13 Φεβ 2021

Ὁμολογίες τοῦ ἀειμνήστου Δημητρίου Παναγοπούλου γιὰ τὴν «πρὸ Χριστοῦ» ζωή του... (13 Φεβρουαρίου †)

(ΜΕΡΟΣ Α΄)
* Ὁ Θεὸς ἔκανε σκανδαλωδῶς ἔλεος σὲ μένα, διαφορετικὰ θὰ εἶχα ταρταρωθεῖ ἐδῶ καὶ καιρό. Ἔπρεπε στὰ χρόνια τς κατοχῆς καὶ στὸ Ἀλβανικὸ μέτωπο, νὰ εἶχα πεθάνει 7 φορές. Ἐντούτοις, ἀκόμα ζῶ, ὄχι ἐξαιτίας τῆς δικῆς μου δικαιοσύνης, ἀλλὰ ἐξαιτίας τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ, γιατί γνώριζε, ὅτι θὰ ἐπιστρέψω καὶ θὰ μετανοήσω καὶ μὲ προστάτευε, γιὰ νὰ μπορέσω ἔτσι νὰ σωθῶ καὶ νὰ μὴν πάει χαμένο τὸ ποσοστὸ αἵματος ποὺ ἔχυσε ὁ Χριστὸς καὶ γιὰ τὴν δική μου ψυχή.
* Εχα ἕνα μεγάλο πάθος στὰ νεότερα χρόνιά μου, τὸ πάθος τῆς χαρτοπαιξίας. Καθόμουνα ἀπὸ τὸ Σάββατο τὸ βράδυ στὸ τραπέζι νὰ παίξω χαρτὶ καὶ σηκωνόμουνα τὴν Τετάρτη τὸ βράδυ. 4 μερόνυχτα, συνεχόμενα, ἔπαιζα τράπουλα, τέτοιο πάθος εἶχα! Καθόμουνα νὰ κερδίσω, μὲ κάθε μέσο, ἔστω καὶ μὲ κομπίνα, δὲν πάει νὰ ἤτανε καὶ ὁ Ὠνάσσης στὸ τραπέζι! Ἤμουν ἕνας λωποδύτης. Ἔμενα νηστικὸς γιὰ τὸ χαρτί. Ποῦ ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, νὰ πάει στὴν Ἐκκλησία!
* Άμα ἐπιτρέψει ὁ Θεὸς καὶ γράψω ἕνα βιβλίο γιὰ τὴν μετάνοιά μου καὶ τὸ πῶς ἐπέστρεψα στὸ Χριστό, πιστεύω, ὅτι τέτοια περίπτωση παγκοσμίως δὲν θὰ ὑπάρχει. Ἕνα μόνο θὰ σᾶς πῶ, (ἂν καὶ μοῦ εἶναι δύσκολο) γιὰ νὰ σᾶς ὠφελήσω καὶ νὰ σᾶς ἐνδυναμώσω τὴν...
πίστη σας. Μοῦ παρουσιάστηκε ὁ Ἅγιος Δημήτριος καὶ μοῦ εἶπε: Δὲν ἔχεις δικαίωμα, νὰ διατηρεῖς τὸ ὅπλο σου στὸ ὁπλοστάσιο καὶ νὰ μὴν τὸ χρησιμοποιεῖς! Ὅπλο, ἐννοοῦσε ὁ Ἅγιος, τὸ λόγο μου. Καὶ ἐγὼ τὸν λόγο μου, τὸν χρησιμοποιοῦσα γιὰ κουβέντες καὶ γιὰ ἀστεία. Ἡ ἀποκάλυψη αὐτὴ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, μὲ ἔκανε κατὰ 70% νὰ ἐπιστρέψω στὴν Ὀρθοδοξία καὶ νὰ εἶμαι σήμερα αὐτὸς ποὺ εἶμαι.

