Ἱερὰ Μητρόπολις
Πειραιῶς, γραφεῖο ἐπὶ τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν παραθρησκειῶν
Ἐν Πειραιεῖ τῇ 9ῃ Σεπτεμβρίου
2019
Ὅπως ἔχουμε ἀναλύσει σὲ
παλιότερες ἀνακοινώσεις μας, οἱ βορειοευρωπαϊκὲς φυλὲς τῶν φράγκων, ἀπὸ τὸν
6ο μ.Χ. αἰώνα καὶ μετά, ἄφησαν τὶς παγωμένες χῶρες τους καὶ κατέλαβαν τὴν
πολιτισμένη Εὐρώπη διὰ πυρὸς καὶ σιδήρου, μὲ βανδαλισμούς, καταστροφὲς καὶ
γενοκτονίες, ἀφανίζοντας στὸ πέρασμά τους κάθε πολιτισμικὸ στοιχεῖο ποὺ εἶχε
δημιουργήσει ὁ ἑλληνορωμαϊκὸς κόσμος καὶ ἐγκαθιδρύοντας τὴ δική τους
βαρβαρότητα. Κύρια στοιχεῖα αὐτῆς τῆς βαρβαρότητας ἦταν ἡ ἀνελευθερία, ἡ ἀπολυταρχία
καὶ τὸ ἀπάνθρωπο φεουδαρχικὸ σύστημα. Ἡ «μέθη» τῆς ἐξουσίας εἶχε καταλάβει τοὺς
πανίσχυρους Φράγκους ἡγεμόνες, ὥστε νὰ ὁραματίζονται τὴν ἐπέκταση τῆς
κυριαρχίας τους σὲ παγκόσμιο ἐπίπεδο. Ἂς θυμηθοῦμε τὴν ἀπόλυτα ἐχθρικὴ στάση τους
κατὰ τοῦ Ἀνατολικοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους, καὶ τὴν ἀπαίτησή τους...
νὰ θεωρηθοῦν ἐκεῖνοι
ὡς οἱ «νόμιμοι» διάδοχοι τῆς ἑλληνορωμαϊκῆς κληρονομιᾶς, ἡ ὁποία ἐξέφραζε γιὰ αἰῶνες
τὸ γνήσιο οἰκουμενικὸ πνεῦμα.
Γιὰ νὰ διευκολύνουν τὸν βάρβαρο αὐτὸ
ὁραματισμὸ τους φρόντισαν νὰ τόν «ντύσουν» μὲ «θεολογικὸ» μανδύα.
Οἱ ἐκχριστιανισμένες φραγκικὲς φυλές, ἀπὸ φλογεροὺς ἱεραποστόλους τῆς ἑνωμένης
τότε Ἀνατολικῆς καὶ Δυτικῆς Ἐκκλησίας, δὲν μπόρεσαν νὰ συμμορφωθοῦν μὲ τὴν ἰδέα
ὅτι θὰ μποροῦσαν νὰ ἔχουν τήν ἴδια πίστη μὲ τὴν ἑνιαία τότε Ὀρθόδοξη
πίστη Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως. Θεώρησαν οἱ ἡγήτορές τους τὴν χριστιανικὴ πίστη καὶ
τὴν Ἐκκλησία ὠς «φέουδό» τους, ὠς «ἐργαλεῖο» γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουν
τὰ ἰμπεριαλιστικά τους σχέδια.
Γι’ αὐτὸ ἄρχισαν νὰ διαφοροποιοῦνται, νὰ υἱοθετοῦν
αἱρετικὲς καὶ κακόδοξες θεωρίες ἀρχαίων αἱρετικῶν καὶ λατίνων ἐκκλησιαστικῶν
συγγραφέων, ὅπως τὶς περὶ ἐγκόσμιας «Πολιτείας τοῦ Θεοῦ» τοῦ ἱεροῦ
Αὐγουστίνου. Οἱ Φράγκοι ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι ἀναδεικνύονταν ἀπὸ τὶς τάξεις τῶν «εὐγενῶν»,
ἀποτελοῦσαν ἰδιαίτερη κοινωνικὴ τάξη καὶ πλαισίωναν τοὺς φεουδάρχες ἀφέντες
τους. Ἡ Ἐκκλησία ἔπαψε νὰ εἶναι ἡ «καινὴ κτίση» (Β΄ Κορ. 5, 17), τὸ
«Σῶμα τοῦ Χριστοῦ» (Κολ. 1, 7. Α΄ Κορ. 12, 27), τὸ ἰατρεῖο τῶν ψυχῶν καὶ ἔγινε
«θρησκεία», ἐξυπηρετώντας πλέον θρησκευτικὲς ἀνάγκες καὶ τὸ χειρότερο: μέσον ἐξουσίας.
Γιὰ τοῦ λόγου τὸ ἀληθὲς ἂς θυμηθοῦμε τὶς φραγκικὲς «Συνόδους», (794, 796, 809
κλπ), οἱ ὁποῖες στράφηκαν κατὰ της Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου!
Ἀπώτερος στόχος τῶν Φράγκων ὑπῆρξε
ἡ κατάληψη τοῦ πατριαρχικοῦ Θρόνου τῆς Δύσεως, ὁ ὁποῖος, γιὰ ἱστορικοὺς λόγους
λειτουργοῦσε ὡς ἡ μόνη συνεκτικὴ δύναμη προστασίας τῶν Ὀρθοδόξων τῆς
Δύσεως, ἀφότου καταλύθηκε τὸ Δυτικὸ Ρωμαϊκὸ κράτος, (479). Ὕστερα ἀπὸ μία
μακροχρόνια ἐπέλαση, τὸ σεβάσμιο Πατριαρχεῖο τῆς Ρώμης καταλήφτηκε τὸ 1009 καὶ ἀφοῦ
ἐκφραγκεύτηκε πλήρως, ἀποκόπηκε ἀπὸ τὸν κορμὸ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀποτέλεσε ἴδια
θρησκευτικὴ κοινότητα, σφετεριζόμενη τὴν καθολικότητα καὶ γνήσια παγκοσμιότητα
τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Φράγκος ἡγεμόνας ἐγκατέλειψε τὴν κεντρικὴ Εὐρώπη, (Ἄαχεν τῆς
Γερμανίας) καὶ ἐγκαταστάθηκε στὸ Βατικανὸ ὡς ἀπόλυτος πολιτικοθρησκευτικὸς ἡγέτης,
ὡς «Πάπας».
Ἔτσι ὁ Φραγκισμὸς μετεξελίχτηκε σὲ Παπισμὸ καὶ ὡς τέτοιος παραμένει
μέχρι σήμερα. Στὴν μετέπειτα πορεία τῶν αἰώνων οἱ ἑκάστοτε Φράγκοι Πάπες θὰ ἐπιδοθοῦν
σὲ ἕναν ἀδιάκοπο ἀγώνα νὰ περιβληθοῦν ἀπεριόριστες ἐξουσίες, ἐκκλησιαστικὲς καὶ
πολιτικές, τὶς ὁποῖες δῆθεν «ἔλαβαν» ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ θὰ ἐπιδιώξουν, (στὸν γνωστὸ
«περὶ Περιβολῆς Ἀγώνα»), νὰ θεωρηθοῦν καὶ νὰ ἀναγνωριστοῦν ὡς οἱ ἀντιπρόσωποι
τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ καὶ διαχειριστὲς ὅλων τῶν ἐπὶ γῆς ἐξουσιῶν. Θὰ χρησιμοποιήσουν
τὰ ἴδια φρικτὰ μέσα τῶν προκατόχων τους γιὰ νὰ ἐπιβάλουν τὶς ἀξιώσεις τους μὲ
ἀπάτες, πλαστογραφίες, σφαγές, γενοκτονίες, βασανιστήρια, τὴν Ἱερὴ Ἐξέταση,
κ.λ.π. Ἡ ἱστορία εἶναι ὁ ἀψευδὴς μάρτυρας αὐτῆς τῆς τραγωδίας. Δυστυχῶς ὅμως
γι’ αὐτούς, τὰ σχέδιά τους δὲν μπόρεσαν νὰ ὑλοποιηθοῦν, λόγω τῶν σφοδρῶν ἀντιδράσεων
τῆς Μεταρρυθμίσεως καὶ τοῦ ἄθεου Εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ.
Ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 20ου αιώνος ὁ
Παπισμὸς εἰσέρχεται ἐπίσημα πλέον μέσα στὸν χῶρο τῆς φοβερότερης αἱρέσεως ὅλων
τῶν αἰώνων, τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὁ ὁποῖος νομιμοποιεῖται συνοδικὰ μέσω τῆς Β΄
Βατικανῆς Συνόδου, (1962-1965), καὶ εἰδικότερα μέσω τοῦ γνωστοῦ «Διατάγματος
περὶ Οἰκουμενισμοῦ»,
(Unitatis Redintegratio).
Ἀφορμὴ γιὰ τὴν παροῦσα ἀνακοίνωσή
μας πήραμε ἀπὸ πρόσφατο ἄρθρο τοῦ παπικοῦ «κληρικοῦ» κ. Ἰωάννη
Μαραγκοῦ στήν
ἐφημερίδα τῶν ἐν Ἑλλάδι παπικῶν «Καθολική», (17 Ἰουλίου 2019), μὲ
τίτλο: «Πιστεύω εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικήν». Σ’ αὐτὸ ὁ
ἐν λόγω «κληρικός», ὁμιλώντας περὶ διαλόγου καὶ ἑνότητος ὅλων τῶν χριστιανῶν,
παραθέτει μεταξὺ ἄλλων τίς ἀρχὲς τῆς «Καθολικῆς Ἐκκλησίας» γιὰ τὸν Οἰκουμενισμό.
Γράφει: «Νὰ ἐνεργοῦμε μὲ Σεβασμὸ καὶ νὰ στοχεύουμε στὸ νὰ “παραμερισθοῦν τὰ
λόγια, οἱ κρίσεις καὶ τὰ ἔργα ἐκεῖνα ποὺ δὲν παρουσιάζουν τὴν ἀντικειμενικὴ ἀλήθεια
τῶν χωρισμένων ἀδελφῶν” (UR. 4.9)».
Ποιά ὅμως πλευρὰ ἐμποδίζει τὴν ἀντικειμενικὴ
παρουσίαση τῆς ἀλήθειας; Μήπως ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία; Ἀσφαλῶς ὄχι! Διότι ἡ Ἐκκλησία
μας ὄχι μόνο δὲν παρέκλινε ἀπὸ τὴν Ἀποστολικὴ καὶ Πατερικὴ πίστη καὶ Παράδοση
καὶ ἀπὸ τὶς ἀποφάσεις τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀλλὰ ὄρθωσε ἐξ’ ἀρχῆς λόγο
ὑπεύθυνο καὶ ὁμολογητικό, λόγο ἀγάπης καὶ ἐλέγχου κατὰ τῶν συγκεκριμένων παπικῶν
πλανῶν. Λόγο παραπλανητικὸ ἔχει νὰ παρουσιάσει ὁ Παπισμός, ὁ ὁποῖος ἐδῶ καὶ
δέκα αἰῶνες ὄχι μόνον ἀλλοιώνει καὶ νοθεύει σώζουσες ἀλήθειες τῆς Ἐκκλησίας
μας, ἀλλὰ καὶ κατασυκοφαντεῖ τὴν Ὀρθοδοξία μᾶς ὠς «αἱρετική», ἐπειδὴ
αὐτὴ ἀρνεῖται νὰ υἱοθετήσει τὶς δικές του κακοδοξίες!
Εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ
γεγονὸς ὅτι στοὺς ἐδῶ καὶ σαράντα χρόνια ἀναποτελεσματικοὺς διαλόγους οἱ αἱρετικοὶ
παπικοὶ δὲν ἔχουν νὰ καταλογίσουν καμία κακοδοξία στὴν Ὀρθοδοξία, ἐνῶ
προσπαθοῦν νὰ παρουσιάσουν τὶς δικές τους κακοδοξίες ὠς «Ὀρθοδόξες»! Δὲν
ἔχουν τὴν παραμικρὴ διάθεση νὰ ἀπεμπολήσουν καμιὰ πλάνη τους, ἀλλὰ πασχίζουν νὰ
μᾶς τὶς παρουσιάσουν ὡς δῆθεν σώζουσες ἀλήθειες τῆς Ἐκκλησίας! Προσπαθοῦν νὰ μᾶς
κάμουν νὰ δείξουμε κατανόηση γι’ αὐτές! Ἐδῶ «παίζεται» δυστυχῶς τὸ
κωμικοτραγικὸ «παιχνίδι» τῶν ἐξοφλημένων διαλόγων!
Παρὰ κάτω γράφει: «Νὰ
καλλιεργοῦμε τὸ διάλογο καὶ τὴ συνδιαλλαγή, ὥστε ὅλοι νὰ ἀποκτήσουμε “μία πιὸ ἀντικειμενικὴ
γνώση καὶ πιὸ σωστὴ ἐκτίμηση γιὰ τὴ διδασκαλία καὶ τὴ ζωὴ κάθε Ὁμολογίας”
(UR.4.10.11)». Ἡ «ἀντικειμενικὴ γνώση» δὲν ἐπιτυγχάνεται μὲ ἀνθρώπινες
μεθοδεύσεις, μὲ συνεχεῖς καὶ ἀτέρμονες διαλόγους, ὅπως νομίζει ὁ ἀρθρογράφος,
ἀλλὰ μόνον μὲ τὴν Χάρη καὶ τὸν θεῖο φωτισμὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἐπειδή
δὲ οἱ ἅγιοι καὶ θεοφόροι Πατέρες μας, διέθεταν αὐτὸν τὸν θεῖο φωτισμό, ἀπέκτησαν
πλήρη καὶ «ἀντικειμενικὴ γνώση» τῶν ποικίλλων κακοδοξιῶν καὶ πλανῶν ὅλων τῶν
ἑτεροδόξων, Παπικῶν, Προτεσταντῶν καὶ Μονοφυσιτῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς
κατεδίκασαν σὲ πολλὲς Συνόδους Οἰκουμενικές, Τοπικὲς καὶ Ἐνδημοῦσες, ἀπὸ τὸν
5ον αιώνα καὶ ἐντεῦθεν.
Οἱ σήμερα διαλεγόμενοι διαθέτουν μήπως περισσότερο
φωτισμὸ ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες μας, ὥστε νὰ ἔχουν τὴν ἀξίωση νὰ τοὺς ὑπερβοῦν,
ἢ νὰ τοὺς διορθώσουν; Ὄχι βέβαια! Εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ παρὰ πάνω «Ἀρχὴ» τοῦ
«Διατάγματος περὶ Οἰκουμενισμοῦ», εἰσάγει στὸ χῶρο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τὴν
Μεταπατερικὴ αἵρεση. Ἡ τραγικὴ πραγματικότητα τῶν μέχρι σήμερα διεξαχθέντων
διαλόγων ἀποδέδειξε ὅτι ὁ πραγματικὸς (καὶ ἀνομολόγητος) στόχος των δὲν ἦταν
ἡ «ἀντικειμενικὴ γνώση», ἀλλὰ ἡ ἀποδοχὴ τῆς ἑτεροδοξίας, τῆς ποικίλης
κακοδοξίας καὶ πλάνης, ὠς «νόμιμης διαφορετικότητας» καὶ ἐν
τέλει ο συγκερασμὸς τῆς πλάνης μὲ τὴν ἀλήθεια!
Παρὰ κάτω γράφει: «Νὰ ἀναπτύσσουμε
τὴ Συνεργασία μὲ κάθε εἴδους πρωτοβουλίες, οἱ ὁποῖες, σύμφωνα μὲ τὶς ἀπαιτήσεις
τῆς χριστιανικῆς συνείδησης, συμβάλλουν στὸ κοινὸ καλὸ (UR.4.12)». Ἡ
μέθοδος τῆς «Συνεργασίας»
σὲ ποικίλους τομεῖς, κοινωνικούς, πολιτιστικούς, φιλανθρωπικοὺς κ.λ.π. εἶναι
μία παλιὰ καὶ καλὰ δοκιμασμένη μέθοδος τῶν παπικῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν «Ὀρθοδόξων» οἰκουμενιστῶν,
προκειμένου νὰ ἀμβλυνθοῦν οἱ ἀγεφύρωτες δογματικὲς διαφορὲς ποὺ μᾶς χωρίζουν καὶ
νὰ δημιουργήσουν στὰ εὐρύτερα λαϊκὰ στρώματα τὴν ψευδαίσθηση τῆς ἑνότητος,
προωθώντας ἔτσι τὸν λεγόμενο «λαϊκὸ οἰκουμενισμό».
Ἰδιαίτερα
ἀποδοτικὴ καὶ καρποφόρος ἀποδείχθηκε ἡ «Συνεργασία» στὸν τομέα τῶν
ὑποτροφιῶν. Κυρίως χορηγοῦνται ὑποτροφίες σὲ Ὀρθοδόξους φοιτητές, νὰ σπουδάσουν
δωρεὰν στὰ παπικὰ καὶ προτεσταντικὰ πανεπιστήμια, ὥστε νὰ μυοῦνται στὶς πλάνες
τους καὶ νὰ γίνονται κατόπιν φορεῖς των στὸν Ὀρθόδοξο χῶρο. Σήμερα οἱ πλέον ἔνθερμοι
ὑποστηρικτὲς τοῦ «Οἰκουμενισμοῦ» εἶναι ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀπόφοιτοι
αἱρετικῶν πανεπιστημίων! Πρόκειται γιὰ μία ἀπὸ τὶς πλέον πανοῦργες πρακτικὲς τῶν
αἱρετικῶν.
Παρὰ κάτω γράφει: «Νὰ
προσπαθοῦμε ὁ διάλογος καὶ ἡ συνεργασία “ὅταν εἶναι δυνατό, νὰ καταλήγουν σὲ
κοινὴ προσευχὴ” (UR.4.8)». Καί αὐτὴ ἡ ἐπιδίωξη ἔγινε πράξη. Ἐνῶ οἱ
συμπροσευχὲς μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἀπαγορεύονται ἀπὸ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, οἱ
συμμετέχοντες Ὀρθόδοξοι, τόσο στοὺς διαχριστιανικοὺς διαλόγους, ὅσο καὶ στὰ
διάφορα διαθρησκειακὰ φόρα, συμπροσεύχονται μὲ αἱρετικοὺς καὶ ἀλλόθρησκους! Ἡ
καταπάτηση τῶν Ἱερῶν Κανόνων ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς οἰκουμενιστές, ποὺ μετέχουν
στοὺς διαλόγους εἶναι ἄλλη μιὰ κλασικὴ περίπτωση προσπάθειας ὑπερβάσεως καὶ
διορθώσεως τῶν ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι θέσπισαν τοὺς ἐν λόγω Ἱεροὺς Κανόνες.
Ὅπως
ἔχει ἤδη ἀναφερθεῖ σὲ παλαιότερη ἀνακοίνωσή μας ὁ Θεὸς δὲν εἰσακούει τὶς
προσευχὲς ἐκείνων ποὺ συμπροσεύχονται μὲ αἱρετικοὺς γιὰ δύο κυρίως λόγους. Πρῶτον
διότι οἱ συμμετέχοντες προσεύχονται σ’ ἕναν ἀνύπαρκτο Θεό, ἀφοῦ σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο
Γρηγόριο Παλαμά, ἡ αἵρεση εἶναι ἕνα δεύτερο εἶδος ἀθεΐας: «Δεύτερον δὲ
γένος ἀθεΐας ἐστὶν ἡ πολυσχιδὴς καὶ πολύμορφος ἀπάτη τῶν αἱρετικῶν».[1] Δεύτερον,
διότι αὐτοί ποὺ συμμετέχουν σ’ αὐτὲς ἐπιζητοῦν νὰ ἐπιτύχουν μία ἑνότητα,
ποὺ δὲν εἶναι σύμφωνη μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἐπιζητοῦν τὴν ἑνότητα ὄχι ἐν τῇ ἀληθείᾳ τῆς
Ὀρθοδόξου πίστεως, ἀλλὰ μέσα στήν «ποικιλομορφία» μιᾶς σωρείας
διαφορετικῶν δογματικῶν πεποιθήσεων, πολλὲς φορὲς ἐκ διαμέτρου ἀντιθέτων μεταξύ
τους.
Παρὰ κάτω γράφει: «Νὰ
δημιουργηθεῖ τελικὰ ἐκεῖνο τὸ πνεῦμα μὲ τὴ Μετάνοια – μεταρρύθμιση ποὺ “ὅλοι
νὰ ἐξετάζουν τὴν πιστότητά τους στὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν Ἐκκλησία, καὶ ὅπως
ἁρμόζει, νὰ ἀναλαμβάνουν γενναῖες προσπάθειες γιὰ ἀνανέωση καὶ ἀναπροσαρμογὴ”
(UR.4.7)». Ποιός ὅμως χρειάζεται νὰ μετανοήσει; Ἡ Ὀρθοδοξία, ἢ ὁ Παπισμός;
Ἡ Ὀρθοδοξία γιὰ ποιὸ «παράπτωμά» της χρειάζεται νὰ μετανοήσει, ἀφοῦ δὲν
παρέκκλινε στὸ ἐλάχιστο ἀπὸ τὴν πίστη τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας; Αὐτὸς ποὺ
χρειάζεται νὰ μετανοήσει εἶναι ὁ Παπισμός, τοῦ ὁποίου ἡ μέχρι τώρα χιλιετὴς
πορεία εἶναι ὁλότελα γεμάτη ἀπὸ πλάνες καὶ φρικώδη ἐγκλήματα κατὰ τῆς Ἐκκλησίας,
τοῦ λοιποῦ χριστιανικοῦ κόσμου καὶ τῆς ἀνθρωπότητας! Αὐτὸς πρέπει νὰ ἐξετάσει «τὴν
πιστότητα στὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ», τὸ ὁποῖο διέστρεψε καὶ τὸ χρησιμοποιεῖ
γιὰ νὰ ἐπιτύχει τὰ κοσμοκρατορικά του σχέδια.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ὄχι μόνο
δὲν χρειάζεται «ἀνανεώσεις» καὶ «ἀναπροσαρμογὲς» στὴν δογματικὴ καὶ ἠθική
της διδασκαλία, ἀλλὰ καλεῖται νὰ πράξει τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο. Καλεῖται νὰ
διαφυλάξει ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ, ἀλώβητο καὶ ἀπαραχάρακτο τὸν θησαυρὸ τῆς πίστεως
καὶ τῆς ἠθικῆς της διδασκαλίας, ὅπως αὐτὸς ἀποκαλύφθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριό
μας καὶ ἀποθησαυρίστηκε στὰ ἱερὰ κείμενα τῆς ἁγίας Γραφῆς, στὰ θεοφώτιστα
κείμενα τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ τῶν Ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὅπως ὁ Χριστὸς
ὡς Ἀλήθεια καὶ ὡς Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας παραμένει «χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς
καὶ εἰς τοὺς αἰώνας» (Ἑβρ. 13, 8), αἰώνιος καὶ ἀναλλοίωτος, ἔτσι καὶ ἡ Ἀποκάλυψή
Του ὀφείλει νὰ παραμείνει «χθὲς καὶ σήμερον ἡ αὐτὴ καὶ εἰς τοὺς αἰώνας».
Κάθε μορφὴ «ἀναπροσαρμογῆς» στὴν ἠθικὴ καὶ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ
ἀθέτηση τῶν λόγων τοῦ Κυρίου: «ὃς ἐὰν οὒν λύση μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν
ἐλαχίστων καὶ διδάξη οὕτω τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τὴ βασιλεία τῶν
οὐρανῶν», (Ματθ. 5, 19).
Τέλος ὁ κ. Ἰ.
Μαραγκός, προτείνει νὰ καλλιεργείται «ὅ,τι μᾶς ἑνώνει, νὰ αὐξάνεται ἡ ἀμοιβαία
γνωριμία καὶ ἐμπιστοσύνη, ὥστε μὲ ἁπλότητα καρδιᾶς νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὰ σημεῖα
ἐκεῖνα ποὺ μᾶς φαίνονται δυσεπίλυτα». Ἐδῶ ὁ ἀρθρογράφος προτείνει τὴν
καλλιέργεια αὐτῶν ποὺ μᾶς ἑνώνουν, ἔχοντας προφανῶς ὑπ’ ὄψη του τοὺς μέχρι
σήμερα γενομένους διμερεῖς Διαχριστιανικοὺς Διαλόγους, μεταξὺ Ὀρθοδοξίας καὶ
Παπισμοῦ, οἱ ὁποῖοι ὅμως, ἐνῶ ξεκίνησαν ἀκριβῶς μὲ τὴν ἐξέταση ἐκείνων ποὺ μᾶς ἑνώνουν,
κατέληξαν δυστυχῶς σὲ τραγικὴ ἀποτυχία καὶ ἀδιέξοδο. Τὰ «σημεῖα ἐκεῖνα ποὺ μᾶς
φαίνονται δυσεπίλυτα», δὲν «ἀντιμετωπίζονται» μὲ τὸν τονισμὸ ἐκείνων ποὺ μᾶς
ἑνώνουν, ὅπως ἀφελῶς νομίζει ὁ ἀρθρογράφος, ἁπλούστατα διότι δὲν πρόκειται γιὰ ἁπλὰ
ἐπουσιώδη «σημεῖα», ἀλλὰ γιὰ οὐσιώδεις δογματικὲς πλάνες τῶν Παπικῶν, οἱ ὁποῖες
καθιερώθηκαν ὡς δόγματα πίστεως σὲ «Οἰκουμενικὲς Συνόδους» των καὶ ἔχουν ἐμποτίσει
ὅλη τὴν ζωὴ καὶ τὴ λατρεία τῆς παπικῆς παρασυναγωγῆς.
