11 Ιουν 2020

Τὸ πείραμα ἀλλοίωσης τῶν ὀρθοδόξων θεολογικῶν σπουδῶν τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ, μέσω τῆς ἐμφυτεύσεως σὲ αὐτὴν Τμήματος ἰσλαμικῶν σπουδῶν

Ἡρακλῆς Ρεράκης, Καθηγητὴς Θεολογίας τοῦ ΑΠΘ

Στὶς 04-06-2020 ἔγινε ἡ δίκη στὸ Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας τῆς Προσφυγῆς Πανεπιστημιακῶν Καθηγητῶν, ποὺ ζητοῦσαν τὴν ἀκύρωση τῆς ἀπόφασης γιὰ τὴν ἵδρυση Τμήματος Μουσουλμανικῶν Σπουδῶν στὸ Τμῆμα Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης. Μὲ τὴν εὐκαιρία αὐτὴ δημοσιεύεται τὸ κείμενο αὐτὸ πρὸς πληροφόρηση τῶν ἐνδιφερομένων γιὰ τὸ θέμα τῆς ἵδρυσης τοῦ Τμήματος Μουσουλμανικῶν ἢ Ἰσλαμικῶν Σπουδῶν στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ Θεσσαλονίκης.
Τὸν Μάρτιο τοῦ 2014, ψηφίστηκε ἀπὸ τὸ Τμῆμα Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ ἡ ἵδρυση Κατεύθυνσης Μουσουλμανικῶν Σπουδῶν. Ἡ ἀπόφαση αὐτή, παρότι λήφθηκε μὲ εἴκοσι τρεῖς (23) ψήφους, στὸ σύνολο τῶν (39) μελῶν ΔΕΠ, ἐμπνεύστηκε καὶ καλλιεργήθηκε ἀπὸ...
συγκεκριμένα πρόσωπα, ἐντὸς καὶ ἐκτός της Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. 
Ἡ ἀπόφαση αὐτὴ βρῆκε κάθετα ἀντίθετο τὸ ἄλλο Τμῆμα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ., τὸ Τμῆμα Ποιμαντικῆς καὶ Κοινωνικῆς Θεολογίας - στὸ ὁποῖο καὶ ὑπηρετῶ ὡς Καθηγητής. Εἰδικότερα, στὴν μὲ ἀριθμὸ 518/26.03.2014 ἀπόφασή του ἐπισημαίνεται ἡ ἀπόλυτη ἀσυμβατότητα τοῦ ὅλου ἐγχειρήματος περὶ “Ἰσλαμικῶν Σπουδών” μὲ τὸ χαρακτήρα καὶ τὴ φυσιογνωμία τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς ὡς ἑξῆς: «Ἡ αὐτοτελὴς γνωστικὴ περιοχὴ ποὺ θεραπεύει ἡ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Α.Π.Θ. καὶ τὰ δύο Τμήματά της, ἀπὸ τῆς συστάσεώς τους, εἶναι οἱ σπουδὲς στὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία, ἢ ἐπὶ τὴ βάσει τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας σπουδὴ τοῦ φαινομένου τῆς Θρησκείας καὶ τοῦ Χριστιανικοῦ Πολιτισμοῦ, ἢ τοῦ Πολιτισμοῦ γενικότερα. Μὲ τὴν ἀπόφαση τοῦ Τμήματος θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς γιὰ τὴν ἵδρυση Εἰσαγωγικῆς Κατεύθυνσης Μουσουλμανικῶν Σπουδῶν «ἀλλοιώνεται ὁ μέχρι τώρα χαρακτήρας τῆς Σχολῆς καὶ ἡ ἀκαδημαϊκή της ἀντιστοίχηση μὲ τὰ διεθνῶς κρατοῦντα». Ἡ Θεολογικὴ Σχολή, σύμφωνα «μὲ τὸ ἐπιστημονικό της περιεχόμενο καὶ τὸ σκοπὸ ἱδρύσεως καὶ λειτουργίας τῆς εἶναι ἐπιστημολογικὰ ἀναρμόδια γιὰ τὴν ὀργάνωση Προγραμμάτων Σπουδῶν ἄλλων θρησκειῶν». Ἐπίσης, «ὡς πρὸς τὸ θέμα μίας τριτοβάθμιας δομῆς λειτουργίας Εἰσαγωγικῆς Κατεύθυνσης Μουσουλμανικῶν Σπουδῶν, ἡ Συνέλευση τοῦ Τμήματος ἐπισημαίνει ὅτι πρέπει νὰ ἀντιμετωπισθεῖ στὸ πλαίσιο τῆς κείμενης νομοθεσίας (Ν. 4009, ἄρθρο 32) καὶ τῶν διεθνῶν συνθηκῶν, μὲ σοβαρὴ νομοτεχνικὴ μελέτη καὶ πνεῦμα νηφάλιου διαλόγου τῶν ἁρμοδίων φορέων καὶ προτείνει ἕνα πρόγραμμα σπουδῶν μὲ τὴν εὐθύνη τῶν κάθ? ὕλη ἁρμοδίων Παιδαγωγικῶν Τμημάτων». 

Ὡστόσο οἱ ἐμπνευστὲς καὶ ἐκτελεστές του ἐγχειρήματος περὶ εἰσαγωγῆς ἰσλαμικῶν σπουδῶν στὴν ὀρθόδοξη θεολογικὴ σχολὴ Θεσσαλονίκης ἀγνόησαν ἐντελῶς τὴν ἀντίθεση τοῦ Τμήματος Ποιμαντικῆς καὶ Κοινωνικῆς Θεολογίας. 

Τὴν ἴδια ἐξάλλου περίοδο ἔκλεινε σαράντα (40) χρόνια λειτουργίας ἡ Εἰδικὴ Παιδαγωγικὴ Ἀκαδημία Θεσσαλονίκης (ΕΠΑΘ). Ἡ Ἀκαδημία αὐτή, ἡ ὁποία ἐξυπηρετοῦσε τὴν ἀνάγκη παροχῆς τριτοβάθμιας ἐκπαίδευσης σὲ Ἱεροδιδασκάλους, ποὺ καλοῦνταν νὰ διδάξουν τὸ Κοράνιο στοὺς Ἕλληνες Μουσουλμάνους τῆς Θράκης, ἔχοντας ἐντούτοις πλήρη ἀκαδημαϊκὴ καὶ διοικητικὴ αὐτοτέλεια, χωρὶς συμμείξεις μὲ ἄλλες Σχολὲς ἢ Τμήματα. Ἐντούτοις, ἡ Σχολὴ αὐτὴ καταργήθηκε, μολονότι θὰ μποροῦσε νὰ διευρυνθεῖ τὸ ἀντικείμενό της καὶ νὰ ἀναβαθμιστεῖ σὲ Σχολὴ τριετοῦς ἢ τετραετοῦς φοίτησης, καλύπτοντας ἔτσι τὸν σκοπὸ ποὺ ἐπικαλοῦνται ὅτι προσδοκοῦν νὰ καλύψουν οἱ ἐμπνευστὲς τοῦ ἐγχειρήματος περὶ ἀναμείξεως τῶν ἰσλαμικῶν μὲ τὶς χριστιανικὲς σπουδὲς στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ ΑΠΘ. 

Ὁ συμφυρμὸς Χριστιανικῶν καὶ Ἰσλαμικῶν Σπουδῶν, καταρχᾶς, συνιστᾶ διεθνῆ πρωτοτυπία. Σὲ χῶρες τῆς Εὐρώπης προσφέρονται μὲν Μουσουλμανικὲς Σπουδές, ὄχι ὅμως ἀπὸ Θεολογικὲς Σχολές, ἀλλὰ ἀπὸ ἀνεξάρτητα πανεπιστημιακὰ Ἰνστιτοῦτα ἢ Κέντρα, μὲ μοναδικὸ ἀντικείμενο ἀκριβῶς τὶς Μουσουλμανικὲς Σπουδές. Τὰ κέντρα αὐτὰ διαθέτουν ἀκαδημαϊκὴ αὐτοτέλεια καὶ στελεχώνονται ἀπὸ ἐξειδικευμένο ἐπιστημονικὸ προσωπικό, τὸ ὁποῖο διαθέτει πανεπιστημιακοὺς τίτλους καὶ μακρόχρονη θητεία στὸ πεδίο τῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας καὶ διδασκαλίας τοῦ Ἰσλάμ. 

Ὁ συμφυρμὸς Χριστιανικῶν καὶ Ἰσλαμικῶν Σπουδῶν, περαιτέρω, εἶναι, ἐπιστημονικῶς, παιδαγωγικῶς καὶ θεολογικῶς, ἀπαράδεκτος. Ἡ προσπάθεια “ἐμφύτευσης” Κατεύθυνσης Ἰσλαμικῶν Σπουδῶν σὲ μία Σχολή, ἡ ὁποία, ἀπὸ τὴν ἵδρυσή της, θεραπεύει τὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία καί, ὡς ἐκ τούτου, λόγω τῆς φυσιογνωμίας της, δὲν μπορεῖ νὰ ὑποστηρίξει ἐπιστημονικῶς ἰσλαμικὲς σπουδὲς οὔτε νὰ ἐγγυηθεῖ τὴν ἀρτιότητα καὶ τὴν ἀκαδημαϊκή τους αὐτοτέλεια, θεωρεῖται τουλάχιστον παράδοξη καὶ πλήρης ἀπὸ ἐρωτηματικά. Τοῦτο μαρτυροῦν δίχως ἀμφιβολία καὶ τὰ ἰσχύοντα Προγράμματα Σπουδῶν - ἀλλὰ καὶ οἱ θεματικὲς ἐπιστημονικὲς περιοχὲς ποὺ θεραπεύουν οἱ Καθηγητές της, βάσει τῶν ὁποίων ἐξελέγησαν καὶ ἐντάχτηκαν στὸ διδακτικὸ προσωπικό της. Δὲν εἶναι δυνατὸν οἱ Μουσουλμανικὲς Σπουδὲς νὰ ἀποτελοῦν ἔργο Ὀρθοδόξων Θεολόγων, ἀποκλειστικὴ ἀποστολὴ τῶν ὁποίων, ἀπὸ πλευρᾶς θεολογικῆς καὶ ἐπιστημονικῆς -ἀλλὰ καὶ ἐπαγγελματικῆς- εἶναι ἡ σταθερὴ προσήλωσή τους στὴ διδασκαλία τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας, σύμφωνα ἄλλωστε καὶ μὲ τὸ ἐπιμέρους γνωστικό τους ἀντικείμενο. Μόλις ἀξίζει ἐδῶ νὰ σημειωθεῖ ὅτι εἶναι ἀπόλυτα ἀναληθές, ἂν καὶ ἐκφράστηκε δημόσια ἀπὸ πρόσωπο μὲ θεσμικὸ ρόλο στὸ Τμῆμα Θεολογίας, ὅτι “τὸ Τμῆμα Θεολογίας τοῦ Α.Π.Θ. μὲ τὴν παροῦσα ἀπόφασή του, (συνεχίζει) μία παράδοση σπουδῆς καὶ διδασκαλίας τῶν θρησκευμάτων καὶ ἰδίως τοῦ Ἰσλὰμ ποὺ ἀνέπτυξε ἤδη ἀπὸ τὶς πρῶτες ἡμέρες τῆς ἵδρυσης τού”. 

Μὲ δεδομένο ὅτι δὲν ὑφίσταται Ὀρθόδοξη Θεολογία ἐκτός της Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ὅσοι διακονοῦν τὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία μποροῦν νὰ ἐρευνοῦν ὅλους τους ἐπιστημονικοὺς ἢ θεολογικοὺς ἢ θρησκειακοὺς χώρους τοῦ ἐπιστητοῦ, ὀφείλουν, ὅμως, νὰ ἀκολουθοῦν τὴν ἀντίστοιχη διδασκαλία καὶ νὰ διδάσκουν ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο τὰ δόγματα τῆς Ὀρθόδοξης Πίστης καὶ τῆς χριστιανικῆς Ἀλήθειας, ὑπὸ τὸ Φῶς τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης. Ὁ Ὀρθόδοξος Θεολόγος, ἄλλωστε ποὺ σπουδάζει τὴν ὀρθόδοξη θεολογία καὶ καλεῖται νὰ διακονήσει τὴν ἀνάπτυξη τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς συνειδήσεως τῶν ὀρθοδόξων μαθητῶν δὲν εἶναι οὔτε φιλόσοφος, οὔτε θρησκειολόγος, οὔτε κοινωνιολόγος τῆς θρησκείας. 

Παρακάτω προσεγγίζονται ἐνδεικτικὰ οἱ βασικὲς κατευθυντήριες ἀρχὲς τῆς Ὀρθόδοξης διδασκαλίας καθὼς καὶ ἡ θέση Ἁγίων καὶ Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ καὶ σύγχρονων Θεολόγων, γιὰ τὸ τί σημαίνει Ὀρθόδοξη Θεολογία[1]. Μὲ τὴν προσέγγιση αὐτὴ θὰ διαφανεῖ, ἂν ἡ ἔννοια τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας ἔχει σχέση μὲ τὴ θεολογικὴ γραμμὴ ποὺ ἀκολουθεῖ μία μικρὴ μερίδα Θεολόγων -καὶ δυστυχῶς ὁρισμένων Ἐπισκόπων- μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ οἱ ὑποστηρικτὲς τοῦ ἐγχειρήματος περὶ ἱδρύσεως τοῦ Τμήματος ἰσλαμικῶν σπουδῶν, καί, ἀκολούθως, θὰ διαπιστωθεῖ, ἀφενός, ἂν λήφθηκαν ὑπόψη ὀρθόδοξα θεολογικὰ κριτήρια κατὰ τὴ λήψη τῆς ἀπόφασης ἵδρυσης Κατεύθυνσης Μουσουλμανικῶν Σπουδῶν καί, ἀφετέρου, ἂν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει κοινὸς τόπος Χριστιανικῶν καὶ Μουσουλμανικῶν Σπουδῶν σὲ ἐπίπεδο Θεολογίας. 

Ἡ παράδοση τῆς Θεολογίας προϋποθέτει τὴ θεογνωσία, ὡς κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὴν ἐμπειρία αὐτῆς τῆς κοινωνίας, καὶ ἔχει ὡς βάση τὴ Θεολογία τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως. Οἱ Δίκαιοί της Παλαιᾶς Διαθήκης γνωρίζουν τὸν Θεὸ ἀπὸ προσωπικὴ κοινωνία καὶ σχέση μαζί Του. Οἱ προφῆτες, ἐπίσης, βλέπουν τὸν Θεὸ καὶ μετὰ μιλοῦν γι' Αὐτόν. Οἱ Ἀπόστολοι θεολογοῦν γι' αὐτὰ τὰ ὁποία εἶδαν, ἄκουσαν καὶ ψηλάφησαν[1]. 

Ὁ ἀρχηγὸς καὶ ἱδρυτὴς τῆς Ἐκκλησίας Ἰησοῦς Χριστὸς ἔδωσε ἐντολὴ στοὺς Μαθητές του καί, μέσω αὐτῶν, σὲ ὅλους τους πιστοὺς Χριστιανοὺς -καὶ προπαντὸς στοὺς Ποιμένες καὶ τοὺς Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας- νὰ διδάσκουν σὲ ὅλο τὸν κόσμο τὸ Εὐαγγέλιο: «Πορευθέντες εἰς τὸν κόσμον ἅπαντα κηρύξατε τὸ εὐαγγέλιον πάση τὴ κτίσει»[1]. 

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ποὺ ἔφερε τὸν Χριστιανισμὸ στὴν Εὐρώπη, στὴν Ἑλλάδα καὶ στὴ Θεσσαλονίκη, σὲ ὅλη τὴ διδασκαλία τοῦ παραγγέλλει πρὸς τοὺς Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας νὰ διδάσκουν «Χριστὸν ἐσταυρωμένον»[1]. Οὐδεὶς Ἀπόστολος, Διδάσκαλος, Ἀπολογητής, Ὁμολογητής, Πατέρας, Ἅγιος, Ὅσιος Μάρτυρας ἢ Νεομάρτυρας τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας δίδαξε ποτὲ ἄλλη πίστη ἢ ὀργάνωσε τὴ διδασκαλία ἄλλων Θρησκειῶν ἢ Θεῶν, οἱ ὁποῖοι μάλιστα ἐκλαμβάνονται σαφῶς ὡς εἴδωλα ἀπὸ τὴν ἁγιοπνευματικὴ καὶ πατερικὴ διδασκαλία. Παρέκκλιση ἀπὸ αὐτὴ τὴ διαχρονικὴ ἐκκλησιαστικὴ καὶ θεολογικὴ γραμμὴ συνιστᾶ κακοδοξία. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἐπιπλέον, τονίζει «ὅτι οὐδὲν εἴδωλον ἐν κόσμω, καὶ ὅτι οὐδεὶς Θεὸς ἕτερος εἰ μὴ εἷς. Καὶ γὰρ εἶπερ εἰσὶ λεγόμενοι θεοὶ εἴτε ἐν οὐρανῶ εἴτε ἐπὶ τῆς γής, ὥσπερ εἰσὶ θεοὶ πολλοὶ καὶ κύριοι πολλοί, ἂλλ΄ ἠμὶν εἷς Θεὸς ὁ Πατήρ, ἐξ οὗ τὰ πάντα καὶ ἠμεῖς εἰς αὐτὸν καὶ εἷς Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, δὶ΄οὗ τὰ πάντα καὶ ἠμεῖς δὶ΄αὐτοῦ»[1]. Μάλιστα, ἀπευθυνόμενος πρὸς τοὺς Θεσσαλονικεῖς τοὺς ἐπαινεῖ, διότι, παρὰ τοὺς κινδύνους καὶ τὰ ἐμπόδια ποὺ ἀντιμετώπιζαν, δέχτηκαν τὴ νέα πίστη, ἐγκατέλειψαν τὰ εἴδωλα καὶ ἐπέστρεψαν στὸν ζῶντα καὶ ἀληθινὸ Θεό: «καὶ πῶς ἐπεστρέψατε πρὸς τὸν Θεὸν ἀπὸ τῶν εἰδώλων δουλεύειν Θεῶ ζώντι καὶ ἀληθινῶ, καὶ ἀναμένειν τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐκ τῶν οὐρανῶν, ὂν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν, Ἰησοῦν»[1]. 

Κατὰ τὸν Μέγα Ἀθανάσιο, Θεολογία σημαίνει Τριαδολογία: «ἐν Τριάδι ἡ θεολογία τελεία ἐστι, καὶ αὔτη ἡ ἀληθὴς καὶ μόνη θεοσέβειά ἐστι, καὶ τό?τό ἐστι τὸ καλὸν καὶ ἡ ἀλήθεια»[1]. Ὁ Μέγας Βασίλειος ὀνομάζει Θεολογία τὴν ἀναφορὰ στὸν Τριαδικὸ Θεό, διακρίνοντας σὲ Αὐτὸν μία οὐσία καὶ τρεῖς ὑποστάσεις[1]. Τριαδολογία σημαίνει τόσο γιὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνὸ ὅσο καὶ γιὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Ναζιανζηνὸ ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς Καππαδόκες Πατέρες τὸ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας, μία οὐσία, ποὺ διακρίνεται σὲ τρεῖς ὑποστάσεις. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Ναζιανζηνὸς ὀνομάζει τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μεγάλους Θεολόγους καὶ ὁρίζει τὴ διδασκαλία τους ὡς Θεολογία. Θεωρεῖ ἐπίσης τὸν Χριστὸ ὡς Θεὸ καὶ τὸν μόνο Θεολόγο[1]. Μάλιστα, κάνει σαφῆ διαχωρισμὸ μεταξὺ Θεολογίας καὶ Φιλοσοφίας, θεωρώντας τὴ δεύτερη ὡς ἕνα βοήθημα γιὰ τὴν κατανόηση κάποιων θεμάτων ποὺ βασάνιζαν παλαιότερα τὸν ἀνθρωπο[1]. Κατεξοχὴν Θεολόγος, σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία του, δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ θρησκεύει γενικῶς καὶ ἀορίστως ἢ ποὺ φιλοσοφεῖ στοχαστικὰ καὶ διαλεκτικά, ἀλλὰ «ὁ φθάσας, χάριτι Θεό?, εἰς θεωρίαν τῆς δόξης τό? Χριστό? καὶ οὕτω λαβῶν τὴν ἐκ Θεό? ἀποκάλυψιν, γενόμενος αὐθεντία τοῖς πιστοῖς»[1]. 

Σαφέστερη γίνεται ἡ χρήση τοῦ ὄρου Θεολογία μὲ τὸν Εὐσέβιο Καισαρείας, ὁ ὁποῖος, στὸ σύγγραμμά του «Περὶ Ἐκκλησιαστικῆς θεολογίας», θεωρεῖ πλήρη, τέλεια καὶ ἀκριβῆ Θεολογία, ἐκείνη, δηλαδή, ποὺ παρέχεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἔχει ὡς ἐπίκεντρο τὸν Χριστὸ καὶ θεολογήθηκε ἀπὸ τοὺς Προφῆτες καὶ τοὺς Ἀποστόλους[1]. 

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀντιμετωπίζοντας τὴν ἐκτροπὴ τῆς μονομεροῦς καὶ μόνο ὀρθολογικὰ θεολογίζουσας «θεολογίας» τῶν δυτικῶν καὶ δυτικοφρόνων Θεολόγων τῆς ἐποχῆς του, προσπαθεῖ μὲ τὴ διάκριση ἄκτιστης οὐσίας καὶ ἀκτίστων ἐνεργειῶν καὶ μὲ τὴν ἐμπειρία τῆς θεοπτίας, νὰ ἐπαναφέρει τὴ Θεολογία στὴν πρωταρχική της μορφή, διασφαλίζοντας ἔτσι τὴ βαθύτερή της οὐσία καὶ τὸ πραγματικό της νόημα. Ὁ Ὠριγένης, ἀντιμετωπίζοντας καὶ αὐτὸς τὴν τάση μίας μονομεροῦς γνωσιολογικῆς προσέγγισης, μὲ τὴν ὁποία ὁρισμένοι προσλάμβαναν καὶ διερμήνευαν στὴν ἐποχὴ τοῦ τὸ μέγεθος τῆς Θεολογίας, μιλάει γιὰ τὴ «μεγίστη θεολογία», ἡ ὁποία εἶναι ἡ περὶ τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ διδασκαλία ἢ ἡ σχέση Πατρὸς καὶ Υἱού[1]. 

Κατὰ τὸν Παναγιώτη Χρήστου ὁ ὅρος Θεολογία δηλώνει τὴν ἀποκάλυψη ἢ φανέρωση τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. Θεολογία δὲν εἶναι ὁ λόγος τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὸν Θεό, ἀλλὰ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ προσφέρει στὸν ἄνθρωπο τὴν «κατὰ χάριν» δυνατότητα νὰ ἐπικοινωνεῖ καὶ νὰ ζεῖ ἐν Θεῶ καὶ κατὰ τὸ θέλημα Τού[1]. 

Κατὰ τὸν π. Δ. Στανιλοάε, ὅταν γίνεται λόγος γιὰ Ὀρθόδοξη Θεολογία ὀφείλουμε νὰ συνειδητοποιοῦμε ὅτι πρόκειται γιὰ μία Θεολογία «ποὺ τρέφεται ἀπὸ τὴν προσευχὴ καὶ ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, μία θεολογία ποὺ ἀποδίδει καὶ ἐμβαθύνει τὴ σκέψη καὶ τὸ πνευματικό της βίωμα, τὸ καθαγιαστικὸ καὶ τὸ διακονικό της ἔργο»[1]. 

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἐπισημαίνει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία ἔχει ἐκκλησιοκεντρικὸ χαρακτήρα, ἀφοῦ φορέας τῆς εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἀποτελεῖ δηλαδὴ διακονία ἐκκλησιαστική, συνέχεια τῆς πατερικῆς Θεολογίας. Ἐπίσης συνδέεται, ἀναπόσπαστα, μὲ τὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καὶ ἀνήκει ἀποκλειστικὰ σ' αὐτήν, ἡ ὁποία, μάλιστα, ἐγγυᾶται τὴν ἀλήθεια καὶ τὴ γνησιότητά της. Γι' αὐτὸ ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία ὀφείλει νὰ εἶναι ὄργανο καὶ στόμα της, ποὺ νὰ ἐκφράζει καὶ νὰ μαρτυρεῖ τὴν ἀλήθεια, τὴν πίστη, τὴν αὐτοσυνειδησία, τὴ λατρεία καὶ γενικὰ τὴ ζωὴ της[1]. 

Κατὰ δὲ τὸν π. Γεώργιο Καψάνη, ἡ Θεολογία δὲν ἀποτελεῖ προϊὸν δημιουργικοῦ στοχασμοῦ, ἀλλὰ κυρίως βιωματικὴ ἐμπειρία τῆς κοινωνίας μὲ τὸν Θεό. Ἡ ἐνασχόληση μὲ τὴ Θεολογία δὲν ἀφορᾶ μόνον στὴ γνωστικὴ λειτουργία τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἐπιστημονικὴ συγκρότηση συστήματος Χριστιανικῶν Ἀληθειῶν, ἀλλὰ καὶ στὴν πνευματική, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν διὰ τῆς ὀρθῆς προσεγγίσεως ἀποκατάσταση τῆς πνευματικῆς σχέσης μὲ τὸν Θεό. Ἡ Θεολογία, ἑπομένως, ποὺ βασίζεται στὰ φιλοσοφικὰ ἢ θρησκευτικὰ διανοήματα τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι στὴν ἐμπειρία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, εἶναι Φιλοσοφία καὶ ὄχι Θεολογία. Εἶναι ἀνθρώπινο ἔργο καὶ ὄχι θεανθρώπινο. Δὲν πληροφορεῖ τὶς καρδιὲς οὔτε τὶς ἀναπαύει[1]. Θεολογία, κατὰ τὸν μακαριστὸ Γέροντα, ἡ ὁποία κινεῖται στὴ σφαίρα τῆς γνώσεως καὶ περιορίζεται στὴ θεωρητικὴ ἀπόκτηση καὶ μετάδοση τῶν Θείων Ἀληθειῶν, χωρὶς μία βαθύτερη πνευματικὴ ἐμπειρία, βρίσκεται μακράν της θεοπτίας καὶ συνεπῶς τῆς ἀληθινῆς Θεολογίας[1]. 

Εἶναι σαφὲς ὅτι οἱ παραπάνω προσεγγίσεις τῆς ἔννοιας τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας δὲν ἔχουν καμία σχέση μὲ τὴν ἔννοια τῆς Θεολογίας ποὺ προσλαμβάνει καὶ ὑποστηρίζει ἡ μικρὴ μερίδα Θεολόγων –καί, δυστυχῶς, ὁρισμένων Ἐπισκόπων- μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ κάποιοι ὑποστηρικτὲς τοῦ ἐγχειρήματος περὶ Ἰσλάμ. Τὸ ἐγχείρημα τῆς ἵδρυσης Κατεύθυνσης Μουσουλμανικῶν Σπουδῶν στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Α.Π.Θ. ἀποτελεῖ ἕνα ἀκόμα ἀμφιλεγόμενο «προϊὸν» αἴωλων μεταπατερικῶν καὶ συναφειακῶν πειραματισμῶν. Στηρίζοντας ὅμως τοὺς πειραματισμοὺς τοὺς οἱ ὡς ἄνω ἐμπνευστές τους σὲ κριτήρια νεστοριανικὴς μορφῆς ὑποβάλλουν τὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία σὲ περιπέτειες καὶ δοκιμασίες καὶ τὴν ὁδηγοῦν, ἄλλοι / ἄλλοτε ἑκούσια καὶ ἄλλοι / ἄλλοτε ἀκούσια, στὴν ὑπηρεσία διαφόρων εἰδῶν σκοπιμοτήτων τῆς ἐποχῆς, στηρίζοντας ἔτσι, σὲ κάποιο βαθμό, τὴν ἀποκοπή της ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, Αὐτὸν ποὺ εἶναι «ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή»[1]. 

Ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία, ὅμως, διάβηκε τοὺς αἰῶνες ἀνόθευτη ἀπὸ θεολογικὲς ἢ ἄλλες παρεκκλίσεις: τὸν παπισμό, τὸν σχολαστικισμό, τὴν ἀναγέννηση, τὴ μεταρρύθμιση, τὴν ἀντιμεταρρύθμιση, τὸν ὀρθολογισμὸ καὶ τὸν φιλοσοφικὸ μοντερνισμό, ἐμμένοντας στὴν πιστότητα τῆς Ὀρθόδοξης Ἁγιογραφικῆς καὶ Πατερικῆς παραδόσεως. 

Στὴ σημερινὴ ἐποχή, ἡ ὁποία, μαζὶ μὲ τὴν οἰκονομικὴ παγκοσμιοποίηση -μὲ τὰ ὁρατὰ πλέον ἀποτελέσματα εἰδικὰ στὴ χώρα μας-, «προστάζει» ἐμμέσως πλὴν σαφῶς καὶ τὴν θρησκευτικὴ παγκοσμιοποίηση, εὐνοεῖται σαφῶς ἡ ἀποδόμηση τῶν ἐπιμέρους παραδόσεων. Γὶ΄ αὐτὸ ἡ Θεολογία ὀφείλει νὰ διατηρήσει ζωντανὴ τὴν σχέση της μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν ἁγιοπνευματικὴ τῆς παράδοση καὶ νὰ παραμείνει ἀναλλοίωτη ἀπὸ τὶς σύγχρονες θεωρίες, τὰ κελεύσματα ἢ τὶς τάσεις τοῦ φιλελευθερισμοῦ, τοῦ μηδενισμοῦ, τοῦ σχετικισμοῦ, τοῦ κοινωνισμοῦ, τοῦ λεγόμενου λαϊκοῦ οἰκουμενισμοῦ, τοῦ ἀτομικισμοῦ. Οἱ θεωρίες αὐτές, ἄλλωστε, εἶναι πλέον ἐμφανὲς ὅτι ἐπιδιώκουν τὴν ἀπομείωση καὶ τὸν παραμερισμὸ τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας τῶν Ἁγίων καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ὀρθοδοξίας, τὴν ἐκκοσμίκευση τῆς Ἐκκλησίας καί, τελικά, μία «μοντέρνα θεολογία» ποὺ νὰ μὴν ἔχει λόγο ἢ Λόγο καὶ νὰ μὴν ἀρνεῖται τὸ νέο μοντέλο πλασματικῆς πνευματικότητας καὶ θρησκευτικότητας, ποὺ προωθεῖται, σταδιακά, στὸ πλαίσιο τῆς σχεδιαζόμενης πολυθρησκειακῆς παγκοσμιοποίησης. 

Τὸ ἐγχείρημα, ἑπομένως, τῆς ἵδρυσης Κατεύθυνσης Μουσουλμανικῶν Σπουδῶν, ἐντός του ἰσχύοντος πλαισίου τῶν Προγραμμάτων Σπουδῶν, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ δημιουργήσει συνθῆκες σοβαρῆς ἀλλοίωσης τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας, ὅπως αὐτὴ θεραπεύεται ἐπιστημονικὰ στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Α.Π.Θ. ἀπὸ τὴν ἵδρυσή της. Τὸ δὲ Τμῆμα Θεολογίας ἀπολαμβάνει μὲν ἀναμφισβήτητα τὰ προνόμια τῆς ἀκαδημαϊκῆς καὶ διοικητικῆς αὐτονομίας ἑνὸς Τμήματος ΑΕΙ, ἔχει, ὅμως ταυτόχρονα, καὶ μία ἄλλη ἀποστολή, ἡ ὁποία σχετίζεται ἄμεσα μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία, τὴν ὁποία ὑπηρετεῖ ἀπὸ τὴν ἵδρυσή του καὶ ὀφείλει, ὡς ἐκ τούτου, νὰ συνεχίσει νὰ ὑπηρετεῖ, χωρὶς ἐκπτώσεις ἢ ἀλλοίωσεις. 

Πέραν τῶν ἄλλων, ἡ Ἰσλαμικὴ Θεολογία εἶναι ἐντελῶς ἀλλότρια καὶ ἀντίθετη ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Δὲν ἀποδέχεται τὸν Τριαδικὸ Θεό, τὸ τρισυπόστατό της Θεότητας, Πατέρα, Υἱὸ καὶ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀπορρίπτει ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεός, θεωρώντας ὅτι εἶναι ἕνας ἄνθρωπος – Προφήτης. Ἀρνεῖται, ἐπίσης, τὴ θαυματουργικὴ Γέννησή Του, τὴ θεία Τοῦ Μεταμόρφωση, τὴ Σταύρωσή του, τὴν Ἀνάστασή Του, τὴν Ἀνάληψή Του, ἐνῶ δὲν δέχεται τὴ θεανθρώπινη καὶ μυστηριακὴ δομὴ καὶ λειτουργία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Οἱ θέσεις της γιὰ τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο, τὸν «Ἄλλο», τὶς οἰκογενειακὲς καὶ κοινωνικὲς σχέσεις, τίθενται ἐπίσης σὲ ἐντελῶς διαφορετικὴ βάση, σὲ σχέση μὲ τὸ Χριστιανισμό. 

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀναφέρει σχετικά: «τὸν δὲ Μεχοῦμετ, οὔτε παρὰ τῶν Προφητῶν εὐρίσκομεν μαρτυρούμενον οὔτε τί ξένον εἰργασμένον καὶ ἀξιόλογον πρὸς πίστιν ἐνάγον. Διὰ τοῦτο οὐ πιστεύομεν αὐτῶ οὐδὲ τῷ παρ’αὐτοῦ βιβλίω»[1]. Λέγει ἐπίσης ὅτι ἡ πίστη τοῦ Ἰσλὰμ ἐπιβλήθηκε μὲ νίκες ἐναντίον ἄλλων ἐθνῶν καὶ λαῶν «πολέμω καὶ μαχαίρα καὶ λεηλασίαις καὶ ἀνδροκτασίαις ὧν οὐδὲν ἐκ Θεοῦ τοῦ ἀγαθοῦ προηγουμένως ἐστι»[1]. Καὶ καταλήγει ὁ Ἅγιος: «Ἡ τοῦ Χριστοῦ διδασκαλία, καίτοι τῶν τοῦ βίου σχεδὸν ἁπάντων ἠδέων ἀπάγουσα, πάντα τὲ περιέσχε τῆς οἰκουμένης τὰ πέρατα καὶ μεταξὺ τῶν αὐτὴ πολεμούντων κρατεῖ, μηδεμίαν αὔτη βίαν ἐπάγουσα, νικώσα δὲ μᾶλλον τὴν ἀντεπαγομένην βίαν ἑκάστοτε ὡς καὶ οὕτω ταύτην εἶναι τὴν νίκην τὴν τὸν κόσμον νικήσασαν»[1]. 

Ὁ Μωάμεθ εἶναι ἀποδεκτὸς ὡς διδάσκαλος καὶ Προφήτης μόνο ἀπὸ τοὺς Μουσουλμάνους καί, ἑπομένως, οἱ Μουσουλμάνοι Θεολόγοι εἶναι φυσικὸ νὰ ὀργανώνουν καὶ νὰ διδάσκουν ὁμολογιακὰ τὴ διδασκαλία του. Ὅμως, γιὰ τὴ Χριστιανικὴ Πίστη ὁ Μωάμεθ δὲν εἶναι ἀληθινὸς Προφήτης, διότι τὸ Εὐαγγέλιο ἀναφέρει ρητὰ ὅτι «ὁ νόμος καὶ οἱ Προφῆται ἕως Ἰωάννου· ἀπὸ τότε ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εὐαγγελίζεται καὶ πᾶς εἰς αὐτὴν βιάζεται»[1]. 

Χριστιανοὶ Θεολόγοι, ἑπομένως ὀρθόδοξοι δάσκαλοι, πῶς θὰ ὀργανώσουν καὶ θὰ διδάξουν τὸ Ἰσλάμ, ἂν μάλιστα συμφωνοῦν μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος θεωρεῖ τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία ὡς τὴν ὀρθὴ διδασκαλία γιὰ κάθε Χριστιανὸ καὶ προτρέπει τὴν προσήλωσή του «τὴ διδασκαλία τὴ ὑγιαινούση»[1]; 

Μὲ βάση τὰ παραπάνω τίθενται πολλὰ ἐρωτήματα ὅπως: 

Ποιὰ θεολογικὴ καὶ σωτηριολογικὴ σημασία καὶ ποιὸ νόημα μπορεῖ νὰ ἔχει ἕνας θεολογικὸς συμφυρμὸς τῆς Ὀρθόδοξης μὲ τὴν Ἰσλαμικὴ Θεολογία, ποῦ ἐπιχειρεῖται στὴ Θεολογικὴ Σχολή; 

Ποιὰ ἐκπαιδευτική, κοινωνική, πολιτισμικὴ ἢ θεολογικὴ ἀνάγκη ἐξυπηρετεῖ αὐτὴ ἡ σπουδὴ ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν ἐμπνευστῶν τοῦ ἐγχειρήματος περὶ Ἰσλάμ; 

Ποιὰ πνευματικὰ «καλὰ καὶ συμφέροντα» τῶν ψυχῶν τῶν ὀρθοδόξων -ἀλλὰ καὶ τῶν Μουσουλμάνων- φοιτητῶν πρόκειται νὰ διακονήσει αὐτὸς ὁ συμφυρμός; 

Οἱ ἐμπνευστὲς τοῦ ἐγχειρήματος περὶ Ἰσλὰμ προβάλλουν, ἀκόμα, τὸ ἐπιχείρημα ὅτι οἱ δύο Θρησκευτικὲς Κοινότητες, Χριστιανοὶ καὶ Μουσουλμάνοι, συνυπάρχουν καὶ ἐπικοινωνοῦν εἰρηνικὰ στὴ Θράκη, ἢ σὲ ἄλλα σημεῖα τοῦ κόσμου, μὲ ἀλληλοσεβασμὸ στὴν θρησκευτικὴ ἑτερότητά τους. Ἑπομένως, ἰσχυρίζονται ὅτι σύμφωνα μὲ αὐτούς, μποροῦν νὰ συνυπάρξουν καὶ οἱ ἀντίστοιχες σπουδές, οἱ ὁποῖες μέσα μάλιστα ἀπὸ τὸν μεταξύ τους διάλογο προσδοκᾶται ὅτι θὰ καλλιεργήσουν αὐτὸ τὸ κλίμα εἰρηνικῆς συνύπαρξης. 

Τὸ ἐπιχείρημα, ὅμως, τῆς εἰρηνικῆς συμβιώσεως εἶναι προφανὲς ὅτι δὲν ἔχει καμία οὐσιαστικὴ σχέση μὲ τὸ ἐγχείρημά τους: οἱ δύο Κοινότητες συνυπάρχουν πράγματι εἰρηνικά, στὸν ὅποιο βαθμό, στὴ Θράκη ἢ ἀλλοῦ, καὶ τοῦτο εἶναι γεγονὸς σημαντικό. Πέραν τούτου, ὅμως, ἀσφαλῶς καὶ δὲν ἀναμένουν οὔτε προσδοκοῦν νὰ βελτιωθοῦν οἱ σχέσεις τους ἀπὸ τὴν ἵδρυση Κατεύθυνσης Μουσουλμανικῶν Σπουδῶν στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Α.Π.Θ. Ἄλλωστε, οὐδέποτε ζητήθηκε, ἀπὸ ὁποιονδήποτε Φορέα ἢ συλλογικότητα Μουσουλμάνων Ἑλλήνων πολιτῶν, ἡ θεσμοθέτηση τέτοιων σπουδῶν, τουλάχιστον μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο καὶ δὴ στὸ χῶρο τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς. 

Εἶναι προφανές, ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω ὅτι τὸ ἐγχείρημα τῆς ἵδρυσης Μουσουλμανικῶν Σπουδῶν στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Α.Π.Θ. προκαλεῖ βαθύτατους προβληματισμοὺς καὶ ἐρωτήματα ποὺ ἀπευθύνονται πρὸς πολλὲς κατευθύνσεις, ποὺ δὲν ἀπαντῶνται μὲ τὰ ρηχὰ ἐπιχειρήματα ποὺ ἐνίοτε χρησιμοποιοῦν ἢ ἐφευρίσκουν οἱ ἐμπνευστὲς καὶ ἐκτελεστές του ἐγχειρήματος τῆς εἰσαγωγῆς Μουσουλμανικῶν Σπουδῶν στὴ Θεολογικὴ Σχολή. Ὁ πιὸ ἔντονος προβληματισμὸς ἀφορᾶ στὶς προθέσεις ποὺ μπορεῖ νὰ ὑπηρετεῖ τὸ ἐγχείρημα αὐτό, σὲ σχέση μάλιστα μὲ τὸ μέλλον καὶ τὴν προοπτική της πορείας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. Ὡς ἔχει δὲ διατυπωθεῖ σὲ πρόσφατο κείμενο Καθηγητὴ τοῦ Τμήματος Ποιμαντικῆς καὶ Κοινωνικῆς Θεολογίας Α.Π.Θ., «τὸ θέμα τῆς ἵδρυσης τῶν Ἰσλαμικῶν Σπουδῶν ἀπὸ τὸ Τμῆμα Θεολογίας θεωρεῖται ὡς τὸ σοβαρότερο πρόβλημα ποὺ ἔχει νὰ ἀντιμετωπίσει ἡ Θεολογικὴ Σχολὴ Θεσσαλονίκης στὸ παρὸν καὶ στὸ προσεχὲς μέλλον, ἐὰν ὑλοποιηθεῖ ἡ ἵδρυσή του», ἀφοῦ «φαίνεται ὅτι ἐνορχηστρώνεται ἕνας ἀγώνας ἀλλοίωσης τῶν θεολογικῶν σπουδῶν τῆς Θεσσαλονίκης». Ὁ προβληματισμὸς αὐτὸς καθίσταται ἀκόμα πιὸ σοβαρός, μετὰ καὶ τὴν πρόσφατη βαρύνουσα τοποθέτηση πρ. Ὑπουργοῦ Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων στὴ Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων, ὁ ὁποῖος -σὲ ἀπόλυτη ταύτιση καὶ κοινῆς προέλευσης γραμμὴ πλεύσης καὶ ἐπιχειρημάτων, πολλὲς φορὲς καὶ αὐτολεξεί, μὲ τοὺς ἐμπνευστὲς τοῦ ἐγχειρήματος περὶ Ἰσλὰμ- ἀναφέρει ὅτι «τὸ Τμῆμα Θεολογίας προφανῶς ἔκρινε ὅτι οἱ Θεολόγοι -ὁποιασδήποτε θρησκείας- πρέπει νὰ ἀποφοιτοῦν ἀπὸ τὶς Θεολογικὲς Σχολές»[1]. Ἡ τοποθέτηση αὐτὴ ἀποτελεῖ τὸν σοβαρότερο κλυδωνισμὸ στὰ πνευματικὰ θεμέλια της Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ., ἐφόσον φανερώνει τὴν πρόθεση ἀλλαγῆς τῆς φυσιογνωμίας της. 

Τὸ ἐγχείρημα τῆς ἵδρυσης Μουσουλμανικῶν Σπουδῶν στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Α.Π.Θ., σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν μανιώδη προσπάθεια ποὺ ἔγινε γιὰ τὴν ἐπιβολὴ τοῦ πολυθρησκειακοῦ μοντέλου ἐκπαίδευσης στὴν Δευτεροβάθμια καὶ Πρωτοβάθμια Ἐκπαίδευση μέσω τοῦ προτεινόμενου Προγράμματος Σπουδῶν γιὰ τὸ Μάθημα τῶν Θρησκευτικών[1] -παρὰ τὴν ὀξεία θεολογικὴ[1] καὶ ἐν γένει ἐπιστημονικὴ[1] κριτική, ἀλλὰ καὶ τὴ σχετικὴ τοποθέτηση τῆς Ἱερᾶς Κοινότητας τοῦ Ἁγίου Ὄρους[1] καὶ πλήθους Ἀρχιερέων-, δείχνει ὅτι οἱ τεκταινόμενοι σχεδιασμοὶ ἐπεκτείνονται, προγραμματισμένα καὶ μεθοδευμένα, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Πρωτοβάθμια καὶ Δευτεροβάθμια, καὶ στὴν Τριτοβάθμια Ἐκπαίδευση. Κύριος στόχος τους δέ, φαίνεται ὅτι εἶναι ἡ σχετικοποίηση τῶν διαφορετικῶν πίστεων καὶ ἡ διάδοση καὶ ἐπικράτηση μίας νέας συναφειακῆς, πολυθρησκειακῆς, πολυπολιτισμικῆς «θεολογίας», μὲ στόχο τὴν μία ὁμογενοποιημένη παγκόσμια «θρησκεία» μὲ χαρακτηριστικὰ ἀνθρωποκεντρικῆς μεταμοντέρνας διαθρησκειακῆς πνευματικότητας. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.