* Στή νεαρή μου ἡλικία, ὅταν ἐρχόμουνα τὰ ξημερώματα στὸ σπίτι ἀπὸ τὶς ἀτασθαλίες μου, μὲ ἔλεγε ἡ μητέρα μου: Μὰ φτερὸ σὰν τὰ μυρμήγκια ἔκανες; Ποῦ νὰ τὴν καταλάβω! Αὐτὰ μὲ ἔλεγε ὁ κόσμος καὶ οἱ ἄνθρωποι γύρω μου, οἱ «καλοθελητές», αὐτὰ μὲ ἔλεγε ἡ σάρκα μου, αὐτὰ μὲ ἔλεγε ὁ ἐγωισμός μου καὶ αὐτὰ ἔκανα. Καὶ ἔτσι τῆς ἔκλεινα τὴν πόρτα κατάμουτρα. Ἔβλεπα τὰ πράγματα διαφορετικὰ ἀπὸ τὴ μάνα μου. Εἶχα παχὺ σκοτάδι. Δὲν βρέθηκαν ἄνθρωποι νὰ μοῦ μιλήσουν, νὰ μὲ ποῦν μία κουβέντα, στὸν κόσμο ποὺ βρισκόμουν. Ὅλοι μὲ ὁδηγοῦσαν στὸ κακό. Τώρα τὸ πῶς γύρισα καὶ ἐπέστρεψα στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ, μόνο ὁ Θεὸς τὸ ξέρει. Δὲν μπορεῖ νὰ βρεθεῖ ἔστω καὶ ἕνας, ποὺ νὰ ἔρθει καὶ νὰ μοῦ πεῖ: Δημήτρη ἐγὼ ἦρθα νὰ σὲ μιλήσω, ἐγὼ σὲ βοήθησα καὶ σὲ εἶπα μία καλὴ κουβέντα γιὰ τὸ καλό σου! Κανένας δὲν βρέθηκε, ἀλλὰ πῶς τὰ οἰκονόμησε ὁ Θεός! Ἅμα ὑπάρχει καλὴ προαίρεση μέσα στὸν ἄνθρωπο, δὲν δυσκολεύεται ὁ Θεὸς νὰ τὸν βγάλει μὲ τὸν τρόπο Του ἀπὸ τὸ σκοτάδι στὸ Φῶς. Δὲν δυσκολεύεται ὁ Θεὸς ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας, ἁπλὰ ζητάει νὰ τοῦ ἐπιτρέψουμε νὰ μᾶς λύσει τὰ χέρια. Μεγάλη ὑπόθεση νὰ διαφωτίσεις τὸ σκοτάδι κάποιου συνανθρώπου σου! Οἱ ἄνθρωποι ποὺ βοηθοῦν τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸ νὰ φέρνουν διαφωτίζοντας-νουθετώντας ἀνθρώπους στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς θὰ τοὺς κατατάξει σὲ εἰδικὴ θέση μέσα στὸν παράδεισο. Ἔχω προσωπικὰ δεδομένα σὲ αὐτὸ τὸ θέμα, ἀλλὰ παραπάνω δὲν μπορῶ νὰ σᾶς πῶ.
* Εργαζόμουνα στὸν Ὀργανισμὸ Λιμένος Πειραιᾶ. Μία μέρα, βγῆκα ἔξω ἀπὸ τὰ γραφεῖα γιὰ νὰ πάρω ἀέρα καὶ βρῆκα ἕναν τυφλό, ὁ ὁποῖος πουλοῦσε λαχεῖα. Κρατοῦσε τὰ λαχεῖα στὸ χέρι καὶ φώναζε: Λαχεῖα! Λαχεῖα! Δὲν φώναζε τυχερὰ λαχεῖα, ὅπως φωνάζουν κάποιοι ἄλλοι (ἀφοῦ εἶναι τυχερά, γιατί πουλᾶς τὴν τύχη σου, τοὺς λένε πολλοί). Πλησίασα τὸν μπάρμπα Διονύση καὶ τοῦ λέω: Νὰ πάρω ἕνα τυχερὸ λαχεῖο; Ἀμέσως μόλις ἄκουσε αὐτὰ τὰ λόγιά μου, τραβήχτηκε πρὸς τὰ πίσω καὶ ἔκρυψε τὰ λαχεῖα του. Καὶ μοῦ λέει: Τύχη δὲν ὑπάρχει! Ὑπάρχει μόνο πίστη καὶ ἐλπίδα στὸ Θεό! Αὐτὰ ἦταν τὰ λόγια του. Ἐγὼ τότε ἤμουν ἄνθρωπος τοῦ γλυκοῦ νεροῦ καὶ ὄχι πραγματικὸς Χριστιανός. Ὅταν ὅμως γύρισα τὸ 1950 στὴν Ἐκκλησία, τότε θυμήθηκα τὰ λόγια το μπάρμπα Διονύση, πόσο δίκαιο εἶχε. Καὶ τὸ βλέπω μέχρι σήμερα, ὅτι τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ὁδηγεῖ τοὺς ἀνθρώπους, αὐτὸ ποὺ πολλοὶ σήμερα ὀνομάζουν τύχη.