Οἱ τεράστιες δογματικὲς
διαφορὲς ποὺ μᾶς χωρίζουν ὡς πελώρια «σινικὰ τείχη», δὲν ἀντιμετωπίζονται ἀκόμη
οὔτε μὲ «ἀμοιβαῖα γνωριμία καὶ ἐμπιστοσύνη», οὔτε μέ «ἁπλότητα
καρδιᾶς», (ἡ ὁποία εἶναι ἀνύπαρκτη στοὺς παπικούς, ἀφοῦ ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει ἡ αἵρεση,
ἐκεῖ ὑπάρχει διαστροφὴ καρδίας), ἀλλὰ μόνο μὲ τὴν εἰλικρινῆ μετάνοια τῶν παπικῶν
καὶ τὴν ἐπιστροφή τους στὴν Ὀρθοδοξία. Το μόνο ποὺ ἐπετεύχθη μὲ τὶς ἀνθρώπινες
αὐτὲς μεθοδεύσεις στοὺς Διαχριστιανικοὺς Διαλόγους εἶναι ἡ δημιουργία, (μέσω τῆς
οἰκουμενιστικῆς θεωρίας τοῦ δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ), μιᾶς συγκρητιστικοῦ τύπου
ἑνώσεως, ὅπου ἡ ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας ἀναμιγνύεται καὶ συναρμόζεται μὲ τὸ ψεῦδος
τῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν τοῦ Παπισμοῦ. Ὅμως ἕνας τέτοιου εἴδους συγκερασμὸς ἀποτελεῖ
τὴν μεγαλύτερη ἁμαρτία, διότι ἔρχεται σὲ εὐθεία ἀντίθεση μὲ τὸν θεόπνευστο λόγο
τοῦ Παύλου: «τὶς δὲ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος; Τὶς δὲ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς
Βελίαλ; Ἢ τὶς μερὶς πιστῶ μετὰ ἀπίστου;» (Β΄ Κορ. 6, 14).
Κλείνοντας θὰ θέλαμε νὰ τονίσουμε
γιὰ πολλοστὴ φορὰ τὴν πραγματική μας ὀδύνη γιὰ τὸ κατάντημα τοῦ Παπισμοῦ, ὁ ὁποῖος
ἀντὶ νὰ μετανοήσει διαπιστώνοντας τὸ ἀπύθμενο βάθος τῆς καταπτώσεώς του, μὲ τὶς
χιλιάδες θύματα παιδεραστίας παγκοσμίως, δίνει συμβουλὲς καὶ προτείνει τρόπους
«ἑνώσεως», οἱ ὁποῖοι κρινόμενοι Ὀρθοδόξως εἶναι ἀπαράδεκτοι. Ὁ πραγματικὸς
στόχος τοῦ Παπισμοῦ δὲν εἶναι ἡ ἐν τῇ ἀληθείᾳ τῆς πίστεως ἕνωση μὲ τὴν Ὀρθοδοξία,
ἀλλὰ νὰ παίξει ἕνα ἡγεμονικὸ ρόλο στὸ συγκερασμὸ ὅλων τῶν χριστιανικῶν ὁμολογιῶν
καὶ ἐν συνεχείᾳ ὅλων τῶν θρησκειῶν γιὰ τὴν ἐπίτευξη τοῦ ὁράματος τῆς
πανθρησκείας, ἔτσι ὥστε ὁ πάπας νὰ καταστεῖ τελικὰ ὁ θρησκευτικὸς πλανητάρχης ὅλης
τῆς
οἰκουμένης.
Ἐκ
τοῦ Γραφείου ἐπὶ τῶν Αἱρέσεων καὶ τῶν Παραθρησκειῶν
[1] Ἐπιστολὴ πρὸς Σεραπίωνα
30. PG 26,597 C
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου