3 Ιουν 2020

Ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου καὶ ὁ Μαξ Βέμπερ

Τοῦ Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου 

Ὁ Σέβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἰερόθεος δημοσίευσε στὸ τεῦχος 285 (Ἀπριλίου 2020) τῆς «Παρέμβασης», μηνιαίας ἔκδοσης τῆς Μητροπόλεως τὴν ὁποία διαποιμαίνει, πλήρη ἐνημέρωση ἐπὶ τῶν ὅσων ἔπραξε ὡς « ὁ μόνος ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στὰ Μέσα Γενικῆς Ἐνημέρωσης (ΜΓΕ)». Μεταξὺ αὐτῶν εἶναι καὶ ἡ παρεξήγηση ποὺ προκάλεσε σὲ μέρος τῶν ΜΓΕ μιλώντας σὲ τηλεοπτικὸ κανάλι γιὰ τὶς σχέσεις Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας, μὲ βάση τὶς κατὰ τὸν Γερμανὸ κοινωνιολόγο Μὰξ Βέμπερ τρεῖς μορφὲς ἐξουσίας, μία ἀπὸ τὶς ὁποῖες, κατὰ τὴν ἄποψή του, εἶναι ἡ Ἐκκλησία. 
Ἀναφερόμενος στὶς τρεῖς αὐτὲς μορφὲς ἐξουσίας γράφει στὸ πρωτοσέλιδο ἄρθρο του, ποὺ συνεχίζεται στὶς σελίδες 12 καὶ 13: «Ἡ νόμιμη ἢ γραφειοκρατικὴ ἐξουσία δὲν πρέπει νὰ ἀγνοῆ τὴν παραδοσιακὴ (ἤθη καὶ ἔθιμα) ἐξουσία καὶ τὴν χαρισματικὴ (ἀνθρώπους μὲ κύρος στὴν εἰδικότητά τους) ἐξουσία....Σὲ μία εὐνομούμενη Πολιτεία πρέπει νὰ ὑπάρχη συνεργασία ὅλων....Ἔτσι ἀνέφερα (στὰ ΜΓΕ) ὅτι κατὰ τὸν Μὰξ Βέμπερ πρέπει νὰ συνεργάζονται στενὰ ὅλοι οἱ φορεῖς τῆς κοινωνίας, γιὰ νὰ μὴν ὑπάρξη δυσαρμονία στὴν κοινωνία μεταξὺ Κράτους, πολιτῶν καὶ χαρισματούχων, ἐννοώντας τοὺς εἰδικοὺς ἐπιστήμονες, τὴν Ἐκκλησία κ.α. και μέσα στὰ πλαίσια αὐτὰ χρησιμοποίησα τὴ λέξη ἐκτροπὴ ἀπὸ τὴν μὴ καλὴ συνεργασία...». 
Επειδή ἡ λέξη «ἐκτροπὴ» ποὺ ἀνέφερε προκάλεσε ἀντιδράσεις γράφει στὸ ἄρθρο τοῦ τὴν ἔννοια τῆς «ἐκτροπῆς» κατὰ τὸ Λεξικὸ των Lidell – Scott καὶ αὐτὸ τοῦ Δημητράκου καὶ...
προσθέτει: «Μερικοὶ ὅμως, προφανῶς ἀπὸ ταχύτητα, χωρὶς νὰ κατανοήσουν τὸ ὅλο σκεπτικό μου καὶ χωρὶς νὰ μὲ ρωτήσουν τί ἀκριβῶς ἐννοοῦσα μὲ αὐτὴν τὴν φράση, ἐξέφρασαν τὴν δυσαρέσκειά τους. Βέβαια σὲ ἄλλες συνεντεύξεις μου τὴν ἴδια ἐκείνη ἡμέρα καὶ στὸν ἴδιο τηλεοπτικὸ σταθμὸ καὶ σὲ ἄλλους μου δόθηκε ἡ εὐκαιρία νὰ ἐξηγήσω τὸ νόημα καὶ τὶς ἀπόψεις τοῦ μεγάλου Γερμανοῦ κοινωνιολόγου καὶ τὸ νόημα τῶν δικῶν μου λόγων». 