* Γνώρισα κάποτε μία καλόγρια, ἡ ὁποία εἶχε θεῖο ἔρωτα. Αὐτὴ ἡ καλόγρια μὲ βοήθησε μὲ τὸν τρόπο της, ὥστε τὸ 1951 νὰ ἐπιστρέψω στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ. Ἡ καλόγρια αὐτή, ὅταν ἔλεγε τὴ λέξη Χριστός, ἔτρεχαν οὐρὲς δακρύων ἀπὸ τὰ μάτια της, σὰν νὰ ἄνοιγε κάποιος ἀπὸ μέσα της μία βρύση. Δὲν τὸ ἔχω ξαναδεῖ αὐτὸ τὸ πράγμα σὲ ἄλλον ἄνθρωπο (τὸ εἶδα καὶ στὸν γέροντα Ἱερώνυμο τς Αἴγινας). Ἡ καλόγρια αὐτὴ μὲ ἔλεγε χαρακτηριστικά: Νὰ ‘ξεραν οἱ ἄνθρωποι, Δημήτρη μου, πόσο πολύ μς ἀγαπάει ὁ Χριστός!!! Καὶ τὰ δάκρυα ἔτρεχαν ἀσταμάτητα!!! Ἐμεῖς δὲν ἔχουμε τέτοια πράγματα καὶ τὸ μόνο ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει εἶναι, ἂν χτύπησε ἡ τρίτη καμπάνα γιὰ νὰ πᾶμε τελευταία στιγμὴ στὴν Ἐκκλησία.
* Όταν πῆγα νὰ ἐφαρμόσω, τὸ «ἀγαπῆστε τὸν ἐχθρό σας», ὁμολογῶ ὅτι δὲν μπόρεσα νὰ τὸ ἐφαρμόσω. Μοῦ ἦταν ἀδύνατο καὶ ἂς ἔλεγε τὸ Εὐαγγέλιο αὐτὴν τὴν ἐντολή. Βέβαια τὸ Εὐαγγέλιο δὲν λέει ψέματα καὶ δὲν δίνει προτροπές, ποὺ δὲν εἶναι πραγματοποιήσιμες. Εἶναι βλασφημία νὰ λέμε, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶπε πράγματα, ποὺ δὲν εἶναι κατορθωτά. Βέβαια δὲν εἶναι κατορθωτά, ἂν ὁ ἄνθρωπος τὰ ἐφαρμόσει μὲ τὶς δικές του δυνάμεις, ἀλλὰ γίνονται κατορθωτὰ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Χριστοῦ. Ἐξάλλου μᾶς εἶπε ὁ Χριστός: Χωρὶς ἐμοῦ, οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν, δηλ. χωρὶς Ἐμένα δὲν μπορεῖτε νὰ κάνετε τίποτα. Καὶ ἔλεγα στὸ Θεό: Θεέ μου, δὲν μπορῶ νὰ ἐφαρμόσω αὐτὴν τὴν ἐντολὴ καὶ ξέρετε τί ἀπάντηση μὲ ἔδωσε ὁ Θεός; Ἐσὺ θέλεις; Αὐτὸ μὲ ρώτησε ὁ Θεός, καὶ ἡ ἀπάντησή Του, ὁμολογῶ, ὅτι μὲ κόλλησε στὸν τοῖχο. Διότι τὸ θέμα, δὲν ἦταν μόνο ὅτι δὲν μποροῦσα, ἀλλὰ καὶ τὸ ὅτι δὲν ἤθελα νὰ ἀγαπήσω. Αἰσθανόμουν μίσος, αὐτὸ ἦταν τὸ μυστικό. Καὶ ὁ Χριστὸς δὲν μᾶς ρωτάει ἂν μποροῦμε, ἀλλὰ ἂν θέλουμε. Ἄρα ἡ εὐθύνη μας ἔγκειται, στὸ ὅτι δὲν θέλουμε νὰ ἀγαπήσουμε τοὺς ἐχθρούς μας καὶ ὄχι ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ τοὺς ἀγαπήσουμε. Τὸ νὰ μπορέσουμε ὁ Θεὸς θὰ μᾶς βοηθήσει, τὸ νὰ θέλουμε, ἐμεῖς θὰ συμβάλλουμε. Καὶ ὅταν ἐμεῖς θελήσουμε, ὁ Χριστὸς θὰ μᾶς δώσει τρόπο τινὰ τέτοια φώτιση, ποὺ θὰ βλέπουμε τὸν ἄνθρωπο, ποὺ μᾶς ἔκανε κακό, καὶ ἀντὶ νὰ τὸν μισοῦμε, θὰ τὸν λυπούμαστε καὶ θὰ αἰσθανόμαστε οἶκτο γι’ αὐτόν. Θὰ μᾶς φορέσει ὁ Χριστὸς εἰδικὰ γυαλιὰ δικά του, ἀπὸ τὸ «κατάστημά» Του καὶ θὰ μπορέσουμε ἔτσι νὰ ἔχουμε σπλάχνα οἰκτιρμῶν γιὰ τοὺς ἐχθρούς μας.
