά ἔχουν ἀγάπη μεταξύ τους. Ὡς μεγαλύτερη ἁμαρτία θεωροῦσε τήν ὑπερηφάνεια. Ἔλεγε, ὅτι ὅποιος θέλει νά βρῆ τόν Χριστό, θά τόν βρῆ μέσα στήν καρδιά του, ὅπως φυσικά καί ὁ ἴδιος τόν βρῆκε, ἀφοῦ «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ἡμῶν ἐστιν»[5].
Ὅταν πλέον ὁ γερω–Δαυΐδ διήνυε τό 94ο ἔτος τῆς ἡλικίας του, τόν χειμῶνα, ἀσθένησε γιά λίγες μέρες. Προαισθανόμενος ὅτι ἐγγίζει τό τέλος του προετοιμάσθηκε καί στίς 5 Φεβρουαρίου 1983 παρέδωσε τήν καθαρή ψυχή του στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Ὅλοι τόν εὔχονταν καί κανείς δέν εἶχε παράπονο ἀπό τόν γερω–Δαυΐδ. Ἐπικρατοῦσε μία κατάνυξη καί πίστευαν ὅτι βρῆκε ἡ ψυχή του τόπον ἀναπαύσεως.
Τήν εὐχή του νά ἔχουμε. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου