8 Δεκ 2021

Οἱ Ἀποδομητές τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας καί ἡ Παράδοση

Γράφει ὁ Τουλουμτσής Ι. Βασίλειος
Μ.Δ.Ε Δογματικῆς Θεολογίας Ε.Κ.Π.Α.
Ὁ ἐκδοτικός οἶκος «Κυριακίδη» ἐξέδωσε πρόσφατα τή μελέτη τοῦ Ἀναστασίου Πολυχρονιάδη ὑπό τόν τίτλο «Ἀποδομητές τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας» (Θεσσαλονίκη, Ὀκτώβριος 2021). Στήν ἐν λόγῳ μελέτη σημειώνεται ἡ κριτική προσέγγιση κάποιων ἐνδεικτικῶν περιπτώσεων ἐκφορᾶς ἑνός "σύγχρονου θεολογικοῦ λόγου", ὁ ὁποῖος ἐκφράστηκε κατά τήν τρέχουσα ἐπικαιρότητα. Παρότι οἱ περιεχόμενες περιπτώσεις ἀναφέρονται σέ διαφορετικά ζητήματα μεταξύ τους, ἕν τούτοις φαίνεται ὅτι μετέχουν ἑνός κοινοῦ ὑποβάθρου θεμελίωσης τῆς ἐπιχειρηματολογίας τους, τό ὁποῖο ἀφορᾶ στόν τρόπο κατανόησης καί ἑρμηνείας τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ἑνιαίας ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης. Τό κοινό αὐτό ὑπόβαθρο ἀποτελεῖ ἄλλωστε καί τήν αἰτία... τῶν σημειούμενων ἀντιφάσεων καί αὐτοαναιρέσεών τους, οἱ ὁποῖες καταγράφονται ἀπό τόν συγγραφέα ἀντίστοιχα στήν καθεμιά περίπτωση. Γιά τήν ὀρθόδοξη τοὐλάχιστον θεολογία δέν ἀρκεῖ νά δημοσιεύεται ἁπλῶς μία ἄποψη, ἡ ὁποία πρός ὥρας μέν καί ἐξωτερικά νά φαίνεται ρηξικέλευθη, πλήν ὅμως στόν πυρῆνα της νά χαρακτηρίζεται εἴτε ὡς θεολογικῶς ἀδιάφορη εἴτε χειρότερα ὡς θεολογικῶς προβληματική, μένοντας ἐγκλωβισμένη καί φθειρόμενη στό διάβα μόνον τῆς τρέχουσας ἐπικαιρότητας, ὡσάν νά ἐπρόκειτο γιά πυροτέχνημα. Τό ζητούμενο πάντοτε εἶναι ἡ κατάθεση ἑνός αὐθεντικοῦ θεολογικοῦ λόγου «πού ὑπερβαίνει τίς ἐποχές καί τίς κοινωνίες» .