* Κάποτε ρώτησα κάποιον ποὺ γνώριζα ἐξ ὄψεως, πῶς κατόρθωσε νὰ βρεθεῖ σὲ ἕνα πολὺ σπάνιο κοσμοπολίτικο γεγονός. Ά, ἦταν εὔκολο, ἦταν πολὺ εὔκολο, μοῦ ἀπάντησε ἐκεῖνος. Καὶ μοῦ βγάζει μία μασονικὴ διαπίστευση, μοῦ τὴ δείχνει καὶ μοῦ λέει: Αὐτὸς εἶναι ὁ τρόπος. Μὲ αὐτήν, εἶναι ἀνοιχτὲς ὅλες οἱ πόρτες. Πλην τοῦ οὐρανοῦ, συμπλήρωσα ἐγώ. Και ἐκεῖ θὰ τὰ καταφέρομε, εἶπε διαφωνώντας μαζί μου. Σὲ λίγες μέρες αὐτοκτόνησε στὸ Κολωνάκι! Ἔπεσε ἀπὸ τὸν 3ο ὄροφο κάτω, ἀπὸ τοῦ κοριτσιοῦ του τὸ διαμέρισμα. Καὶ ἐκεῖ θὰ τὰ καταφέρουμε…, ἦταν ἡ ἀπάντησή του, ἔτσι πίστευε. Ἔτσι ξεγελᾶ ὁ διάβολος πολλοὺς καὶ τοὺς κάνει νὰ νομίζουν, ὅτι θὰ σωθοῦν μὲ τὸν τρόπο τους. Τὸν συγκεκριμένο μάλιστα ἄνθρωπο, μέχρι καὶ στὴν αὐτοκτονία τὸν ἔσυρε.
Ἔχω ἕναν φίλο, ποὺ εἶναι πολιτικὸς μηχανικός. Πολὺ εὐκατάστατος ἄνθρωπος μόνο ἀπὸ τὰ ἐνοίκια τὸ 1960, εἰσέπραττε 300.000 δραχμές. Βέβαια ἔκανε καὶ ἀγαθοεργίες, ἀφοῦ γιὰ παράδειγμα δώρισε ἕνα ὁλόκληρο συγκρότημα μὲ διαμερίσματα στὴν Ἐκκλησία, γιὰ νὰ στεγάζονται ἐκεῖ οἱ φυματικοὶ ποὺ γινόντουσαν καλὰ ἀπὸ τὰ σανατόρια, ἐπειδὴ δὲν τοὺς δέχονταν οἱ συγγενεῖς τους στὰ σπίτια τους. Αὐτὸν λοιπὸν τὸν φίλο μου, τὸν συνάντησα μία μέρα, πρώτη Κυριακὴ τῶν νηστειῶν, στὴν Ἐκκλησία. Μετὰ τὸ τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας μου λέει: Πᾶμε ἀπὸ τὸ σπίτι μου, νὰ πιοῦμε ἕναν καφέ. Δέχτηκα καὶ πῆγα. Μόλις μπῆκα μέσα, λέει αὐτὸς στὴν γυναίκα του: Νίτσα, ξέρεις ἐ; Κατάλαβα ἐγώ, ὅτι κάποια πονηριὰ ἑτοιμάζει, ὅτι θὰ φέρει κάτι νὰ φᾶμε γιὰ πρωινό. Τοῦ λέω, δὲν ξέρω τί ξέρει ἡ Νίτσα, θὰ σοὺ πῶ τί ξέρω ἐγώ… Δὲν μπόρεσα νὰ ὁλοκληρώσω τὴν φράση μου καὶ μοῦ λέει: Ἐσὺ θὰ καθίσεις στὴν ἄκρη, μὴν μιλᾶς. Βλέπω σὲ λίγο, νὰ ἔρχονται 2 σαγανάκια, μὲ συκωτάκια, ὡραῖα ὄμορφα κομμένα κι ἀβγουλάκια καὶ ἐγὼ δὲν ξέρω τί ἄλλο ἔφερε ἡ Νίτσα. Τὸ πιάτο μου τὸ ἔσπρωξα πρὸς τὰ μέσα καὶ πῆρα μόνο τὸν καφέ. Μοῦ λέει, θὰ τὰ χαλάσουμε ἂν δὲν φᾶς! Καλύτερα νὰ τὰ χαλάσω μαζί σου, παρὰ νὰ τὰ χαλάσω μὲ τὸ Θεό. Ἀλλὰ αὐτὸς ἐπέμενε λέγοντάς μου: Μά, ἄλλα εἶναι τὰ χοντρά, θὰ φᾶμε, δὲν θὰ κάνουμε τίποτα κακό! Καὶ τὸ κακὸ μὲ αὐτὸν ἦταν, ὅτι θρήσκευε ὁ φίλος μου αὐτὸς καὶ ἔκανε καὶ ἐλεημοσύνες, ὅπως σᾶς εἶπα προηγουμένως. Ὅμως τὸ θέμα δὲν εἶναι τί κάνεις γιὰ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ τί κάνεις πρῶτα ἐσὺ γιὰ τὸν ἑαυτόν σου. Μπροστὰ λοιπὸν σὲ αὐτὲς τὶς πιέσεις του, τοῦ φίλου, τοῦ λέω: Ἕνα ἔχω μόνο νὰ σοὺ πῶ: Πρόσεξε, Μανώλη μου, μήπως σὲ ἔρθει καμμία ἀρρώστια καὶ εἶναι ἀλληλοσυγκρουόμενη. Σοὺ ἔρθει, γιὰ παράδειγμα, νὰ ἔχεις λεύκωμα καὶ πρέπει νὰ τρῶς μόνο κολοκύθια καὶ νὰ ἔχεις καὶ ἕνα σάκχαρο καὶ θὰ πρέπει νὰ τρῶς μόνο κρέας. Ἄντε μετὰ αὐτὰ νὰ τὰ συμβιβάσεις! Δὲν συμβιβάζονται καὶ ἀναγκαστεῖς νὰ τὰ βλέπεις τὰ φαγητὰ ἀπὸ μακριά. καὶ ἔρχονται τὰ πράγματα ἔτσι, ἀγαπητοί μου, ὥστε σὲ λίγες μέρες παθαίνει σάκχαρο ὁ φίλος μου καὶ ἄλλες 6-7 ἀρρώστιες καὶ ἅμα τὸν δεῖτε σήμερα, εἶναι σὰν μακαρόνι καὶ λιώνει καὶ θυμᾶται, αὐτὰ ποὺ τοῦ ἔλεγα κάποτε…
* Πήγα τὸ Μέγα Σάββατο νὰ ψωνίσω κρέας, ὅπως ἦταν φυσικὸ γιὰ τὸ Πάσχα. Ἐπάνω στὸν πάγκο, εἶχε ὁ κρεοπώλης ταραμά, χαλβὰ καὶ ψωμί. Καὶ ἔτρωγε, λόγω τῆς ἡμέρας, ἀπὸ ἐκεῖνα καὶ ἔκανε τὴν δουλειά του. Καὶ μοῦ πούλησε γελάδα γιὰ μοσχάρι. Ταυτόχρονα ἔτρωγε χαλβά. Ἐμένα τότε μὲ πῆρε μία διαφορὰ 55 δραχμὲς (τὸ ἔτος 1960). Τί νὰ σὲ κάνω ἄνθρωπε, νὰ τρῶς χαλβὰ καὶ ταραμὰ καὶ μὲ τρῶς ἐμένα ὁλόκληρο, ζωντανό; Ἐκεῖ τρῶς νηστίσιμο καὶ ἐδῶ τρῶς ἀρτύσιμο!