Τὸ πρόβλημα, κατὰ τὴν ἐκτίμησή μου, δὲν ἦταν τόσο στὴ λέξη «ἐκτροπή». Μαθημένα τὰ ΜΓΕ στὸ νὰ ἀποδίδει ὁ Σέβ. πιστὰ τὰ ἀνακοινωθέντα τῆς ΔΙΣ, ποὺ ἀκολουθοῦσαν τὶς ἀποφάσεις τῆς Κυβέρνησης, καὶ νὰ τὰ ὑποστηρίζει θερμὰ δυσαρεστήθηκαν ὅταν μίλησε γιὰ «ἐκτροπὴ» ἀπὸ τὴν καλὴ συνεργασία Κράτους – Ἀρχιεπισκόπου καὶ ΔΙΣ. Καὶ σωστὰ ὁ Σέβ. μὲ τὶς ἐξηγήσεις ποὺ ἔδωσε ἀποκατέστησε τὰ πράγματα. Το οὐσιαστικὸ πρόβλημα εἶναι ὅτι ὁ Σέβ. ἀνέμιξε λανθασμένα τὸν Μὰξ Βέμπερ καὶ τὴ θεωρία του στὶς σχέσεις τῆς Πολιτείας μὲ τὴν Ἐκκλησία στὴν Ἑλλάδα. Αποτέλεσμα εἴναι πρωτον νὰ φανεῖ ὄτι μετατρέπει τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σὲ ἐξουσία καὶ θεσμὸ κατὰ τὰ προτεσταντικὰ πρότυπα καὶ δεύτερον νὰ μιλήσει γιὰ «τρεῖς μορφὲς ἐξουσίας», μία ἀπὸ τὶς ὁποῖες εἶναι, κατὰ τὴν ἄποψή του, στὴν Ἑλλάδα ἡ Ἐκκλησία. Πέραν αὐτοῦ πρόβλημα εἶναι καὶ τὸ ὅτι ὁ Σέβ. ἀνέφερε τὶς κατὰ Βέμπερ τρεῖς μορφὲς ἐξουσίας, ὅπως δὲν τὶς γράφει ὁ ἴδιος ὁ Γερμανὸς κοινωνιολόγος. 

Τὸ ἄρθρο τοῦ Σέβ. γιὰ τὶς τρεῖς μορφὲς ἐξουσίας κατὰ τὸν Μὰξ Βέμπερ, στὸ ὁποῖο ἀναφέρθηκα, ὁπωσδήποτε δὲν βοηθάει τὸν ἀναγνώστη του νὰ ἀντιληφθεὶ ποῦ ὁ Βέμπερ τὶς ἀναφέρει καὶ πῶς. Στὴν ἀρχὴ ὁ Σέβ. παραπέμπει σὲ κείμενό του, μὲ τίτλο «Ὁ καπιταλισμὸς ὡς γέννημα τῆς δυτικῆς μεταφυσικῆς κατὰ τὸν Μὰξ Βέμπερ», τὸ ὁποῖο δημοσιεύθηκε στὸ βιβλίο τοῦ «Γέννημα καὶ θρέμμα Ρωμηοί». Ὅπως γράφει μελέτησε ἐπισταμένως τὸ βιβλίο τοῦ Μὰξ Βέμπερ «Ἡ προτεσταντικὴ ἠθικὴ καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ καπιταλισμοῦ»... καὶ προσπάθησε νὰ καταλάβει τὸ βαθύτερο νόημά του. Σημειώνεται ὅτι στὸ βιβλίο του, στὸ ὁποία ἀναφέρεται, καὶ στὴ σελίδα 127 ὁ Σέβ. γράφει: «Ἴσως ἀποτελεῖ μεγάλο ἐγχείρημα ἡ παρουσίαση τῶν βασικῶν θέσεων του Max Weber σε μία μικρὴ μελέτη, ὅταν αὐτὸς ποὺ τὸ κάνει στερῆται εἰδικῶν γνώσεων. Ὡστόσο ὅμως ὁ ἴδιος ὁ Μὰξ Βέμπερ καπου ισχυριζεται ὅτι “ὅλες οἱ ἐπιστῆμες ὀφείλουν κάτι στοὺς ἐρασιτέχνες, συχνὰ πάρα πολὺ ἀξιόλογες ἀποψεις”». Στη σχετικὴ παραπομπὴ προσδιορίζει τὸ «κάπου»: «Σέλ. 25 στὸ βιβλίο τοῦ Βέμπερ «Ἡ προτεσταντικὴ ἠθικὴ καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ καπιταλισμού”, Ἔκδ. Gutenberg». Πράγματι ὑπάρχει ἡ φράση αὐτή, ἀλλὰ ὁ Βέμπερ προσθέτει ἕνα «ἀλλά»: «Ἀλλὰ ὁ ντιλεντατισμὸς (ἐρασιτεχνισμὸς) σὰν ἐπιστημονικὴ ἀρχὴ θὰ σήμαινε τὸ τέλος τῆς ἐπιστήμης». 