Ἡ αὐθεντικότητα τοῦ θεολογικοῦ λόγου βρίσκεται πάντοτε σέ συνάρτηση μέ τήν ἑνιαία ἐκκλησιαστική Παράδοση, δηλαδή τόν τρόπο πού ἡ Μία Ἐκκλησία «ἑρμηνεύει, βιώνει καί διδάσκει» τήν Ἀλήθεια, δεδομένου ὅτι «τό μοναδικό στοιχεῖο τῆς κοινότητας, τό ὁποῖο φανερώνει τήν ἀλήθεια τῆς ζωῆς, εἶναι ἡ παράδοση» . Τό γεγονός αὐτό διαφυλάττει τήν ἐκκλησιαστική κοινότητα ἀπό ὁποιεσδήποτε παραχαράξεις ἀνθρωποκεντρικής καί κατά συνέπεια ἐκκοσμικευμένης ἑρμηνευτικῆς, οἱ ὁποῖες θά μετέτρεπαν τήν Ἐκκλησία ἀπό ἐργαστήρι ἁγιότητας μέσα στό ὁποῖο ὑπουργεῖται τό μυστήριο τῆς σωτηρίας, σέ ἕνα ἐνθαδικό μέσο ἐπίτευξης ἐμπαθῶν ἀνθρώπινων ἐπιδιώξεων. Δέν εἶναι ἄλλωστε τυχαῖο τό γεγονός, ὅτι «τήν Παράδοση ἐπικαλοῦνταν ὅσοι ἤδη ἀπό τούς πρώτους χριστιανικούς χρόνους παραχάρασσαν τή διδασκαλία καί τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἀλλά καί μεταγενέστερα ὅσοι, ἐκ πρώτης ὄψεως τήν ἀπέρριπταν, οὐσιαστικά τήν ἀνανοηματοδοτούσαν μή ἀποδεχόμενοι τό προγενέστερο περιεχόμενό της» προσπαθῶντας νά βροῦν ἰδεολογικά στηρίγματα εἴτε στήν Ἁγία Γραφή εἴτε στά ἱστορικά γεγονότα· καί ἐνῶ στήν οὐσία ἐπιδίωκαν διαφοροποίηση ἀπό τήν ζῶσα ἐκκλησιαστική παράδοση, ἐν τέλει ἦταν ἀναγκασμένοι συνεχῶς νά τήν ἐπικαλοῦνται («κἄν μή θέλωσι, συντίθενται» ). Ὅμως στήν προσπάθεια ἔκφρασης ἑνός σύγχρονου θεολογικοῦ λόγου σημειώνεται μία διαφοροποίηση ὡς πρός τό συγκεκριμένο χαρακτηριστικό. Ὑποστηρίζεται πώς «δέν εἶναι δυνατό νά χρησιμοποιήσει κανείς κείμενα τοῦ παρελθόντος γιά νά ἀπαντήσει σέ ζητήματα τοῦ παρόντος. Μία προσέγγιση τοῦ παρόντος μέσα ἀπό κείμενα τοῦ παρελθόντος εἶναι ἀτελέσφορη, ἐπειδή δέν ἀγγίζει τήν πραγματικότητα» .
Γιά συγκεκριμένη μερίδα θεολογούντων, οἱ ὁποῖοι αὐτοπροσδιορίζονται ὡς μεταπατερικοί θεολόγοι, ἡ Παράδοση ἀποτελεῖ ἕνα ξεπερασμένο καί ἀσύμβατο μέγεθος ὡς πρός τήν ἀντιμετώπιση τῶν σύγχρονων προκλήσεων. Ἀντ' αὐτῆς ἑρμηνευτικό κριτήριο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καί τῆς ἐν γένει πραγματικότητας ἀποτελεῖ ὁ ἀτομικός στοχασμός, ὁ ὁποῖος ἐπιγεννά μιά κοινωνικοῦ τύπου κατανόηση τῆς Ἐκκλησίας. Πολύ ρεαλιστικά θά σημειώσει ὁ συγγραφέας τοῦ πονήματος στόν πρόλογό του ὅτι «ἡ μεταπατερική θεολογία χρησιμοποιῶντας πιό πολλές φορές καί ἀπό τήν ἀνθρώπινη ἀναπνοή τήν ἔννοια τοῦ φονταμενταλισμοῦ, τοῦ "ἄλλου", τοῦ "διαφορετικοῦ", καθώς καί λέξεις, ὅπως, "ἀγάπη", "κοινωνία", "οἰκουμένη" κλπ., προχωρᾶ "ἀπειλῶντας" καθέναν πού θά ἐκφέρει ἀντίθετη ἄποψη» . Μέ αὐτά τά δεδομένα καί μέ ἐκφραστικά λογοπαίγνια, μέ τά ὁποῖα ἐπιδιώκουν κυρίως νά ἐντυπωσιάσουν παρά νά ἐκφράσουν τό εὐσεβές φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας, προσεγγίζουν ζητήματα πού ἅπτονται τοῦ ἐσωτερικοῦ δογματικοῦ πυρῆνα καί τῆς λειτουργικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καί ἐκφράζουν γνωμικές τοποθετήσεις, οἱ ὁποῖες παραπέμπουν μᾶλλον σέ ἐξωεκκλησιαστικούς χώρους οἰκουμενικῶν συγκλήσεων (βλ. Π.Σ.Ε.) παρά σέ ὀρθόδοξη ἑρμηνευτική.
Ἀξίζει νά σημειωθεῖ ὅτι ἡ τάση νεωτερισμοῦ τοῦ θεολογικοῦ λόγου καί ἐπανερμηνείας της παράδοσης δέν ἀποτελεῖ "καινοτόμο" χαρακτηριστικό τῶν σύγχρονων μεταπατερικῶν θεολόγων ἀλλά πάγιο ἐγχείρημα τῶν αἱρετικῶν. Εἶναι ἀποκαλυπτική ἡ σχετική διατύπωση τῆς εἰκονομαχικής ἐπιχειρηματολογίας, μέ τήν ὁποία ἐπιδίωκαν τήν ἐπανερμηνεία του χριστολογικοῦ δόγματος: «πᾶν παλαιούμενον καὶ γηρᾶσκον ἐγγὺς ἀφανισμοῦ, καὶ ὅτι πεπαλαίωται ἡ τῶν ἀποστόλων διδασκαλία, νέαν ἡμεῖς προαιρούμεθα ἐξαναστῆσαι» . Καί θά μποροῦσε βεβαίως νά ὑποστηριχθεῖ ὅτι ὅλα αὐτά τά γεγονότα ἀφοροῦν κατά βάση τόν χῶρο τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας, ὅπου ἐκτός τῆς μειοψηφίας τῶν σοβαρῶν ἐπιστημόνων οἱ ὁποῖοι ἐργάζονται ἀνιδιοτελῶς καί μέ συστηματικότητα στά κείμενα τῆς παράδοσης, ἐκφράζονται ἐπιπλέον καί θέσεις, οἱ ὁποῖες ἀνακυκλώνονται καί παραμένουν σέ ἕνα πλαίσιο «ἐσωτερικῆς κατανάλωσης» χωρίς νά δύνανται νά ἐπιδράσουν στό ἐκκλησιαστικό σῶμα (βλ. τίς σχετικές προτάσεις περί ἀλλαγῆς τοῦ τρόπου μετάδοσης τῆς θείας κοινωνίας καί τήν ὑποτίμηση τῆς ἀειπαρθενίας της Θεοτόκου) . Καί ὄντως ἴσως νά εἶχε βάση μιά τέτοια θέση, παρότι βέβαια ἐκ τῶν πραγμάτων εἶναι ἄστοχη ἡ θεώρηση τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας ὡς ἀνεξάρτητης καί αὐτόνομης πραγματικότητας ἀπό αὐτήν τῆς χαρισματικῆς ζωῆς, στήν ὁποία ὀφείλει νά βασίζεται καί ἀπό τήν ὁποία σέ κάθε περίπτωση λαμβάνει τή θεολογική της ἀξία.
Τά πράγματα ὅμως γίνονται ἀκόμη πιό σοβαρά καί ἐπικίνδυνα ὅταν τέτοιου εἴδους θέσεις ἐκφράζονται ἀπό Ἐπισκόπους τῆς Ἐκκλησίας. Καί τοῦτο, διότι ὁ Ἐπίσκοπος δέν ἀποτελεῖ ἕνα θεσμικό ὄργανο τοῦ κράτους πού διατυπώνει συνθήματα ἀναλόγως τοῦ κοινωνικοῦ παλμοῦ, ἀλλά τόν ἐγγυητή τῆς πίστης τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τη βάση τῆς ἑνότητάς της. Ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι ὁ φορέας σύνολης τῆς ζώσας ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης, πρᾶγμα τό ὁποῖο ἀποτελεῖ -ἤ πρέπει νά ἀποτελεῖ- τό μοναδικό κριτήριο τῶν τοποθετήσεών του. Κατά συνέπεια ἡ πίστη πού ἐκφράζει καθίσταται παράγοντας ἑνότητας ἤ στήν ἀντίθετη περίπτωση διάβρωσης τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Ἑπομένως φράσεις τοῦ τύπου «θά ἀφουγκραστῶ τούς χριστιανούς τί λένε, ποιό θεωροῦν σωστό. Ἀκόμη καί ἄν αὐτό πού οἱ χριστιανοί μᾶς θεωροῦν σωστό, ἀκόμη καί ἄν εἶναι ἀντίθετο μέ τό Εὐαγγέλιο, ἐγώ θά ὑπερασπιστῶ αὐτό πού λένε οἱ χριστιανοί μᾶς...» ἀποτελοῦν τοὐλάχιστον θεολογικῶς μετέωρες τοποθετήσεις, δεδομένου ὅτι στήν ἀνωτέρῳ τοποθέτηση τίθεται ὡς σημεῖο ἀναφορᾶς, ὄχι ὁ εὐαγγελικός λόγος καί ὁ πατερικός του ὑπομνηματισμός πού ὀφείλει νά ἐκφράζεται ἀπό τόν Ἐπίσκοπο, ἀλλά γενικῶς καί ἀόριστα οἱ χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι καί καθορίζουν ἀντίστοιχα σέ δεύτερο ἐπίπεδο τή στάση τοῦ Ἐπισκόπου. Δηλ. μέ ἁπλά λόγια, ἡ φορά τῆς διδασκαλίας δέν ἔχει τήν κατεύθυνση ἐκ τοῦ Ἐπισκόπου πρός τό πλήρωμα τῶν χριστιανῶν, ἀλλά ἐκ τοῦ πληρώματος πρός τόν Ἐπίσκοπο. Εἶναι κατανοητό ὅτι οἱ ὅροι παρουσιάζονται ἀντεστραμμένοι. Ἡ πορεία αὐτή βέβαια δέν εἶναι ἄγνωστη στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία. Ἁπλούστατα λάμβανε χώρα μόνον στίς περιπτώσεις πού ὁ Ἐπίσκοπος δέν ἦταν ἐκφραστής τῆς παράδοσης, τήν ἀποδοχή τῆς ὁποίας ὁμολόγησε πολλάκις κατά τήν χειροτονία του.
Ἕνας θεολογικός λόγος ὁ ὁποῖος διατηρεῖ ἀπόσταση -συνειδητή ἤ ἀσυνείδητη- ἀπό τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι λόγος ἐπικίνδυνος καί διαβρωτικός καί σέ καμία περίπτωση δέν μπορεῖ νά ἀποτελεῖ ἔκφραση τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Τά ωραιοποιημένα ἐκφραστικά σχήματα δέν μποροῦν νά καλύψουν τό κενό τῆς ἐνυπάρχουσας θεολογικῆς ἀνεπάρκειας. Μάλιστα, στόν πανεπιστημιακό κυρίως χῶρο, πίσω ἀπό «μεταπατερικά χαμόγελα» καί ἀγαπόλογες διατυπώσεις κρύβονται τά πιό πισώπλατα καί ἀφιλάνθρωπα χτυπήματα. Ἄν αὐτό δέν ἀληθεύει, οἱ παροικοῦντες στό χῶρο αὐτό ἄς τό διαψεύσουν.
Κατά συνέπεια, τό πολύ ἀξιόλογο πόνημα τοῦ Ἀναστασίου Πολυχρονιάδη καταδεικνύει ὅτι ἡ ἄγνοια, ἡ παρανάγνωση ἤ ὁ παραγκωνισμός τῆς ἑνιαίας ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης μοιραία παράγουν ἕναν χαμηλοῦ ἐπιπέδου θεολογικό λόγο πού στερεῖται δυναμικῆς καί διαχρονικότητας (ἄσχετα τοῦ πῶς αὐτοπροσδιορίζεται), ἐνῶ μιά συστηματική του προσέγγιση, ὅπως ἐπιχειρήθηκε ἀπό τήν συγκεκριμένη μελέτη, ἀποδεικνύει τίς ἀναφυόμενες ἀντιφάσεις καί ἀοριστίες. Τέτοιου εἴδους ἀλλοιώσεις γίνονται εἴτε ἀσυνείδητα λόγῳ ἄγνοιας εἴτε συνειδητά λόγῳ ἰδιοτέλειας. Ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ὅμως, ἀναφερόμενη στούς σύγχρονούς της ἀποδομητές τῆς θεολογίας ἐκφράστηκε μέ τήν ἑξῆς κρυστάλλινη διατύπωση, ἡ ὁποία πρέπει τοὐλάχιστον νά προβληματίσει: «Εἰ μὲν ἀγνωσίᾳ τοῦτο πεποιήκασιν, εὐηθείας καὶ ἀμαθίας ἀνάμεστον, εἰ δὲ ἐν γνώσει, ἀσεβείας καὶ πάσης ἀλλοκότου συνειδήσεως» .
Σέ κάθε περίπτωση, ἡ Παράδοση παραμένει διαχρονικά τό κριτήριο γνησιότητας τῆς θεολογίας, ἐνῶ οἱ ἀσχολούμενοι μέ τό συγκεκριμένο ἀντικείμενο (κληρικοί καί λαϊκοί) δέν δικαιοῦνται καί δέν δικαιολογοῦνται νά κινοῦνται καί νά ἐκφράζονται ἐκτός αὐτῆς τῆς παραδόσεως ἀγνοῶντας ἤ ἀλλοιώνοντάς την. Ἕνα χαρακτηριστικό πού συναντᾶ κανείς μελετῶντας συνοδικά κείμενα Πρακτικῶν εἶναι ὅτι ἀκόμη καί αὐτές οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν τήν ὕψιστη αὐθεντία ἔκφρασης τῆς πίστης, ὅταν διατύπωναν τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας δέν ἐνεργοῦσαν ἀφ' ἑαυτῶν ὡς αὐθεντίες, ἀλλ' ἀντιθέτως τό κῦρος τους τό ἀντλοῦσαν ἀπό τήν πιστότητα τούς στήν πρό αὐτῶν Παράδοση. Στή βάση τῆς Παράδοσης ἐπιλύονταν πάντοτε ὅλα τά ἀναφυόμενα προβλήματα, ἀκόμη καί αὐτά πού φαίνονταν ἀδιέξοδα. Δεδομένων αὐτῶν προκαλεῖ ἀλγεινή ἐντύπωση νά βλέπει κανείς ἕναν μή θεολόγο λογοτέχνη νά ἐκφράζεται ὀρθόδοξα ὑποστηρίζοντας πώς ἐντοπίζει τή «λύση ὅλων τῶν προβλημάτων τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου ἀγαπῶντας τήν ὀρθόδοξο Ἐκκλησία» ἐνῶ ἕνας πανεπιστημιακός καθηγητής Δογματικῆς νά κάνει λόγο γιά τά «ἀδιέξοδα τῆς σύγχρονης Ὀρθοδοξίας» .
Ἐργασίες ὅπως ἡ συγκεκριμένη προβάλλουν τά ὑπαρκτά ἀδιέξοδα τῆς ἀπνευμάτιστης μεταπατερικῆς θεολογίας καί τήν ἀντίστροφη πορεία πού κατά κανόνα ἀκολουθεῖ, μή δυνάμενη νά προσφέρει κάτι οὐσιαστικό στόν σύγχρονο ἄνθρωπο. Στήν πραγματικότητα αὐτό τό ὁποῖο σέ κάθε εὐκαιρία πράττει εἶναι ἀντί νά καταθέτει τόν αὐθεντικό λόγο πού ἀπορρέει ἀπό τήν ἀσφάλεια τῆς παράδοσης, νά ἐπενδύει ἁπλῶς μέ θεολογική ὁρολογία αὐτό τό ὁποῖο ἐπιβάλλει ἡ σύγχρονη κοσμική πρακτική καί ἡ πολιτική ὀρθότητα. Ἀξίζουν συγχαρητήρια στόν πονήσαντα καί συγγράψαντα τήν συγκεκριμένη ἐργασία.

Γεώργιος Παναγόπουλος, Κοινωνία καί Ἡσυχασμός, Σχόλιο στούς Τρεῖς Ἱεράρχες, ἐκδ. Ἀθανασίου Ἀλτιντζή, Θεσσαλονίκη 2021, σέλ.11.
Μαρίνα Β. Κολοβοπούλου, Ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας στίς Οἰκουμενικές Συνόδους, τόμος Ἀ΄, Συμβολή στήν ἱστορικοδογματική διερεύνηση τῆς περί παραδόσεως διδασκαλίας τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐκδ. Ἔννοια, Ἀθήνα 2019, σελ. 12.
Νίκος Α. Ματσούκας, Ὀρθοδοξία καί αἵρεση στούς ἐκκλησιαστικούς ἱστορικούς του Δ΄, Ἐ΄, Στ΄ αἰῶνα, ἐκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 20112, σελ. 245.
Μαρίνα Β. Κολοβοπούλου, Ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας στίς Οἰκουμενικές Συνόδους, σελ. 8.
Πρᾶξις στ΄/ Ἀνασκευῆς τόμος β΄, E. Lamberz, Acta conciliorum oecumenicorum, Series secunda, volumen tertium: Concilium universale Nicaenum secundum, Pars Tertia, Concilii actiones VI-VII, Berlin - Boston: De Gruyter, 2016, σελ. 618.
Βλ. Ἰωάννης Πέτρου, Θεολογία καί κοινωνική πρακτική, Μιά ἀναστοχαστική θεώρηση, Σύνθεσις, 2, 2012, σελ. 114-115. Πρβλ. Ἀναστάσιος Ὀμ. Πολυχρονιάδης, Ἀποδομητές τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας, ἐκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2021, σελ. 47.
Ἀναστάσιος Ὀμ. Πολυχρονιάδης, Ἀποδομητές τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας, σελ. 9.
Πρᾶξις στ΄/ Ἀνασκευῆς τόμος β΄, E. Lamberz, Acta conciliorum oecumenicorum, Series secunda, σελ. 632.
Ἀναστάσιος Ὀμ. Πολυχρονιάδης, Ἀποδομητές τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας, σελ. 209-224. Πρβλ. Ἰωάννης Γ. Κουρεμπελές, Ἠδονοδοξία, Κριτική στή μεταπατερική θεώρηση τῆς Παρθενίας τῆς Θεοτόκου, ἐκδ. Ἀθανασίου Ἀλτιντζή, Θεσσαλονίκη 2019.
Συνέντευξη τοῦ Μητροπολίτη Ἀλεξανδρουπόλεως Ἀνθίμου στήν ἐκπομπή «Ἀπό τόπο σέ τόπο: Ἀλεξανδρούπολη (20-01-2019)», ἡ ὁποία προβλήθηκε ἀπό τό κανάλι τῆς Βουλῆς (Hellenic Parliament TV), https://www.youtube.com/watch?v=h40rdarVfvo (Ἀνάκτηση 25-11-2021). Πρβλ. Ἀναστάσιος Ὀμ. Πολυχρονιάδης, Ἀποδομητές τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας, σελ. 200.
Πρᾶξις στ΄/ Ἀνασκευῆς τόμος β΄, E. Lamberz, Acta conciliorum oecumenicorum, Series secunda, σελ. 642.
Βλ. Ν. Γ. Πεντζίκης, Πρός Ἐκκλησιασμόν, ἐκδ. Ἴνδικτος, Ἀθήνα 20073, σελ. 81.
Βλ. Χρυσόστομος Α. Σταμούλης, Ἔρως καί Θάνατος, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 2009, σελ. 152. Πρβλ. Ἀναστάσιος Ὀμ. Πολυχρονιάδης, Ἀποδομητές τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας, σελ. 102.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.