* Εχα ἕναν θεῖο, ὁ ὁποῖος ἔχει πεθάνει τώρα, ποὺ ἦταν μεγάλος ἄθεος. Αὐτὸς μὲ ἔλεγε: Γιατί δὲν κατέβηκε ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὸν σταυρό; Ἅμα ἦταν Θεός, θὰ μποροῦσε νὰ κατέβει καὶ νὰ ξεφύγει. Τὸν πιάσανε τὸν κατεργάρη καὶ τὸν σταυρώσανε οἱ Ἑβραῖοι! Δὲν μποροῦσε νὰ ξεφύγει; Ἐγὼ τότε τοῦ λέω: Τότε, πῶς ξέφυγε ὁ Χριστός, ὅταν κάποτε θέλησαν νὰ Τὸν ρίξουν στὸν γκρεμό; Ξέφυγε ἀνάμεσά τους. Πῶς ἔγινε αὐτό; Ποῦ τὸ ἀναφέρει αὐτό, μὲ ρώτησε. Ἄνοιξα τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τοῦ τὸ ἔδειξα (Λουκᾶς κεφάλαιο 4, στίχοι 29-30). Εἶναι πολλῶν γνώμη αὐτή, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν μποροῦσε νὰ κάνει διαφορετικά, τὸν πιάσανε οἱ Ἑβραῖοι καὶ τὸν Σταύρωσαν. Ὄχι δὲν εἶναι ἔτσι. Ὁ Χριστὸς ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο, ὁδηγήθηκε πρὸς τὸ ἑκούσιο πάθος, θεληματικὰ Σταυρώθηκε. Καὶ νὰ Τοῦ χρωστᾶμε ὑποχρέωση καὶ εὐγνωμοσύνη. Αὐτὸ νὰ τὸ βάλουν καλὰ στὸ μυαλό τους!
* Ο ἀδερφός μου, μὲ εἶπε τρελὸ ὅταν πέθανε ἡ μάνα μας. Μπροστὰ στὸ λείψανο τῆς μάνας μας καὶ μπροστὰ σὲ ὅλον τὸν κόσμο μὲ εἶπε τρελό, γιατί δὲν μποροῦσε νὰ ἑρμηνεύσει, πῶς ἐγὼ δὲν ἔκλαιγα, πῶς ἐγὼ δὲν μαυροφορέθηκα, πῶς ἐγὼ δὲν μαλλιοτραβιόμουνα, ὅπως ἔκανε αὐτὸς καὶ ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι. Δὲν μοῦ λές, ἐμεῖς ὅλοι ἐδῶ μέσα εἴμαστε τρελοὶ καὶ ἐσὺ εἶσαι ὁ λογικός; Τέτοια ἐπίθεση μὲ ἔκανε ὁ ἀδερφός μου, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἤξερα ὅτι ὑποκινεῖται ἀπὸ ἄλλον, ἁπλὰ τὸν εἶπα: Δὲν ξέρω, ἐγὼ δὲν σᾶς βλέπω γιὰ τρελοὺς καὶ ἔτσι δὲν ἔδωσα συνέχεια στὸ θέμα. Μὰ ἐγὼ πίστευα, ὅτι ἡ μάνα μου ἡσύχασε καὶ ἅμα πάω καὶ ἐγὼ ἐκεῖ ποὺ πῆγε, θὰ τὴν βρῶ καὶ θὰ ζοῦμε αἰώνια μαζί. Ὁ ἀδερφὸς ὅμως, ὁ στρατηγός, δὲν πίστευε στὴν ἄλλη ζωή, ἦταν ἄπιστος, δὲν πίστευε στὴν Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καὶ γι’ αὐτὸ ἀντέδρασε ἔτσι. Βέβαια μετὰ ἀπὸ 7 χρόνια, χώνεψε ὁ ἀδερφός μου τὴν ὅλη συμπεριφορά μου καὶ μὲ κατάλαβε. Ἐμένα ἡ μάνα μου ἦταν γιὰ 14 χρόνια σὲ καρότσι καὶ μὲ αὐτὸ τὴ μεταφέραμε ἀπὸ Ἐκκλησία σὲ Ἐκκλησία, μίας γυναίκας ποὺ εἶχε προβλέψει τὸ θάνατό της. Ξέρω ὅτι ἡ μάνα μου σώθηκε καὶ πῆγε στὸν παράδεισο.