Ὁ ἀναγνώστης στὴ συνέχεια τοῦ ἄρθρου τοῦ Σέβ. διαβάζει ἀπόσπασμα τῆς εἰσαγωγῆς στὸ προαναφερθὲν βιβλίο τοῦ Μὰξ Βέμπερ τοῦ καθηγητοῦ Βασίλη Φίλια, ὅπως καὶ ἀπόσπασμα ἀπὸ σχετικὸ βιβλίο τοῦ καθηγητοῦ. Τὸ κείμενο προχωρεῖ, ἀλλὰ γιὰ τὶς τρεῖς μορφὲς ἐξουσίας πρέπει νὰ περιμένει ὁ ἀναγνώστης. Ὁ Σέβ. ξαναγυρίζει στὸ βιβλίο τοῦ «Γέννημα καὶ θρέμμα Ρωμηοὶ» καὶ ἀναφέρει τοὺς τίτλους τῶν ἐπὶ μέρους ἑνοτήτων στὸ κεφάλαιο γιὰ τὸν Βέμπερ. Στὴ συνέχεια ἐπισημαίνει πῶς ἔκριναν τὴ σκέψη τοῦ Βέμπερ διάφοροι εἰδικοί. 

Μετὰ στὸ ἄρθρο τοῦ ὁ Σέβ. ἀναμιγνύει τὸν Χέγκελ, τὸν Μπάουερ, τὸν Μάρξ, τὸν Ἔνγκελς καὶ καταλήγει στὸ συμπέρασμα: « Φαίνεται λοιπὸν ὅτι τὸ ἔργο τοῦ Μὰξ Βέμπερ ἦταν μία συνθετικὴ ἔκφραση τῶν ἰδεολογικῶν ρευμάτων ποὺ προηγήθηκαν, ἤτοι τοῦ Χέγκελ, τοῦ Μπάουερ καὶ τῶν Μὰξ καὶ Ἔνγκελς καὶ μίας περαιτέρω ἐπεξεργασίας τους». Καλὰ ποὺ ὁ Σέβ. ἔβαλε μπροστὰ ἀπὸ τὸ συμπέρασμα τοῦ τὸ «φαίνεται», γιατί ἀλλιῶς θὰ ἦταν μία εὐθεία προσβολὴ πρὸς τὸν Βέμπερ. Ὁ σημαντικὸς κοινωνιολόγος Ραϋμον Ἀρόν γραφει γιὰ τὴ σχέση Βέμπερ καὶ Μάρξ: «Ὄντας αντιμαρξιστης ως ἀστός, ὁ Βέμπερ ἐπικαλέστηκε ἐναντίον τοῦ Μὰρξ εἴτε τὸ μοιραῖο της γραφειοκρατίας εἴτε τὴν δραστικότητα τῶν θρησκευτικῶν πίστεων...» (Τόμος Β΄, Ἔκδ. «Γνώση», Ἀθήνα, 1984, σέλ. 498-499). Καμία λοιπὸν σχέση Βέμπερ καὶ Μάρξ. 

Ὁ ἀναγνώστης τοῦ ἄρθρου τοῦ Σέβ. μετὰ ἀπὸ χίλιες περίπου λέξεις φτάνει στὸ σημεῖο ποὺ ἔχει τίτλο «2. Οἱ τρεῖς μορφὲς ἐξουσίας» καὶ φυσικὰ χαίρεται πού, ἐπὶ τέλους, θὰ διαβάσει γιὰ τὴν οὐσία τοῦ ἄρθρου, ποὺ ἐπιγράφεται μὲ τὸν ἴδιο τίτλο. Ἀπογοήτευση. Αντί νὰ διαβάσει τὴν ἄποψη τοῦ Βέμπερ διαβάζει τὴν ἀνάλυση τῆς σκέψης του ἀπὸ τὸν ὄμ. καθηγητή, συγγραφέα, ἠθοποιὸ καὶ πρ. ὑφυπουργὸ Παιδείας τῆς κυβέρνησης τοῦ ΣΥΡΙΖΑ Θεοδόση Πελεγρίνη, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται στὶς τρεῖς μορφὲς ἐξουσίας, ὄπως ἑρμηνεύει τὸν Βέμπερ... 

Ἡ σύγχυση τοῦ ἀναγνώστη ἐπιτείνεται διότι οἱ μορφὲς τῆς ἐξουσίας δὲν ἀναφέρονται στὸ βιβλίο, τοῦ Βέμπερ «Ἡ προτεσταντικὴ ἠθικὴ καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ καπιταλισμοῦ», στὸ ὁποῖο ἔχει κατ’ ἐπανάληψη ἀναφερθεῖ στὸ ἄρθρο τοῦ ὁ Σέβ. Ἡ σύγχυση ἐπιτείνεται ἀκόμη περισσότερο γιατί ὁ Σέβ. παραπέμπει στὸ ἄσχετο μὲ τὴν οὐσία τοῦ ἄρθρου λῆμμα γιὰ τὸν Βέμπερ στὸ Φιλοσοφικὸ Λεξικὸ του Cambridge... Ὁ Σέβ., χωρὶς νὰ τὸ γράφει σαφῶς, γιὰ τὶς τρεῖς μορφὲς ἐξουσίας ἀναφέρεται στὸ ἄλλο βιβλίο τοῦ Βέμπερ «Ἡ πολιτικὴ ὡς κάλεσμα καὶ ἐπάγγελμα» (Σήμ. Πρόκειται γιὰ κείμενο διάλεξης, ποὺ ἔδωσε ὁ Βέμπερ στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Μονάχου τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1919, ὅταν μόλις εἶχε τελειώσει ὁ Ἃ΄ Παγκόσμιος Πόλεμος μὲ ἡττημένη τὴν πατρίδα τοῦ Γερμανία). Ο Σέβ. σημειώνει χωρὶς παραπομπή: «Γράφοντας ὁ Μὰξ Βέμπερ γιὰ τὴν πολιτικὴ ὡς ἐπάγγελμα ἐπισημαίνει ὅτι “οἱ ἐπαγγελματίες πολιτικοὶ πρέπει νὰ πράττουν σύμφωνα μὲ μία ἠθική της εὐθύνης, ποὺ ἀφορᾶ στὶς συνέπειες τῶν πράξεών μας (sic) καὶ ὄχι σύμφωνα μὲ μία ἠθική του φρονήματος ποὺ ἀφορᾶ στὶς ἀφηρημένες ἀρχὲς τῶν ἔσχατων σκοπών”». 

Στὸ ἀναφερθὲν βιβλίο τοῦ Βέμπερ γιὰ τὴν πολιτικ(Ἔκδ. «Δῶμα», Ἀθήνα, 2019» ὑπάρχει ἡ ἑξῆς ἀναφορὰ στὴν «ἠθική του φρονήματος καὶ ἠθική της εὐθύνης» (Σελὶς 88 κ.ε.): « Πρέπει νὰ κατανοήσουμε ὅτι κάθε ἠθικὰ προσανατολισμένη πράξη μπορεῖ νὰ διέπεται μονάχα ἀπὸ δύο διαμετρικῶς ἀντίθετα καὶ ἀσυμφιλίωτα μεταξύ τους ἀξιώματα: μπορεῖ νὰ καθοδηγεῖται εἴτε ἀπὸ τὴν “ἠθική του φρονήματος” εἴτε ἀπὸ τὴν “ἠθική της εὐθύνης”. Ὄχι βέβαια ὅτι ἡ ἠθική του φρονήματος ταυτίζεται μὲ τὴν ἄρνηση τῆς εὐθύνης καὶ ἡ εὐθύνη καὶ ἡ ἠθική της εὐθύνης μὲ τὴν ἀπουσία φρονήματος. Σὲ καμία περίπτωση. Εἶναι ὅμως ἀβυσσαλέα ἡ διαφορά του νὰ πράττεις μὲ ὁδηγὸ τὸ ἀξίωμα τῆς ἠθικῆς του φρονήματος – γιὰ νὰ τὸ διατυπώσουμε θρησκευτικά: “Κάμε τὸ καλὸ κι ἔχει ὁ Θεός” – ἀπ’ ὅ, τί μὲ ὁδηγὸ τὸ ἀξίωμα τῆς ἠθικῆς της εὐθύνης – ποὺ σημαίνει ὅτι εἶσαι ὑπόλογος γιὰ τὶς (προβλέψιμες) συνέπειες τῶν πράξεών σου». 

Ἡ σύγχυση κορυφώνεται γιατί μετὰ ἀπὸ τὸ χωρὶς παραπομπὴ κείμενο ὁ Σέβ. ἐπιστρέφει τὸν γραπτό του λόγο στὸ βιβλίο τοῦ Βέμπερ «(Ἡ) Προτεσταντικὴ ἠθικὴ καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ καπιταλισμοῦ» καὶ ὑπογραμμίζει ὅτι ὁ Γερμανὸς κοινωνιολόγος προειδοποιεῖ ὄτι «ὁ ρατσιοναλισμὸς (sic) ἀφυδατώνει τὶς πηγὲς τὴ ἀξίας καὶ κατασκευάζει ἕνα “σιδερένιο κλουβί” μίας αὐξάνουσας γραφειοκρατικοποίησης ποὺ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἔλλειψη νοήματος καὶ ἐλευθερίας στὴν κοινωνικὴ ζωή». Στο πρωτότυπο κείμενο ὑπάρχει μία ἄλλη ἔκφραση: «Ἡ μοίρα θέλησε ὁ ἐλαφρὸς μανδύας στοὺς ὤμους τοῦ ἅγιου – ἐκλεκτοῦ του προτεσταντικοῦ ἀσκητισμοῦ νὰ γίνει σιδερένιο κλουβί. Ἀφότου ὁ (προτεσταντικὸς) ἀσκητισμὸς καταπιάστηκε νὰ ξαναπλάσει τὸν κόσμο καὶ νὰ ἐπεξεργαστεῖ τὰ ἰδεώδη του, τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ κέρδισαν μίαν αὔξουσα καὶ τελικὰ μίαν ἀδυσώπητη δύναμη πάνω στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, ὅσο σὲ καμιὰ ἄλλη προηγούμενη περίοδο τῆς ἱστορίας» (Αὔτ. σέλ. 158). 

Ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτὸ τοῦ ἄρθρου ἕως τὸ τέλος καταγράφονται σκέψεις τοῦ Σέβ. Ὁ ἀναγνώστης μένει μὲ τὸ παράπονο ὅτι διάβασε τὶς σκέψεις του καὶ πολλῶν ἄλλων, ἀλλὰ τὸ πῶς περιγράφει ὁ ἴδιος ὁ Βέμπερ τὶς τρεῖς μορφὲς ἐξουσίας δὲν τὸ ἔμαθε. Ἀντὶ γιὰ αὐτὸ διαβάζει περὶ τὸ τέλος τοῦ ἄρθρου καὶ τὸ ὄνομα «Μαρκοῦζε», καθώς, ὅπως γράφει ὁ Σέβ., «ἔχει ὓπ΄ ὄψη τοῦ τὴ σκέψη τοῦ Μαρκοῦζε, ὁ ὁποῖος μιλοῦσε μὲ ἄλλη ἀφορμὴ γιὰ τὸν “μονοδιάστατο ἀνθρωπο” καὶ τὴν “μονοδιάστατη κοινωνία” καὶ κρίνει “τὸν αὐτοματισμὸ καὶ κομφορμισμὸ τοῦ τεχνολογικοῦ ὀρθολογισμοῦ, ποὺ ὁδηγεῖ σὲ μία ἀλλοτρίωση τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου, σὲ μία νοοτροπία καταναλωτού, σὲ μία ὑποταγὴ στὸ βιομηχανικὸ κατεστημένο”, σήμερα δὲ σὲ ἄλλα σύγχρονα κατεστημένα». Ἔκπληξη γιὰ τὸν ἀναγνώστη. Ὁ Σέβ. ἐπικαλεῖται ἕναν διανοούμενο, τοῦ ὁποίου ἡ σκέψη εἶναι ἐπηρεασμένη ἀπὸ τοὺς Μὰρξ καὶ Φρόιντ, ποὺ εἶναι ὑπὲρ τῆς ἐπανάστασης κατὰ τῆς ἀστικῆς δημοκρατίας, καὶ ποὺ θεωρεῖται ἐκ τῶν θεωρητικῶν της φοιτητικῆς καὶ ἐργατικῆς ἐξέγερσης στὴ Γαλλία τὸν Μάιο τοῦ 1968. Στὸ βιβλίο τοῦ «Ὁ μονοδιάστατος ἄνθρωπος» (Στὰ ἑλληνικὰ ἀπὸ τὶς ἔκδ. Παπαζήση, Ἀθήνα, 1971), στὸ ὁποῖο ἀναφέρεται ὁ Σέβ., ὁ Μαρκοῦζε μεταξὺ ἄλλων, ἀπὸ μαρξιστικὴ – ἐπαναστατικὴ θέση, γράφει: «Πολιτικὴ ἐλευθερία θὰ πρέπει νὰ σημαίνει ἀπελευθέρωση ἀπ’ τὴν πολιτικὴ αὐτή, ποὺ πάνω της τὰ ἄτομα δὲν μποροῦν νὰ ἀσκήσουν οὐσιαστικὸ ἔλεγχο. Πνευματικὴ ἐλευθερία θὰ πρέπει νὰ σημαίνει ἀποκατάσταση τῆς ἀτομικῆς σκέψης, πνιγμένης σήμερα ἀπὸ τὰ μέσα μαζικῆς ἐπικοινωνίας καὶ θύμα τῆς διαπαιδαγώγησης, θὰ πρέπει ἀκόμα νὰ σημαίνει ὅτι θὰ πάψουν νὰ ὑπάρχουν κατασκευαστὲς τῆς “κοινῆς γνώμης”, κι ἀκόμη καὶ κοινὴ γνώμη» (Σέλ. 36). 

Ἐπειδὴ στὸ κείμενο τοῦ Σέβ., δὲν ἀναφέρθηκε ποιὲς εἶναι οἱ κατὰ τὸν ἴδιο τὸν Μὰξ Βέμπερ τρεῖς μορφὲς ἐξουσίας, τὶς ἀντιγράφω ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Γερμανοῦ κοινωνιολόγου «Ἡ πολιτικὴ ὡς κάλεσμα καὶ ἐπάγγελμα» (Μετάφραση Κώστα Κουτσουρέλη): 

«Οἱ ἐσωτερικοὶ λόγοι ποὺ δικαιολογοῦν, δηλαδὴ ποὺ νομιμοποιοῦν, μίαν ἐξουσία εἶναι κατ’ ἀρχὴν τρεῖς. 

Πρῶτον ἡ αὐθεντία τοῦ «αἰώνιου χθές», τοῦ ἐθίμου, ποὺ τὸ καθαγιάζει μία ἐγκυρότητα ποὺ χάνεται στὰ βάθη τοῦ παρελθόντος καὶ τὸ συντηρεῖ ἡ συνήθεια. Τέτοια εἶναι ἡ “παραδοσιακὴ” ἐξουσία, ὅπως τὴν ἀσκοῦσαν οἱ παλαιᾶς κοπῆς πατριάρχες καὶ πατρογονικοὶ ἀφέντες. 

Δεύτερον, ἡ αὐθεντία τῆς σπάνιας προσωπικῆς δωρεᾶς, τοῦ χαρίσματος, ἐκείνη ἡ ἐντελῶς προσωπικὴ ἀφοσίωση καὶ πίστη στὶς ἀποκεκαλυμμένες ἀλήθειες, στὶς ἡρωικὲς πράξεις, ἢ σὲ ἄλλες ἡγετικὲς ἰδιότητες ἑνὸς ἀτόμου. Τέτοια εἶναι ἡ χαρισματικὴ ἐξουσία, ποὺ ἄσκησαν οἱ προφῆτες ἢ – στὸ πολιτικὸ πεδίο – ὁ κεχρισμένος πολέμαρχος, ὁ ἡγεμόνας ποὺ στηρίζεται στὴ λαϊκὴ βούληση, ὁ μεγάλος δημαγωγὸς καὶ ὁ πολιτικὸς κομματικὸς ἀρχηγός. 

Τέλος, ἔχουμε τὴν ἐξουσία ποὺ θεμελιώνεται στὴ “νομιμότητα”, στὴν πίστη στὴν ἐγκυρότητα τοῦ θετοῦ δικαίου καὶ στὴν καθ’ ὕλην “ἀρμοδιότητα” ποὺ θεσπίζουν οἱ ὀρθολογικὰ τεθειμένοι κανόνες: μὲ ἄλλα λόγια, ἡ ἐξουσία ποὺ θεμελιώνεται στὴν ὑπάκουη ἐκπλήρωση ἀπὸ τοὺς ἐξουσιαζόμενους τῶν νενομισμένων καθηκόντων τους. Τέτοια εἶναι ἡ ἐξουσία ποὺ ἀσκεῖ ὁ σύγχρονος “κρατικὸς λειτουργός” καὶ ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ φορεῖς ἰσχύος, ποὺ ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἄποψη τοῦ μοιάζουν». 

Όπως ἀναγράφονται στὸ πρωτότυπο οἱ κατὰ τὸν Μὰξ Βέμπερ τρεῖς μορφὲς ἐξουσίας δὲν ἔχουν ὁποιαδήποτε σχέση μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὴν Ἑλλάδα. Παραμένει λοιπὸν τὸ ἐρώτημα γιατί ὁ Σέβ. ἐνέπλεξε στὸ θέμα τῶν σχέσεων Πολιτείας – Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτὲς περιγράφονται σαφῶς στὸ Σύνταγμα καὶ στὸν Νόμο 590/1977, τοὺς Γερμανὸ κοινωνιολόγο Μὰξ Βέμπερ καὶ Γερμανοαμερικανὸ Χέρμπερτ Μαρκοῦζε. 

Ἡ χρησιμοποίηση στὸν γραπτὸ ἢ στὸν προφορικὸ λόγο ἀπὸ ὑπεύθυνα γιὰ τὴν ἐνημέρωση τοῦ λαοῦ ἐκκλησιαστικὰ πρόσωπα, μάλιστα σὲ πολὺ δύσκολες συνθήκες γιὰ τοὺς πιστούς, διανοητῶν καὶ κοινωνικῶν θεωριῶν ἀσχέτων πρὸς τὴν ἑλληνικὴ πραγματικότητα μπορεῖ νὰ ἐντυπωσιάζει μερικούς, τοὺς περισσότερούς τους ἀφήνει ἀδιάφορους, ἀλλὰ θέτει κρίσιμα ἐρωτηματικὰ γιὰ τὴν χρησιμότητα τῆς μεταφορᾶς προτεσταντικῶν ἢ ἀθεϊστικῶν – μαρξιστικῶν ἀντιλήψεων ἀπὸ κληρικοὺς στὴν Ἑλλαδικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅταν μάλιστα αὐτὴ ἡ μεταφορὰ εἶναι λανθασμένη.

1 σχόλιο:

  1. Η διανόηση, ψαρεύει σε θολά νερά

    μαστορεύοντας μπερδεμένα
    κουβάρια

    που ο γόρδιος δεσμός
    μπροστά τους είναι...

    ...γατάκι...

    (με το αζημίωτο πάντα).

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.