29 Σεπ 2020

O ἱεράρχης Χρύσανθος, ἀγωνιστής γιὰ τὰ δίκαιά τῶν Ἑλλήνων

Γράφει ὁ Τάσος Κ. Κοντογιαννίδης, συγγραφέας-δημοσιογράφος
Τέτοια, μέρα τὸ 1949, ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ ἀκαδημαϊκός, ὁ ἀπὸ Τραπεζοῦντος Χρύσανθος, ἄφηνε τὴν τελευταία του πνοὴ σὲ ἕνα διαμερισματάκι τῆς Γλυφάδας (ἐπὶ Κατοχῆς διέμενε στὴν ὁδὸ Σουμελὰ 4 στὴν Κυψέλη). Ἡ πάνδημη κηδεία του, παρουσία τοῦ βασιλιὰ Παύλου, ἔγινε μὲ τιμὲς πρωθυπουργοῦ.
Ὁ Χρύσανθος ἦταν ἄνθρωπος καὶ ἱεράρχης ἀλύγιστος. Δὲν ἤξερε τί θὰ πεῖ ἐλαστικότης χαρακτῆρος, τί θὰ πεῖ ἀνάγκη ἠθικῆς προσαρμογῆς πρὸς τὶς περιστάσεις τῆς ὁποίας ἐλατήριο θὰ ἦταν τὸ ἀτομικὸ συμφέρον. Εὐλόγησε τὰ ὅπλα στὸ ΟΧΙ τοῦ 1940, στάθηκε δίπλα στοὺς τραυματίες τοῦ πολέμου καὶ δὲν δέχθηκε συμβιβασμὸ μὲ τὴν κατάσταση ποὺ εἶχε δημιουργηθεῖ μὲ τὸ στρατὸ κατοχῆς… 
Στὶς 27/4/1941 οἱ Γερμανοὶ μπῆκαν στὴν Ἀθήνα. Ὁ Ἕλληνας φρούραρχος Καβράκος τοῦ ζητοῦσε νὰ πᾶνε μαζὶ νὰ τοὺς ὑποδεχτοῦν στοὺς Ἀμπελοκήπους καὶ νὰ τοὺς παραδώσουν τὴν πόλη. Ὁ Χρύσανθος ἀρνήθηκε κατηγορηματικὰ λέγοντας «Ἔργον τοῦ Ἀρχιεπισκόπου εἶναι νὰ ἐλευθερώνη καὶ ὄχι νὰ ὑποδουλώνη». Δυὸ μέρες μετά, ὁ ἐπίτροπος τοῦ ναοῦ τῆς Μεταμορφώσεως Πλάκας, Πλάτων Χατζημιχάλης, τοῦ ἀναγγέλλει τὸ σχηματισμὸ τῆς κυβέρνησης Τσολάκογλου τῆς ὁποίας ἦταν μέλος, καὶ ζητεῖ ἀπὸ τὸν Χρύσανθο νὰ τοὺς ὁρκίσει. Τοῦ ἁπαντά: «Ἡ ἐθνικὴ κυβέρνησις τὴν ὁποία ὤρκισα, ἐξακολουθεῖ νὰ....
ὑφίσταται καὶ νὰ συνεχίζη τὸν πόλεμον. Ἄλλην κυβέρνησιν δὲν δύναμαι νὰ ὁρκίσω!», προσθέτοντας ὅτι «σὲ ὕποπτες καὶ ἀντεθνικὲς ἐνέργειες, ποὺ θὰ εἶναι ἐθνικῶς ὀλέθριες, δὲν μπορεῖ ἡ ἐκκλησία νὰ δώσει τὸν ὅρκο καὶ τὴν εὐλογία της». 
Λίγες ὧρες μετά, καθὼς ἔβγαινε ἀπὸ τὴν Ἀρχιεπισκοπὴ γιὰ νὰ κηδέψει τὸν φίλο το Κων. Σπανούδη, δημοσιογράφο στὴν Πόλη καὶ πρόεδρο τῆς ΑΕΚ, συναντᾶ τὸν ὑπασπιστὴ τοῦ Τσολάκογλου (ταγματάρχη Δ. Γαργαρόπουλο) ὁ ὁποῖος τὸν καλεῖ ἐκ μέρους τοῦ στρατηγοῦ νὰ πάει στὴν ὁρκωμοσία. «Ἐγὼ δὲν ἔρχομαι νὰ ὁρκίσω κυβέρνησιν προβληθεῖσα ὑπὸ τοῦ ἐχθροῦ, τὰς Κυβερνήσεις ὁρίζει ὁ λαὸς ἢ ὁ Βασιλεύς. Ἡ κυβέρνηση ποὺ ὤρκισα ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχη καὶ νὰ δίδη τὸν ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας καὶ τοῦ Ἔθνους ἀγώνα στὴν Κρήτη». 
Θαρραλέα στάση τήρησε ὅταν τὸν ἐπισκέφθηκε τὴν ἑπομένη ὁ Γερμανὸς στρατηγὸς Στούμ, λέγοντάς του: «Προσέξατε στρατηγέ μου, νὰ μὴν τραυματίσητε τὴν ὑπερηφάνειαν τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ». Λίγες μέρες μετά, ὁ μέγας αὐτὸς ἱεράρχης θὰ παυθεῖ καὶ τὴ θέση του θὰ πάρει ὁ ἀπὸ Κορινθίας Δαμασκηνός, μὲ τὶς εὐλογίες τοῦ Τσολάκογλου.
Ὁ Χρύσανθος (κατὰ κόσμον Χαρίλαος Φιλιππίδης) γεννήθηκε στὴ Γρατινὴ Ροδόπης τὸ 1881. Φοίτησε στὸ Γυμνάσιο Ξάνθης, σπούδασε στὴ Θεολογικὴ σχολὴ Χάλκης, χειροτονήθηκε διάκονος τὸ 1903 κι ἐστάλη στὴν Τραπεζούντα ὡς ἱεροκήρυκας καὶ καθηγητὴς στὸ ἐκεῖ Φροντιστήριο. Σπούδασε στὴ Λειψία καὶ τὴ Λοζάνη, ὁρκίστηκε Μητροπολίτης Τραπεζοῦντος τὸ 1913 καὶ ἀγαπήθηκε ἀπὸ τὸν Ποντιακὸ Ἑλληνισμό. Ὅταν λίγο ἀργότερα οἱ Ρῶσοι κατέλαβαν τὴν Τραπεζούντα κι ἔφυγε ἡ τουρκικὴ διοίκηση, πῆρε ὑπὸ τὴν προστασία τοῦ τὸν μουσουλμανικὸ πληθυσμό.
Κατὰ τὴν ταραχώδη περίοδο 1915-1923 μεταβάλλεται σὲ ἐθνικὸ ἡγέτη γιὰ τὸν ἑλληνισμὸ τῆς «καθ’ ἠμᾶς Ἀνατολῆς» καὶ ἀγωνίζεται στὸ Παρίσι γιὰ τὰ δίκαιά τς φυλῆς μας στὴ Συνδιάσκεψη τῆς Εἰρήνης τοῦ 1919, μὲ συναντήσεις καὶ συνομιλίες ποὺ εἶχε μὲ τὸν Ἀμερικανὸ πρόεδρο Οὐίλσον καὶ τὸν Γάλλο πρωθυπουργὸ Κλεμανσό. Ἐκεῖ ἔθεσε ἐνώπιόν τους τὴν ἀνεξαρτησία τοῦ Πόντου, κέρδισε τὸ θαυμασμό τους καὶ βοήθησε σημαντικὰ τὸν Ἐλευθέριο Βενιζέλο στὸ χειρισμὸ τῶν θεμάτων τῆς Ἀνατολῆς.
Τὸ 1921 ὁ πρωθυπουργὸς Γούναρης καλεῖ τὸν Χρύσανθο νὰ μετάσχει τῆς ἑλληνικῆς ἀποστολῆς στὸ Λονδίνο, ἀλλὰ στὴν Τουρκία τὸ «Δικαστήριο τῆς Ἀνεξαρτησίας» τὸ πληροφορεῖται καὶ τὸν καταδικάζει ἐρήμην εἰς θάνατον! Τὸ 1938 ἐκλέγεται ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν σὲ ἐπανεκλογή, μὲ ἀντίπαλο τὸν ἀπὸ Κορινθίας Δαμασκηνό.

Ἡ διαθήκη τοῦ Χρύσανθου
Ὁ Χρύσανθος μὲ τὴν ἀπὸ 10/7/1943 διαθήκη τοῦ ζητοῦσε συγγνώμη ἀπὸ ὅσους ἐλύπησε καὶ συγχωροῦσε ὅσους τὸν ἐλύπησαν. Περιουσία δὲν εἶχε, καὶ τὰ λίγα προσωπικά του εἴδη (σταυρό, ἀρχιερατικὲς ράβδους, ἄμφια καὶ στυλογράφο) τὰ ἄφησε σὲ συνεργάτες του ἀρχιμανδρίτες καὶ διακους. Ἄφησε ὅμως κάτι ἄλλο στοὺς οἰκείους του. Μιὰ ἐντολὴ νὰ μὴν ἀγγίξουν δημόσιο χρῆμα. «Οἱ συγγενεῖς μου κατὰ σάρκα», ἔγραφε, «θὰ σεβαστοῦν τὴ μνήμη μου καὶ δὲν θὰ ζητήσουν συντάξεις καὶ ἐπιδόματα ἀπὸ τὸ κράτος. Ἂν κανεὶς ἀθετήσει τὴν τελευταίαν μου ταύτην θέλησιν, τὸν τοιοῦτον ἀποκηρύσσω ἀπὸ συγγενήν μου καὶ παρακαλῶ Ἐκκλησίαν καὶ Πολιτείαν νὰ ἀπορρίψωσι τοιαύτην ἀσεβὴν αἴτησιν».
pontos

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.