Ἔχω ἕναν ἀδερφό, ὁ ὁποῖος στὴν πίστη του κλονιζόταν. Ἄκουγε τὴν ὑπόθεση περὶ τοῦ μύρου τῆς Παναγίας τῆς Μαλεβῆς καὶ ἀμφισβητοῦσε μὲ τὴ λογική του, ὅτι ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἔρεε μύρο. Κάποτε ὅμως, κόπηκε λίγο ὁ ἐγωισμός του καὶ ἤθελε νὰ ἔρθει μαζί μας στὴ μονὴ τῆς Μαλεβῆς. Πήγαμε στὸ μοναστήρι καὶ μετὰ τὴν παράκληση, καθίσαμε γιὰ νὰ φᾶμε. Ὁ ἀδερφός μου δὲν κάθισε νὰ φάει, ἀλλὰ πῆγε στὸ ναὸ καὶ κοίταζε τὴν εἰκόνα, γιὰ νὰ δεῖ, πῶς ἔχουν τὰ πράγματα. Καὶ καθὼς τὴν παρακολουθοῦσε, βλέπει ξαφνικὰ νὰ ρέει μύρο ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας! Συγκλονίστηκε ὁ ἀδερφός μου καὶ τρέχει στὴν τραπεζαρία νὰ μᾶς βρεῖ. Ἔρχεται στὴν γυναίκα μου καὶ τὴν σηκώνει ἀπὸ τὸ τραπέζι καὶ τῆς λέει: Ἔλα, Κικῆ νὰ δεῖς, ρέει ἀπὸ τὴν εἰκόνα μύρο! Τὸ εἶδα μὲ τὰ ἴδιά μου τὰ μάτια! Τοῦ λέει τότε ἡ γυναίκα μου: Ἀμφέβαλλες γι’ αὐτὸ τὸ θαῦμα καὶ ἐξανίστασαι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο; Καὶ τότε παραδέχθηκε ὁ ἀδερφός μου, ὅτι εἶχε τὶς ἀμφιβολίες του, γι’ αὐτὸ τὸ θέμα. Τώρα αὐτὸ ποὺ εἶδε ὁ ἀδερφός μου, ἄντε νὰ τοῦ τὸ βγάλεις ἀπὸ τὸ κεφάλι του. Ἀπέκτησε γνώση ἐπὶ τοῦ θέματος. Ὅμως ὁ Χριστὸς δὲν τὴν ἀρνεῖται τὴ γνώση, ἀλλὰ δὲν τὴν ἀμοίβει κιόλας καὶ θέλει ὁ ἄνθρωπος νὰ πιστέψει χωρὶς νὰ δεῖ. Τὴν πίστη ἀμοίβει Χριστός, ἀλλὰ γιὰ νὰ πιστέψει ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ταπεινωθεῖ.
Ἔχω ἕνα φίλο ποὺ εἶναι ταξιτζής. Αὐτὸς τὶς Κυριακὲς τὸ πρωὶ δούλευε καὶ δὲν πήγαινε στὴν Ἐκκλησία. Μία μέρα τὸν πλησίασα καὶ τὸν ρώτησα, πόσα βγάζεις τὴν ἡμέρα καὶ μοῦ εἶπε, περίπου 1700 δραχμές. Τότε τοῦ πρότεινα, τὴν ἐρχόμενη Κυριακὴ τὸ πρωί, νὰ πήγαινε στὴν Ἐκκλησία καὶ μετὰ νὰ πήγαινε στὴν δουλειὰ καὶ ὅσα λιγότερα θὰ ἔβγαζε ἀπὸ τὶς 1700 δραχμές, τὴν διαφορὰ θὰ τοῦ τὴν ἔδινα ἐγώ. Ὁ φίλος μου τὸ σκέφτηκε καὶ τελικὰ δέχτηκε τὴν πρότασή μου. Πῆγε τὴν Κυριακὴ στὴν Ἐκκλησία καὶ μετὰ μέχρι τὸ βράδυ δούλεψε τὸ ταξί. Τὸ βράδυ μὲ πῆρε τηλέφωνο καὶ μοῦ λέει: Δημήτριε, ἔγινε κάτι φοβερό! Εἶχα φοὺλ δουλειὰ καὶ δὲν προλάβαινα τοὺς πελάτες! Ἔβγαλα 2000 δραχμές! Ἀπὸ τότε ὁ φίλος μου, κάθε πρωὶ πηγαίνει στὴν Ἐκκλησία. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ δουλεύουν τὶς Κυριακὲς καὶ δὲν πᾶνε στὴν Ἐκκλησία, τὰ λεφτὰ ποὺ βγάζουν δὲν εἶναι εὐλογημένα καὶ κάποια μέρα θὰ τὰ χάσουν μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο. Γιατί ὅποιος συλλέγει χρήματα μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό, τὰ διασκορπίζει. Γι’ αὐτὸ καὶ βλέπουμε πολλὲς οἰκογένειες ποὺ ἐργάζονται ἀπὸ τὸ πρωὶ ἕως τὸ βράδυ, ἀλλὰ νὰ μὴν μποροῦν νὰ βάλουν μερικὰ χρήματα στὴν ἄκρη. Φωτιὰ εἶναι τὰ λεφτὰ τῆς Κυριακῆς, ἔλεγε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός.
* Μὲ πλησίασε κάποτε ἕνας κύριος καὶ μοῦ λέει: Ἐντάξει κύριε Παναγόπουλε, ἐγὼ δὲν ἐνδιαφέρομαι γιὰ τὸ Χριστό, τὸ παραδέχομαι. Ναὶ ὅμως, ὁ Χριστὸς ἦρθε γιὰ ὅλους τούς ἀνθρώπους καὶ γιατί δὲν ἔρχεται καὶ σὲ μένα γιὰ νὰ μὲ βρεῖ καὶ νὰ μὲ σώσει; Νὰ ἔρθει καὶ γιὰ μένα, τὸ ἀπωλολὸ πρόβατο νὰ μὲ σώσει. Ἐξάλλου δὲν εἶμαι καὶ ἐγὼ τὸ παιδί του; Κάτι τέτοια μὲ ἔλεγε ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς καὶ ὅταν τελείωσε τοῦ εἶπα: Ὁ Χριστὸς δὲν ἔρχεται νὰ σὲ βρεῖ, γιατί δὲν βελάζεις! Ὅπως ὅταν χαθεῖ ἕνα πρόβατο τὸ ὁποῖο δὲν βελάζει, δὲν μπορεῖ ὁ βοσκὸς νὰ τὸ βρεῖ, ἔτσι καὶ ἐσὺ δὲν βελάζεις, δὲν ζητᾶς τὸ Θεὸ καὶ δὲν μπορεῖ ὁ Χριστὸς νὰ σὲ βρεῖ. Ἐδῶ ὁ ἐκ γενετῆς τυφλὸς φώναζε δυνατὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ μάλιστα ἔβγαλε καὶ τὰ ροῦχα του, γιὰ νὰ φτάσει πιὸ γρήγορα στὸ Χριστό! Δὲν πῆγε ὁ Χριστὸς στὸν τυφλό, πῆγε ὁ τυφλὸς στὸν Χριστὸ καὶ ἐμεῖς ἔχουμε τὴν ἀπαίτηση, νὰ ἔρθει ὁ Χριστὸς σὲ ἐμᾶς! Αὐτὰ τοῦ εἶπα καὶ δὲν ξέρω ἂν μπόρεσα νὰ τὸν κατατοπίσω. Ἐὰν δὲν ζητήσουμε ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο νὰ συναντήσουμε τὸ Χριστό, γιὰ νὰ μᾶς βοηθήσει, δὲν πρόκειται οὔτε καὶ στὴν ἄλλη ζωὴ νὰ Τὸν συναντήσουμε. Ὁ Θεὸς δὲν ἀφήνει κανέναν ἄνθρωπο ἀβοήθητο, ποὺ ἐπικαλεῖται τὴν βοήθειά Του. Ὁ Θεὸς ἄφησε ἐλεύθερο τὸν ἄνθρωπο νὰ κάνει τὶς ἐπιλογὲς στὴ ζωή του, καὶ ἂν περιμένει ὁ Θεὸς νὰ τὸν βοηθήσει, χωρὶς ὁ ἴδιος νὰ Τοῦ ζητήσει βοήθεια, τὸ μόνο σίγουρο εἶναι, ὅτι θὰ ὑποστεῖ τὰ ἐπώδυνα ἀποτελέσματα τῆς κολάσεως.....
Συνεχίζεται.
Εἰς ἀγαθὴ ἀνάμνηση
Ἐμπειρικὲς ἀλήθειες ἀπὸ τὴν κηρυκτικὴ διακονία τοῦ πιστοῦ ἐργάτου Κυρίου
ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Α. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ
(1916-1982)
Ἐκδόσεις "Ὀρθόδοξος Κυψέλη"

3 σχόλια:

  1. Με πλεονάζοντα ζήλο έσπευσαν οι έμποροι να ανοίξουν τις Κυριακές τις επιχειρήσεις τους υποχρεώνοντας και τους δύστυχους υπαλλήλους να δουλεύουν. Τώρα με τα συνεχή λόκ ντάουν βρίσκονται σε απόγνωση. Τίς πταίει;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αιωνία η μνήμη του Δημητρίου Παναγόπουλου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ο Θεός να τον αναπαύει.

    Φιλευλαβής

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.